Ψιλικά

cil

Ανταγωνιζόμαστε, ποιός θα προσφέρει περισσότερα στον κυρίαρχο λωποδύτη. Ποιος θα γίνει παρανάλωμα υποταγής και ποιος θα εκκλησιαστεί πρώτος στη χθόνια συστημική άποψη. Ποιος θα αλέσει τα τέκνα του στο Διαφωτισμό της αγοράς και ποιος θα γιορτάζει ιωβηλαία ανάπτυξης στα καταγώγια της εταιρίας. Βεβαίως και δυστυχώς το θέμα είναι πρωτίστως σεξουαλικό, τόσο που οι δάσκαλοι του φιλελεύθερου κατακλυσμού να το καπακώνουν με ενθύμια εργοδοτικής εισφοράς. Να το κάνουν χυλό μέσα στη γαβάθα του θεάματος. Τόσο, που η λεπτεπίλεπτη φιτιλιά κάθε πάθους να γίνεται χαρτονόμισμα στην καλτσοδέτα του διαφημιστή. Να γίνεται σκληρός και ωμός διακανονισμός. Όλα συμβαίνουν ανάμεσα σε διαφημίσεις. Με διαφημίσεις βγάζει το ψωμί του ο τίμιος δημοσιογράφος. Ο κύριος δημοκράτης πολιτευτής θα πουλήσει την ιδεολογική του πραμάτεια ανάμεσα σε σουτιέν, πάνες και γιαουρτάκια. Ο μόνος που μπορεί να διακόψει τη σαδιστική χαρά και τον ανοργασμικό λογισμό του κυρίου υπουργού είναι η αγορά. Το διάλειμμα για διαφημίσεις. Το συμπλήρωμα του καθεστώτος των ιδιωτικών υποθέσεων. Σας βούλωσε η λεκάνη; Σας πονεί ο κώλος; Σας πέφτουν τα μαλλιά; Είστε αγανακτισμένοι; Έχετε κάψες; Έχετε ακράτεια; Έχετε κάβλες; Κρυφογουστάρετε τη Δεξιά και τα αγοράκια; Θέλετε λίγο φασισμό να τα κάνει μπάχαλο; Εδώ. Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Χρόνο να’ χεις να παίρνεις μάτι. Να τρώς, να γαμείς, να συμμετέχεις με τα μάτια και τ’ αυτιά. Με το ψηφιακό σου σήμα να ρουφάς τα καλούδια. Να ρουφάς το αυγό σου. Να σε απαλλάσσουν απ’ τις πεποιθήσεις οι ειδικοί. Συνταγματολόγοι, δεκανείς, ιεροψάλτες, χαρτορίχτρες και μια ταπεινή τυφλή μάζα που ξεσπαθώνει στις λαϊκές και στα γκάλοπ. Εις την πλατεία Κλαυθμώνος της οικίας της.

Προσεχώς

prosexos

Οι αστικοί μύθοι τρέχουν τόσο γοργά που η λογική δε μπορεί να τους ακολουθήσει. Η τάξη που φοράει για πανωφόρι τους μύθους αυτούς, ανταποδίδει τρυφερά με εργασία, δουλειά, στριμωξίδι, υπερωρίες. Είναι η τάξη που προελαύνει στα πεδία των μαχών, γεμάτη στρώσεις παρθενίας και αγνότητας. Είναι η τάξη που, από γεννησιμιού της έχει καθίσει πάνω στο φαλλό του παπά και του αυτοκράτορα. Τα παιδιά της θέλουν ηγέτη για να υπάρξουν. Διαφωτιστή για να ξυπνήσουν και τσοπάνο για να βρουν το δρόμο τους. Κάθε φασισμός πατάει πάνω στην ανάγκη για ανθρωποβοσκή. Μιαν ανάγκη στημένη απ’ τον αστό που σερβίρει ξαναζεσταμένες αυταπάτες. Το έθνος, τα σύνορα, η φυλή, το αίμα και οι ροδαλοί όρχεις είναι η ταυτότητα που αναζητά ο μονίμως αποκλεισμένος απ’ τη διαχείριση της εξουσίας λαός. Ο άνθρωπος που εργάζεται με δαιμονισμένο πάθος, που ξεψυχά πάνω στο καθήκον, που γαμεί με ήθος την κυρά του, που εκτελεί το χρέος του στην εφορία, στην πατρίδα και στον κοινωνικό αυτοματισμό είναι ο πελάτης όλων των βαρέων βαρών εγκλημάτων. Είναι ο βίαια φιλήσυχος πολίτης που ξεσπαθώνει ιδιωτικώς και αυτορυθμίζεται, ως έρμαιο της κοινωνίας του θεάματος, που τον περιχαρακώνει μέσα στο περίβλημα της μικροιδιοκτησίας του. Είναι αυτός που κάθεται πάνω στα παλούκια του φράχτη και φτύνει τους βάρβαρους μετανάστες. Είναι αυτός που θέλει στρατό και αστυνομία για να διαφυλάξει το υπαρξιακό του γήρας. Είναι αυτός που θρέφει φίδια και αυγά και μεγαλοϊδεατισμούς. Είναι αυτός που κόβει κάθε πρωί φέτες το κορμί του για να ταΐσει τα λυσσασμένα σκυλιά της ανάπτυξης. Είναι ο άνθρωπος του θεού και της σβάστικας. Είναι ο λεβεντομαλάκας άγνωστος στρατιώτης με την αρβανίτικη φορεσιά που έχει μυαλό τσαρούχι. Είναι το γκάζι του οχήματος της υπεραξίας που ο Κύριος το πατάει μέχρι τέρμα. Μέχρις εσχάτων.

Νυχτερινό

nixt

Μυρίζω τα λουλούδια σας όπως
πάντα. Τα εκλεκτά παρά φύσιν
εδέσματα. Μυρίζω την τεχνολογία
του έρωτά σας. Βουλιάζω στις
αράδες σας ως χρυσοθήρας
πεισμωμένος χλωμός. Ξέρω πως
δε μου μένουν και πολλές λέξεις
και πολλές μέρες και πολλά χρόνια.
Ξέρω να σας ζωγραφίσω τον αφαλό.
Ξέρω να σας πάρω μακριά
στο λαμπρό φως του πρώτου φιλιού.

Γραπτό ενθύμιο

tria

Τριαδικέ θεέ της λαχτάρας
του πόνου και της ηδονής, την έχω στο
στρώμα μου απόψε, πιο γυμνή
από ποτέ. Με τα λαγωνικά της
μπούτια, οσία ωραία, οσία δικιά
μου. Οσία ως το τέλος αυτού τού
πολέμου του κρεβατιού αυτής
της μάχης των οδόντων, που
θα φέρει στον κόσμο τα
ανήκουστα κουτσομπολιά των
Μουσών κι ένα γραπτό ενθύμιο
της ταραχής του αφηνιασμένου
κόλπου της.

Αναμνηστικό

anam

Μας εκπαραθύρωσαν οι αυστηρές
γυναίκες και τα σοφά γεροντάκια,
τα μανιφέστα εμπόρων, η αγορά,
οι Άλπεις που δε θα πατήσομε ποτέ.
Οι παλαιοί ποιητές που ζουν ακόμη
και μας καταλογίζουν μηδενισμό,
πορνογραφία, αχταρμά. Οι
σχολιογράφοι που μας ξεσκολίζουν.
Οι μαθητές μας που μας αγνοούν.
Οι βιβλιοπώλες που δε μας βάζουν
στα ράφια. Οι όμορφες που μας
βρίζουν. Οι γείτονες που μας
ανέχονται. Μας εκπαραθύρωσαν
οι αγρότες, οι χασικλήδες, οι
μορφονιοί. Η δεσποινίς γαλανομάτα
που λέει τον καιρό. Ο ιεροκήρυξ.
Μας εκπαραθύρωσαν οι χωροφύλακες
και τα ένθετα της Αυγής. Οι μελαχρινές
φίλες πριν αρκετά χρόνια. Η Εύα,
ο Αδάμ. Ο γάμος. Μας εκπαραθύρωσαν
οι συνταγματολόγοι, οι αναλυτές,
τα λογοτεχνικά περιοδικά. Οι γραμματείς,
οι πρόεδροι, οι χοροστατούντες,
οι θεωρητικοί, οι παροξυσμικοί,
οι διαφωτιστές. Μας εκπαραθύρωσαν
οι υλοποιήσεις, τα διατάγματα,
τα σούπερ μάρκετ ιδεών. Μας
εκπαραθύρωσαν κυρίως οι αυταπάτες
γιατί η ποίηση αντιστέκεται στο
υπουργείο πολιτισμού, στο Κράτος.
Η ποίηση αντιστέκεται στη
γραμματική και το συντακτικό.
Στους επιτρόπους ποίησης και
στα βραβεία. Η ποίηση αντιστέκεται
στα συνέδρια και στα φεστιβάλ.
Στη ματαιοδοξία, στους προφήτες,
στις εταιρίες ποιητών και στη γλυφή
αναπνιά της βαρεμάρας. Η ποίηση
αντιστέκεται μανιωδώς. Με τη λέξη
ψωλή. Με τη λέξη μουνί. Με τη λέξη
κώλος. Με τη λέξη γαμήσι. Με τη
λέξη κάβλα και με τη λέξη φως.

Γλυκόλογα για μολότοφ

molotov

ΓΛΥΚΟΛΟΓΑ ΓΙΑ ΜΟΛΟΤΟΦ

Η εξέγερση είναι δυναμωτικό
διεγερτικό
τονωτικό
ο Γκόγια ζωγράφισε την εξέγερση
κουφάρια και σαρκοβόρους πετεινούς
κι ήταν σα σκύλος που καθόταν στην άκρη της στέρνας
και οι βολβοί των ματιών του
φύτρωναν στο χώμα
κι ο Πικάσσο με τους ακροβάτες του
καταβρόχθιζε την Αμερική
βίοι αγίων σε πεινασμένα σκυλιά
Αλβανοί στα γκέτο και τις σκαλωσιές
με άυπνο βλέμμα ποντικίσιο
σαν του φτασμένου ποιητή
παιδιά αθόρυβα ασήμαντα
με το σταρένιο της νεότητας ψωμί
βεγγαλικά και μέλι
να μοσχοβολάν μολότοφ
που λιώνει υπέροχα πάνω στου δρόμου την κοιλιά
κι ο ήλιος στη διαπασών αφροδισιακό
με τις αχτίνες να βαρά τα πλήκτρα δυνατά
είναι μέρα ιερής γιορτής η εξέγερση
τα πλοκάμια τρελαμένων στους δρόμους
σημαδεύει το θανατηφόρο μας εγώ
είναι σπασμένες τράπεζες κι αηδόνια
που καταπίνουν σκυλιά
χείμαρροι που ξεσπούν στα χωράφια
δεν γονατίζουν σημαδεύουν ισόβια
του ετοιμοθάνατου κόσμου τα κλομπ
τους λοβούς του Αρχάγγελου
και τα στήθη της νύχτας

ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ

ανίκατε μάχαν ο έρως
κι ας κατουράνε μπύρα οι χωροφύλακες
ας ξεψειρίζουν αρκούδες οι φονιάδες
εδώ βουίζουν περίστροφα
εδώ αρραβωνιάζεται ο θάνατος
την αναμμένη δάδα
εδώ ο έρωτας δηλητήριο και γιατρικό

ΚΑΘΩΣ ΒΑΡΑΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ ΤΟΥ

καθώς βαράει ο ήλιος το ταμπούρλο του
κι έρχεται στα ρουθούνια μου
μια μυρουδιά από τσιγαρισμένο λίπος
και περπατώ δίπλα σε γυναίκες τρυφερές κι απελπισμένες
που κανείς δεν τις αγκάλιασε βαθιά μέσα στη νύχτα
που κανείς δε φίλησε το κόκκινο κογχύλι τους
τ’ αστραφτερό τους δέρμα
και περπατώ σα ματιασμένος σκύλος στα χαλάσματα
πάνω στο άστρο που γυρνά σαν το φτερό του παγωνιού
και περπατώ αιώνες τώρα με τα διαβολικά μου φρύδια
με το αγγελικό μου πρόσωπο με τις δαγκάνες μου
με την τραγιάσκα μου και με τ’ αστροπελέκι μου
άθεος και τρομοκράτης με τη μυρουδιά της πέστροφας
με το χνώτο του πιθήκου και τη ζέστα των κανονιών
που φυτεύουν οβίδες μέσα στα όνειρα των πεινασμένων
που φυτεύουν τριαντάφυλλα στις κωλοτρυπίδες των ιερωμένων
που φυτεύουν σπόρους από κάρβουνο στον παγωμένο αέρα
κι όλοι οι σπασμένοι καθρέφτες σαλεύουν
μέσα στο γέλιο του σκοτωμένου
και περπατώ με την παιδική καρδιά του δολοφόνου
και χαϊδεύω με τα ματωμένα χέρια μου την πληγή
χαϊδεύω το πρωινό που έρχεται
απ’ τις χώρες του κάτω κόσμου

ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ!

Τι όμορφη μέρα! τι ζεστό πρωινό
σαν τα στήθη μιας κοκκινομάλλας νοσοκόμας
με το σπαρταριστό κορμί κρυμμένο
με το άσπρο φλούδι του λουλουδιού
με το σημάδι στο λαιμό
με τις δαγκωματιές
με τις παλίρροιες στα μακριά μαλλιά
και τα ρέματα που τραβιούνται στη θάλασσα
Τι όμορφη μέρα! τι ζεστό πρωινό
σαν ταύρος που αντάμωσε με τις μέλλουσες γενιές
σα θεός που έγινε γάιδαρος για να τον καβαλήσουνε
τα καυλωμένα χωριατόπαιδα
σαν κρασί χυμένο σε στιφάδο με τη διαβολικιά
θεσπέσια γεύση
σα γυναίκα όμορφη χοντρή που ρίχνει τη σκιά της
που ρίχνει τουφεκιά
που κατουράει σα γάτα τις πέτρες του Σεφέρη
που γουργουρίζει ευτυχισμένη
όταν τη χορταίνει πούτσο ο εραστής της
που γουργουρίζει ευτυχισμένη
όταν καταπίνει του αγαπημένου της το σπέρμα
Τι όμορφη μέρα! τι ζεστό πρωινό
σα διάβολος ζουλάπι που τρυπώνει στα μυαλά
ζουλάπι που χιμά μέσα στο ανθρώπινο κοπάδι
με το αστρικό του γέλιο
με την κραυγή από αιωνιότητα
Τι όμορφη μέρα σα γουρούνα
που ξεγεννά στριγκλίζοντας το μέλλον
που ξεγεννά τα νέα σφαχτά μέσα στο αίμα.

Ο ΗΛΙΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ

εγώ που ξέρω πως μοσχοβολά η επανάσταση
μέσ’ τα ρουθούνια των μοσχαριών
σας λέω πως ο ήλιος των συντρόφων μου
είναι ο ήλιος που αγαπώ.

ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

οι τρελοί δεν έχουν ανάγκη τα παραμύθια
οι γλώσσες τους τσακίζουν σαν τσεκούρια
με τα δόντια τους ροκανάνε τη μέρα σα μαμούθ
παίζουν κρυφτό
παίζουν κουτσό
παίζουνε το φονιά
παίζουνε με τον ήλιο
και κατουράν τους τάφους των ηρώων
κι ανθίζουνε ξυπόλητοι κρύβοντας μεσ’ τις λέξεις τους
τα χνώτα του θεού
κι είναι μέσα στον κόσμο η απουσία του κόσμου
κι είναι η μύξα στο μανίκι της θρησκείας
δε λέν αντίο ποτέ γιατί ποτέ δε φεύγουνε
είναι διαβόλοι που φυτεύουν άγριους σπόρους
είναι το πυρωμένο μάτι της κουζίνας που ξεχάστηκε
το σαλεμένο μάτι του θεού που είναι ένας τράγος καυλωμένος
χωρίς ελπίδες
χιμώντας σα θηρίο πάνω σε όλες τις χαρές
οι τρελοί πάνω σ’ αυτό το άστρο της γης
δεν έχουν ανάγκη τα παραμύθια.

ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΡΑΦΟΥΝΕ ΦΛΥΑΡΕΣ ΩΔΕΣ

είναι η εποχή που οι ποιητές γράφουνε φλύαρες ωδές
ξεψειρίζοντας της άρχουσας τάξης το μουνί
είναι η εποχή που το παίζουνε καλοί
ποζάροντας με Πλάτωνα και μεταφυσική
κρατώντας το ρυθμό πάνω στα τούμπανα
γράφοντας ποιηματάκια για ψιψίνες και γατάκια
την τεμπελιά εξασφαλίζοντας γι’ αυτούς έχοντας δούλους
το παίζουνε καλά παιδιά υμνολογώντας τη δουλειά
κι ανθολογίες κάνουνε ζαρώνοντας τα φρύδια
και για τον πόνο του ανθρώπου νοιάζονται πολύ
μα μέσα στα ποιήματα δεν αναφέρουν πουθενά τον εκμεταλλευτή
το παίζουν θυμωμένοι τάχατες πολύ
γιατί δεν γράψανε γι’ αυτούς στο Βήμα κριτική
σαν μουτρωμένα μένουν κοριτσάκια
μέχρι να’ ρθεί με το φτερό της η κυρία Κατεστημένου
να τους χαϊδέψει το μιμί μ’ ένα βραβείο
μια χορηγία εις την αλλοδαπή όπου θα γράψουνε ποιήματα
σπουδαία εκεί
για το τι φάγανε το βράδυ τι το πρωί
για το αν γαμήσαν την ποιήτρια Λιλή
για το αν τραβήξαν μαλακία το πρωί
καθώς ξυπνήσαν από λήθαργο βαθύ

ΤΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ

κουβαλάει το μυρμήγκι μέσ’ την τρύπα του
ψίχουλα θεόρατα απ’ την αγορά των σκλάβων
τα αφεντικά κι οι πονηροί παπάδες
το βάφτισαν εργατικό μα είναι τεμπελάκος
ότι θα κλέψει είν’ γι’ αυτό τα λάφυρά του
και το τσουκάλι του δε μένει αδειανό ποτέ
γιατί γεμάτα σπόρους είναι τα χωράφια
και περπατά εδώ κάτω απ’ τον ήλιο
και περπατά στις αμμουδιές
επάνω στα ζεματιστά κορμιά
γλείφοντας την αλμύρα απ’ τα βυζιά
να νοστιμίσει αργότερα τα πλούσια φαγιά
και περπατά και χάνεται
βαθιά μέσα στη νύχτα
και τραγουδά μονάχο του
μέχρι να’ ρθεί να το συντρίψει
η αρβύλα ενός μαλάκα.

ΕΒΙΒΑ

εβίβα άξιοι δολοφόνοι
εβίβα φασίστες του ντουνιά
εβίβα εφοπλιστές βιομήχανοι ρουφιάνοι
σεις που πλουτίζετε σκοτώνοντας παιδιά
εβίβα τεχνοκράτες υπουργοί
καθάρματα ακαδημαϊκοί
χορτάτοι νταβατζήδες
στο καπιταλιστικό παχνί
εβίβα εσύ μικροαστέ
πρεζάκια καταναλωτή
που κάθεσαι μαστουρωμένος
μπροστά απ’ την τιβί
δουλεύοντας όλη τη μέρα σα σκυλί
διαβάζοντας τ’ αθλητικά
βλέποντας ματς την Κυριακή
εβίβα εσύ αγρότη μερακλή
που έσφαξες τον κόκορα
και στην πρωτεύουσα έτρεξες
κι αγόρασες κελί.

ΕΙΝ’ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΑ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ

είν’ τα ποιήματα μια χειρονομία
σαν να σηκώνεις λίγο τον πέπλο απ’ τα μυστήρια
όταν η πλήξη γίνεται λεηλασία
και πρέπει να ξαναβρούμε τη γύμνια μας
όπως ο εργάτης που σπάει τις αλυσίδες του
και ρίχνεται στη θάλασσα ντάλα μεσημέρι.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ Β.Μ

Έχασα τους καλλίτερους φίλους μου
Τον Οκτώβρη του 17
Την ώρα που άστραψαν όλα τα δρεπάνια
Αποκεφαλίζοντας τα πορφυρά στάχυα της Σιβηρίας
Και μοσχοβόλησε ο αέρας πιστόλια και μαχαίρια
Κι ακουστήκανε οι ένδοξες τρουμπέτες
Κι ακούστηκε το αίμα να κυλά
Σαν λύκος μες’ τη νύχτα
Κι άρχισαν να ξεπηδούν απ’ την καινούργια μήτρα
Ο άνεμος κι η θύελλα
Γλείφοντας του κόσμου το κορμί
Αφήνοντας της ηδονής τα χνάρια πάνω του
Σπέρνοντας της εξέγερσης το πάθος
Ίδιο με το αγκάλιασμα του δρεπανιού
Ίδιο με του σφυριού τη δύναμη
Εκείνη την τραχιά κι ωραία στιγμή της πράξης.
Φεύγω λοιπόν κι εγώ όπως μου πρέπει
Νέος ακόμα στο κορμί
Με του τελευταίου μου έρωτα το δέρμα
Σαν κάποιος που έκανε το χρέος του
Φεύγω και
Χαιρετίζω τις γυναίκες
που μέλλονται να γεννηθούν
για να στοιχειώσουνε
τον ύπνο των αρσενικών.
Χαιρετίζω τις τρομοκρατικές οργανώσεις
του μέλλοντος
την κατάργηση των τάξεων, των θρησκειών,
των στρατών, των σωμάτων ασφαλείας.
Χαιρετίζω το θάνατο των εθνών.
Ω! θάψτε με
με τη γλώσσα έξω απ’ το χώμα.

ΑΧ!

Αχ! οι άνθρωποι
πράγματα αγοράζουν και ξεχνούν.
Καταναλώνουν τα σκουπίδια που παράγουν και ξεχνούν.
Ξεχνούν το σώμα του ήλιου
που σφηνώνει ανάμεσα στων δέντρων τα κλαδιά.
Ξεχνούν το πέπλο της ομίχλης
που ο άνεμος σπρώχνει απαλά
στη φωτεινή πεδιάδα.
Ξεχνούν οι άνθρωποι
τα πουλιά του πρωινού
που κελαηδούν αιώνες τώρα
κρατώντας τον αρχαίο ρυθμό.
Αχ! η ματαιοδοξία πράγματα άχρηστα
τους κάνει να αγοράζουν
πετώντας τα μέσα στο στόμα του κενού
που τους ακολουθεί,
ταΐζοντας το αχόρταγο θηρίο.
Το αβυσσαλέο στομάχι του καιρού.
Αχ! πως ξεχνούν οι άνθρωποι
τα ένδοξα γαμήσια που τους φέραν στη ζωή.
Αχ! πως ξεχνούν οι άνθρωποι
τα ένδοξα γαμήσια που τους κρατάνε στη ζωή.
Ω! έρωτα σκληρέ, τραχύ, αλλά με γεύση εξαίσια
εσύ ότι έχουμε για την αιώνια πείνα μας.

ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΔΙΨΑ ΚΟΥΒΑΛΩ

Την άγρια δίψα κουβαλώ
για τα βιβλία που δε γράφτηκαν
την άγρια καύλα
για τα κορμιά που δεν έζησαν
και κάθε τόσο κατεβαίνω στην κόλαση
μαγαρίζω το στόμα μου
με κατάρες και όρκους
γιατί η εποχή αυτή με ταράζει
με την αβρότητα του διανοητή
που την κουκούλα θέλει
να τραβήξει απ’ το παιδί
κι αντί μπροστά
απ’ τα τουφέκια αυτός να βγει ο δυνατός
αγωνιστής κι έντιμος πατριώτης
για να φυλάξει το παιδί
την αστική φυλλάδα υπηρετεί
που ένα ξεροκόμματο του δίνει για φαΐ
γνωρίζοντας καλά πως οι αστοί
τον έχουνε για εμπροσθοφυλακή.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ

Ο πόλεμος έφτασε στα σπίτια μας
φύτρωσε στη γλάστρα μας
ο πόλεμος είναι στο δρόμο μας
στο κρεβάτι μας και το καθιστικό μας
είναι στο παιχνίδι των παιδιών
στο μελάνι των ποιητών
που περιμένουνε τις μάχες
για να γράψουνε τους στίχους
ο πόλεμος μαύρος κότσυφας
του πατέρα μου η μελαγχολία στο βουνό
όπου μια τουφεκιά κάθε βράδυ περίμενε
τα τσακάλια να διώξει, όπου περίμενε
να τελειώσει ο πόλεμος στο σχολείο του
να πάει να διαβάσει τ’ αδιάβαστα βιβλία ξανά
να ξεχάσει τη μήτρα του ζώου που
γεννούσε το θάνατο τα κουφάρια τα μαύρα
που αχνίζαν στον ήλιο που διψασμένες
τα βοσκούσανε σφήκες που περίμενε να στεγνώσει
το αίμα να ζυμώσει ψωμί για το μέλλον

ΜΗ ΒΑΖΕΤΕ ΠΟΤΕ ΤΕΛΕΙΑ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

μη βάζετε ποτέ τελεία στα ποιήματα
να μοιάζουν με καπνισμένες κάνες
να μοιάζουν με βόμβες σε προξενεία
θεόπνευστοι έρωτες να τα ευλογούν
ο αφαλός τους να λάμπει σαν το πρώτο βιολί
να το λαχταράνε οι μύγες στα σφαγεία
να μαρσάρει σα γιαμάχα ο στίχος
σε όλες τις μαύρες γειτονιές του κόσμου
μη βάζετε ποτέ τελεία στις συγκινήσεις
κι ας μη νοιάζεται κανείς στη μαραμένη χώρα για ποιήματα

-Δεκέμβρης 2008

Αλχημιστές πλήρους απασχόλησης.

alxime

Το μυστήριο πρέπει να έχει απλότητα. Να μπορεί να στέκει εύσωμο στα χωράφια και στους αγρούς αλλά και στα μπαλκόνια της πόλης. Να λειτουργεί ως φεγγίτης ηθικής κι όχι ως κώδικας. Να σβήνει ανερμήνευτο κάτω απ’ τη φούστα της ομορφιάς. Να κλωτσά τη σφηκοφωλιά των μυστικών νοημάτων. Ακόμα και η ποίηση θα πρέπει να διαθέτει τέτοια μυστήρια. Δυνάμεις που η κάθε μηχανιστική ακαδημαϊκή εξουσία ονομάζει τεχνοτροπίες, μα κατά βάθος είναι σπέρματα του μάγου και του κοσμογράφου. Δυνάμεις που συντελούν στον πανίσχυρο λόγο. Σ’ αυτόν που μετατρέπεται στο καθετί για να υπάρξει και να αναγνωριστεί. Είναι αυτό που πρέπει να καταγραφεί και να γραφτεί. Είναι ο βράχος που ξεγλιστρά απ’ το χέρι του Σίσυφου. Αυτό που χειριζόμαστε χωρίς ειδική άδεια, πολλές φορές σαν αθώα παιδιά που παίζουν με γεμάτα περίστροφα. Κι ίσως βάζοντας τη μια λέξη δίπλα στην άλλη να υπηρετούμε ένα άλλο μυστήριο. Ίσως να ανακαλύπτουμε άλλες τρομακτικές αλήθειες. Μπορεί να δημιουργούμε σύμπαντα από απροσεξία. Μπορεί να φέρνουμε στον κόσμο τέρατα χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Και χωρίς να σηκωθούμε απ’ τις καρέκλες μας.

Κοκτέιλ πάρτυ

kokteil

Θέλει φοβέρα ο Άγιος κι οι Αγίες
θέλουν σεξ με τους θνητούς.
θέλουν να ξεμουδιάσουν απ’ τα
εικονοστάσια. Θέλουν ν’ ασκήσουν
τη γλώσσα τους στα τόσα που είδαν
τα εσχατολογικά. Σε όλες τις
ανδρόγυνες φοβέρες. Θέλουν
οι Αγίες πούτσο σκληρό σα μάρμαρο
να βγάλουν σπίθες. Θέλουν στύση
στη διαπασών. Θέλουν ένα δάσος
ολόκληρο για όργιο. Θέλουν ένα
στοιχειωμένο γαμιά να κάνει το
θαύμα του. Θέλουν λεγεωνάριο
στις σχισμές τους . Αρχάγγελους
μινώταυρους να βγάλουν το άχτι τους.
Θέλουν να βρουν το μπελά τους.
Θέλουν να αυτομολήσουν στο
στρατόπεδο του διαβόλου. Θέλουν
δάχτυλα. Εκπλήρωση. Θέλουν το
Σαύλο στο κρεβάτι τους και τον
Αι Γιώργη. Ανάσκελες κάθε σπορά
ψευδών ειδήσεων ακυρώνοντας.
Περί αμαρτίας, περί ενάρετης ζωής,
περί μονογαμίας, απέναντι στην
υψηλή του έρωτα εξουσία.
Απέναντι στα Τάρταρα του οργασμού.

Εγκώμιον αγιασμού

egom

Να κάθεσαι αβέβαιος, φοβισμένος και να εκπνέεις. Να έχεις αποστηθίσει κάθε αλλότρια συστημική μαγγανεία και κάθε ρετάλι εκφυλισμένης αλήθειας. Να γίνεσαι ο μεζές του ψυχωτικού θεού της συλλογικής γύμνιας των πραγμάτων. Να κατεβάζεις αμάσητα τα κουφέτα του γάμου του φασίστα με τον τεχνοκράτη. Να υψώνεις αλληγορικές πομφόλυγες μπρός στις δυστυχίες των άλλων και να διακονείς τη μιζέρια σου στη δουλειά, στο μπουρδέλο, στο κάτεργο. Να γίνεσαι γκουβερνάντα κάθε ελκυστικής ρουφιανιάς και νεκροθάφτης κατακτήσεων. Να κρύβεσαι σαν κακομοίρης μέσα σε εμετικά εγκώμια νευρωτικών αντισταλινικών και μεταφραστών θρησκευτικής ποίησης. Κάθε λάγνου εξιλεωτή εγκλημάτων που σε θειαφίζει αυταπάτες. Να κάθεσαι χεσμένος μπροστά στο έρεβος της αποκομιδής ψυχών. Να βυθίζεσαι στη γκρίνια και στις ασκητικές πρακτικές της νηστείας. Δάσκαλε ανώνυμε που σε βίτσισε με βασιλικό ο παπάς, υφαρπάζοντας με βουλιμία τυμπανιαίου κρετίνου τη δουλική σου διάθεση, δίπλωσε το στομάχι σου και σκύψε μπρός στον αυταρχικό υπερφαλλό της εξουσίας. Μάθε στους μαθητές σου με συναισθηματική πυγμή να σκύβουν μπροστά στο Χριστό και στους άρχοντες, μπροστά στην παναγία και μπροστά στη μυροβόλο σήψη της αγοράς. Δάσκαλε ανώνυμε, τρόμπαρε μπροστά στη σημαία, βάφτισε πατριωτισμό την καπηλεία, εδραίωσε κάθε κυρίαρχη παγερή αδολεσχία. Στάξε μέσα στα παλλόμενα κορμάκια το δηλητήριο κάθε εθνικιστικής μαλακίας. Δάσκαλε ανώνυμε, είσαι το κρυφό ψοφίμι μέσα στο πηγάδι του αστού. Είσαι το πιο χρήσιμο πτώμα και το πιο λαμπρό κάρβουνο. Είσαι η σφυρίχτρα και το αμήχανο τσοπανόσκυλο. Είσαι ο λούστρος των εξουσιών. Ο ευνούχος του κοπαδιού. Δάσκαλε ανώνυμε, όταν βγαίνεις απ’ την ανωνυμία σου μεγαλουργείς. Γίνεσαι ο ήλιος της νύχτας. Γίνεσαι ο πλαστουργός. Γίνεσαι απ’ την κορφή ως τα νύχια το καρποφόρο δέντρο. Γίνεσαι ο καρπός. Ο απαγορευμένος καρπός. Ο καρπός της αμφιβολίας. Γίνεσαι ο σαγηνευτής που μαγεύει με την αλήθεια. Που προπαγανδίζει το μέγα θαύμα. Το θαύμα της ζωής.

Καλλιτέχνες εκτός εμπορίου

kalit

Η φαντασία τους οργιάζει. Άλλοτε γίνονται χορευτές που διασκεδάζουν γέρους ευρωπαίους σε πλοίο στον Ατλαντικό. Άλλοτε πολεμιστές που ορμάνε στον ουρανό αντιμετωπίζοντας ασύμμετρες απειλές. Καμιά φορά γίνονται ιππότες με φοβερές πανοπλίες. Λύκοι που κυνηγούν μικρά γουρουνάκια ή δράκοι που βγάζουν φωτιές. Άλλοτε πάλι φωτογραφίζουν τα μεγάλα μάτια των παιδιών. Σημάδια από σφαίρες στους τοίχους, νοσοκομεία της Αφρικής όπου οι άρρωστοι είναι ξαπλωμένοι στα δάπεδα. Ανάπηρα μαύρα παιδιά με κομμένα πόδια απ’ τις νάρκες, κορίτσια του Ισλάμ που χορεύουν ανυποψίαστα πάνω στον ιερό βωμό, λίγο πριν τα ψαλιδίσουν οι προφήτες και οι μάγοι της φυλής. Φωτογραφίζουν την αυγή των μελλούμενων πραγμάτων. Τους δήμιους πάνω στις γραφιστικές εντάσεις της πίστης. Φωτογραφίζουν το χάος από εδέσματα κι από άδεια στομάχια. Τους ανταγωνισμούς και τους καυγάδες. Τους ερημίτες που τρέφονται λιτά και τους ζητιάνους που κυριαρχούν και μηχανεύονται χαιρέκακα εκδίκηση για τις μακρές μέρες οδύνης που πέρασαν στον πλανήτη γη.

Ο μαγικός κόσμος των παιχνιδιών

magik

Οι τόσες χιλιάδες εργάτριες του σεξ, όλες αυτές οι μαντάμ Κιουρί του ερωτισμού της μιας ώρας, που κατευθύνουν τον ανδρισμό στη σπερματέγχυση, θα μεταμορφωθούν κάποτε σε κοτσύφια και πρωινές ηλιαχτίδες. Θα γίνουν μητέρες δαιμόνων, πολεμιστών, ιερέων. Το πρωί θα ψωνίζουν γάλα, ψωμί, κρουασάν και το βράδυ θα μαθαίνουν το αστρικό σύστημα. Όμορφες, νευρικές με τα μεγάλα μαύρα τους μάτια θα σκεπάζουν τον εραστή τους. Θα σκέφτονται τις τόσες γυμνούλες υπάρξεις που άφησαν πίσω ολομόναχες, στον παγκόσμιο ερωτικό καταυλισμό. Το φόβο που φούσκωνε σαν παλίρροια μέσα τους.

Γεωμετρία υγρών δεσποινίδων

geom

Ο ποιητής είναι ο τρελός του χωριού της λογοτεχνίας. Είναι αυτός που υπάρχει και δεν υπάρχει. Είναι ο παντού και πάντα μόνος. Είναι ο σκηνογράφος της κοσμικής ευγένειας των όντων. Είναι ο βλάσφημος. Ο μη εκμηδενισμένος, γιατί εκπροσωπεί το μηδέν. Ο φέρων προβοσκίδα πόθου, ο επιδειξίας. Είναι ο οχληρός που επιχειρεί μιαν άρνηση χωρισμού. Είναι ο αντίζηλος του θανατολάγνου ταχτοποιητή συνειδήσεων και σαρκίων. Είναι ο προβοκάτορας των περιπτύξεων και ο εξαγοραστής του παραληρήματος της μακράς αϋπνίας. Είναι ο αλειτούργητος από νόμους και παπάδες. Είναι ο αντιδιδακτικός. Ο μη χρηστικός. Ο ηδονοθήρας της επανερχόμενης αιμομιξίας χώρου και χρόνου. Είναι ο παιδιόθεν ασύδοτος. Ο αδιαφανής. Ο τόσο λάγνος. Ο τρομοκράτης του πεζού λόγου και της πεζής ζωής. Ο πληροφοριοδότης της κοσμικής συνουσίας. Ο συντάκτης προκηρύξεων. Ο ποιητής δεν παράγει μυθοπλασία. Αντίδοτο στις συμφορές. Είναι ο ξεπερασμένος κι ο αναχρονιστικός. Είναι ο αισχρός. Είναι ο μπήχτης της θεότητας που λέγεται Ιστορία. Είναι ανεπίκαιρος. Είναι ο ξεπερασμένος γι’ αυτό και δεν μπορεί να τον οικειοποιηθεί κανείς. Είναι αυτός που κυλάει γάργαρος έξω απ’ το χρόνο. Είναι αυτός που δεν έχει νόημα. Που δεν έχει γκέτες. Που δεν έχει άρβυλα. Που περπατά ξυπόλητος. Ο ποιητής δεν έχει πραμάτεια για πούλημα στα καλάθια των νοικοκυραίων. Δεν πουλά και δεν αγοράζει. Είναι ο βέβηλος της άγονης αρμονίας της κάθε μονογαμικής σκλαβιάς. Είναι ο εχθρός της περιτομής και του ψαλιδίσματος της κλειτορίδας. Είναι ο φαντασμένος που θέλει να ντύσει με γύμνια ιερή την αιωνιότητα της κάθε στιγμής.

Γράμμα εις νέον πυροτεχνουργό

g11

Αφιερώσου στην ποίηση και στη γυναίκα
διάβασε Θερβάντες και Θωμά Γκόρπα.
Σβήσε τη σάλτσα με κρασάκι και την
παράγραφο με οργή. Τα χείλη της βάλε
υπέρτατο κριτή πάνω και κάτω. Στου
Ειρηνικού τις πολεμοχαρείς διαθέσεις
αγόρασε χύμα φλογερά φιλιά και
δαιμονικές ανάσες και φοβερό πείσμα.
Γράψε οικεία και ανοίκεια και μην ακούς
κανένα. Χτίσε το σπιτάκι σου κοντά στην
κλειτορίδα και κοντά στην Κλειτορία
κοντά στα σπήλαια των λιμνών, κοντά
στα υγρά αυτής της γυμνούλας γης
με τις αξιοθέατες έναστρες εκτροπές
με τα εκ περιτροπής αναποδογυρίσματα
του καιρού, τους εραστές και τις ορεξάτες
κόρες που συναινούν, τεκνοποιούν, ερεθίζουν ,
γαμούν κι όλο εμπλουτίζουν τα αρχεία
του Κράτους των οργασμών και τα
εικονοστάσια που δονούνται
στ’ ανεμοδαρμένα ύψη του βίου.
Που παραφυλάν την άμπωτη,
τα ρεύματα του κόλπου, τα πόδια
στους καθρέφτες ψηλά, τα χνώτα,
τον ιδρώτα, τον αυτοκράτορα σπασμό,
την ανήλικη νυφούλα λέξη. Γράψε και
σβήσε και στείλε καρτ ποστάλ και λόγο
νυκτός και λόγο ξενυχτισμένο και λόγο
έρωτος. Γράψε με ξέφρενο ρυθμό.
Αφιερώσου στην ποίηση και στη γυναίκα.
Στο Ισλάμ του μουνιού. Κοντά στα Κήθυρα
και στην κερήθρα. Κοντά στο Βυζάντιο
και στα βυζιά της στρώσε το χιράμι της
συνουσίας. Στρώσου και γράψε στο κορμί της.
Διατέλεσε γλώσσα στις σχισμές και
Βοναπάρτης όφις. Διατέλεσε ουρανίσκος
φιλοπαίγμων, μανουάλι για τη λαμπάδα της.
Κατακρημνίσου σαν δαμάλι καυλωμένο
στην κοίτη ποταμού, πασάλειψε ήλιο
το φεγγαράκι της και τα πέταλα των γοφών.
Γίνε ο σάτυρος που θα φιλοτεχνήσει το
αγγείο της. Γίνε ο Παν. Η παν-αγία ψωλή.
Ο πανάγαθος. Γίνε ο γλείφτης της.
Ο δούλος της. Το φάντασμα της λευτεριάς.
Γίνε το ανοιχτό βιβλίο των σκελιών της.

Πείραμα CERN ή Το λούνα Παρκ του νεοκαπιταλισμού

luna-park-ferris-wheel-ramona-johnston

Στο κέντρο της Ευρώπης στήθηκε ένας γιγαντιαίος επιταχυντής Αδρονίων για να λειτουργήσει λίγο πολύ ως η Μέκκα της σύγχρονης επιστήμης. Ένα είδος θρησκευτικού τουρισμού για τους κουρασμένους δυτικούς που μαζί με τον καθολικισμό και την ορθοδοξία χώρεσαν στα στομάχια τους και την επιστήμη. Μιαν επιστήμη ολίγον αλαφροΐσκιωτη που σου δίνει μια θέα πάνω από την άβυσσο. Εκεί όπου το όριο βουλιάζει στο μεθύσι της μεταφυσικής και ο θεός απολαμβάνει το γεύμα του με τον έμπορα. Το φοβερό δαιμόνιο επιχειρηματία που μανατζάρει το αστραφτερό λούνα Παρκ με τα ψηφιακά λαμπάκια και την άκρως επιδραστική ατμόσφαιρα. Εκεί όπου θα αμοληθεί ένας συρφετός από μικροαστούς χάνους για να παλιμπαιδίσει. Από ατσάλινες θεούσες με κότσο μέχρι άθεους ημιμαθείς δασκαλάκους που συνοδεύουν ορδές μελλοντικών ανέργων να θαυμάσουν το γιγαντισμό της επιστημονικής επιδειξιομανίας. Τέκνα που θα αγοράσουν μπλουζάκια με το σωματίδιο του θεού και θα βγάλουν αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά στο χάρτη με τη νεωτερική κωλοτρυπίδα της Ευρώπης. Αστοί που εκπληρώνουν το τάμα τους μπουσουλώντας προς την Παναγία των σωματιδίων. Την Αναγέννηση που εικονογραφεί την ψηφιακή εποχή. Το προστατευμένο έντερο από χάλυβα. Το Βαπτιστήριο κάθε ασυνάρτητου μεγαλοφυούς επιστήμονα που στιλβώνει τα αμαρτήματα της οικονομίας και τη βαρβαρότητα της αγοράς. Έναν κύκλο ματαιόδοξης συμπαντικής ύλης χωνεμένο στην αλαζονεία της γηραιάς ηπείρου. Ένα λούνα Παρκ ηθικής αποχαύνωσης όντων που τα κινητοποιεί η νωθρότητα παρά η περιέργεια και η φιλομάθεια. Ανθρώπων που με την πειθήνια αποβλάκωσή τους οδηγούν την γνώση και την πληροφορία έξω απ’ τις ανθρώπινες ανάγκες. Εκεί όπου η βουβή τρομάρα των βεβαιοτήτων στραγγαλίζει την ελευθερία και η ακαθόριστη μορφή ενός σκεπτόμενου συμπαντικού Τίποτε αφήνει το απολίθωμά της πάνω στη βέβηλη φιλοδοξία του πλούτου να δαμάσει το Είναι. Να δώσει υπεραξία στο μεταφυσικό φίμωτρο κάθε αναρχικής καρδούλας που θέλει τη μια και μοναδική ζωή της να τη γευτεί ως τα τρίσβαθα.

Ο Άδωνις Μαλακιάδης στη χώρα των τηλεοπτικών θαυμάτων

adon

Για να μπορέσεις να συνομιλήσεις σήμερα με κάποιον συστημικό τύπο στα πάνελ, θα πρέπει να καταδικάσεις αρχικά το Στάλιν, τη σοβιετική ένωση, τον Ενβέρ Χότζα, την Έλενα Τσαουσέσκου και άλλους πεθαμένους, κυρίως, για να τους ξορκίσεις ώστε να μη βρικολακιάσουν στη διάρκεια της συζήτησης αλλά και για να δώσεις σήμα στον τηλεθεατή-χάνο πως αυτά τα φαντάσματα δεν βολοδέρνουν πια πάνω απ’ την ευρωπαϊκή μας οικογένεια. Μιαν οικογένεια με παραγινωμένα καπιταλιστικά φρούτα κι ένα θανάσιμα θλιμμένο κέφι για την ελεύθερη αγορά. Για την αγορά που σκηνογραφεί τη μεγαλόσχημη καλοζωία των διαφημίσεων και για τους υπαλλήλους της που κάνουν το καθήκον τους. Τους σιτιστές της ανθρώπινης αποχαύνωσης. Αυτούς που έχουν αναλάβει την υπαρξιακή διακονία, τις ιδεολογίες, τους αγανακτισμένους, τα συσσίτια, περνώντας διπλοβελονιά το ανθρώπινο πετσί, συρράπτοντας κάθε αυταπάτη με τις ανθρώπινες ανάγκες. Θα πρέπει να κάνεις δήλωση υποταγής, υμνώντας τη δημοκρατία που σου δίνει βήμα. Αυτό που συνέβαινε δηλαδή μέσα σε κελιά και σε σκοτεινά υπόγεια, αυτό που γινόταν στην ασφάλεια και στα μπουντρούμια, τώρα γίνεται σε κοινή θέα. Στην εσχατιά τους θεάματος. Εκεί όπου, μετά από λίγο, ομιλούσες φτερωτές σερβιέτες και μπρατσωμένα τυράκια θα ορμήσουν πάνω στον τηλεθεατή. Εκεί όπου απίθανες γαστρονομικές αβρότητες και μαγειρικές γίνονται η πορνογραφία των άδειων στομαχιών και των κακοποιημένων πνευμάτων. Εκεί όπου ο ιδιώτης εκπαιδεύει το κοινό στην ιδιωτία. Εκεί όπου η κινητή τηλεφωνία σιγοκαίει μανιακά το καυλωμένο κιβούρι του νεολαίου. Εκεί όπου ο εριστικός μουλάς της ορθοδοξίας θα στεγανοποιήσει με τον παραλογισμό της πίστης το νεανικό σφικτήρα. Εκεί όπου η γενιά των βασανιστών και των αρχιβασανιστών φοράει το κουστούμι της και τρέχει να προλάβει τις εξεγέρσεις, την ανυπακοή, τις απεργίες. Εκεί όπου ως ευυπόληπτος και δημοκράτης ο κοινωνικός νεοφιλελεύθερος αναμορφωτής φοράει ως μπούργκα το χαμόγελο του πωλητή ελπίδων και τη μεγαλοθυμία τού μάνατζερ της ζωής των άλλων. Εκεί όπου έχουν νεκραναστηθεί τα κουτάβια του Χίτλερ διαιωνίζοντας το είδος τους. Εκεί όπου βαφτίζεται δίκαιο ο παραλογισμός και το έγκλημα. Εκεί όπου η ευκολία και η μικροαστική ηθική είναι έτοιμες να βομβαρδίσουν τη Συρία. Να πετάξουν τις ανθρώπινες σάρκες στον καρχαρία. Στον Μαμωνά. Εκεί όπου ο κάθε ιδεολογικός τσοπάνος μαζεύει το ποίμνιό του στο μαντρί. Εκεί όπου η λογική τρώει πόρτα και ο Άδωνις Μαλακιάδης κουνάει το χοντρό του δάχτυλο στην επιστήμη, στην τέχνη, στη ζωή. Εκεί όπου ο ανδρόγυνος ρακοσυλέκτης ψυχών Θέμος Πεθαμεναντζίδης, μετατρέπει τη σεξουαλικότητα σε εμπορική αξία πουλώντας την νεανική ζωτική ορμή στον τεχνοκράτη. Εκεί όπου η ηθικολογία βγάζει μαστούς με λαμπάκια. Εκεί όπου το σχολείο μετατρέπεται σε κωλοχανείο των ανταγωνισμών και τα νεαρότατα πιράνχας πετάνε τις μαύρες σκούφιες τους στον ουρανό. Εκεί όπου και το ισχνότατο χιλιοστό ανθρωπιάς και αλήθειας καταδικάστηκε στο μαύρο. Εκεί όπου σε ζωντανή μετάδοση, σε λίγο, τρώγοντας τη σούπα μας-προσφορά της μεγαλοψυχίας των δανειστών μας- θα βλέπουμε φλεγόμενες σάρκες, βόμβες σαν πυροτεχνήματα στο γάμο της κόλασης με τους κολασμένους. Αναλυτές ψυχάκηδες με τσαλίμι φωνής να αναλύουν γεωπολιτικά τη σφαγή. Τα κέρδη. Τα πλούτοι. Τη χλιδή. Το πώς βουλιάζουν τα ελαφάκια μεσ’ την άβυσσο για να ταΐσουν τους αρχιδάτους δυτικούς. Τους πολιτισμένους. Τους ψηφιακούς. Τα ανώτερα όντα. Τους ευφυείς. Με τις λαμπερές τους χέστρες, τις λαμπερότατες εταιρίες. Τον Ομπάμα. Τον καπνιστό σολομό. Τις μη κυβερνητικές. Τα μαγαζιά απολέπισης των τύψεων. Τον ΟΗΕ. Τη γιούνισεφ. Τις τέχνες. Τα γράμματα. Τα γραμμάτια.