Ορμήνιες προς επίδοξο εραστή

35. Shots from Peep Show 1972 by Sir Eduardo Paolozzi 1924-2005

Να δώσεις πνοή ελευθερίας
στο σκλαβοπάζαρο της
μεγαλούπολης. Να δώσεις
εκατό άλογα για μια αγκαλιά.
Να δώσεις εκατό αγκαλιές
για ένα άλογο. Να σταθείς
ρίχνοντας δεκάρες, κάνοντας
ευχές στις λιμνούλες. Να
προσφέρεις στα στήθια της
την αγάπη. Να προσφέρεις
λουκούμι στον έρωτα και
στην αγάπη τη γλώσσα σου.
Να συσπειρώσεις τα εύφλεκτα
πάθη. Τις σεσημασμένες
Δορκάδες της υγρασίας.
Ν’ ανοίξεις το πορτάκι απ’ το
κλουβί της ομορφιάς να
κελαηδήσουν πάλι
οι ροδοδάχτυλες σχισμές.

Το πλήθος

to pli

Λάβαμε τα μέτρα μας
το πλήθος βούιζε ρουφούσε
πρωινό καφέ τυρόπιτα
ειδήσεις από τρανζίστορ
με μπαταρίες το πλήθος
περίμενε το Σάββατο την
Κυριακή την αποκαθήλωση
του κορμιού του αποδείξεις
χειροπιαστές για τους κακούς
τους πολιτευτές τη μυθοπλασία
να πάρει το αίμα του πίσω
αρνάκι ψητό άραγμα ποθούσε
αφράτο μπούτι και ζουμερό φιλί
το πλήθος ήθελε να χαλαρώσει
με ωραίες ατάκες κωμωδίας
ανέκδοτα πιπεράτα υγρά ήθελε
να χαϊδέψει έναν κώλο τρυφερά
ήθελε να τελειώσει τη φράση του
τον αμέριμνο βίο του με τους
γρίφους και τους δορυφόρους
με τις νέες και τις γριές και
τα ξερά χόρτα στο λόφο
που σουρουπώνει

Θερινό ηλιοστάσιο

θερινο

Θα σας χαρίσω ένα ποίημα κορίτσια
και θα σας πω μια ιστορία. Θα σας
κατεβάσω τη φούστα και θα σας
βγάλω το σουτιέν. Θα σας αφήσω
με το βρακί και τη σάρκα. Απάλιωτες
αρετουσάριστες στο οικοσύστημα
του έρωτα και στα ύφαλα του κρεβατιού.
Θα σας ξηλώσω τον πόθο και θα σας
χαρίσω ανεμώνες. Θα σας δαγκώσω
τα χείλη και θα σας διαβάσω ποιήματα.
Θα σας υγράνω με λόγια και λέξεις.
Στην κοιλιά σας θα ψήσω το ψωμάκι
για το χειμώνα. Εν μέσω καύσωνος
θα σας φορέσω κατάσαρκα την αγάπη.
Γυμνός σαν μανάβης που χαϊδεύει τα
φρούτα του. Σαν γραφειοκράτης που
ακονίζει τους ψυχρούς χαρτοκόπτες.

Ερωτικό πρελούδιο για την ΕΡΤ

erot

Ζω στην επαρχία. Στην αγαπημένη μου επαρχία. Δίπλα στους αγρούς και στους ελαιώνες. Κοντά στις ακρογιαλιές και στα φαράγγια. Αλλά και στα σκοτεινά καταγώγια της. Στα ερείπιά της. Στα φεγγάρια και στα χαλάζια της. Στις βροχούλες και στους σεισμούς της. Εδώ που στήθηκε κάποτε ο πολιτισμός. Οι χαρές και τα μοιρολόγια. Οι έρωτες και τα πένθη. Τα πανηγύρια και οι εμφύλιοι. Ζω στην επαρχία που εγκαταλείφτηκε απ’ τους κατοίκους της. Που ερήμωσε για να στήσει μια υδροκέφαλη κυψέλη, σχεδιασμένη από αμερικάνους τεχνοκράτες και ντόπιους τυχοδιώκτες. Ζω στην επαρχία που στις πλατείες της απίθωσαν τη νύχτα οι χίτες κομμένα κεφάλια σε σακιά. Ζω στην επαρχία που πέθαινε κόσμος από φυματίωση στις αποθήκες του Παπαστράτου, υπαγορεύοντας στους υποτελείς το μεταπολεμικό όραμα της ανάπτυξης. Ζω στην επαρχία που ξεγέννησε κινήματα, κουμουνιστές, αναρχικούς, ανυπάκουους. Ζω στην επαρχία που είναι σπαρμένη αρχαία θέατρα, κάστρα αλλά και βελόνες χασίσια εγκλήματα και τραγωδίες. Σ’  αυτή την επαρχία μπουσούλησα και σ’ αυτή την επαρχία γνώρισα τον κόσμο. Σ’ αυτή την επαρχία άκουσα απ’ το ραδιόφωνο τη φωνή του Καζαντζάκη και τη φωνή του Σικελιανού. Άκουσα και αγάπησα την όπερα και την κλασική μουσική. Άκουσα το Σκαλκώτα και το Γιάννη Χρήστου. Σ’ αυτή την επαρχία βρισκόμουν όταν είδα στην τηλεόραση τον αγαπημένο μου Παρατζάνοφ με τα φλογερά χρώματα και τα διψασμένα στόματα των ποιημάτων της χώρας του. Σ’ αυτή την επαρχία έφτανε το σήμα της κρατικής τηλεόρασης που ήταν για μένα το μέγιστο σχολείο και το σκουλήκι που με έτρωγε για να γνωρίσω τον αληθινό κόσμο. Αυτή η κρατική τηλεόραση που με χόρτασε κινηματογράφο, ελληνικό και παγκόσμιο, που με χόρτασε εικόνες και ιδέες όταν γυρνούσα απ’ την ξεραΐλα της εθνικιστικής παιδείας. Αυτή η κρατική τηλεόραση ήταν το παράθυρό μου στον κόσμο. Σ’ αυτή την κρατική τηλεόραση οι εκφωνητές δε φορούσαν μεταξωτά βρακιά και δεν είχαν επιδέξιους κώλους. Η κυρία Βαρδινογιάννη δεν έκανε κονσομασιόν μεγαλοψυχίας και η αξιοπρέπεια ήταν η κόκκινη γραμμή. Δεν υπήρχαν οι νεοφασιστικές διαφημίσεις του τζάμπο και οι κατουρόκαυλες των αστέρων. Σ’ αυτή την κρατική τηλεόραση οφείλω την αγάπη μου για τα εικαστικά, το σινεμά, τη λογοτεχνία. Από κει έμαθα για τους πολέμους, τα αντάρτικα και τις χούντες. Σ’  αυτή την κρατική τηλεόραση είδα τις πρώτες ερωτικές σκηνές. Γυρισμένες με όσο έρωτα έπρεπε να αποδώσουν τότε που τα σωματικά υγρά ήταν ακόμα ιερά και αμόλυντα και δεν υπήρχε η ξεπέτα και το ξεκόλιασμα ως ιδεολόγημα της εξουσίας. Απ’ αυτή την κρατική τηλεόραση πέρασαν και άπειρες γραφικότητες. Απ’ τις σκηνοθετικές μαγγανείες του Τάσου Μπιρσίμ και τις εθνικοσοσιαλιστικές συγκεντρώσεις με υπόκρουση τα κάρμινα μπουράνα και την πρώιμη Φαραντούρη μέχρι τα πολεμικά ανακοινωθέντα κάθε ελεγχόμενου κυβερνητικού δελτίου. Απ’  αυτή την κρατική τηλεόραση ξεπετάχτηκε και το κιτς και η κάκιστη αισθητική, αλλά και όλη η ανθρώπινη σκατίλα που επάνδρωσε την μετέπειτα ιδιωτική τηλεόραση. Μια σκατίλα που τελικά τη βρώμισε μέχρι το μεδούλι αφού την έβαλε να σκέφτεται με το κέρδος κι όχι με τον άνθρωπο. Αφού την επάνδρωσε με μάνατζερ κι όχι με καλλιτέχνες. Παρ’  όλα αυτά υπήρξε μέχρι σήμερα μια απ’  τις πιο ποιοτικές τηλεοράσεις της Ευρώπης. Η κρατική ορχήστρα της ΕΡΤ, το τρίτο πρόγραμμα, οι εκπομπές λόγου υπήρξαν ως μικρά πολιτιστικά διαμάντια. Αυτά τα διαμάντια ήρθε να σαρώσει και να ρίξει στο βόθρο της η ακροδεξιά. Η αισθητική του Σίμου όχι του υπαρξιστή αλλά της περσόνας που υπήρξε ως γλάστρα στα σόου της Κορομηλά. Της ακροδεξιάς ιντελιγκένσιας που εφαρμόζει τον πιο ακραίο και απάνθρωπο φιλελευθερισμό. Χτίζοντας ένα κόσμο ιδιωτών, ηλιθίων κατά τον ετυμολογικό απόηχο της λέξης, που μαντρωμένος στα ντουβάρια του και καθισμένος στην οικογενειακή του χέστρα θα ατενίζει το στρατό σωτηρίας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Γήπεδο, αποχαύνωση, μαλακία. Εργασιακό μεσαίωνα πολιτισμό του προπό και ιδεολογία του κώλου. Μηδέν αντίσταση, μηδέν διεκδικήσεις. Αυτός είναι ο κόσμος τους και η αισθητική τους. Αδίστακτοι κοστολογώντας κάθε ζωτική ικμάδα. Λογαριάζοντας το μέλλον με χαρτονομίσματα. Δοξάζοντας τις κακοφωτισμένες εργατικές κατακόμβες της Κίνας, μαγειρεύοντας με τα παλιά φαρμάκια της θρησκείας και του εθνικισμού το νέο φοβερό μεσαίωνα. Διαφημίζοντας ανενδοίαστα τη νέα γενιά ως χαμένη γενιά, δείχνοντας κάθε φορά τα δόντια του φασιστικού τέρατος που φυλάει τα λεφτά τους. Αυτούς που μονάχα ένα ποτάμι ζωής μπορεί να τους ξεβράσει στη θάλασσα. Αυτούς που μας κόβουν το ρεύμα και την εικόνα. Αυτούς που φτύνουν την ομορφιά στο πρόσωπο και μας θέλουν σκλάβους πειθαρχημένους και χαζοχαρούμενους. Αυτούς που μας θέλουν χωρίς κρίση, έτοιμους να ψωνιστούμε με κάθε φιλελεύθερη αρλούμπα. Ζω στην επαρχία. Στην αγαπημένη μου επαρχία. Δεν πρόκειται να το σκάσω στο εξωτερικό. Δεν πρόκειται να βάλω την ουρά στα σκέλια. Γαμώ το χριστό σας.   

Βλάκες

βλακες

Οι βλάκες πιστεύουν πως έχουμε δημοκρατία. Πως θα τη βγάλουν καθαρή. Πως θα τη σκαπουλάρουν. Πως κάποιος διαπραγματεύεται σκληρά γι’ αυτούς. Οι βλάκες είναι εθισμένοι στο μαύρο. Στην απογοήτευση και στο εμπόριο ελπίδας. Στα υπουργικά συμβούλια. Στις ηγετικές ομάδες. Οι βλάκες λησμονούν. Οι βλάκες ερεθίζονται απ’ τους ηγέτες, τις πολιτικές φυσιογνωμίες, τους σοφούς. Οι βλάκες καταπίνουν αμάσητο το Στέλιο Ράμφο. Οι βλάκες πιστεύουν πως τα λεφτά τα φάγαν οι κακοί. Οι βλάκες γλείφουν τ’ αρχίδια του γραφειοκράτη, αισθάνονται συγκίνηση άγχος, τύψεις, δέος. Οι βλάκες πολλές φορές έχουν ένα αίσθημα βιασμού του εαυτού τους. Oι βλάκες αυτογαμιούνται. Οι βλάκες είναι διανοούμενοι, δάσκαλοι, κρατικοί υπάλληλοι, μορφονιοί ιδιώτες και δημιουργικοί εκμεταλλευτές. Οι βλάκες είναι γλείφτες, αμοραλιστές, φαντασιόπληκτοι της δεκάρας. Οι βλάκες είναι βρέφη προώρως γερασμένα που ταυτίζουν την περιφέρεια της γης με τον κώλο τους. Οι βλάκες πιστεύουν στην ελεύθερη αγορά, στον ανταγωνισμό, στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στο άκοπο γαμήσι, στις αποικίες. Οι βλάκες αυτοελπίζουν και αυτοθαυμάζονται. Οι βλάκες νομίζουν πως θα πλουτίσουν. Οι βλάκες έχουν χεσμένους τους άλλους βλάκες που νομίζουν πως είναι τόσο βλάκες που τους αξίζει το χέσιμο και τίποτε άλλο. Οι βλάκες είναι ικανοί να ξεπατώσουν μια χώρα, ένα λαό, μιαν ήπειρο, ένα σύμπαν. Οι βλάκες έχουν τάσεις κανιβαλικές. Είναι οι περιούσιοι ψηφοφόροι κάθε αυταπάτης. Κάθε ψυχωτικού δράκου που φυλάει Θερμοπύλες πλούτου και χλιδής. Οι βλάκες δακρύζουν με σωβρακοφανέλες, επετείους και πατριωτισμούς. Οι βλάκες αφομοιώνονται. Γίνονται ήσυχα αρνάκια και παχιά βαριά γουρούνια που καταβροχθίζουν τα πάντα και πληθαίνουν αλματωδώς. Οι βλάκες αδημονούν να βγούμε στις αγορές, να πάρουν δάνειο, να γαμήσουν σε σουίτα. Οι βλάκες έχουν συναίσθημα λιγούρας, πανηγυρίζουν βουλιμικά με κάθε κωλοδάχτυλο της εξουσίας. Οι βλάκες πιστεύουν πως γεννήθηκαν για το οχτάωρο το δωδεκάωρο τη δουλειά. Οι βλάκες είναι τα υπολείμματα της φαλλοκρατίας και της φαυλοκρατίας. Είναι τα ορεκτικά του ρήτορα και του στρατηλάτη. Οι βλάκες παρερμηνεύουν και φθείρουν κατά το γούστο τους. Οι βλάκες ενοχλούνται απ’ τις ιδέες, τον πολιτισμό, τα ποιήματα. Οι βλάκες αγαπούν τον τσαμπουκά και τον πνευματικό τους. Θαυμάζουν το Μιχαλολιάκο και την Ανίτα Πάνια. Νοσταλγούν τον Παπαδόπουλο και τα χρηστά ήθη. Οι βλάκες είναι καταπλακωμένοι απ’ τα νοικοκυριά τους. Από αρμαθιές καταναγκασμών και δολιοτήτων. Οι βλάκες καυλώνουν με τη λέξη μεταρρύθμιση και τη λέξη εξυγίανση και τη λέξη ανάπτυξη. Οι βλάκες έπαιξαν στο χρηματιστήριο, οι βλάκες νόμισαν πως έπιασαν το θεό απ’ τ’ αρχίδια, πως η ολυμπιάδα, η αττική οδός, η ζεύξη ήτο δώρα των περιούσιων Ευρωπαίων. Οι βλάκες πίστεψαν πως πρόοδος είναι να πεταχτούν με τσάρτερ απ’ τη Γαστούνη στο Μιλάνο. Πως πρέπει να μπαζώσουν τους αγρούς γερμανικά καθρεφτάκια και να εισπράττουν απ’ τον ήλιο φράγκα πίνοντας φραπέ στο καφενείο. Οι βλάκες θεωρούν καινοτομία το ξεπούλημα του νερού, θεωρούν πράσινη ανάπτυξη τους ανεμιστήρες και εκπαίδευση τις καινοτομίες του μπάρμπα Σαμ. Οι βλάκες μας πετάνε σάλια, μας κουνάνε το δάχτυλο. Μας κλείνουν το ρεύμα, μας στερούν την ομορφιά. Οι βλάκες μας ψεκάζουν στις διαδηλώσεις, μας λογοκρίνουν, μας θάβουν, μας ξεζουμίζουν. Μας βρίζουν άχρηστους, τεμπέληδες, κουκουλοφόρους. Οι βλάκες είναι υπάνθρωποι, ξεθυμασμένες υπάρξεις των γραφείων και του καθήκοντος. Οι βλάκες είναι σαδιστές μονογαμικοί, απροσπέλαστοι. Οι βλάκες έχουν κάτω απ’ το μαξιλάρι τους το παρακράτος και τον παπά. Τη συναισθηματική βιαιότητα και τον ξελιγωμένο διδακτισμό. Οι βλάκες πιστεύουν στη δικαιοσύνη του σφαγέα και στα θαύματα. Οι βλάκες δεν χρειάζονται πολιτισμό αλλά εταιρίες. Δεν χρειάζονται θέατρο αλλά σκυλάδικο. Δε χρειάζονται επιστήμονες αλλά μάνατζερ. Δεν χρειάζονται κομμουνισμό, κοινότητες κοινοκτημοσύνη, ευχαρίστηση, έρωτα, τροφή, οξυγόνο, φύση, ομορφιά, αλλά πλαστικό, κλοφέν ,διοξείδιο, κέρδος, αναβολικά, Πρετεντέρη, Τσίμα, Παπαχελά, πούτσα, ανήφορο και παπούτσια στενά.

Κυρίως αυτό

kyrios

Οι άνθρωποι μας τραβολογούν,
μας βάζουν χαλινάρι, μας
θαυμάζουν, μας σκέφτονται,
μας κατακλέβουν, μας λυπούνται
και μας γδύνουν, μας ανακαλύπτουν
στην αμμουδιά, μας προορίζουν
για τα κυπαρίσσια, μας στέλνουν
μηνύματα, μας αγαπούν, μας
γράφουν σε μονοτονικό μονότονες
καλημέρες, μας αγαπούν κυρίως
και μας διαβάζουν συχνά, μας ποθούν
κάτω από ξένους ουρανούς, μας
ξεπατώνουν και μας ξεπατικώνουν,
μας ηλεκτρίζουν με φιλιά και μας
βασανίζουν με πένθη. Οι άνθρωποι
μας εξετάζουν και μας βαθμολογούν,
μας καταδικάζουν και μας αθωώνουν,
μας κατηγορούν για τις επιδράσεις μας
και μας κριτικάρουν τα γραπτά,
μας ζητάνε χρησμούς και ωραία λόγια.
Κι εμείς κάνουμε ότι μπορούμε
γι’ αυτούς. Γραπτώς, προφορικώς
και τηλεφωνικώς. Βάζουμε το χέρι
μας στη φωτιά, ψάχνουμε κάτω
απ’ τις φούστες, μέσα στις ψυχές,
γδυνόμαστε κατά θάνατον μεριά,
κατά Αχερουσία. Χοχλάζουμε
παθιασμένα φιλιά. Δίνουμε το κακό
παράδειγμα. Κυρίως αυτό.

Κοντραμπάσα πεσμένα στη μάχη

kontra

Θάνατος και ηδονή είναι τα μόνα ατομικά μας περιουσιακά στοιχεία. Δεν μεταβιβάζονται και δεν πουλιούνται. Καμιά ηθική τράπεζα ψυχών δε μπορεί να τα κατασχέσει και κανένας αυτοκράτορας δε μπορεί να τα λογαριάσει στο βασίλειό του. Ο καθένας μας έχει έναν ολόδικό του τρόπο ύπαρξης. Ένα επίπεδο όπου όλες οι επιθυμίες εκπληρώνονται κι όλοι οι πόνοι γίνονται νέκταρ. Όμως στην ηδονή και στο θάνατο η επιθυμία δεν έχει θέση. Είναι απείρως συμπυκνωμένες και απείρως εκρηκτικές καταστάσεις. Η αίσθηση του θανάτου των άλλων είναι τόσο έντονη που καταντάει συμπόνια για τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο χρόνος δεν υφίσταται κι ο φόβος έχει μια γεύση αθανασίας. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η λύτρωση απ’  την αρρώστια της ζωής. Μιας ζωής που υπήρξε έρμαιο των άλλων. Του πατέρα, του στρατηλάτη, του εργοδότη, του παπά. Μιας ζωή όπου ο νήπιος εαυτός μας οδηγήθηκε στις μάχες. Διάβασε, έμαθε, αποστήθισε, σκότωσε, ύψωσε λάβαρα και χαμογέλασε με συγκατάβαση όταν βρέθηκε στα χαντάκια, περνώντας δίπλα από τόσα θανατικά. Εκεί που έγινε οπαδός κάθε εκφυλισμένης παραφυάδας του θανάτου. Εκεί που εχάιδεψε μελισταλάχτους αποσπερίτες και σκορπίστηκε στην άκρα μεταφυσική. Εκεί όπου η φρίκη φανερώθηκε σε όλη της την έκταση και την πληρότητα. Εκεί όπου κάθε μύηση είχε σκοπό να μεταδώσει στην επόμενη γενιά έναν κώδικα, που θα της επέτρεπε να διαβάσει τη λέξη θάνατος χωρίς άρνηση. Οι θρησκείες πάτησαν πάνω στη σανίδα του θανάτου για να συμφιλιώσουν τις μάζες με τον όλεθρο. Με την αδικία. Με την εκμετάλλευση. Αφού η αδικία περιγράφεται στις γραφές ως φυσικό φαινόμενο αλλά και ως διαχειριστικό εργαλείο της θείας οικονομίας. Με μια μεταφυσική που σαν τη λέπρα πέρασε μέσα στα μυαλά και στο αίμα. Πέρασε μέσα στα ποιήματα και στις συναλλαγές. Έστησε πολυκατοικίες και φαβέλες. Δεισιδαιμονίες και πλαστικά πάθη. Παρέδωσε τη ζωή στον ηγεμόνα, στον κυρίαρχο, τον ειδικό. Ένας πολυμήχανος υστερικός μηχανισμός άνθισε. Πομπώδεις πληροφορίες από τίτλους εφημερίδων, έγχρωμες φλυαρίες της τηλεόρασης. Ο φόβοι που γίνονται άγχος και το άγχος που γίνεται έρπουσα φοβία. Σαν τους ποντικούς μέσα στη φάκα. Τρέμοντας από ευφορία, χωρίς να υποπτεύονται καθόλου την ανυπαρξία τους. Χωρίς να μπορούν να διαχειριστούν τη λεπταίσθητη κι ερπυστική συμβίωση της ηδονής και του θανάτου. Παραχωρώντας τη βουλιμία της ύπαρξης στον εξομολόγο και το διαφημιστή. Καρατομώντας τα μητρικά λουλούδια και τα βακχικά ένστιχτα. Στέλνοντας στους διορθωτές και στους ψυχολόγους κάθε πάλλουσα φύση και κάθε ανυπόμονη καρδιά. Πριμοδοτώντας την έσχατη αλαζονεία της ζωής. Το φόβο του θανάτου.

Τη μέρα που έκλεισε η ΕΡΤ

ert

Ήταν τη μέρα που παρήγγειλα
ψαλίδι στο Κιλκίς, εμπρόσθιο δεξί
κι άλλαζα διάθεση απ’ το πρωί
και σκέφτηκα ποίημα με αυτόματο
σεξ, μεγαθήριο με βασίλισσες, ουζερί
και τέτοια και τα γεγονότα έβλεπα
που δεν είχαν συνοχή. Η τιβί έπαιζε
σκιαμαχίες, συγκρούσεις, φάκα με
τυρί, η κυρά μου γοργόνα που
εψήνετο στο πετρογκάζ, οι φίλοι
σκύλοι και τα κορμιά γυμνούλια
εισπνέοντας θέρος καταθέσεις λεφτά.
Ήταν τη μέρα που ονειρεύτηκα
Βέρμιον λίμνη Οστρόβου λευκές
νιφάδες εύθυμο πλήθος μαύρα μαλλιά.

Άνθη ευλαβείας

prox

Προχείρως μου δίνεις φιλιά και
κυματίζεις, στα έπιπλα του σπιτιού
και στα πορτρέτα. Με τον ωραίο
λαιμό και τα τρυφερά χείλη. Με
τη γύρη που σκορπάς μέσα στο
ποίημα. Με τις ολονυχτίες σου στα
θερμοκήπια του κάμπου μου.
Με τα ηλεκτρικά σου χείλη
εν μέσω θέρους. Εν μέσω τριφυλλιών
και φοβερής αντάρας. Εν μέσω
δαιμόνων στα Λευκά όρη και στα
Μαύρα μάτια. Στο λυκόφως της
μασχάλης και στου ύπνου την
ανυχτωσιά. Στη γεύση για ζωή και
στη γεύση για θάνατο. Προορισμένη
για κουμπαριές με τ’ αμαρτήματα
της Κασσιανής. Για γερά στομάχια
και για καινούργιες μάχες. Σε
πεζούλι της Ύδρας και σε αλώνι
των Σπετσών. Προχείρως με λατρεύεις
μηχανικά όπως οι σκύλες τα σκυλιά
κι όπως τα φεγγαράκια τους πλανήτες.
Κι όπως οι έφηβοι βαρούνε τις καμπάνες
του χωριού. Κι όπως κοντριούνται τα
κριάρια και ξαμώνουν στα χωράφια τους
οι διάβολοι. Κι όπως ευλογούνται
τα γένια κι όπως βλασταίνουν στα
χοροστάσια τα χορταράκια. Κι όπως
σφυρίζουν τα πλοία κι όπως σφυρίζουν
τα χείλη κοριτσιού στο ξαλάφρωμα.
Προχείρως με λατρεύεις σε νοικιασμένο
δωμάτιο στα Σπάτα. Θερινή κι
ορθάνοιχτη όλο παγίδες. Όλο υγρά.
Όλο λυγμούς. Όλο τουλίπες. Δεσποινίδα
αχόρταγη. Που με ρίχνεις στο πηγάδι
και στα ελληνικά του πόθου και στις
βάθρες του σπασμού. Και με καρφώνεις
στο γραφείο να σου γράψω. Για να
ερεθίσω τη δημόσια πείνα. Να το
παίξω πληγωμένος. Να δηλώσω
καυλωμένος. Ανήμπορος κι ανίερος.
Κι αμετάδοτος στους πολλούς.

Ημερολόγια εκστρατείας [απόσπασμα]

ημερολογιο εκστρατιας

10

Όλα ήταν λοιπόν μια ψευδαίσθηση, ένα φταίξιμο του μυαλού που το γλείφει ο Σατανάς σαν ένα σκουλήκι. Μια γριά ξεδοντιασμένη και καμπούρα, μάγισσα πραγματική με τα μαντζούνια και τα βότανα, το καλό και το κακό, τα βότανα ιδίως εκείνα που αν τα βάλεις στη σούπα του ανδρός, σε λίγο θα του φέρουν φριχτούς σπασμούς και πόνους αβάσταχτους που θα τον κάνουν να τα κακαρώσει σαν λυσσασμένο σκυλί.  

 

11

Συνήθως οι ψευδαισθήσεις και οι αυταπάτες φυτεύονται από άνωθεν. Γι’  αυτό βεβαίως οι άνθρωποι μπροστά στις εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις ή στους αφόρητους κινδύνους εύκολα ξεπέφτουν σ’  ένα είδος αδιαφορίας. Ας θυμηθούμε την περίφημη φράση belle indifference του περασμένου fin de Siècle, κανκάν, πουδραρισμένες γάμπες, ένα γάργαρο βασίλειο από μακρόσυρτα πάθη. Μυστικές βοές των γεγονότων, φαγούρα και γαργάλημα.

 

12

Ήταν η εποχή που συναντούσαμε τις άγνωστες ερωμένες μας σ’ αυτές τις κακόφημες σεξουαλικές κατακόμβες που είχαν δοξάσει παλιά χαμένα ραντεβού και ανεκπλήρωτους έρωτες. Ήμασταν οι νικητές, κι η νύχτα γνωρίζει μόνο το νόμο των νικητών.

 

13

Η κοπέλα σήκωσε το φουστάνι της αφήνοντας να ξεχωρίσει μέσα απ’ την κιλότα η σχισμή του φουσκωμένου ρόδινου φύλλου της. Τη φίλησα. Μιαν ανήσυχη γλώσσα μέσα στο στόμα του νικητή, μια γλώσσα που πεινούσε για συμπυκνωμένο γάλα, τσιγάρα, σοκολάτα και επιτηδευμένη τρυφερότητα. Μια γλώσσα που γνώρισε τη συσκότιση και τον πόνο και γδυνόταν μέχρι τα σωθικά της για ένα βρώμικο χαρτονόμισμα.

 

14

Η ζώνη του Ωρίωνα που απλωνόταν πάνω μας, η μεγάλη Άρκτος που ισορροπούσε στην ουρά της. Ολόκληρη η σπαραξικάρδια διάταξη των αστεριών. Εδώ στις κτήσεις το σεξ είναι απρόσωπο. Μια καλολαδωμένη μηχανή που δουλεύει καλλίτερα στο σκοτάδι. Εγώ ήμουν το πιστόνι κι αυτή ήταν ο κύλινδρος.

 

15

Πολλές φορές νιώθω πως μπορώ να μαντέψω τις σκέψεις των άλλων. Βλέπω στα μάτια και στα χείλη τους  την απόρριψη. Διότι το απορρίπτειν είναι το πιο εύκολο αντανακλαστικό της ανθρώπινης φύσης. Είναι μια ανάγκη όπως η ούρηση και η αφόδευση. Με τέτοιες αφοδευτικές και στρεψόδικες μεθόδους εμείς οι άνθρωποι αρνούμαστε το παν. Κατακόκκινοι απ’ τις ντροπές υφέρπουμε μέσα στο ρόδινο του δειλινού που προχωρά βιαστικά να γίνει νύχτα.

 

16

Εκπαιδευτήκαμε απ’ τα γεννοφάσκια να πιστεύουμε πως η γυναίκα είναι μια κούκλα μπάρμπι που περιμένει ήσυχη στο ράφι να την κατεβάσουμε και να τη γαμήσουμε εκπληρώνοντας τον ευλογημένο μονογαμικό μας προορισμό και πως ένα κάρο μελαψοί άνθρωποι έχουν έρθει στον κόσμο για να γλείφουν τις χέστρες των Ευρωπαίων και να τους μεγαλώνουν τα παιδιά. Αυτός ήταν ο κοινωνικός διαφωτισμός μετά τον πόλεμο. Ένα θέατρο καταναγκασμών όπου έχουν εγκατασταθεί λάμπες γκαζιού για να φωτίζουν τη σκηνή. Εκεί όπου η διαρροή έχει αρχίσει από καιρό περιμένοντας το πρώτο σπίρτο.  

 

17

Ήταν η πόρτα αυτού του φοβερού δάσους, αυτού του σκοτεινού θαλάμου όλων των εκδοχών, όπου θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε. Από το φαρμακερό δάγκωμα του σκορπιού μέχρι το βούλιαγμα μέσα στη λάσπη που ρουφά αμείλιχτα σαν μια βουβή φαφούτα την τροφή της.

 

18

Πρωτόγονα χημικά πειράματα απ’ τις πρώτες μέρες της δημιουργίας. Σώματα που ξεφλουδίζουν ένα ένα για να αποκαλύψουν το επαίσχυντο, αμαρτωλό συστατικό της γης. Η ίδια η ζωή ένα διαρκές παράπτωμα κάτω από το λούστρο, την αρχοντιά και τον όλεθρο.

Στα δάχτυλά της

sta daxtyla

Βρέθηκα σ’ ένα χολ όπου το πράσινο χρώμα των τοίχων έδινε την εντύπωση ενυδρείου. Όλα εκεί μέσα ήταν σταματημένα, συγκρατημένα μέσα στον απογευματινό λήθαργο. Τη σκληρή αντηλιά έκοβαν κουρτίνες που τις συγκρατούσαν πιάστρες στολισμένες με φούντες. Ένας αχνιστός αέρας ερχόταν από κοντινούς ή απόμακρους χυμούς της πόλης. Ζεστός, ώριμος και λίγο σάπιος. Τα απογεύματα του καλοκαιριού κρύβουν μια μαγεία που είναι αφόρητο να υποφέρεις μόνος. Μυρουδιές από κλειστές ντουλάπες, μηχανές, υφάσματα και κορμιά ανθρώπων. Κραυγές ανάστατες, αναπνοές ή ψίθυροι. Προχώρησα στο δωμάτιο και τη βρήκα ολόγυμνη στο κρεβάτι, σαν να είχε βγει από κάποιο λουτρό, υγρή παρουσία. Ιδρώτας και άρωμα μαζί. Τα μόνα φάρμακα στην πλήξη. Της άρεσε ο αιφνιδιασμός. Να χουφτώνω τα βυζιά της ή να εξερευνώ κάποια εσοχή της κι εκείνη ανέμελη να απλώνει τα χέρια ή να τεντώνει το λαιμό. Μ’ άφηνε να γλιστρώ αιφνιδίως ανάμεσα στα σκέλια της και μ’  άρπαζε με τα δόντια της δαγκώνοντάς με. Άλλοτε μ’ άφηνε να της φιλώ τα πόδια στις πατούσες ή να την καθίζω διχαλωτά επάνω στους μηρούς, πιπιλίζοντας τρυφερά τις ρόγες της σαν βρέφος. Άλλοτε πάλι έμενε ξαπλωμένη ολόγυμνη στο κρεβάτι με τα μάτια της κλειστά. Έβαζε το χέρι της ανάμεσα στα σκέλη και με τα δάχτυλά της έπαιζε τις χορδές της φοβερής άρπας. Πότε πότε με ζητούσε ξανά και μοιάζαμε έτσι, σαν μια μικρή ορχήστρα δωματίου. Το δέρμα της εξαίσιο και σχεδόν λιποθυμικό μ’  αυτή την έλξη και την αίσθηση που δίνει στα δάχτυλα των ανδρών την επιθυμία στραγγαλισμού ή άλλες παρόμοιες λαχτάρες. Ναι, η σύντομη συνουσία μας δεν ήταν παρά μια μικρή καλοκαιρινή συνωμοσία. Ενίοτε συλλογίζομαι πως μόνο ο έρωτας θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Κι ο θεός αν υπήρχε θα ήταν υποδουλωμένος πλήρως σ’  αυτόν. Ανίκανος για θαύματα και παραδείσους. Αλλά πως θα γίνει αυτό; Από πού και πώς; Δεν ξέρω. Αν ήξερα θα ήμουν ήδη ένας θαυματοποιός, ενώ δεν είμαι παρά ένας σκευωρός γι’ αυτούς που σκέφτονται στα σκοτεινά. Ένας ταχυδακτυλουργός γι’ αυτούς που τους αρέσουν τα παιχνίδια.    

Εργένης

ergenis

Είναι ένα διαβολεμένο θηλυκό. Είναι πωρωμένη. Είναι άγρυπνη. Ανυπόμονη. Καμιά φορά όταν μεθάω, νομίζω πως θέλω να εμφανιστώ μπροστά της ντυμένος μελισσοκόμος. Μ’ αυτή τη στολή αστροναύτη των αγρών και μ’ αυτό το καπέλο που είναι σαν κράνος, με το πλέγμα που σκεπάζει ως κάτω το πρόσωπο και τα μακριά χοντρά γάντια. Θα ’θελα να της χτυπήσω την πόρτα και μόλις ανοίξει να της αμολήσω μια κυψέλη μέλισσες μέσα στο σπίτι. Ένα τσούρμο αχόρταγες υπάρξεις. Λόχμες, κεντριά, υπεροψία. Να τη ρουφήξουν. Τη γύρη της, τους ψίθυρους της και τις κραυγές της. Άλλοτε πάλι κάθομαι ήσυχος στ’ αυγά μου και δε σκέφτομαι τίποτε. Κατεβάζω τα πόδια μου απ’ το τραπέζι στο πάτωμα και ετοιμάζω το φαγητό. Η κυριότερη αντίρρηση για τον τρόπο που ζει ο εργένης είναι που τρώει μόνος του. Τρώγοντας μόνος σου γίνεσαι εύκολα σκληρός και ωμός. Γράφεις τα πιο άγρια ποιήματα και βλέπεις τα πιο παράδοξα όνειρα. Χθες το βράδυ είδα στ’ όνειρό μου πως αυτοκτόνησα μ’ ένα τουφέκι. Σαν έπεσε η τουφεκιά δεν ξύπνησα, παρά μόνον είδα τον εαυτό μου χάμω στο πάτωμα, μόνο κι απαρηγόρητο χωρίς αυτήν. Τότε μόνο ξύπνησα.

Ανοιχτή επιστολή στο Νάνο Βαλαωρίτη

ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ

Αγαπητέ Νάνο Βαλαωρίτη

έχω την εντύπωση πως, ο φασισμός δεν πολεμιέται με επιστολές, δελτάρια, υπομνήματα, προσθήκες, αρθράκια, υπογραφές. Ο φασισμός έχει τρυπώσει στα τσιτάτα, στη δουλειά, στα έγγραφα. Είναι η παραμορφωμένη εικόνα του κόσμου που δεν αντιστέκεται. Βρίσκεται στο κύτταρο του μικροαστού που δε θέλει μπελάδες. Τον ακούς και τον βλέπεις δίπλα σου στο δρόμο, στο λεωφορείο, στα μαγαζιά. Είναι ο σιτιστής όλων των ανταγωνισμών που καλλιεργεί η εκκλησία, το σχολείο και το κράτος. Βρίσκεται στα γραμματόσημα, στα παιδικά δωμάτια, στα χαρτονομίσματα.

Ο φασισμός είναι αλληλέγγυος με κάθε εξουσία. Με κάθε παλιμπαιδισμό του εγώ που θέλει κέρδος, δόξα και υστεροφημία. Είναι η διαστροφή των ενστίκτων και η παρακμή της νόησης. Είναι η παράδοξη συνθήκη, που κάνει τους ανθρώπους να λαμβάνουν υπόψη, το πιο στενόκαρδο ιδιωτικό τους συμφέρον, την ίδια στιγμή που η στάση τους καθορίζεται περισσότερο παρά ποτέ από τα μαζικά ένστιχτα. Ένστιχτα διαταραγμένα και αλλοτριωμένα απ’ τις ανάγκες που επιβάλει στις μάζες ο Κυρίαρχος.

Καταστάσεις που σημαίνουν σταθεροποιημένη αθλιότητα. Κοινωνίες βασανιστικά αγχωμένες και καταθλιπτικές, έτοιμες να αναγνωρίσουν πάλι την αστική τάξη ως σωτήρα στα όποια δεινά, που η ίδια ιεροκρυφίως προκάλεσε.

Ο φασισμός πριν φτάσει στα άρβυλα και στα πιστόλια έχει φτάσει στα μυαλά και στις καρδιές. Δεν περιορίζεται με νόμους γιατί γίνεται ο ίδιος νόμος. Είναι η φύση της καταστολής κάθε αιτήματος ελευθερίας απ’ τα δεσμά του άγριου καπιταλισμού που δεν υπολογίζει την ηθική αξία της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά την επιβίωσή του.

Ο φασισμός είναι η επιστράτευση των εργαζομένων με πρόσχημα το δημόσιο συμφέρον. Είναι οι αρλούμπες περί ανάπτυξης και ο ανορθολογισμός. Είναι το άνευ όρων ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου. Είναι οι κορώνες του δοσίλογου Φανούρη που ξεσκατώνει κάθε τόσο την πιο ακραία Θατσερική έκφραση της δεξιάς. Είναι οι φτωχοί και οι πεινασμένοι, τους οποίους μπουκώνει ο χοντρόκωλος κλήρος με συσσίτια.

Είναι τα λουκέτα στα μαγαζιά και στα σπίτια. Οι ανασφάλιστοι χωρίς γιατρό και φάρμακο. Τα χαράτσια, οι φόροι, οι απειλές και οι εκβιασμοί. Τα λεηλατημένα ασφαλιστικά ταμεία, η ανασφάλιστη εργασία, η ανεργία που σπάει κόκαλα. Οι αυτοκτονίες, τα σπίτια δίχως ρεύμα και τα υποσιτισμένα παιδιά. Οι ληστείες, οι βιασμοί, η ασφάλεια, ο φόβος, ο ρατσισμός. Τα χέρσα χωράφια, οι ποσοστώσεις στην παραγωγή, τα μεταλλαγμένα. Τα ΜΑΤ, τα δακρυγόνα, οι πλαστικές σφαίρες, τα ρόπαλα, το ξύλο, η τρομοκρατία.

Φασισμός είναι η συμμετοχή σε πολέμους, σε νατοϊκές αποστολές, σε πολεμικές βάσεις ολέθρου και γενοκτονιών. Φασισμό εκπέμπουν τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις. Οι καλοταϊσμένοι δημοσιογράφοι. Οι ορντίναντσες του συστήματος. Οι βαθύπλουτοι επικριτές του ανέργου με τα προγούλια και τη φωνή που γουργουρίζει απ’ το λίπος και την καλοζωία. Οι χειραγωγοί της γνώσης, της κρίσης και της αντίστασης.

Ο φασισμός είναι τρυπωμένος στα τοπικά μέσα ενημέρωσης που σαπουνίζουν τ’ αρχίδια του κρατικού διαχειριστή, του παράγοντα, του βουλευτή, του δημάρχου, του ψωνισμένου πολιτευτή. Φασισμός είναι η στρατηγική επιλογή των κομμάτων εξουσίας να χειραγωγήσουν καταλυτικά το συνδικαλιστικό κίνημα δίνοντας κυβερνητικό επιστατικό ρόλο στις ηγεσίες του.

Φασισμός είναι να σε θέλουν σαν κάποιον που ενώ δεν λειτουργεί το πεπτικό του σύστημα, να ονειρεύεται το τι φαγητό θα του μαγειρέψουν. Να σου προσφέρουν σαν ελπίδα και προοπτική την ένταξή σου στην Μανωλάδα των επιμορφωτικών τους προγραμμάτων και της απασχολησιμότητας. Φασισμός είναι η καλλιέργεια στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων της νοοτροπίας της συντεχνίας και του εμφυλίου.  Έμπορος κατά δημόσιου υπαλλήλου. Φορτηγατζής κατά αγρότη. Αγρότης κατά λιμενεργάτη. Με το κάτσε φρόνιμα, βολέψου γιατί αλλιώς θα καταστραφείς και πάει λέγοντας. Για το φασισμό όμως έχει τεράστιες ευθύνες κι ένα μεγάλο κομμάτι του λαού που:

·              Έχοντας σαν μόνη ιδεολογία το συρταράκι τουκαι την τσέπη του, επέλεξε την ατομική πορεία πιστεύοντας ο αφελής ότι θα επιζήσει όταν αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπο ως ανταγωνιστή, αντίπαλο και εμπόδιο για τον ατομικό του πλουτισμό.

·             Αδιαφορεί και χλευάζει κάθε σκέψη και πρόταση για κοινή δράση και στάση, εξαπολύοντας μύδρους κατά πάντων την ώρα που αποχαυνωμένος παρακολουθεί τηλεόραση ή χαζολογά στην καφετέρια.  

·             Γλύφει τρέχοντας οιονδήποτε πιστεύει ότι μπορεί να εξασφαλίσει θεσούλα στο παιδί του, καταγγέλλοντας όλους όσους ζητάν πολιτικές που θα εξασφαλίσουν δουλειά σε όλα τα παιδιά.

·             Χρηματίζει και λαδώνει για να πέσει στα μαλακά, χαρακτηρίζοντας μαλάκες όσους προτείνουν αγώνα, κατάληψη και απεργία για τη παιδεία, την υγεία, το φορολογικό, την αδικία, τον εκβιασμό, τα χαράτσια.

·             Τα χώνει κάτω από το τραπέζι για την επιδότηση και την ένταξη στο πρόγραμμα, το μαϊμουδίστικο χαμηλότοκο και την ίδια ώρα φτύνει όσους ζητάν αξιοπρεπείς μισθούς και συντάξεις για τους εργαζόμενους.

·             Εύχεται καλή επιτυχία και δηλώνει στήριξη σε όποιον διεκδικεί εξουσία.

Αυτός δυστυχώς ο μικρός , το ψώνιο, ο υστερόβουλος, ο ραγιάς, αυτός ο Χατζιαβάτης των εξουσιών και των μηχανισμών, αυτός ο εκλεκτός της αγοραίας δημοσιογραφίας, αυτός ο χειροκροτητής του κάθε ενός που είναι επάνω, αυτός ακριβώς είναι που κι ο ίδιος σαν εκλεγμένος ή ψηφίζοντας δίνει την δυνατότητα σε άτομα σαν αυτόν, με τέτοια χαρακτηριστικά, να εκλέγονται  και να διοικούν.

Αγαπητέ Νάνο Βαλαωρίτη

Το ξέρω πως το ξέρεις, πως αυτό το διεφθαρμένο σύστημα που τρέφεται απ’ τις σάρκες μας γεννά το φασισμό. Πως η Χρυσή Αυγή είναι η στρατιωτική έκφραση των απόψεων του Πάγκαλου, του Βενιζέλου, του Σαμαρά και του Στουρνάρα. Πως τώρα εσύ, εγώ, εμείς, τρώμε τα κουφέτα απ’ τον κοινοβουλευτικό γάμο της φιλελεύθερης κυράς που ονομάζεται υπεραξία και του υπερτροφικού μπρατσωμένου γόη που ονομάζεται φασισμός. Στο χέρι μας είναι να μην αφήσουμε το ανδρόγυνο να γεννοβολήσει άλλον ένα καταστροφικό πόλεμο, σπέρνοντας όλεθρο κι ανθρώπινα κουφάρια όπως στο παρελθόν.

La bourse est la vie

eross

Οι ερωμένες μας νύσταξαν και
πήραν το βαπόρι του ύπνου.
Κοίταξαν τον εαυτό τους στον
καθρέφτη. Χάιδεψαν τα μαλλιά
τους και το κορμί τους.
Έλυσαν το γρίφο της ομορφιάς
και τρύπωσαν στο πηγάδι.
Έγραψαν το ποίημα τους
στο σκοτάδι. Έγραψαν
συνθήματα στους τοίχους.
Στο σώμα τους φύτρωσαν
λουλούδια δέντρα και φυτά.
Χοροπήδησαν μέσα στους
βάτους. Τα μαλλιά τους εγίναν
πλουμιστά αγκάθια και τα
χείλη τους φρέσκο χώμα.
Οι ερωμένες μας εγίναν
φοβεροί μπαξέδες και κάθονται
με ορθάνοιχτο το τριχωτό τους
στόμα, όπου μπαινοβγαίνουν
πεταλούδες και μικρά
έντομα της νύχτας.