Μπορώ σε μια στιγμή να δρασκελίσω απ’ το πουργκατόριο στον παράδεισο. Μπορώ να σκεπάσω τις φλυαρίες με πέπλα από σιωπές. Μπορώ μέσα στο ποίημα μου να ζευγαρώσω δυο κόσμους. Τη λύπη με τη χαρά. Την κατάθλιψη με την έκσταση. Την τραγωδία με το ξεφάντωμα. Μπορώ ν’ ανάψω αυτό το μαγκάλι από επιθυμίες για να ζεστάνω τις γυναίκες με τις τραγικές κραυγές. Για να ντύσω τη φύση τους με βροχή και αλάτι. Για να φέρει άνθη η πληγούλα τους και να μαστουρώσουν εθνικιστές και προβοκάτορες του βίου. Μπορώ να τρυπώσω στα σεντόνια τους και να βγω σε άλλο κόσμο. Εκεί, που καθετί γίνεται σωματικό και υπερούσιο. Εκεί όπου αρκεί το λεπτεπίλεπτο πάχος ενός φύλλου χαρτιού για να διαβούμε στην άλλη όχθη, κι από μια βαρετή καθημερινότητα να βρεθούμε σ’ ένα κόσμο θαυμάτων. Γιατί τα θαύματα συντελούνται με την επαφή. Το δόσιμο. Το σμίξιμο. Το πολύ και το λίγο χημικό αντάμωμα των υγρών. Τους χυμούς που ρέουν και το λόγο που σκάβει λαγούμια για να περάσει στις καρδούλες το δυναμωτικό σιρόπι της ηδονής. Για να αδράξει η ρητορεία της μήτρας την αλαζονική χυσιά. Για να κλέψει τα μυστικά των Ελευσίνιων ο εραστής, να διώξει τη φοβέρα του θανάτου. Να γίνει ο ιερέας και η ιέρεια. Να γίνει ο κατηγορούμενος της κοινής λογικής. Ν’ αρχίσει το πανηγύρι και ο καρνάβαλος του χαώδους και του αναχρονιστικού. Ν’ αρχίσει το πανηγύρι που δίνει νέα ζωή στις κουρασμένες μορφές. Ο σαματάς. Να βγουν οι ποιητές απ’ τα πιθάρια κι από υμνογράφοι της θρησκείας να γίνουν ασκιά της ποιητικής κραυγής. Να ξεπατώσουν την έρημο με γεωτρήσεις. Να βγουν απ’ τις παρενθέσεις και τα παλιά σάβανα. Να ξετρυπώσουν απ’ τις σπηλιές και τα νυχτέρια. Να γίνουν τόσο φως όσο χρειάζεται η Πυθία των Δελφών για να αδελφώσει τα κορμιά που της ζήτησαν χρησμό. Δηλαδή χρίσμα έρωτος και λαλιάς έρωτος. Δηλαδή ένα μεγαλόσχημο όραμα έναντι του μίσους και του θανάτου. Στο χωράφι εκείνο δίπλα στην πηγή. Και στο λιοστάσι εκείνο δίπλα στους σατανάδες. Και στο λιβάδι εκείνο δίπλα στο ρέμα όπου μπορείς να διαβάσεις τον Όμηρο χωρίς τα δεκανίκια των δυτικών και χωρίς τα ματογυάλια των ειδικών και χωρίς την ψυχρή ανάλυση που δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωντανή ποίηση. Με το χιούμορ, τους χυμούς και τα ζουμιά. Εκεί στον τόπο, όπου εμείς οι τυφλοί μπορούμε να οδηγηθούμε απ’ αυτόν τον τυφλό που βλέπει καλύτερα από μας. Εκεί στον τόπο, όπου οι ποιητές σκοτώνουν τα όνειρα μόλις γεράσουν και σε τσιμπούν σαν μελίσσια για να ξυπνήσεις απ’ το λήθαργο της συνήθειας. Να βγεις να κλέψεις άστρα απ’ τη νύχτα και να συντρέξεις τ’ αγάλματα και τα κορμιά που περιμένουν χάδια.
Month: Φεβρουαρίου 2014
Οι νύφες του θεού
πρόλογος στον αποκριάτικο βίο
Δεν ξέρω πως ρυθμίζει κάποιος μέσα του τον εσωτερικό ρυθμό, αλλά ξέρω, πως οι βωβοί και αλαφροΐσκιωτοι χαρακτήρες μαγκώνουν στις εμμονές τους. Και λειτουργούν ως ήρωες σε βιπεράκι του εβδομήντα με μια καταρρακωμένη άμυνα. Ή ως πλιατσικολόγοι συναισθήματος κυράς που την πλάκωσε η λογοτεχνία της Καρυστιάνη και το νοικοκυριό. Κυράς που τη διέσυραν με δεκαπεντασύλλαβο και ρίμα ντροπαλοί ποιητές και ντροπιασμένοι κράχτες. Κυράς που, το αξιοπρεπές όργιο που συντελείται στον ατροφικό ερωτικό της λοβό έχει ολίγο σινεμά του Μπουνιέλ αλλά και μιαν οικόσιτη λυρικότητα. Έτσι ζει κι έτσι συντηρείται η ψυχούλα της και μπαίνει σε τάξη η φαντασίωση και το αρχιτεκτόνημα της τρέλας που υφαίνει η ανεκπλήρωτη επιθυμία. Αυτό το μετέωρο μασκάρεμα της κάθε μέρας που περιμένει τις απόκριες για να εκφραστεί. Για να βγει στην ύπαιθρο και στο φως το γονίδιο της παρωδίας, κεντημένο με την πικρή γεύση του συμβιβασμού. Για να ξεχαράξει η ποίηση της νεότητας που καταπόθηκε από κρεμμυδάκια, ευθύνες, αρμοδιότητες και σεβασμό δια χειρός κατηχητικού. Για να φλερτάρει με τους πλασιέ της χαράς που στερήθηκε. Με τους δαιμόνους που αλλάζουν δέρμα τη νύχτα και τους ακαριαίους αλιείς ηδονών που συνωστίζονται στο φανταστικό της κρεβάτι. Για να εφεύρει το ιδιώνυμο ήθος των απόκρεων ως παραμελημένο πλάσμα που αποζητά αθωότητα. Και αθωότητα είναι η πράξη. Η πράξη που βρώμισε ο ντίλερ των εσταυρωμένων και ο Μωάμεθ ευνουχισμένων πιστών. Η θηλυκή ύπαρξη επινοεί παραδείσους, φιλάει σωστά και έντεχνα χωρίς την μπουνταλάδικη υπεροψία του τράγου ανδρός. Αυτουνού που στριφώνει ασύστολα τις μοναξιές του με εικονικά υγρά ανώνυμης μπεμπέκας, μόνο και μόνο για να βγάλει από πάνω τη χυμένη βενζίνη. Τη συσσωρευμένη σοβαροφάνεια και τη ναρκωτική εμπειρία της δουλειάς. Της συνήθειας δηλαδή στο στρατωνισμό των εκκρίσεων . Στον έναν και μοναδικό βίο που θέλει να συλλαβίζεις σωστά τις τρομάρες. Που θέλει καθημερινή παραγωγή ποίησης και προσήλωση στο κυκλοδίωκτο καρδιοχτύπι των λυγμών. Ντυθείτε μπούλες για να τους χαλάσετε την αρχαία τους τάξη. Παίξτε χαρτιά μπροστά στον εσταυρωμένο. Κάντε αυτή τη χαοτική δυναμική των αισθήσεων να λάμψει. Κάντε τις σπουδές σας στις απαγορεύσεις. Χαρείτε αυτό το αγρίμι των σκελιών σας κι αυτό τον προσήλυτο γαμπρό του κεφιού. Αυτές τις ξενυχτισμένες νυφούλες που δεξιώνονται την έμπνευση. Αυτές που κρατούν έναν κόκκινο μπικ ως ρομφαία για να καρφώσουν με λέξεις το χάρο που τους αναλογεί. Αυτές που, το πρώτο τους φιλί είναι η αρχή του βίου και στέκουν έπειτα δια παντός ευπρόσιτες ενώπιον του φαλλού. Εν φαντασία και λόγω. Εν έργω και εν διανοία. Νυν και αεί καυλοπυρέσουσες. Νυν και αεί απείθαρχες στην εντροπία των εκκλησιασμών και των απαγορεύσεων. Νυν και αεί θηλυκές.
Απορίες ενός παρορμητικού
Τι κάνουμε όταν χάνουμε τον
κόσμο όταν μας κόβουν τη
γλώσσα όταν το σπίτι μας
γίνεται εξορία όταν δεν έχουμε
Χώρα να χωρέσουμε και χώρο
να χορέψουμε και τα ερωτήματα
γίνονται αρσενικά και θηλυκά
ντόπια και ξένα και το ποτάμι
γίνεται βούρκος και το σώμα
μηχανή τι κάνουμε όταν μας
πλακώνει η Βίβλος όταν μας
σταυρώνει ο εργοδότης όταν
μας χαϊδεύει ο εκδότης όταν
μας φιλοφρονούν κοριτσάκια
τι κάνουμε όταν αντικρίζουμε
τα γυμνά αγάλματα στους Δελφούς
τους γυμνούς πνιγμένους αδελφούς
στις αμμουδιές του Ομήρου και τους
ομήρους στα διαμερίσματα των Αθηνών
τι κάνουμε όταν μας ζητάνε ψιλά
για ψωμί και για γάλα όταν οι
παρθένες μας στέλνουν sms τι
κάνουμε στη Δήλο μεσημεριάτικα
λογαριάζοντας σπασμένους φαλλούς
τι κάνουμε όταν εξηγούμε τα πάθη
μας στους τουρίστες όταν κάνουμε
νυχτέρια για να μπολιάσουμε
στύσεις να αφυπνίσουμε τον τρανό
αλγόριθμο των φιλιών της τι
κάνουμε όταν η λέξη κλειτορίς
βγάζει υγρά στα λεξικά και στα
σεντόνια όταν μια γλώσσα κλώθει
εγκώμια αιδοίων τι κάνουμε όταν
μας δείχνουν με το δάχτυλο όταν
μας φυλακίζουν τα χάδια τι κάνουμε
όταν μας διαβάζουν οι ζοφεροί
κριτές κι όταν μας αναλύουν οι
αυστηρές γκόμενες τι κάνουμε
εννιά μήνες βυθισμένοι στο αμνιακό
μας υγρό και μια αιωνιότητα
πεταμένοι στο χάος τι κάνουμε
όταν δε μας παίρνει ο ύπνος όταν
καλπάζει η βάρβαρη καρδούλας μας
με γενετήσια ορμή τι κάνουμε όταν
μπερδεύουμε τα λόγια μας και
λέμε την αλήθεια όταν ξεχνάμε τα
αισθήματα στη φωτιά τι κάνουμε
όταν οι γυναίκες πάσχουν από
γαμησοφοβία και οι άντρες από
ναρκισσισμό τι κάνουμε όταν
συνηθίζουμε τη συνήθεια όταν
μας νοικοκυρεύουν οι ερωμένες
τι κάνουμε όταν μας σημαδεύουν
τα περίστροφα βυζιά και μας τρίβουν
στα σκέλια τους οι αισχρές λέξεις
τι κάνουμε μπροστά στο λευκό
χαρτί και μπροστά στη μαύρη οθόνη
τι κάνουμε όταν η φαντασία βράζει
στο ζουμί της τι κάνουμε όταν δε
μπορούμε να κάνουμε τίποτε πια
και ζητάμε μονάχα μιαν αγκαλιά
να μας σκορπίσει στα χαντάκια
της αγάπης
Κοράκια
Υπάρχει πλέον μια βαθειά, λίαν θρησκευτική προσήλωση στον τρόπο που γίνεται η αποδόμηση προσώπων και καταστάσεων του παρελθόντος. Μιαν ολόκληρη βιομηχανία κατασκευής ψευδών συμφερόντων, προσφέρει τη λειτουργιά της στην μεγάλη τελετή αποδόμησης των ιδεολογιών. Ένα τρυφερό χατζάρι που αποδίδει δικαιοσύνη, βάζοντας στο ίδιο καζάνι θύτες και θύματα. Φορώντας έναν ηθικίστικο πολιτικό μανδύα σκευάζει και συναρμόζει όλες τις συστημικές αποκλίσεις. Καλλιτεχνεί πορτρέτα πεθαμένων. Καρναβαλίζει κάθε επαναστατική πράξη. Στη φοβερή αρένα του θεάματος έχει αμολήσει πανούργους δημοσιολόγους, εξτρεμιστές της δεκάρικης ελευθερίας λόγων και παθών, κουτάβια που πέρασαν εν μια νυκτί απ’ την κομματική γαστέρα στις Εταιρίες. Γιατί πρέπει όλα να γίνουν Εταιρίες. Τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα δημόσια κτήρια και οι κοινόχρηστοι χώροι. Μόνο οι Εταιρίες μπορούν. Μόνο οι Εταιρίες μπορούν να παράγουν. Και μόνο οι Εταιρίες μπορούν να διαχειριστούν το Κράτος. Ο σύγχρονος τρόπος συνύπαρξης επιθυμιών και φαντασιώσεων περνάει μέσα απ’ το δημόσιο πλούτο. Θέλει την Εταιρία και την Τράπεζα να διαχειρίζονται την πείνα, τον οργασμό, την επιστήμη, τη θεολογία με τέτοιο τρόπο ώστε η φορητή εργατική δύναμη των Υποτελών, να διακινείται ως πραμάτεια και να κεφαλαιοποιείται δομικά για να περνάει το σύστημα τις κρίσεις του αβρόχις ποσί. Βουρ, στην αποδόμηση λοιπόν. Για να σε παίξουν τα πάνελ θα πρέπει να κάνεις δήλωση για τον Στάλιν και τον Πολ Ποτ. Να ρίξεις ένα γερό χέσιμο στον Κάστρο και μια ηχηρή κεντροαριστερή πορδή στον Εμβέρ Χότζα. Να κάνεις ψιλοκομμένη πατσά τις ανθρώπινες ανάγκες, να κατασκευάζεις σκιάχτρα και να συναρμολογείς ζόμπι για να φοβίσεις το χάνο μικροαστό. Το μεσαίο που κομπορρημονεί με τις δεξιότητες του τέκνου του. Που απ’ τα Πολυτεχνεία της ενοχικής του νεότητας έγινε ντελιβεράς της αστικής ιδεολογίας. Ένας ημιμαθής γέρος που ανήκει στον Έμπορο. Που στριμώχνει μέσα στον αιμομικτικό του ενθουσιασμό τα πλαστικά του όνειρα, παίζοντας με τα κουβαδάκια του στη φονική άμμο του κοινωνικού αυτοματισμού. Που γλείφει τις κεντροαριστερές σκατούλες και τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Που νιώθει ασφάλεια όταν βλέπει τα λεφτά του να πιάνουν τόπο και τους γενναίους ανθρωποφύλακες του Αιγαίου, να ταΐζουν λαθραίες παιδικές σάρκες τους ένδοξους ελληνικούς βυθούς. Τα ψάρια που θα φτάσουν στα πιάτα των πλούσιων ευρωπαίων, έχοντας στα σπλάχνα τους, ένα κομμάτι των παιδικών ψυχών που δεν τις βρέχει το χρήμα αλλά η ανάγκη για επιβίωση. Η δίψα για ζωή και δικαιοσύνη. Ένας κόσμος χωρίς λαθραίες υπάρξεις και φαντάσματα. Χωρίς πηγάδια με σκοτωμένους και ομαδικούς τάφους στον Έβρο. Χωρίς λυσσασμένους αποδομιστές κάθε ανθρώπινης ανάγκης. Χωρίς τους ξεδιάντροπους ντίλερ των δελτίων που σκηνοθετούν καυγάδες για να πουλήσουν τη μία και μοναδική άποψη. Την άποψη του αφεντικού τους. Επενδύοντας σάλιο και ιδρώτα στην αποβλακωτική συνέργεια του τηλεθεατή. Στη ληθαργική εγκεφαλίτιδα του μέσου πολίτη που συμβιβάζεται με τη μέση κατάσταση και τη μέση παρακμή και τη μέση καταστροφή της ζωής του. Στο μέσο δασκαλάκο που αντί να δαγκώσει το σβέρκο της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι έτοιμος να καταδώσει στην ασφάλεια τους μαθητές του, περιμένοντας να αξιολογηθεί και να ανέβει κλιμάκιο. Στο μέσο ματατζή που είναι έτοιμος να σπάσει τα παΐδια του παιδιού του. Στο μέσο πολιτικό βουβάλι που καρατομεί ανθρώπινες υπάρξεις στις λογιστικές φυλλάδες. Στο μέσο εαυτό και στο μέσο χαρακτήρα μας που γέρασε προώρως, παραδίδοντας στα τέκνα μας μαθήματα σκοταδισμού. Περιφέροντας το χαστουκισμένο μας πρόσωπο για να κερδίσουμε ένα ανελέητο καρβέλι. Επαναστατώντας με ψηφιακό σπασμό ελεγχόμενα και νοικοκυρεμένα. Περιμένοντας τους βαρβάρους ως αξιοσέβαστους ευρωπαίους για να βάλουν σειρά στο ρωμαίικο, τους πλούσιους με τα πλούσια ιδρύματα για να προσφέρουν το κρουαζιερόπλοιο της αγάπης στους σεισμοπαθείς και στους άστεγους, το σύνδεσμο βιομηχάνων για να εξαγοράσει με λαπ τοπ τους έγκλειστους μαθητές, τις ελεημοσύνες του σάτυρου ιερατείου που βγαίνει κάθε τόσο παγανιά με την απόχη του για πελάτες, τους φωτισμένους ακροδεξιούς συμβούλους του προέδρου που έχουν σπουδάσει ανθρωποβοσκή στην Αμερική, τους τρέντυ πενήντα οχτώ και βάλε διαμορφωτές συνειδήσεων, ιεραποστόλους της κεντρικής τράπεζας και της κεντρικής ψευδαίσθησης πως ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει ανθρώπινος. Αυτούς που όταν βλέπουν μια σπίθα αλλαγής ουρλιάζουν με αραχνοΰφαντα άρθρα και με μιαν ασφαλίτικη αυθάδεια βγάζουν απ’ το ιδεολογικό τους μπαούλο τα περίστροφα, τα σπέρνουν στη Βουλή και στο δημόσιο χώρο φωνάζοντας στο λαό: Ψηλά τα χέρια κερατάδες και σας έφαγα. Εκεί στον καναπέ σας ή σας την ανάβω.
Ποιητική μεταφυσική
Κάνουμε ειδική μνεία στα βουνά
και στις θάλασσες. Στους αγρούς που
βγάζουμε τα μάτια μας. Στους τρούλους
που χωράνε τους ουρανομήκεις
οργασμούς. Στα κουζινάκια που
μαγειρεύουμε ομελέτα με μανιτάρια.
Υπερασπιζόμαστε το δημιουργικό
χάρο, αλέθουμε τα μεταδοτικά
γεγονότα και τα μεταδοτικά φιλιά.
Φτιάχνουμε το πορτραίτο μας
γράφοντας άρθρα, εκκολάπτουμε
έναν φανταστικό φίλο κι αισιοδοξούμε
σαν το διάβολο πιστεύοντας πως θα
μπορέσουμε να κάνουμε τους ανθρώπους
χειρότερους, την αμφιβολία να κάνουμε
τέχνη και το γυμνισμό νόμο του κράτους.
Άσμα της λαϊκής
Τη ροδοδάχτυλη αυγούλα τη συνάντησα
στη λαϊκή να ποστιάζει τα μήλα των
εσπερίδων. Το βλέμμα μου διαχειρίστηκε
ευνοϊκά και φευγαλέα. Κι όπως ο πρώτος
στίχος που σου ’ρχεται είναι ο αληθινός
ο ήλιος ο πρώτος η πανήγυρις των
αισθήσεων και τα λοιπά έτσι κι αυτή
η τεθλασμένη οπωροφόρος κόρη
ευλαβικά με παραστράτησε στο ποίημα της.
Στον κόρφο της μ’ έκανε μια νυχτερίδα.
Για τα σκοτάδια ανάμεσα στη γύμνια και
το βαμβακερό μακό. Σαν έτοιμος από καιρό.
Με όλα τα τιμαλφή ευρώ να αγοράσω
τα λίαν πενιχρά λογάκια της. Την ώριμη
λαγνεία των χυμών της. Στην πλαστική
σακούλα μου εγώ σπαρμένος χίλια μάτια
γύρω για την όμορφη. Τόσες βροχούλες
που ζευγάρωσαν με χώμα.
Μονοκοπανιά
διακινδυνεύω να γλιστρήσω στην
άβυσσο να γίνω μαύρο ή λευκό
πλήκτρο να γίνω πιόνι μαύρο ή
λευκό το καθένα απ’ τα Εγώ μου
να περιμένει τη νίκη ή τον όλεθρο
να θριαμβεύει το ένα όταν πέφτει
σε λάθη το άλλο να πάει να με γδάρει
μια κυρά μετά το σεξ στο λουτρό
στο πεδίο της μάχης να μηδενίσει
το κοντέρ τα σπλάχνα να πάει στράφι
το πτυχίο τα γαλλικά το πιάνο η λίστα
με τις απολαύσεις να γίνει κάρβουνο
να διατυπώσω πλήξη στέρηση χορτοφαγία
με τρόπο ποιητικό να μην πάρει χαμπάρι
κανείς τον αυτοκτονικό ιδεασμό και
το μυγόχεσμα στο αμπαζούρ της λάμπας
Καντάτα για τον Ετοιμόρροπο κόσμο
Μας διαμελίζουν αλλά εμείς
μεταμφιεζόμαστε σε ακέραιους
αριθμούς, σε δροσερές πηγούλες,
σε ρέοντα λόγο. Ετοιμάζουμε
πρωινό για την Αγάπη και τον
Έρωτα. Στο μαυσωλείο του σπιτιού
και στο κορμί της σπέρνουμε,
κλαδεύουμε, λύνουμε γρίφους.
Το άνυδρο αιδοίο του κακούργου
καιρού σκίζουμε με ψαλίδι.
Περιμένουμε το καινούργιο
να ’ρθει και το παλιό να σαπίσει.
Περιμένουμε τα πλήθη να προκαλέσουν
σεισμό. Τις ιστοσελίδες να γίνουν
αυτοβούλως κατάφυτα νησιά του
Ιονίου πελάγους. Περιμένω τον
πατέρα μου να ’ρθει απ’ τον κάτω κόσμο
να μ’ αγκαλιάσει ξανά. Να με μάθει
πως ξεχνάνε οι πεθαμένοι τούς
ζωντανούς. Να με μάθει την προπαίδεια,
τα θηλυκά, τις μάχες. Να με μάθει πώς
κόβουν το λαρύγγι του θεού οι εξεγερμένοι.
Απόγευμα
Αμέτρητοι συνδρομητές οργασμών
με ζήλο ταχυδρομούν λίγο ζουμάκι
στην καρδιά του ήλιου. Γιαπωνέζες
γυμνές κι Αμερικάνες πρόθυμες
φωτογραφίζουν με το κινητό τη
δροσερή τους πηγή κι ολοταχώς
φωσφορίζουν μέσα στα δίχτυα
του εραστή. Μέσα σε δώματα και
μέσα σε ανισόρροπα γραφεία. Στο
κτήριο του οργανισμού ηνωμένων
εθνών , στις τουαλέτες του μεγάρου
μουσικής, στις πρεσβείες των κρατών.
Κρατούν στα χέρια τους καλώδια γυμνά
βιβλία χαρτομάντιλα εκρήξεις. Στο
λουτρό σαπουνίζουν τις άγνωστες
λέξεις. Τη φιλόστοργη δροσούλα
του ιδρώτα. Ντύνονται συνωμοτούν
κοιτάζουν απ’ το παράθυρο τη χώρα.
Την άνοιξη πέρα μακριά στα όρη στα
λαγκάδια. Περιμένουν το ταξί να τους
πάει στα στενά του Μαγγελάνου. Στα
στενά του Ορμούζ.
Ο Άλλος κόσμος
Αλίμονο στην ανθρωπότητα που έχει ανάγκη τις ιδιοφυΐες. Διότι, ως εργαλείο στα χέρια της τρέχουσας εξουσίας, οι ιδιοφυείς ήταν, είναι και θα είναι τα πρότυπα της μαζικής αποβλάκωσης. Οι ετερόφωτοι σοφοί που ρίχνουν λάδι στα φοβικά σύνδρομα του αδύναμου ποιμνίου, του πιστού που περιμένει το κυριακάτικο πρωινό όχι για να γαμήσει την κυρά του ή τον κύρη του, αλλά να για στήσει κώλο στο σαδιστή θεό του. Τον αυτοκράτορα των ιδιοφυών, τον ιδιοφυή κατασκευαστή του σύμπαντος και της μεγαλοπρεπούς ύπαρξης. Αυτής βεβαίως που πέφτει θύμα του ξιπασμού των ιδιοφυών θνητών. Αυτής της ύπαρξης που πάει ξεβράκωτη, με όλο τον ρομαντικό της ενθουσιασμό, κατά πάνω στα αγγούρια που έσπειραν οι ιδιοφυείς. Κατά πάνω στο συμφέρον της. Και το συμφέρον της ύπαρξης είναι η ευτυχία. Η απόλαυση της ανεπανάληπτης μοναδικότητάς της και το χέσιμο των καταναγκασμών. Κι αν αυτό δεν είναι καθημερινή πρακτική και συνεχής έγνοια, έ, τότε δώσε τα κλειδιά στον παπά να σε πάει στο βόθρο της εγκράτειας. Να σου λιβανίζει τη γέννηση και το θάνατο. Να ευλογεί την ελεγχόμενη αναπαραγωγή σου λες και είσαι προβατίνα και να τρυπώνει στο βρακί σου ως πορνογράφος του ιδιοφυούς θεού που πρέπει να ξέρει ποιος πηδάει ποιόν μπας και του ξεφύγει η δημιουργία. Ο μόνος τρόπος για να είσαι ευτυχής είναι να μη νιώθεις δέος για τη δημιουργία. Διότι δεν υπάρχει δημιουργία παρά εξέλιξη. Χειρονομίες και βλέμματα μεσ’ το φως που μας τυφλώνει. Τίποτε παραπάνω απ’ αυτά που ξέρουμε για τα συμβάντα του Άλλου κόσμου. Κι ο Άλλος κόσμος είναι εδώ. Μια βουτιά στη θάλασσα που είναι τζάμπα. Μια βουτιά στην καύλα που είναι τζάμπα.
Η θεά στο super market
Η γυναίκα πλασάρεται πλέον αποκλειστικά και μόνο ως καταναλωτικό αγαθό. Στα περιοδικά ποικίλης ύλης είναι περασμένη στις θεματικές ενότητες μαζί με αυτοκίνητα ζώδια κλιματιστικά και ροζ αγγελίες τηλεφωνικού φακιρικού οργασμού. Στις διαφημίσεις είναι κρεμάστρα ρούχων ή χειρίστρια πλυντηρίου που καυλώνει με απορρυπαντικά. Είναι πουτάνα, νοικοκυρά ή θεούσα καμωμένη απ’ την επαίσχυντη αποχαλίνωση του χρήματος. Ακόμη κι η ομορφιά της στα θερμοκήπια του θεάματος καλλιεργεί τη ματαιοδοξία που γλιστρά στην κατανάλωση και το βόθρο του αντιερωτισμού. Όλα στημένα για το πανδαιμόνιο της δημόσιας εικόνας. Μιαν ολόκληρη βιομηχανία στημένη για να παραχαράξει τη φύση και να γεννήσει κέρδος και ηγεμόνες κοινωνικού ελέγχου. Η γυναίκα ήταν ο δημιουργός του Πολιτισμού και συγχρόνως το θύμα του. Η γυναίκα-θεά έχοντας μέσα της την αθανασία, τη μήτρα, κλήθηκε να επιλέγει με κριτήρια ενάντια στη φύση της τον άντρα και πατέρα των παιδιών της. Η γυναίκα είναι η αθάνατη θεά ενώ ο άντρας είναι ο θνητός επιβήτωρ. Στις ανέραστες θεολογίες ιουδαϊσμού, χριστιανισμού και ισλαμισμού οι θεές έχουν χαθεί από προσώπου γης. Η σφαγή τους συνετελέσθη από τον άρρενα αγάμητο σημιτικό θεό ο οποίος σε αντίθεση με το Δία δεν κυνηγά τσούπες ούτε έχει σύζυγο, φίλες ή θεραπαινίδες. Μέσα σ’ αυτό το κατασκευασμένο θεολογικό διάστημα τού φόβου και της αμαρτίας η γυναικεία φύση δεν έχει πια τη θέση τής ενσάρκωσης τής θεϊκής ουσίας, αλλά εκείνου που είναι διαφορετικό από το θεϊκό, την ενσάρκωση τού αντι-θεϊκού και τού δαιμονικού. Η αποξένωση τού θεϊκού στη γυναικεία φύση επέφερε την απαξίωση της γυναίκας στα μάτια των αντρών που θεάται πλέον ως ζωντανό μαλακιστήρι, ηλεκτρική σκούπα ή πουτανάκι που διαφημίζει προϊόντα για να φέρνει φράγκα. Εξαιτίας αυτής της φθονερής αδικίας υποφέρουν άντρες και γυναίκες. Όταν η ιερότητα του θηλυκού δεν αναγνωρίζεται και δεν επιβεβαιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη απειλείται με αφανισμό. Μονάχα οι ερωτικοί ποιητές αυτού του κόσμου θέλουν να ξανακάνουν τη γυναίκα θεά και μούσα, έξω απ’ το μαγαρισμένο πολιτισμό και τις πλεκτάνες του. Οι ερωτικοί ποιητές επιδιώκουν μετά μανίας να καταργήσουν τη γραφειοκρατία της ποίησης, την δήθεν ποίηση της ήττας, τα απονενοημένα, τους σφετεριστές με τα αλκοολίκια τους, τους υπαλλήλους γραφιάδες που συνταγογραφούν αράδες αποδεκτού οργασμού. Οι ερωτικοί ποιητές δε βγάζουν λεφτά απ’ την ηδονή, δε διαφημίζουν τη γυναίκα ως αντλία σπέρματος ούτε ασθμαίνουν ως πείσμωνες γαμιάδες στα ενυδρεία της τσόντας. Δεν είναι κρυψίνοες, μυστικοπαθείς και μονογαμικοί τσαμπουκάδες. Κοινωνούν ψιχία λαγνείας τους αντιφρονούντες εραστές και μελίρρυτα άσματα τις ολισθηρές αβύσσους. Με ρωτούν ακόμα αν βγάζω λεφτά απ’ τα ποιήματα εγώ, το άσκοπο πλάσμα της δημιουργίας. Τους απαντώ πάντα με ποίηση:
Ρωτούν οι πονηροί τους ποιητές
αν βγάζουνε λεφτά απ’ τα ποιήματα.
Ρωτούν με κείνη την κρυφή αλαζονεία του νεόπλουτου
που τα ‘πιασε χοντρά πουλώντας το τομάρι του.
Ρωτούν, όλο ρωτούν.
Μα, βγάζουν άθλιε λεφτά οι εραστές από τον έρωτα!
οι μάνες όταν βυζαίνουν τα μωρά βγάζουν λεφτά!
όταν ρουφάν οι μέλισσες τη γύρη στους αγρούς
βγάζουν λεφτά;
Ρωτούν οι πονηροί. Όλο ρωτούν.
Μα δεν υποψιάζονται οι άθλιοι
πως γράφουμε αναπνέουμε καυλώνουμε γαμούμε δωρεάν
ως να μας καρφιτσώσει ο διάβολος στο πέτο του.
Αφιερώνω επίσης σε θρησκευόμενους, θρησκόληπτους, θρησκομανείς, τεταρτοαυ-γουστιανούς, απριλιανούς, τσουτσουνομάχους, ευαγγελιστές, πεντηκοστιανούς, σεμνοκαυλωμένους, δεσποτάδες, διοικητές οργανισμών και γραμματείς υπουργείων, βουλευτές και υπουργούς, προέδρους και καντηλανάφτες, το θεολογικό ποιηματάκι μου, Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, συνεισφέροντας στην παγκόσμια θεολογική ποίηση και στον απεγνωσμένο κατευνασμό γεννητικών οργάνων, στύσεων, ονειρώξεων, παραισθήσεων και άλλων δεινών, καταλοίπων της εκπεσούσης ανθρωπινής φύσεως και των αισχρών πρωτοπλάστων που ασχολούντο νυχθημερόν με τα αιδοία τους, κοινώς παίζοντας το πουλάκι τους ανυψώνοντάς το εις το βάθρον του θεού, εμπνέοντας κάτι ρεμάλια να γράφουν αιωνίως ωδές και πορνογραφίες.
Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
Περνούν συχνά ιεχωβάδες και ορθόδοξοι παπάδες
απ’ το σπίτι μου.
Φυλλάδια μοιράζουν με ψευτιές κι ανοησίες.
Και κακαρίζουν οι ελληνοχριστιανικές πουλάδες
πατήρ, υιός και άγιο πνεύμα
πατρίς θρησκεία οικογένεια.
Ω! πονηροί ιερείς που άμφια φοράτε κελεμπίες
χιτώνες, ράσα αρχαία ενδύματα των γυναικών
εσείς που τη γυναίκα απ’ τους ναούς εξορίσατε
τη Δήμητρα που άτρωτη επιβίωνε
τριάντα δυό χιλιάδες χρόνια σκαλισμένη στις σπηλιές.
Με τα ευλογημένα της βυζιά και
το θαυματουργό της το αιδοίο. Τη Δήμητρα που ήταν
μάνα ρίζα και πηγή ζωής. Που ήταν η τέλεια
ενσάρκωση της γης, πολύτροπη με χίλια δυο ονόματα.
Ω! ιεχωβάδες, κακόμοιροι κι ανέραστοι.
Χιλιάδες είμαστε οι μάρτυρες της ηδονής.
Κι εσείς ορθόδοξοι παπάδες μάθετέ το:
Πατήρ είναι ο πούτσος μου
τ’ αρχίδια μου υιός κι άγιο πνεύμα.
Όταν τελειώνουν τα ποιήματα
Όταν τελειώνουν τα ποιήματα
ρίχνουμε ανθρώπους στην πυρά
και στα συρτάρια. Όταν το όμορφο
στητό στήθος της ερωμένης γίνεται
λίβελος και δεν κοιτάζει πια τον
ουρανό και τ’ άστρα, τότε ξυπνούν
όλες οι σκοτεινές υποθέσεις των
γηρατειών. Λαλούν τα κοκόρια
τού κάτω κόσμου κι ακονίζουν
την πείνα τους στις μαύρες πέτρες
και στις μαύρες ψυχές. Όταν
τελειώνουν τα ποιήματα το
υπουργείο άμυνας και το ΝΑΤΟ
σιδερώνουν τις υποθέσεις τού
κόσμου με ερπύστριες. Μαγαρίζουν
τα πηγάδια και τα όμορφα λόγια.
Κάνουν τούς έρωτες σκουλήκια και
τούς εραστές σεβαστούς δολοφόνους.
Κάνουν τη μάνα μαύρο σκυλί που
αλυχτά και τις κόρες αγορασμένες
νυφούλες στο Αμστελόδαμο. Όταν
τελειώνουν τα ποιήματα αναλαμβάνουν
τα σπουδαγμένα παιδιά, οι γιάπις,
οι εξηγητές του κακού, οι δήμιοι,
οι ασκούμενοι που θέλουν να γίνουν
αρχισυντάκτες, οι σχετικιστές, η δεξιά,
το κέντρο, η γραφειοκρατία, οι κάριες
που χτυπιούνται στους μαύρους
στίχους και στ’ αποκαΐδια. Όταν
τελειώνουν τα ποιήματα βγαίνει
σκυλάδικος καημός απ’ τα φουγάρα,
οι παπάδες πριονίζουν τις ψωλές,
η διανόηση κάνει πνευματική ευθανασία
στον πληθυσμό, ο πληθυσμός ελπίζει
σ’ ένα θαύμα. Όταν τελειώνουν τα
ποιήματα αρχίζουν να σφάζονται
τα σερνικά. Να γαμούν κρέατα οι
ξιφολόγχες. Να σκάβουν λαγούμια
οι ζωντανοί για να δραπετεύσουν
στον Άδη. Όταν δε γράφονται
ποιήματα το συμβούλιο επικρατείας
αποφασίζει για τον έρωτα, οι δικαστές
για την αγάπη, η ακαδημία για τη
λογοτεχνία, οι ληξίαρχοι για τη ζωή
και το θάνατο. Όταν δε γράφονται
ποιήματα η ελεημοσύνη γίνεται
νόμος του κράτους, οι εργολάβοι
καίνε τα δάση για να χτίσουν
καταφύγια, το Ισραήλ πουλάει
αστροπελέκια και ξεπατώνει λιοστάσια.
Όταν δε γράφονται ποιήματα
οι γυναίκες δεν έχουν ύπνο τα
βράδια και στριφογυρίζουν στην
αιωνιότητα. Γίνονται ζοφερές χρυσές
λίρες στα συζυγικά πιθάρια. Κι όλο
ρωτούν την Πυθία πότε θα επιστρέψουν
οι ποιητές απ’ την εξορία, πότε
θ’ αρχίσουν να γράφουν πάλι ποιήματα,
να ανατρέπουν καθεστώτα, ν’ αφήσουν
στα σκέλια τους την τελευταία τους
πνοή και στην καρδιά τους την Ουτοπία.