Μάνα που με νιώθεις
Αλλά δε με διαβάζεις
Μάνα που με διαβάζεις
Αλλά δε με νιώθεις
Μάνα πολύτροπη
Που καταλάγιαζες
Με το γλυπτό βυζί
Εκείνο το γουργούρισμα των σπλάχνων μου
Μάνα ο Έβρος γέμισε πνιγμένους μετανάστες
Παρομοιώσεις ασυνάρτητες ποιητικές
Πλοκή
Φαντάρους με κιάλια
Ιερείς με πηλίκια
Που συνοδεύουν τους πρωτόπλαστους στα χαντάκια
Ζέστη αφόρητη
Κουνούπια
Θυρίδες του αχόρταγου ληξίαρχου
Αλλοδαπούς θανάτους
Month: Ιανουαρίου 2014
Στις επαρχίες
Τρυπώνουν στις επαρχίες
Όλο μαγειρεύουν
Θεές διαθέσιμες
Έτοιμες να σκίσουν την κιλότα
Με την πρώτη σταγόνα της ψωλής
Έτοιμες
Αχαλίνωτες
Όλο ασέλγεια συζυγική
Τις βλέπω στο δρόμο και με βλέπουν
Τις κρατάω σε απόσταση
Τις βάζω στο ποίημα
Τις βάζω να γυρνούν στο σπίτι χωρίς σεξ
Χωρίς εμένα
Παραστάσεις
Θα επιστρατεύσουν τον ουρανό
Τις νύμφες
Κάψες
Αυγουστιάτικες
Θα στήσουν κώλο
Θα διασκεδάσουν τα πλήθη
Επιδαύρειες ομορφούλες και
Κουτσοί σκηνοθέτες
Θα φουλάρουν το αρχαίο δράμα γονικό ζόρι
Να μάθουν οι πλούσιοι από πρώτο χέρι
Το παρελθόν τους
Το τι εστί βερίκοκο
Αιμομιξία
Παϊδάκια γιορταστικά στο Λυγουριό
Συνταγή
Φασόλια μαυρομάτικα
Και χόρτα του αγρού
Λαδάκι κρεμμυδάκι και πελτές
Αλατοπίπερο
Ψιλοκομμένος μαϊντανός
Κι ύστερα παιχνίδια με τις Μούσες
Να πουλάνε σαρκασμούς
Να σέρνονται εκ περιτροπής
Να απαγγέλουν προσφορές στα σούπερ μάρκετ
Προς κατανάλωση
Του άπληστου κοινού
Κι εκείνο το φαγάκι
Το συμπαντικό το αρχέγονο
Το χωματένιο
Να περιμένει
Ως ανατρεπτικό υλικό
Τα στομάχια του μέλλοντος
Τα καθαρά μυαλά του Γαλαξία
Αναμνήσεις ενός πνιγμένου
Ένας ομορφονιός μας πέταξε στη θάλασσα.
Το ξέρω, πως οι μικροαστοί
δεν θέλουν να διαβάζουν δυσάρεστα πράγματα.
Η μάνα μου, πνίγηκε δίπλα μου.
Μου άφησε το χέρι και βυθίστηκε.
Δεν ξέρω αν πρέπει να σκοτωθεί ο θεός
για να μας δώσουν το χέρι οι άνθρωποι.
Γιατί ο θεός
τους φωνάζει να μας δώσουν κλοτσιά.
Να πνιγούμε.
Να μας φάνε τα ψάρια.
Και οι συνταξιούχοι της Εσπερίας.
Πόσο κόστισε το σχοινί για τον κοινό μας τάφο;
Η πίστη
για να πιστέψουν οι πιστοί το δικό μας θάνατο;
Η ύπαρξή μας απασχολεί τις αρχές.
Ένας ομορφονιός μας πέταξε στη θάλασσα.
Απ’ το λαιμό του κρεμόταν ένας σταυρός.
Ο θάνατος είναι τετελεσμένο γεγονός.
Ο πνιγμός.
Τα βραβεία για την ποίηση της ήττας.
Ήττα σημαίνει
να μη μπορούν να σε τρομάξουν πια τα ποιήματα.
Ήττα σημαίνει να μην μπορείς να τους τρομάξεις με ποιήματα.
Να μην έχεις τίποτε να πεις.
Αυστηρώς απαγορεύεται η ζωή.
Η αυθάδεια της αναπνοής.
Το γέλιο.
Μεταφέρουμε αρρώστιες για τον πρόεδρο της βουλής.
Για τον γενικό εισαγγελέα του Κράτους.
Για την παναγία και τον κρίνο της.
Για τις αουτοστράτες της Γερμανίας.
Μεταφέρουμε χολέρα
για τον διευθυντή της εθνικής βιβλιοθήκης.
Σε ομαδικούς τάφους χωρίς εθνικό ύμνο.
Αξίζει σίγουρα τον κόπο να γεννηθείς.
Για λόγους σεξουαλικής φύσεως.
Για κάποιους ανεξήγητους λόγους.
Προτείνω λοιπόν να αποκαθάρουνε τα ύδατα
από μας τους πνιγμένους.
Νύχτα ζεστή και νύχτα κρύα.
Νύχτα χωρίς αίσθηση.
Νύχτα παγωμένη αλλά εγώ καίγομαι.
Νύχτα ζεστή αλλά εγώ κρυώνω.
Κι ο ήλιος το πιο μαύρο σκοτάδι.
Η λύτρωση απ’ την τρέλα της πείνας.
Μαγαρισμένο νερό και ψυχούλες για τα καβούρια.
Το μουσικό όργανο που λέγετε ανθρώπινο σώμα.
Η μελωδία της ακαμψίας.
Οι ένστολοι οικογενειάρχες.
Οι ευυπόληπτοι χασικλήδες πατριώτες.
Είναι τα θεμελιώδη θέματα της στατιστικής.
Κι εγώ ένας ξεδιάντροπος.
Ένας πνιγμένος στην πανσέληνο.
Τροφή για τα σκυλόψαρα του ρομαντισμού.
Για τις προσευχές παιδεραστών παπάδων.
Για τις πονετικές εκθέσεις
που γράφουν τα παιδάκια στο γυμνάσιο.
Εγώ δίχως το εγώ.
Υπόλοιπο της Δημιουργίας.
Εγώ το περίσσευμα.
Κοιτώ αλλά κανένα δε βλέπω.
Γράφω αλλά κανείς δε με διαβάζει.
Εξ’ ου και συμπεραίνουν όλοι πως είμαι ένας πνιγμένος.
Ότι είχα και δεν είχα έχει σχεδόν σκορπίσει.
Ο θάνατός μου ήτανε η μόνη μου ιστορία.
Εκφυλισμός της ώχρας κηλίδας
Καλή αντάμωση στα πουτανάδικα
Ο καπιταλιστής απεχθάνεται τον πόλεμο όπως ο διάολος το λιβάνι. Ο καπιταλιστής δεν στέλνει τα παιδιά του στον πόλεμο. Στον πόλεμο τρέχουν σαν τα κουτάβια οι υποτελείς. Αυτοί είναι περήφανοι για την πατρίδα, τα όπλα, την παναγία και το έθνος. Οι υποτελείς καταστρέφονται, νικούν ή χάνουν, ζουν ή πεθαίνουν. Οι υποτελείς είναι προγραμματισμένοι για τον πόλεμο. Στην πραγματικότητα ανανεώνουν τον κύκλο της υποτέλειας, ώστε αυτή, να έχει εκ νέου ζωτικό όφελος για τον καπιταλιστή. Ο πολιτισμός που μοστράρεται από δεξιά και αριστερά, στα κούλουμα της λάιφ στάιλ πολιτικής αντίστασης, είναι βουτηγμένος στα σκατά. Γεννάει σκατά. Γεννάει πόλεμο. Γεννάει μαλακία. Κακής ποιότητας μαλακία. Η μεσαία τάξη όταν παίρνει θέση στις λεγόμενες επαναστατικές προκηρύξεις προκαλεί κοιλόπονο απ’ το γέλιο. Όπως όταν παίρνει θέση η λέξη Δημοκρατία στα δελτία ειδήσεων με θέα τους ξυλοδαρμούς. Ξαφνικά εκεί που τα είχαμε όλα έρχονται οι κακοί να μας τα αρπάξουν. Ω τι φοβερή μεγαλοφυής μπούρδα, αφού αγαπητοί κύριοι, η μεσαία τάξη είναι μια μπούρδα. Είναι το σκατό που βγαίνει απ’ τον σπουδαίο κώλο του καπιταλιστή και πέφτει με γδούπο πάνω στα κεφάλια της εργατικής τάξης. Ο μεσαίος ήτο πάντα ένα παράσιτο και καλά θα κάνει να πάει εκεί όπου ανήκει. Ο μεσαίος υπήρξε και υπάρχει ως χειρόφρενο κατακτήσεων. Ως ο αρκουδιάρης γυρολόγος κάθε μικροαστικής συνήθειας. Το μαγαζάκι μου, το γραφειάκι μου και στ’ αρχίδια μου. Η μεσαία τάξη λούζεται τώρα το ιδεολόγημα που την έκανε μεσαία. Κι αν κάποιος κάνει αντάρτικο γι’ αυτή την τάξη είναι ή μαλάκας ή πράκτορας. Συνήθως από αφέλεια είναι και τα δύο. Η κοινωνία του Θεάματος περνάει απ’ το πολιτικό κιτς στην πολιτική πορνογραφία. Ο μεσαίος έχει μετατραπεί σε ματάκια. Μπορεί εύκολα να δώσει κώλο στο διευθυντή του, στον προϊστάμενο του, στον εργοδότη του. Γουστάρει τα σύμβολα που τού κάθονται στο σβέρκο και τους παπάδες που τού κάθονται σα μύγες στο μουνί. Γουστάρει να τα χώνει, αλλά εκεί που δεν κινδυνεύει ν’ ακουστεί και εκεί που δεν κινδυνεύει να αναλάβει ευθύνες. Είχε και έχει πάντα άλλοθι τους αυτόκλητους αντάρτες πόλεων και χωριών και τα φασιστοκούνελα που χαιρετάνε το μαύρο ήλιο και αφανίζουν τους λεχρίτες μετανάστες που ήρθαν να πάρουν τις δουλειές απ’ τα παλληκάρια ελληνόπουλα. Δεν θαύμαζα ποτέ τους ήρωες ούτε με εμπνέουν οι ηρωισμοί. Δεν μου λέει τίποτε κάποιος μικροαστός χέστης να έχει στο καθιστικό του τον Καραϊσκάκη. Δεν μου λένε τίποτε οι αγανακτισμένοι μαλάκες. Δεν μου λέει τίποτε η γκρίνια των συμπολιτών μου. Δεν μου λένε τίποτε οι βαρύγδουπες δωματίσιες επαναστατικές κορώνες. Δεν μου λένε τίποτε οι βλαμμένοι υποτελείς δάσκαλοι. Οι διανοούμενοι που σκίζονται για την πατρίδα. Κι ούτε θέλω να ανταμώσω κανένα πούστη στα γουναράδικα. Θέλω μόνο να ζήσω σωστά. Να βλέπω σωστά. Να τρώω σωστά. Να γαμάω σωστά. Να σκέφτομαι σωστά. Και για να συμβούν όλα αυτά θα πρέπει να αλλάξει η κοινωνία. Να πεταχτεί σαβούρα αιώνων στον καιάδα. Να γίνουν οι αρμόζουσες πνευματικές πατροκτονίες. Κάθε στιγμή θα πρέπει να αναπνέουμε σωστά. Η αναπνοή μας να έχει την καύλα της ζωής κι όχι τη μυρουδιά του θανάτου. Να παίρνουμε ζωή απ’ την πρωινή δροσούλα κι όχι απ’ το χνώτο του ασφαλίτη. Να μαθαίνουμε απ’ τα μικρά παιδιά κι όχι απ’ τους σοφούς γέρους. Καλή αντάμωση στα πουτανάδικα.
Έρωσθάνατος
Φάρμακο
Και φαρμάκι ο έρως
Κι όσοι φοβούνται το φαρμάκι
Δεν πλησιάζουν ούτε το φάρμακο
Γιατί
Φοβούνται τις δόσεις
Πάνω στη μέθη
Πάνω στη λαγνεία
Πάνω στον οργασμό
Φοβούνται
Μη δεν ελέγξουνε το φάρμακο
Μήπως το πάρουν μονοκοπανιά από την καύλα
Και τότε η δόση γίνει δηλητήριο
Σκέτο φαρμάκι
Έρωσθάνατος
Βαρβιτουρικός
Μπαμ και κάτω
Το τέλος του κόσμου
Πίεζε με δύναμη το σφουγγάρι στο μαυροπίνακα. Με μανία. Σχεδόν τον ροκάνιζε, τον έτριβε, τον έσκαβε. Προσπαθούσε να αφανίσει κάθε ίχνος απ’ τον τεράστιο ζωγραφισμένο φαλλό. Απ’ τη μονοκοντυλιά που σκάρωσε λίγο πριν στο διάλειμμα. Μια τεράστια φοβερή ψωλή. Ένα τρομερό πέος που καιροφυλαχτούσε. Που κοιτούσε λοξά στον ουρανό. Τεράστιο κι επικίνδυνο. Έτοιμο να τρομάξει τον εχθρό. Έτοιμο να συγκλονίσει την επικράτεια. Χαραγμένο δίπλα στο γάμο της Κανά. Πάνω σε μια θερμοδυναμική εξίσωση. Δίπλα στις καμπύλες προσφοράς και ζήτησης. Κάτω απ’ το βλέμμα του Ιησού. Ο καθηγητής των θρησκευτικών, έστρεψε ελαφρώς αριστερά, κοιτώντας την αποκαθήλωση του φαλλού. Η μαθήτρια πίεζε με δύναμη το σφουγγάρι στο μαυροπίνακα. Με μανία.
Ποίημα οριζόντιο
Έχουμε όλο το θάνατο μπροστά μας
για να κάνουμε μαύρες σκέψεις. Για
να μην κάνουμε καθόλου σκέψεις. Να
ψηθούμε μέσα στο χώμα. Να βγάλουμε
τα μάτια μας. Να αγκαλιάσουμε την
κυριολεξία. Την κρύα γη. Τη φοβερή
αιώνια παγωνιά. Το Λάζαρο. Τους
πεθαμένους φίλους. Να γίνουμε
πετρέλαιο και ορυκτός πλούτος.
Να γίνουμε σπουδαίοι νεκροί με
ερμητικά στόματα, φωτογραφίες,
καντήλια, κτερίσματα. Έχουμε όλο το
θάνατο μπροστά μας για να σβήσουμε
τη μνήμη. Τις σφαγές που μας
στοίχειωσαν και το σεξ που μας ανάθρεψε.
Έχουμε όλo το θάνατο μπροστά μας
για να σωπάσουμε δια παντός. Να
ξεμπερδέψουμε με εξετάσεις ούρων,
ακτινογραφίες και συμβόλαια. Να μην
περιμένουμε τίποτε. Ούτε ένα καλοκαίρι,
ούτε ένα νόμπελ λογοτεχνίας, ούτε καν
συγχώρεση αμαρτιών και δε συμμαζεύεται.
Διαρκώς ζητάμε αγάπη
Διαρκώς ζητάμε αγάπη.
Δημοσιεύουμε ποιήματα,
ψάχνουμε λύσεις,
δημιουργούμε προβλήματα.
Διαρκώς ερωτευόμαστε μια
κοπέλα. Κι η κοπέλα έναν άντρα.
Κι ο άντρας μιαν άλλη κοπέλα.
Κι η κοπέλα αυτή έναν άλλον
άντρα. Διαρκώς. Η γη περιστρέφεται.
Η ρουτίνα περιστρέφεται. Η πλήξη
περιστρέφεται. Αθώα βυζιά
ζεματίζουν αθώα βλέμματα.
Κλείνουν σχολεία, ανοίγουν φυλακές.
Γυναίκες γδύνονται μόνες κι αγρίμια
καιροφυλαχτούν στους αγρούς.
Ιερείς αυνανίζονται στο ιερό.
Επίσκοποι χαϊδεύουν αγοράκια και
μελετούν τις γραφές. Κόρες άσπρες
υγρές λύνουν σταυρόλεξα σε αστικές.
Παρατηρούν αλεξικέραυνα, τρούλους,
ψωλές. Βυθίζονται τη νύχτα στο
μαξιλάρι τους. Διαρκώς.
Εν ριπή ονειρική. Βλέπουν την Άρκτο
την αλεπού και το λύκο. Κι έπειτα
της ονείρωξης ακολουθεί η χαριστική
βολή. Διαρκώς ζητάνε αγάπη. Όλα
τα πλάσματα του θεού κι όλα τα
πετεινά του διαβόλου. Διαρκώς
ζητάνε φαί, εκσπερμάτωση, ποίηση.
Διαρκώς ζητάμε αγάπη.
Με πάει αλλού ο ρυθμός
Με πάει αλλού ο ρυθμός
Μου βγάζει τη γλώσσα
Ράθυμος ρυθμός
Αναχαιτίζει το νόημα
Βυρσοδέψης
Αυγολέμονο
Μακαριστός
Σε σιγανή φωτιά θέλει το πάθος
Να μην αρπάξει
Να το χαρούν στα γυμνάσια παιδάκια
Όχι απόκρημνο
Αμετάδοτο
Άταχτο
Προπάντων την εποχή του καταναλωτισμού
Να καταγγέλλει
Με αστραφτερά ελληνικά
Της εταιρίας συγγραφέων
Κάργα δημιουργική γραφή και βαθιές καταστάσεις
Με τις τελείες
Άνω και κάτω σε ετοιμότητα
Με το κόμμα σε οργασμό κάθε τόσο
Να διακόπτει το χάος της βιοπάλης
Τα λυσάρια που ευελπιστούν ονειρώξεις
Δούναι και Λαβείν
Χαρτί
Πτυχίο
Οχτάωρο
Σπιτάκι
Εμπάθεια φυλαγμένη
Ακροτελεύτια κουτσούβελα
Και πάντα επιχειρήματα
Με συστολή
Χωρίς φόβο και πάθος
Από καταβολής εδραιωμένη υποκρισία
Ποιητικό βερμπαλισμό
Κι ας θέλει επιδεικτικά να σκυλευτεί το μέσα
Από ψωλές
Διατριβές και λέκτορες
Της καταδικασμένης σάρκας
Του ηχείου
Του αιδοίου
Του ηφαιστείου
Ανάμεσα απ’ τα τυραννισμένα μπούτια
Τέρας εφέστιο
Φυγόδικος στους Εγκρεμνούς
Ήλιος στρογγυλεμένος
Κι έξω απ’ το φως ο θάνατος
Αρουραίος καιρός στα λαγούμια του
Βγάζω το άχτι μου ως Κανένας
Ως κάποιος
Ως εκείνος με τις πληγές
Ως ο γυμνιστής στις συμπληγάδες του
Φυγόδικος στους Εγκρεμνούς
Εδώ στη θάλασσα κανείς δε θα με βρει
Το τέλειο καταφύγιο εδώ
Εδώ στο ταψί της άμμου
Κλεπταποδόχος των πάντων
Η δυστυχία τού να είσαι μαλάκας
Μνήμη Λεωνίδα Χρηστάκη
Η ιδιωτία είναι μια συνιστώσα του παρηκμασμένου κόσμου. Ο σύγχρονος ευρωπαϊκός ιδεαλισμός, τουτέστιν το μάντρωμα γύρω απ’ το σφοδρό γερμανικό παράγοντα, έχει την ιδιωτία κορώνα στο κεφάλι του. Από το ελάχιστο τσόλι της διανόησης που έχει δημόσιο λόγο, μέχρι το μέγιστο εργολάβο πάσης φύσεως πολιτικών τελετών, κυριαρχεί η εγωιστική μαγκιά και το θα τα καταφέρω μόνος μου. Ένα ιδεολόγημα στρατευμένο που εκφράζεται από άτομα φοβικά που έχουν δεμένα τ’ αρχίδια τους με συρματόσχοινο απ’ τη μάντρα της αμερικάνικης πρεσβείας και τους πολυελαίους του ινστιτούτου Γκαίτε. Από ξενέρωτους τύπους που ξεχάστηκαν στα περιστρεφόμενα αλογάκια της εξουσίας. Με τη μέθη που τους προσφέρει η αναπαραγωγή της μπούρδας που θα ξεστομίσουν σε μια συνέντευξη, σε μια παρουσίαση ή σε ένα δημόσιο τηλεοπτικό οργασμό. Κινήσεις διανοουμένων, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων, αστρολόγων και μέντιουμ, που καταδικάζουν μετά βδελυγμίας τα κόμματα και τους μηχανισμούς, αφού βεβαίως αυτά δεν τους προσφέρουν τίποτε πλέον. Φυσικά το γλειφιτζούρι της σοσιαλδημοκρατίας πασπαλισμένο με τις περιώνυμες πουστιές περί σεβασμού του ατόμου δίνει και παίρνει. Ελεημοσύνες και χείμαρροι ανθρωπιάς, πέφτουν πάνω στο πανωφοράκι κάθε κακομοίρη που έχει χάσει την ελπίδα και τον ύπνο του, περιμένοντας απ’ τους σοφούς αντικρατικούς κρατικοδίαιτους, δικαιοσύνη και ιαματικό λόγο. Σ’ αυτόν το νοικοκύρη που ακόμα και η πίστη του αποδείχτηκε άχρηστη όταν σφύριζε πάνω απ’ το κεφάλι του ο μπαλτάς της εφορίας, του ενοικίου και της τράπεζας. Σ’ αυτόν τον ιδιώτη που στέκεται σούζα μπροστά στις φασιστικές δομές, αλλά τα βάζει με τα πρόσωπα και τους κακούς που τα φάγανε. Σ’ αυτό το νοικοκύρη που έχει ανοίξει τρύπες στο κορμί του παιδιού του κι είναι περήφανος γιατί δουλεύει σε εταιρία, έ και τα χρήματά του έπιασαν τόπο, αφού χρόνια τώρα με θυσίες και στερήσεις επένδυε στη γνώση. Αυτός ο πελάτης των παλαιοκομματικών μηχανισμών τώρα γίνεται ανένταχτος, φτύνει αυτούς που είχε υπουργούς, γραμματείς, φαρισαίους και δε συμμαζεύεται. Τα βάζει με τους κακούς τρομοκράτες που τρομοκρατούν το κεφάλαιο κι όχι με το κεφάλαιο που του σκίζει τον κώλο. Αυτός ο καημενούλης στέκεται σα χάνος μπροστά στις τρομερές και φοβερές κινήσεις των ανθρώπων της κουλτούρας, των γραμμάτων και του σεμνού πισωκολλητού. Των ανθρώπων που του κουνάνε το δάχτυλο και τον θέλουν πότε φασίστα, πότε δημοκράτη και πότε μετανεωτερικό κουμουνιστή. Των ανθρώπων που κατασκεύασαν μέσα στα εργαστήρια της επικοινωνίας, τους θυμωμένους και τους αγανακτισμένους που τώρα ξεφούσκωσαν. Για να συνηθίσουν τη φτώχια και την κακομοιριά. Τη βλακεία και τον ανορθολογισμό. Άνεργοι, ψόφιοι, κλαταρισμένοι, να έχουν ελπίδα και να μετράνε τη ζωούλα τους με το πρωτογενές πλεόνασμα και τα ψίχουλα των πολιτισμένων Ευρωπαίων. Πακτωμένοι σε διαμερίσματα που χτίστηκαν για να στεγάσουν την εργατική τους δύναμη και την προοπτική αναπαραγωγής αυτής της δύναμης, που κινεί τον τεχνολογικό φουτουρισμό του διαφημιστή που έγινε φιλόσοφος και γατούλης και της νευρωτικής συγγραφέως που τραγουδά α καπέλα την αμερικανιά και τον κλιματιζόμενο εφιάλτη της.
Αποφάγια
Σπιτίσια περασιά έκανα
Αποφάγια αφήνοντας πίσω
Μεσημεράκι
Ηθογραφία
Από κάτι σπλήνες Σκοπέλου
Με ωραίες κοπέλες δίπλα
Ωραία ζεστά κορμιά
Που εμάθαν το άφιλτρο
Φουμέρνοντας
Πατριωτισμό
Νοικοκυριό ως τα μπούνια
Σε μαγαζιά ανελέητα
Τυπάδων
Που φέραν την ακροδεξιά στα πράματα
Και τη μαυροδάφνη στη μόδα.
Αυτοκριτική
Δεν φορώ φωτοστέφανο
Ηδονοβλεψίας ως τα μηνίγγια
Όνειδος του δημιουργού
Αποκομμένος απ’ τα κοινά
Κοινότατος
Με πολλαπλά κατάγματα γραφής
Με κρυφούς θαυμαστές
Και θαυμάστριες
Πιπιλίζοντας το νόημα
Τη δύναμη εκτροπής
Τόσης φλογερής σαβούρας
Που κοιτάζει λοξά τα μελλούμενα
Που έχει τα μπούτια ανοιχτά
Ο άλλος εγώ
Πίσω απ’ τη μάσκα ετούτη
Τα φρούτα του παράδεισου
Τα φρούτα του παράδεισου
Στο RTL
Χαρούμενο αυνανισμό προσφέροντας
Από την εποχή των δεινοσαύρων
Λυρικές νταντέλες
Πανοπλίες
Δόξα παράδοξη
Στέρνα με τρωκτικές ιδέες
Με βυζιά
Με κώλους
Σαπουνισμένες για την άβυσσο
Για τα συνέδρια ιατρών
Που θέλουν να ξεσκάσουν
Για δάχτυλα γυναικολόγων
Εξιλαστήρια
Ανέραστα
Ψαύοντας
Στοχασμούς
Χάσματα
Φεγγάρια κλεφτοφάναρα
Πατήματα και κραδασμούς
Έρπητες έρποντες
Στις σκωληκότροπες σχισμές
Δυνατότητες
Το στόμα σου
Μπορεί
Τα πέλματα
Τα πόδια
Οι γάμπες σου
Μπορούν
Το μελωμένο σου αιδοίο μπορεί
Οι άπτεροι ώμοι
Τα στήθια σου
Μπορούν
Να ρίξουν την κυβέρνηση
Να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα
Τα κάστανα απ’ τη φωτιά
Μπορούν
Παραμύθι
Θυμώνουν και φλουτάρουν
Οι θυμωμένοι
Αγανακτούν
Δαγκώνουν πολύσπορα
Δίπλα στον άγνωστο στρατιώτη
Του κάνουν γκριμάτσες
Κωλοδάχτυλο
Περιμένουν το βουλευτή
Να του ρίξουν γιαούρτι
Γαυγίζουν ηθογραφία πρώιμη
Για τη Δευτέρα παρουσία ποζάρουν
Ψωρόσκυλα
Ρεφορμιστές
Ηρεμώντας στην αγκαλιά
Της μοναδικής άποψης
Του υγιούς ανταγωνισμού
Του υγιούς καπιταλισμού
Με επιτροπές
Υποτροπές
Πομπές αξιωματούχων
Να κουρνιάξουν πάλι στη δουλειά
Στο οχτάωρο
Να ζήσουν αυτοί καλά
Κι εμείς χειρότερα
Ο ακροβάτης του τσίρκου
Έχει κι άλλη παράσταση απόψε
Δράκους που βγάζουν φωτιές
Γάλλους ηλεκτρικούς ποιητές
Ανεμοδαρμένα ύψη
Ωραίους προφήτες με βυζιά
Καταραμένους
Που επαίξαν την ψυχή τους στα χαρτιά
Αποδιοπομπαίους λάγνους
Καστανάδες που εδιάβασαν
Νίτσε, Χάιντεγκερ, Ντεκάρτ
Πλαστοί στο βάθρο τους
Υπερκόσμιοι
Λυρικοί
Εβγάλαν τη γλώσσα στις ερμηνείες
Στις βεβαιότητες έριξαν στάχτη
Και στις ταλαίπωρες ψυχούλες
Προσφέραν
Χάχανα
Χάπια
Χάος
Χαμό
Ο ακροβάτης του τσίρκου
Ονειρώξεις των βατράχων
Καρτ ποστάλ από το νέο έτος
Αστραπές και βροντές με τα χείλη κλειστά πίσω απ’ τη γύμνια.
Μετά βίας ένα ψίχουλο ή ένα παλούκι
ή μιαν εξωφρενική ελπίδα.
Αχ! αυτά τα σορτσάκια
θα καθρεφτίσουν μνήμες Τρωικού πολέμου
στα μάτια των αντρών.
Κι αυτή η ταλαιπωρία της ανθρωπότητας θα πάρει αιώνες.
Κι αυτό το κλωναράκι θα το αφορίσει ο παπάς.
Κοπέλες με τα τσίπς ανοιχτά ανάμεσα στα σκέλια τους.
Με θεόσταλτη αστρική βαρεμάρα.
Στα θρανία τους θα φωσφορίζουν και θα οργιάζουν
περιμένοντας το καλοκαίρι.
Στέλνοντας μηνύματα στο φαλλό. Περιμένοντας
το χάδι κάποιου ωραίου μαυριδερού
που θα σηκώσει τη φούστα τους
και θα σηκώσει τα πλοκάμια τους στον ουρανό.
Και θα επιτείνει το φαύλο κύκλο της δημιουργίας.
Την άνοδο της τιμής του σιταριού.
Τις κρίσεις.
Το φόβο.
Τον πόνο.
Τη μοναξιά.
Αυτή τη μοναξιά που μας βοηθάει
να γράφουμε κάνα ποίημα και να τη βγάζουμε καθαρή.