Στην Ελλάδα γράφτηκε μπόλικη σεξοφοβική ποίηση, βεβαίως ωραία και ακαδημαϊκή. Και βεβαίως σπουδαία αφού δεν έχει οσμές και παλαβομάρα. Κι επιτρέπεται στους ποιητάς να παθαίνουν ήττα και αλκοολίκια φοβερά και τρομερά και να διηγούνται τες πουτανιάρικες σκηνές με πέπλα αραχνοΰφαντα κι αστεράκια στις ρόγες και στους σφιγκτήρες. Αυτό είναι όλο. Να παίρνονται τα όντα με ποιητικό τρόπο. Να αλυχτούν τα κορμάκια μεταφορικώς. Ότι ξεχειλίζει και αφρίζει και ζέχνει περιπαθώς να τρυπώνει εις τη θηλιά του στίχου. Τα πλούσια βυζιά εις τους καθρέφτες να ομοιάζουν με θηριώδη κύμβαλα. Τα αφρισμένα χείλη με νυχτόβια. Οι εκσπερματώσεις με δρολάπια. Λέξεις που συγκαλύπτουν άλλες λέξεις. Εξάψεις, καύλες, ηδονές θαμμένες κάτω από μεταφορές, παρομοιώσεις, συνειρμούς, σαν φίδια αγκαλιασμένα. Κρύβοντας το αγοραίον πάθος, το λαχάνιασμα. Να μη φανεί μέσα στο ποίημα ο βορβοσηραγγώδης μυς, το μεγαλείο του. Να μη φανεί το χύσιμο στα μούτρα, η διεγερμένη αίσθησις, το σώμα στο αρχαίο χαλί να εκλιπαρεί. Να μη φανούν τα σχέδια των Πτολεμαίων, το πρωινό γαμήσι. Να λειανθεί ο σπασμός στο άσπρο φως των σεντονιών. Να γίνει αποπεράτωση μιζέριας για το άπληστο νοικοκυριό. Ανθολογώντας φρύγανα, πέτσες χωρίς το κρέας τους, οστά χωρίς μεδούλι. Το φλέγον ζήτημα η στύσις των εσχάτων. Να μην καυλώνει το λαό η ποίηση, αλλά το πλαστικό, ο κορεσμός, η Παναγία, τα έγγραφα. Ως εκ τούτου οι υποχθόνιοι εμείς, θα μπαινοβγαίνουμε απ’ τις πορτούλες κι απ’ τις τρύπες μας, απ’ τις πελώριες καμινάδες μας. Από τον υψικάμινο φαλλό που έχτισαν οι μπολσεβίκοι ποιητές κάνοντας οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου.