Η φιλοσοφία μαζεύει τα φουστάνια της για να περάσει το ποτάμι. Είναι η κακοποιημένη νυφούλα που το ‘σκασε απ’ το πατρικό της. Η αναλλοίωτη θηλυκιά ύπαρξη που κατούρησε τα μάρμαρα της ακαδημίας. Αυτή που γέρασε προώρως τους μαέστρους της νεότητας. Αυτή που ψαλιδίζει κάθε τόσο τη μαύρη κουρτίνα της αιώνιας νύχτας και της σκοταδερής άγνοιας, για να εισχωρήσει ένα χιλιοστό φωτεινής ύλης. Μια δράκα εξαίσιων κοινωνιστών που λαξεύουν εν πυγμή τον εαυτό τους, ως την πιο λεπτή και μεγαλειώδη πτυχή του. Νύχτα δίχως σύννεφα και φεγγάρι, γεμάτη αστέρια. Φράσεις περασμένες απ’ τις καμινάδες του σκληρού ανταγωνισμού. Λόγια που δεν ξεσηκώνουν απ’ τα μεγάφωνα μαγαρισμένους θρησκόληπτους, αλλά χαρτογραφούν νέους άχρονους τόπους. Καρδιές που χτυπάνε ανελέητα, εραστές ακόλαστοι και κολασμένοι, βάρδοι όλο πέτρα και σίδερο έχουν περάσει απ’ το κρεβάτι της. Αυτό το κρεβάτι που γίνεται χειρουργικό τραπέζι, τάβλα του χασάπη, χατζάρα της εξουσίας σε όλα τα πεδία των μαχών και σε όλα τα λογοτεχνικά πατάρια και τις λέσχες πνεύματος. Ρίγος και ψύχρα που μετατρέπονται σε φλόγα που φουντώνει. Ηθική που πίνει μεσκαλίνη και μήτρα που καταβροχθίζει ποντικοφάρμακο. Νυφούλα γερμένη πάνω στο μπράτσο του ρομαντισμού που χαμογελά, μα κατά βάθος είναι παλιάνθρωπος. Υπεροπτικός όλο μίσος και διαφθορά και μαγικές λέξεις για να ξεπαστρέψει. Μια ποίηση ζαχαροπλαστείου, ηλιθίων και στενόμυαλων ως το κόκκαλο. Μια ποιητική αισχρότητα που φιλοσοφεί, ανάπηρη, γεμάτη φούμαρα καλοζωίας και καλογερίστικη πόζα. Ένα κατεβατό δεσποτισμού μέσα στο υπαρξιακό σκοτάδι. Ένα ρυάκι που πότε έβγαζε στο βόθρο του θεού και πότε στα βοσκοτόπια της αμφιβολίας. Σε μια κλινική όπου ψυχορραγεί απ’ την αρρώστια της ζωής ένας νεαρός πρίγκιπας. Ένας πρίαπος της τρυφερής ερωτικής φλυαρίας. Ένας δειπνοσοφιστής που αρνήθηκε να μπει στα ορυχεία χρυσού για να βγάλει μεταλαβιά πλούτου, ένα βαντάκι πόνου και αίματος για τον λεπτεπίλεπτο λαιμό της ομορφιάς. Ένας χορευτής στο δάσος του κακού, ένας διαχειριστής θαυμάτων, ένας θηριοδαμαστής της εργατικής τάξης, ένας κουκουλοφόρος των ηδονών που σκεπάζει σπλαχνικά τους ξεχαρβαλωμένους εραστές. Φιλοσοφία σαν αλοιφή πάνω στην άρρωστη συνείδηση του κόσμου. Φιλοσοφία σαν πρέφα μεταξύ ζωής και θανάτου στο καφενείο των ηδονών. Φιλοσοφία που για να γίνει κεραμίδι για τον άστεγο και ζεστό ψωμί για τον πεινασμένο θα πρέπει να γεμίζει λέξεις το περίστροφο και μπαρούτι τα βιβλία.
Month: Μαρτίου 2014
Η εποχή των αξιοσέβαστων σκιάχτρων
Υπάρχει ένας μύθος, που λέει για έναν άντρα, που περνούσε κάποτε από ένα χωράφι κι είδε εκεί ένα σκιάχτρο στην άκρη του φράχτη, αποβλακωμένο και φθονερό, να τρομάζει τα πουλιά και τους περαστικούς. Σαν τον εσταυρωμένο, με κεφάλι που έμοιαζε με κολοκύθα και στομάχι πρησμένο απ’ τα άχυρα. Ο άντρας τού έπιασε κουβέντα, λέγοντάς του πόσο βλακώδες και βαρετό είναι να κάθεται εκεί ολομόναχο, χωρίς να κάνει τίποτε. Το σκιάχτρο του απάντησε, πως, τού είναι μεγάλη χαρά να τρομάζει τους επικίνδυνους, αυτούς που επιβουλεύονται τη σοδειά και τα πλούτη του αφεντικού και πως δεν κουράζεται ποτέ να στέκεται έτσι τρομερά μοναχικό, μοχθηρό και άθλιο. Ο άντρας τού είπε τότε πως κι αυτός προσπαθεί να κάνει το ίδιο αλλά χωρίς αποτελέσματα. Τότε το σκιάχτρο του λέει, πως, μόνο όσοι έχουν μέσα τους σκέτο άχυρο μπορούν να τρομάξουν κάτι. Κι ο άντρας κατάλαβε τότε την αλήθεια στα λεγόμενα του σκιάχτρου. Πως, όποιος έχει στο σώμα του σάρκα και αίμα φοβάται, σκέφτεται, πονά, αντιδρά. Αυτός όμως που δεν έχει τίποτε μέσα του παρά μόνο άχυρα, εκφοβίζει όλα όσα τον προσεγγίζουν. Είναι μονίμως σκιάχτρο και τίποτε άλλο. Ένα σκιάχτρο που δίνει το μήνυμα. Κανείς μην πλησιάσει τον πλούτο και κανείς μην τολμήσει να πατήσει το φράχτη. Είναι φτιαγμένος και παραγεμισμένος με υλικά που σπέρνουν φόβο. Φόβο για να μην απλώσεις το χέρι σου όταν πεινάς και φόβο για να μην διεκδικείς αυτό που σου ανήκει κι αυτό που σου κλέβουν. Σήμερα λοιπόν αυτά τα σκιάχτρα κάνουν τη δουλειά. Σήμερα είναι η εποχή των σκιάχτρων. Η εποχή των αξιοσέβαστων σκιάχτρων. Των νεοφιλελεύθερων σκιάχτρων. Των σκιάχτρων με τα διδακτορικά και τις δεξιότητες. Των αδίστακτων σκιάχτρων που έχουν όλα την ίδια μούρη. Τη μούρη του Άδωνι Γεωργιάδη και του Θεόδωρου Πάγκαλου. Τη μούρη του Πατακού και του Μάλιου. Πετσιά μνησικακίας και αμοραλισμού. Σκιάχτρα σήμερα είναι οι πρόθυμοι ηλίθιοι, που ζητούν απ’ τα θεσμοθετημένα σκιάχτρα να τους αξιολογήσουν, για να πιστοποιήσουν εάν είναι επαρκή σκιάχτρα, ώστε να φοβίζουν επαρκώς τους έγκλειστους νεολαίους στα καταγώγια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σκιάχτρα είναι οι διανοούμενοι που μαγαρίζουν τη συνείδηση του λαού, με αντάλλαγμα ένα ξεροκόμματο δημοσιότητας. Σκιάχτρα είναι οι δημοσιογράφοι, που μπορούν να πουλήσουν και τη μάνα τους για τα κέρδη και τα συμφέροντα του προστάτη τους. Σκιάχτρα είναι οι δάσκαλοι και οι γονείς που δέχονται το ίδρυμα Νιάρχου στα σχολεία, για να μοιράσει υγιεινά σάντουιτς στα παιδιά τους και ψηφιακή αμεριμνησία. Σκιάχτρα είναι οι συστημικοί συνδικαλιστές που ως γιουσουφάκια της εξουσίας σπέρνουν αυταπάτες και μοιρολατρία. Σκιάχτρα είναι οι βαρβάτοι αξιολογητές, που για τα τριάντα αργύρια του ΕΣΠΑ έρχονται να ξεπατώσουν ανθρώπους. Σκιάχτρα είναι οι καλλιτέχνες της κακής αισθητικής και της αποβλάκωσης. Σκιάχτρα είναι οι σκυλάδες διασκεδαστές που κάνουν λοβοτομή στο λαό, χτίζοντας αισθητικά τηλεοπτικά κρεματόρια και χαζοχαρούμενο όχλο. Σκιάχτρα είναι οι τράπεζες που σε δένουν πισθάγκωνα. Σκιάχτρα είναι οι χωροφύλακες που σε θεωρούν επικίνδυνο. Σκιάχτρα είναι οι καθηγητές σου που σε θεωρούν ταραξία. Σκιάχτρα είναι οι πρόεδροι των κρατών. Ο σύνδεσμος βιομηχάνων. Η πουλημένη ΓΕΣΕΕ. Η ανεργία. Η απόλυση. Σκιάχτρο είναι ο πληρωμένος έρωτας και η γνώση που κοστίζει ακριβά. Σκιάχτρο είναι ο χρυσαυγίτης της διπλανής πόρτας. Σκιάχτρο είναι ο δήμαρχος που ευλογεί τις παράνομες αμμοληψίες στον Αχελώο, που μπαζώνει ρέματα, που πετάει τα σκουπίδια στους αγρούς και στις θάλασσες. Σκιάχτρο είναι ο μισαλλόδοξος λόγος του παπά και του φασίστα. Οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι. Η εξαθλίωση που χωνεύεται και συνηθίζεται. Σκιάχτρα είμαστε όσοι λέμε ψέματα στα παιδιά μας. Όσοι γινόμαστε υποταχτικοί. Όσοι επαναστατούμε εντός της οικίας μας κι εντός του γιοταχί μας πηγαίνοντας στη δουλειά. Όσοι είμαστε σκόρπιοι και ασυνάρτητοι. Όσοι κοιτάμε τη δουλίτσα μας. Όσοι περιμένουμε τους άλλους να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Όλα τα πλούσια χωράφια έχουν σκιάχτρα και φράχτες. Κι όταν δεν μπορούν τα σκιάχτρα κι οι φράχτες να κάνουν σωστά τη δουλειά έρχονται τα ΜΑΤ, ο στρατός, το ΝΑΤΟ.
Ορατών και αοράτων
Είναι το χρώμα που φοράς από
φριχτά τραύματα. Αλλά εδώ δεν
κάνουμε μελό, κάνουμε ποίηση.
Κόρη πεισμωμένη με άγριο ύφος,
συνωμοτικά στην υψηλή σου εξουσία
συντρέχω. Βγάζω φλύκταινες και
τις συσκευές απ’ τις μπρίζες. Στη
μασχάλη σου ξεπέφτω. Σου μιλώ
και σε λιώνω. Σα φεγγαράκι στη
θαλπωρή του. Εγκώμια λαίμαργα.
Στίχους ζωγραφισμένους με
καρδούλες. Ότι λάμπει ο ήλιος ξέρω
ανάμεσα στους μηρούς σου.
Αμαρτίες των πρωτοπλάστων
και ιδίοις αναλώμασι ρημαδιό.
Η τεχνική της μόλυνσης των αισθημάτων
Τελικά όλοι ανήκουμε σε όλους.
Είμαστε άνθρωποι, τουτέστιν ψυχοχημικά ισοδύναμα.
Ένας σωρός από ερείπια.
Κομμάτια σάρκας και μυαλά.
Ουτοπιστές και ρεμάλια που οδηγούνται στο μέτωπο.
Στα κοφτερά δόντια της αγάπης.
Ένα κεφάλι με κράνος στριφογυρνάει στον αέρα
για να πέσει ανάμεσα από κόκκινα γεράνια.
Αυτό το θέαμα παρουσιάζει η χώρα για την οποία μιλάμε.
Η χώρα με τα πολλά ποιήματα και τους πολλούς ποιητές.
Η χώρα με τους πολλούς ζητιάνους
έξω απ’ τα σούπερ μάρκετ και τις εκκλησίες.
Η χώρα μου.
Το παγκόσμιο κράτος
Καλλίτερα να πετάμε παρά να
μιλάμε. Να λέμε λόγια αγάπης
και πίστης. Λόγια αφοσίωσης
και εγκόσμιας προσαρμογής.
Έχοντας κατά νου εφιάλτες και
τραπεζικούς λογαριασμούς. Το
παγκόσμιο κράτος. Με τη μαντόνα
να φιλά σταυρό και να γλείφει
το στήθος ενός κοριτσιού. Τον
Ομπάμα να ανεβαίνει με χορευτικές
κινήσεις στο αεροπλάνο του. Την
άρια φυλή να διδάσκει ηθική και
φιλοσοφία στη μικροαστική ψυχή.
Τα διαβατάρικα πουλιά να
καταγράφονται σε ψηφιακούς
δίσκους. Καλλίτερα να πετάμε
παρά να μιλάμε και να γράφουμε.
Οι πτήσεις θα μας πάνε στις ωραίες
αμμουδιές. Θα μας πάνε μια ώρα
αρχύτερα στο κλουβί της γυμνότητας.
Στην ωραία σκοτεινή ύπαιθρο του φιλιού.
Τοπολογία των εύστροφων κοριτσιών
Όταν φλυαρεί ο νεκρός λόγος, το έθνος κοκορεύεται και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Οι γερασμένες φιγούρες της διανόησης, ανάμεσα στην κατάθλιψη και τη φυρονεριά της αγοράς, γράφουν αρθράκια για το αποβλακωμένο κοινό. Και βλέπω τώρα έναν νεολαίο να ξύνει τ’ αρχίδια του, κοιτώντας, στη ρομαντική εικονογραφία των αυτιστικών σχολικών βιβλίων, έναν πουστόπαπα να σηκώνει το λάβαρο της εθνικής παλιγγενεσίας. Και βλέπω τώρα έναν νεολαίο να ξύνει τ’ αρχίδια του, απαγγέλλοντας παράφωνα εδάφια απ’ τον κατακλυσμό και ρουμπαγιάτ πατριωτικής ποίησης. Καταρρακωμένο από μνημόνια και δασκάλους γητευτές, αποκομμένο απ’ τη ζωή και τον αίθριο χαρούμενο παλμό της ζωής. Σκύβαλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των χορηγών, παρκαρισμένο σε σιδερόφραχτα μαντριά, μαρκαρισμένο από εταιρικό συναίσθημα και κοινωνική δικτύωση ακραίας μαλακιάς και διηρημένου λόγου. Αιχμάλωτο σε ένα άδειο σπίτι, με τα παράθυρα καρφωμένα. Με ένα ιερατείο που διαφεντεύει τις ασυνάρτητες και παράλογες εκλάμψεις του πλούτου. Με μια ιδιότυπη χωροφυλακή των ηδονών και έναν ακραία πορνογραφικό λογισμό που διασπείρει αυταπάτες. Σε μια χώρα που το φως και ο θάνατος είναι πανταχού παρόν. Σε μια χώρα γεμάτη νεοέλληνες, γραφειοκρατικό πνεύμα και λογοτεχνικές συμβάσεις. Σε μια χώρα που έχει βαθειά χωμένο στον κώλο της τον Τούρκο και την Ορθοδοξία. Εδώ λοιπόν όπου έχει εξουσία η ρητορική της αβεβαιότητας, υπάρχει και η σπορά μας. Ο ποιητικός μας λόγος που δεν είναι ένα σχολαστικό ματαιόπονο σχόλιο για το παρελθόν αλλά ένα κάλεσμα για το συλλογικό μέλλον. Αναπόφευκτα οι μοντέρνοι καιροί έχουν βαρβαρότητα. Και πόνο. Όμως, αυτοί που ποζάρουν και κυβερνούν, είναι τα ψόφια άλογα του μέλλοντος. Είναι αυτοί που θα φονευθούν απ’ τα ίδια τους τα παιδιά. Είναι αυτοί που θα ξεράσουν τα προγονικά πρότυπα στα βελούδινα καθίσματα του μεγάρου μουσικής. Αυτά που είναι ποτισμένα από σεμνότυφη κλανιά και γαλλικό άρωμα. Αυτά τα βελούδινα καθίσματα που συμβολίζουν σήμερα τη θεσμοποιημένη αδυναμία του μικροαστικού όχλου να παράγει πολιτισμό. Δηλαδή ανατροπές. Δηλαδή ξεβράκωμα των ισχυρών. Δηλαδή ανυπακοή στο φασίστα-δημοκράτη που σε θέλει πρόβατο και δουλευτάρικο τραγί. Κι ύστερα σε θέλει πρωταγωνιστή στην τραγωδία, χαμάλη στην οπερέτα του, βλαμμένο εθελοντή στις ολυμπιάδες του, χαζοχαρούμενο πεινασμένο στα συσσίτιά του, παραδίδοντάς σε στη μοιραία φθορά και αλλαγή του χρόνου. Εκεί που τελειώνουν όλα και βλέπεις πως έζησες σαν απαρηγόρητος μαλάκας σκύβοντας το κεφάλι, ψευτοζώντας και υπομένοντας, φιλώντας το τζάμι που είναι κλειδωμένη η χαλκομανία της παναγίας και τα οστά των βρικολακιασμένων αγίων. Τα πρακτικά της βουλής και οι εκφυλισμένοι λόγοι υπέρ της ελευθερίας του ατόμου. Ελευθερίας, στην ουσία υπέρ της ανικανότητας και της δυστυχίας. Εκεί που τα εύστροφα θυληκά παίρνουν την εξουσία και διαδηλώνουν την αδίστακτη ομορφιά τους. Εκεί που το σώμα κηρύσει ανυπακοή στα συρματοπλέγματα και πίστη στην αλήθεια, που είναι μια και μοναδική και καυλιάρα.
Μικρό εγχειρίδιο γκαυλωμένων
Ζηλεύω τον ποιητικό τρόπο με τον οποίο αρχίζει το κομουνιστικό μανιφέστο. Ακούς την αλήθεια και την έμπνευση να διαλαλούν, όχι την πραμάτεια του φιλόπονου διανοούμενου, αλλά την ξεχειλισμένη αλήθεια απ’ τα τσουκάλια. Μιαν αλήθεια που ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει το προλεταριάτο και γι’ αυτό ξεπέφτει σε πρακτικούς και γιατροσόφια, για να ιάσει τις υπαρξιακές του σουφλιές. Μια αλήθεια που φινίρεται δραματικά απ’ τις αντιφάσεις και το μαρκάλεμα των βουβών εκ γενετής πλασμάτων. Βεβαίως οι εξελίξεις, οι πόλεμοι και οι εμφύλιοι οδηγούν τα σπουδαία έργα στις βιβλιοθήκες και στα σανατόρια του πνεύματος. Στις ακαδημίες που ξεψειρίζουν τις συνθήκες του κάθε γραπτού, λίγο πριν το οδηγήσουν στο μουσείο, δηλαδή στον τάφο. Εκεί που τα σπουδαία έργα σκουληκιάζουν αδιάβαστα. Εκεί που οι χίλιες και μια εξηγήσεις των σοφών ηλιθίων, καταστρέφουν την ποίηση και την καύλα, αφήνοντας πίσω δαιμόνιες στατιστικές και φίρμες που σπέρνουν τις νευρώσεις τους στο δημόσιο βίο. Τι ποίηση περιέχει αλήθεια ένα κείμενο που σου λέει ότι η ζωή σου είναι για να τη ζήσεις και να τη χαρείς! Κι όχι να τη χαρακώνεις και να την ξεζουμίζεις για να έχει ασυστόλως πλούτη και κόκα, κάθε πλούσιο πουστράκι απ’ την υπεραξία σου. Τι ποίηση περιέχει ένα γραπτό που πραγματικά ανατρέπει καθεστώτα! Κι εδώ είναι το μεγάλο κόλπο. Εδώ ο αστός και τα τσιράκια του κακολογούν την ποίηση και τους ποιητές. Γιατί οι επαναστάτες είναι ποιητές που ανατρέπουν καθεστώτα, άρα επικίνδυνοι. Είναι η ποίηση που δεν διαθέτει αντίτυπα και ηθικούς δεσμούς στην πιάτσα, αλλά ξεσηκώνει με μια ζούρλια κι ένα κέφι επικίνδυνο, αφού είναι αποφασισμένη να γκρεμίσει το παλιό και να χτίσει το καινούργιο. Σήμερα, που ο αριστερός αντικομουνισμός και οι ηθικολόγοι του φλερτάρουν με την εξουσία, το κομουνιστικό μανιφέστο είναι μια ηλιαχτίδα πάνω απ’ τη λύπη και την κατάθλιψη που βαραίνει τις κοινωνίες. Είναι το πείσμα της ζωής εναντίον του θανάτου. Ένα πείσμα που δεν έχει δαγκωματιές σκοταδισμού και μεταφυσικής αλλά σχέδιο για δράση απέναντι στη χαζοροή της τηλεόρασης και στη σκοταδερή παρακμή της εργασιακής σκλαβιάς. Ιδού λοιπόν: Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο πάπας και ο τσάρος, ο Μέτερνιχ κι ο Γκιζό, γάλλοι ριζοσπάστες και γερμανοί αστυνομικοί. Αυτό το φάντασμα κυνηγούν και σήμερα οι απόγονοί τους με μεγαλύτερη ορμή και φοβερότερα όπλα. Γιατί αν τους ξεφύγει έστω και στο ελάχιστο αυτό το φάντασμα θα τους γαμήσει και δεν θα αφήσει τίποτε όρθιο. Θα ανθίσουν κρινάκια πάνω απ’ τα ξερατά και οι έρωτες θα πάρουν το αίμα τους πίσω. Οι σκοτωμένοι, οι δολοφονημένοι και οι πατικωμένοι πληβείοι των πόλεων. Καμία ουτοπία δεν είναι μακριά όσο υπάρχουν καυλωμένοι. Καμία Γερμανία δεν είναι παντοδύναμη και κανένας καπιταλιστής δεν είναι ισχυρός όσο υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται και άνθρωποι που πολεμούν. Ο σοφός ποιητής και τρομερός νεανίας των ελληνικών γραμμάτων Ηλίας Πετρόπουλος γράφει επ’ αυτού: Η Γερμανία έπασχε και πάσχει από το αιώνιο άγχος του ζωτικού χώρου. Η Γερμανία παρέμεινε μια χώρα δίχως αποικίες. Η Γερμανία ποτέ δεν είχε μια υπερπόντια πολιτική και διπλωματία. Κάθε φορά που η βιομηχανική παραγωγή γερμανικών προϊόντων ξεπερνούσε τις ανάγκες της Ευρώπης, η Γερμανία ξεκίναγε έναν πόλεμο, που πάντα κατέληγε σε καταστροφή. Σήμερα η επίσημη Γερμανία όπως την εκφράζουν το ινστιτούτο Γκέτε (μεταπολεμική νεκρανάσταση της χιτλερικής Deutsche Akademie) ή τα διάφορα φεστιβάλ, προσπαθεί να δείξει το καλό της πρόσωπο, για να ξεχάσουμε τα ολοκαυτώματα κατά των γερμανών κουμουνιστών, κατά των εβραίων και των τσιγγάνων, κατά των ομοφυλοφίλων, κατά των πνευματικώς καθυστερημένων-και, προπάντων, για να λησμονήσουμε το Μέγα Ολοκαύτωμα του ρωσικού λαού. Αν διασώθηκε η Ευρώπη όπως διασώθηκε, αυτό οφείλεται καθ’ ολοκληρίαν στον Κόκκινο Στρατό. Η σύγχρονη αντικομουνιστική προπαγάνδα όλων των τηλεοράσεων και όλων των εφημερίδων ξεκινάει από την τρομάρα που πήραν οι καπιταλιστές το 1945, με την παρουσία του κόκκινου στρατού στην καρδιά της αμαρτωλής Ευρώπης. Μια τρομάρα που οι καπιταλιστές δεν μπορούν να καταπιούν………
Γεύμα υγρασίας
Όσοι διαθέτουμε διαβατήριο αποδημίας, έχουμε πάθη και λογοτεχνικές ορέξεις, που φέρνουν σε αμηχανία το μεγάλο κοινό. Το κοινό, που όσα χαστούκια και να του δώσεις, είναι προσηλωμένο στις προσφορές και τα πρόσφορα της πλαστικής εποχής. Εκεί που το νόημα οχυρώνεται στην ημιμάθεια. Εκεί που η κούραση γίνεται βλαστάρι του μικροαστικού κυνισμού και η σκέψη κείτεται ανάσκελη στην τάβλα του πληκτρολογίου. Εκεί που ειδικοί επιστήμονες ή μη, βγάζουν παράφωνους και τραγικούς ήχους. Ένα ψηφιακό μουγκρητό, μιαν ατημέλητη τελετουργία με δοξασίες και πόζες, μια πομπή από κουτσές, στραβές και μονόφθαλμες προσευχές. Μια μουμιοποιημένη αναρχία του καναπέ, ένα μοτίβο απομόνωσης και σιωπής που οριοθετεί την κυριαρχία μας αποκλειστικά μέσα στον σπιτίσιο στρατώνα. Εκεί που αθροίζονται οι τρόμοι, που ξεμπουκάρουν απ’ την τηλεοπτική μαγειρική. Εκεί που οι εικόνες δεν διαρκούν πάνω από τρία δευτερόλεπτα και το discovery channel λανσάρει το μοτίβο της τυφλότητας. Εκεί που το ποίημα μας αχρηστεύεται και το σπίτι γίνεται οχυρό των έρημων ψυχών που κατοικούν την έρημη χώρα. Τη χώρα που ο μεγαλοαστός την έκανε απόπατο των Ευρωπαίων. Τη χώρα που με τη θάλασσα, τα νησιά και τον ήλιο της κάνει κλύσμα στους γερασμένους πλούσιους κώλους. Στη χώρα που τα περήφανα τέκνα της γίνονται γκαρσόνια με πτυχίο και δεξιότητες. Στη χώρα που οι γερμανοί σκέπασαν τα λουλούδια με τέφρα. Στη χώρα που οι αμερικάνοι κάνανε πνευματική στείρωση στον πληθυσμό με ξεπλυμένη σκυλάδικη κουλτούρα. Στη χώρα που γέμισε επετείους και νερόβραστες εθνικές εορτές με λάβαρα και κωλόπανα ίσα ίσα για να κλωσάνε το βλαμμένο πατριωτικό συναίσθημα. Τα χάδια στην ακροδεξιά που τη διαχειρίζεται με πολιτική μαεστρία ο σύνδεσμος βιομηχάνων και η ένωση εφοπλιστών. Εδώ στη χώρα που μια ντουζίνα πρόθυμων ηλιθίων μαγαρίζουν το νερό των παιδιών τους και γλείφουν το σκατό του οπορτουνιστή, οι λογοτεχνικές αρετές και τα πάθη μας πρέπει να μείνουν έξω απ’ την αγορά. Να τρυπώσουν έστω και στην ελάχιστη χαραμάδα ελευθερίας. Τα πάθη αυτά που δε χωράνε σε νερόβραστες εκδηλώσεις και σε δημόσιες απαγγελίες γελοιότητας και βαρεμάρας. Εκεί που τα πλουμιστά βιογραφικά και οι μουνάτες πόζες έρχονται να σκεπάσουν την κακομοιριά και το δουλικό ήθος. Την κακογραφία και τα ρετάλια του ξεθυμασμένου ρομαντισμού. Εκεί που ο βασιλιάς ήλιος βάζει μηδέν.
Το βασίλειο των ποιητών
Το βασίλειό μας έχει γάτες και ποντικούς.
Κορίτσια που γελάνε και στολίζουν τους αγρούς.
Δεν είναι η χώρα του λυρισμού.
Ούτε η χώρα που κλέβει στο ζύγι.
Εδώ δεν έχουμε εμπόρους με έμπνευση.
Παρά φλογερά μαύρα μάτια.
Μέρες και νύχτες χωρίς θλίψη.
Εδώ έχουμε δράκοντες κι όχι τρελούς αστυνόμους.
Δεν έχουμε σαλαμάνδρες και πλούσιες κυρίες.
Ηρωίνη και λήθαργο.
Δεν έχουμε ανίατες αρρώστιες.
Και κοπέλες που παραδίδουν μαθήματα.
Δεν έχουμε δηλητήρια κρεμασμένα με σύρμα στα δέντρα.
Προσφορές αλλαντικών και κρεμμύδια μολυσμένα απ’ τη Θήβα.
Δεν έχουμε ναυτικό στόλο και αεράμυνα.
Κι ίσως γι’ αυτό μας κηρύσουν τον πόλεμο νύχτα μέρα.
Δεν μας αφήνουν σε ησυχία.
Πράγμα που σημαίνει πως φοβούνται.
Πράγμα που σημαίνει πως θέλουν να ξεκάνουν τα γεννητικά μας όργανα.
Όμως τα γεννητικά μας όργανα είναι παντοδύναμα.
Αφού ενώνουν τους θνητούς εις σάρκαν μία.
Κι αφού σε τούτο το βασίλειο εδώ είμαστε όλοι βασιλιάδες.
Είμαστε όλοι ποιητές.
Συνεισφορά στην παγκόσμια ημέρα ποίησης
Ένα μεσημέρι κολατσίζαμε κάτω από έναν πεύκο στην αρχαία Ολυμπία. Είμαστε εργάτες που βουλιάξαμε σηκώνοντας τις μεγάλες πέτρες. Κατεβάσαμε κήλη, κρέμασαν τ’ αρχίδια μας. Γελούμε τρώγοντας ελιές ξιδάτες. Και δεν υπάρχει ποίηση χωρίς ελιές ξιδάτες.
***
Πάνω της έχουνε χύσει χιλιάδες αρσενικά. Στο πρόσωπό της έχουν εκσπερματώσει εκατοντάδες καυλωμένοι άντρες. Μπορεί να μιμηθεί όλα τα πρόσωπα κι όλα τα όντα. Μπορεί να υποδυθεί τον άρχοντα, το στρατηγό, το νομοθέτη. Μπορεί να υποδυθεί τους γαμιάδες της. Μπορεί να υποδυθεί το σύμπαν ολόκληρο, το πουλί που κελαηδεί, την κίνηση των νερών, το φλοίσβο των κυμάτων.
***
Ένας γέρος ξεψύχησε πάνω στο κλάσιμο. Η νεκροψία έδειξε πως η πορδή δεν κατάφερε να βγει. Αργότερα όταν τον μετακινούσαν και τον τέντωναν για να τον ετοιμάσουν για την κηδεία ακούστηκε μιαν υπέροχη ένδοξη σπαρταριστή πορδή.
***
Απ’ τα στεφανωμένα με κοράλλια μακρινά νησιά του Ειρηνικού ως τις ακτές της Αυστραλίας κι απ’ το Μπαγκλαντές μέχρι τη νέα Ορλεάνη, οι πρόσφυγες τρέχουν όπως τα δάκρυα πάνω στα μάγουλα της γης. Χωρίς καμιάν επιθυμία να φορτωθούν άλλους μπελάδες εκτός της ύπαρξής τους.
***
Μια νύχτα που το μουνί της ήταν υγρό και τα λευκά φεγγαρόλουστα σεντόνια μύριζαν φρεσκάδα ανοιξιάτικου αγρού και το κορμάκι της πάλλονταν απ’ το βουητό και τον ψίθυρο των εντόμων της καύλας άκουσα τ’ όνομά μου απ’ τα χείλη της λες για πρώτη φορά, τ’ άκουσα μ’ έναν τρόπο που ακούει κανείς τον άνεμο ή τη βροχή, ξέπνοο και μακρινό, όχι σα ν’ ανήκει σε μένα αλλά στη σιωπή απ’ την οποία είχε έρθει και στην οποία θα πήγαινε.
***
Είναι γκόμενα μισχοειδής και βλαστική, ανεβάζει θαυμαστά χυμούς, πετάει χλωρά κλαδιά και φύλλα μου είπε ο κισσός για τη γυναίκα-λουλούδι.
***
Ο κατηχητής διαβάζει ένα εδάφιο απ’ τον Εκκλησιαστή: όστις σκάπτει λάκκον, θέλει πέσει εις αυτόν και όστις χαλά φραγμόν, όφις θέλει δαγκάσει αυτόν. Διακόπτει τότε χαϊδεύοντας τα γεννητικά όργανα των μικρών αγοριών κι ευθύς αμέσως συνεχίζει: ποιος ανεζήτησε τον αποδιοπομπαίο τράγο και έρριψε την αμαρτία στην πλάτη του;
***
Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο ένας μεσ’ τους πολλούς άγνωστος μεταξύ αγνώστων τουμπανισμένος από θάνατο πορνογραφίες εκμαυλιστές εκφωνητές πειραματιστές εγκεφάλους μυστικούς δείπνους κομμένες γλώσσες ρήτορες βερνικωμένα κέρατα και φωτισμένες δεσποτείες. Ακάθαρτος φαλλόδοξος λωλός. Ανώνυμος μεσ’ τις άπειρες αρρώστιες του αιώνος, εις τους αιώνες των αιώνων. Κλεπταποδόχος ο Καιρός των ηρώων.
***
Ρέω μέσα σ’ αυτόν τον αιώνιο αιμομικτικό κύκλο της επιθυμίας. Είμαι γεμάτος από ούρα που ξεχύνονται ζεματιστά, γεμάτος από αίμα κατακόκκινο και πικρό, από βλεννόρροια που ρέει ακατάπαυστα, από σκατά, από έναν απέραντο οχετό λέξεων, από έναν ορμητικό ποταμό προτάσεων, από ρέον σπέρμα και φωσφορίζοντα έμμηνα, έκλυτος και διαλυτός από καταβολής οδηγημένος στο θάνατο στο λιώσιμο και στην αγία αποσύνθεση.
Προσχέδιο για μιαν ωδή στο Σαλβαδόρ Νταλί
Ω αγαπημένε Σαλβαδόρ, διεστραμμένε
που όλες σου οι φιληνάδες είναι ψήγματα χρυσού
και σφραγίδες σε παλαιά γραμματόσημα του πολέμου.
Που όλα τα μουστάκια σου είναι αιμοβόρα
κι όλες οι αναπνοές σου αφρισμένα μουνιά.
Ω Σαλβαδόρ άντρα απ’ τα βάθη του πανικού,
ξεσχισμένε από δολάρια,
ήρωα μιας εποχής χωρίς κομπιούτερ,
εν πλήρη στύσει.
Σαλβαδόρ που κρέμασες
εικονίσματα στα τσιγκέλια σου.
Αγίους των αστραπών.
Διαβόλους των ψυχών που αναστήθηκαν απ’ τα κάτεργα.
Ποιητές της καισαρικής τομής
του βασιλιά ήλιου των απολαύσεων.
Σαλβαδόρ γόη, καρδινάλιε με ράσα στολισμένα
γλώσσες των επισκόπων της Ισπανίας.
Σαλβαδόρ παλαιοημερολογίτη και γλείφτη της Γκαλά
που δεν έγινες καθηγητής
σε σκοταδερό λύκειο της επαρχίας
αλλά διακονιάρης της τρέλας.
Που δεν έγινες σεβάσμιος παιδεραστής
της Αγίας καθολικής εκκλησίας
αλλά πρόεδρος όλων των ατομικών εκρήξεων
κι όλων των φόβων.
Σαλβαδόρ μπήχτη και Σαλβαδόρ κόκορα
που σ’ έσφαξε στην αυλή του ο Φράνκο
και σε κάρφωσε στον τοίχο του ο καπιταλιστής.
Σαλβαδόρ δισκοπότηρο και Σαλβαδόρ βόθρε,
δωρητή γεννητικών οργάνων και γενετήσιων ορμών.
Αδερφέ, λάτρη της μυθολογίας και της γύμνιας.
Που κυνήγησες γυμνά κορίτσια του χωριού
για να τα κάνεις μανουάλια.
Σάτυρε που πέρασες τον Κίτρινο Ποταμό
ως στρατηγός Τσαγκ και κατέλαβες το Πεκίνο.
Βαρβάτε σταχτωμένε γάτε της Ανδαλουσίας
που λούφαζες πάντα στα προικιά των Νυμφών.
Που δούλεψες σκαφτιάς με το Λόρκα στα θερμοκήπια.
Σαλβαδόρ λαβωμένε
που δεν έγινες ήρωας ή δάσκαλος στα γηρατειά.
Σαλβαδόρ αλλαντικό από άνθρωπο και ζώο,
εκκλησία και σφαγείο.
Σαλβαδόρ από νεκρικούς χορούς και τρυφερότητα,
πρίγκιπα κάθε πατροκτονίας
που έκανες τους φτωχούς να σηκώσουν κεφάλι
και να δουν το φεγγάρι.
Που ανατίναξες μαγαρισμένα καρβέλια.
Σαλβαδόρ συγγενή μου και κάλπικη δεκάρα,
σκιάχτρο στην άβυσσο της τρέλας,
καταφερτζή.
Σαλβαδόρ αδύνατε εκ γενετής,
ιδρυτή του Κράτους της λαιμαργίας.
Θεοποιητή των σηκωμένων ποδιών,
σκηνίτη και χρυσοθήρα.
Εμπρηστή των νεόνυμφων ιλίγγων.
Σαλβαδόρ ζητιάνε μ’ ένα κομμάτι κρεμμύδι
για το δείπνο σου.
Σαλβαδόρ τομάρι στους φράχτες των μουσείων
που όλο παραμιλούσες και ξυνόσουν στον ύπνο σου
όπως κι εγώ.
Ω Σαλβαδόρ έκανες τη δουλειά σου σωστά,
μια για πάντα.
Δυνατότητες
Μπορείς να ξεκληρίσεις βλέμματα.
Να κάνεις απίθανα κόλπα ποιητικά
όπως οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος
που δεν χρειάζονται γυναίκα γυμνή
αλλά κονσέρβες για τις νηστείες και
τις ολονυχτίες της μοναξιάς και του
πόνου. Μπορείς να γίνεις φεγγαράκι
στη ζωγραφιά ενός παιδιού που θα
γίνει στο μέλλον κακοποιός. Μπορείς
να γίνεις γάτα των Φαραώ και σύζυγος
φουρναρέων. Να σηκώνεσαι άγρια
μεσάνυχτα και να πλάθεις ζυμάρι. Να
σπρώχνεις ταψιά με το ξύλινο φτυάρι
σου. Να μυρίζεις το ελαιόθρεφτο
προζύμι καθώς φουσκώνει και τον
ένσαρκο άντρα σου γύρω να γυρεύει
κανονιοβολισμούς με το δάχτυλο
στο ανθάκι σου.
Μαύρα πανιά
Οι πλούσιοι τα λένε στον ψυχαναλυτή, η μεσαία τάξη στον ψυχολόγο κι οι φτωχοί στον παπά. Το βασίλειο του δυτικού πολιτισμού έχει στο κέντρο του την εξομολόγηση. Όλες οι ηθικές προκαταλήψεις αντιλαλούν μια κραυγή μάχης. Οι τάσεις για εκμυστηρεύσεις αντιστοιχούν σε μιαν άκρως λεπτεπίλεπτη κλίμακα. Απ’ τις υποσημειώσεις στο περιθώριο ενός βιβλίου μέχρι το χαρτονόμισμα στην καλτσοδέτα της ιερόδουλης, ένας αναγνώστης της ζωής διασταυρώνει τα πυρά του με το χρόνο. Ο χρόνος μας σπρώχνει στην αμαρτία. Στο μη αποδεκτό. Στη λοξή δημόσια πράξη. Η παρόρμηση είναι κλάσμα του χρόνου. Στον παρορμητικό αποδίδεται μονίμως άδικο. Στοχοποιείται με τραύματα κι ανεκπλήρωτα απωθημένα απ’ την ακαδημαϊκή αναλυτική σαβούρα. Απ’ τους αμερόληπτους γονιμοποιούς του αποδεκτού που έφτιαξαν συνθήκες εγκλεισμού όχι για να περιορίσουν αλλά για να παραδειγματίσουν. Η αρρενωπότητα της εξομολόγησης έγκειται σε μια ψυχολογική επίθεση. Η μαζική κατασκευή ψυχολόγων έρχεται να καλουπώσει την έλλειψη έμπνευσης και κριτικής σκέψης. Έρχεται να εφεύρει νέους κατά φαντασίαν ασθενείς, αδύναμους που συνωστίζονται σε τζαμιά, εκκλησίες και πρωινές προσευχές, κανονικότητες ενός όχλου που προελαύνει σε ουρές και σε ταμεία, αγοράζοντας με δόσεις, επιθυμίες και ανάγκες, φυτευτές απ’ τη φλύαρη κατευθυνόμενη ηγεμονία του πλούτου. Ο πλούτος φθείρει πρώτα τον φτωχό κι όχι τον πλούσιο. Ξεζουμίζει αναπάντεχα κάθε δυναμική ικμάδα της εργατικής του δύναμης, αφού αυτή είναι προορισμένη να δημιουργεί όλο και μεγαλύτερο περίσσευμα όχι για την ίδια αλλά για τη διαμεσολαβημένη ισχύ τρίτων. Η εξομολόγηση προαπαιτεί την αμαρτία. Ο μοντερνισμός πήγε την εξομολόγηση στα γραφεία. Όταν οι κοινωνίες καταντούν από ανάγκη ή απληστία, να εκφυλίζονται τόσο που να μην μπορούν να δεχτούν τα δώρα της φύσης, παρά μόνο με αρπαχτικό τρόπο, για να τα πουλήσουν σε ευνοϊκή τιμή στην αγορά, οι άνθρωποι κομπάζουν και πουλιούνται ξεδιάντροπα στους κάθε λογής ψυχαναλυτές, ψυχολόγους ή παπάδες θρυμματίζοντας κάθε συμπαντική ακτινοβολία και κάθε ποιητική μονάδα της ζωής που ξεχειλίζει. Η ανθρώπινη εφυΐα βορά στους τσαρλατάνους και στους διεκπεραιωτές συμπεριφορών. Καυλωμένοι βιαίως εκδιωγμένοι απ’ το βύθισμα στον εαυτό τους. Μαύρα πανιά.
Η κατσαρόλα του ποιητή
Θα’ λεγα πως η ποίηση με προφυλάσσει απ’ την κοσμικότητα. Κλίκες, φιλοδοξίες, προαγωγές, ραδιουργίες, ρόλοι, συμμαχίες, εξουσίες, παραχωρήσεις. Η ποίηση μ’ έχει μεταβάλει σε κοινωνικό απόβλητο. Επικαλούμαι την αλήθεια της ή την αίσθηση της αλήθειας που μου παρέχει. Την ανακαλώ μέσα μου για να συγκρατήσω αυτή την κοσμική φιλαρέσκεια που παραμονεύει. Ο καιρός, η εποχή, το φως, ο δρόμος, το περπάτημα. Όλα συγκεντρωμένα μέσα σε κάτι που είναι ήδη έτοιμο να αποτελέσει ανάμνηση. Το ιερογλυφικό της ευμένειας και η ευδιαθεσία του πόθου. Η ποίηση που εκφράζει το πάν δηλώνει ταυτόχρονα κι αυτό που λείπει απ’ το πάν. Θέλει να ορίσει αυτό που δεν ορίζεται και στο οποίο αγκιστρώνεται η ύπαρξη. Ένας τόπος απροσδιόριστος που δε θα μάθουμε ποτέ τίποτε γι’ αυτόν. Η γλώσσα προσπαθεί να εκφράσει, ψηλαφεί, τραυλίζει αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αρθρώσει μια λέξη κενή που περιγράφει το βαθμό μηδέν όλων των τόπων. Αφού η ποίηση δε μπορεί να γίνει ποτέ αυτό που παλεύει να εκφράσει. Ένα δέντρο, η στάχτη που καμπυλώνει μπροστά απ’ την καύτρα, η κοψιά ενός νυχιού, μια τούφα μαλλιά. Ο τρόπος που ανοίγουν τα δάχτυλά της τα χείλη του αιδοίου. Η περιγραφή της γοητείας ή της καταστροφής δεν μπορεί να υπερβεί τη γοητεία ή την καταστροφή. Η ποίηση είναι το ένδοξο τέλος του λογικού διαβήματος. Η αισχρότητα της επιθυμίας. Την επιθυμία που ο Μαρκήσιος την έφτασε στο φόνο και τη σκατοφαγία. Πλάθω νόημα από το τίποτε. Κι αυτό ακριβώς μου φέρνει ρίγος. Να κατοικώ μέσα στο καμίνι του νοήματος. Να βάζω στην κατσαρόλα μου την πραγματικότητα. Να την μαγειρεύω ανάλογα με τη διάθεση. Να επινοώ καινούργιες συνταγές. Να δοκιμάζω κάθε τόσο με την κουτάλα τις λέξεις που βράζουν. Επαναστάσεις, σεισμοί, καταποντισμοί, γεράματα, νεότητες και γαμήσια κοχλάζουν στην κατσαρόλα μου.
Μικρή λειτουργία της Άνοιξης
Αρκετή βία έχει η λαμπρή ζωή του κόσμου
Φουστανάκια που μαγκώνουν την ομορφιά
Ψυχές που λύνουν τη γλώσσα τους στα κρεβάτια
Κι η πόρτα για το σύμπαν καγκελόφραχτη
Κλειδωμένη μέρα και νύχτα
Δίχως βιβλίο εφημερίδα χαρτί μολύβι
Κι είναι αυτή η βάρβαρη ψευδαίσθηση της ομορφιάς
Κι αυτή η ευκολία της γλώσσας να ζευγαρώνει
Έξω απ’ το Χώρο και το Χρόνο
Ολόγυρα στο Κενό και στο Τίποτε
Κι ο ποιητής σαν δύτης
Κάτω απ’ το θόλο των λέξεων
Στο βυθό αυτού του μαύρου ωκεανού της σιωπής
Αρμόδιος να θωπεύει το χνουδάκι της φύσης
Και της φθοράς το Άγιον Πνεύμα το ζωοποιό
Αρμόδιος να εκκλησιάζει τη γυμνή ελαφίνα στο δάσος του
Να καρφιτσώνει ανθάκια στο συκώτι του
Να σηκώνει το σταυρό της μισθωτής σκλαβιάς των αρουραίων
Να βγάζει απ’ τις τσέπες του τον ήλιο για να αγοράσει αγάπη
Για να αγοράσει μεσονύχτι για την αιώνια λοχεία του
Υστερόγραφο
Έφτασε η ώρα να καταλήξουμε κάπου,
μα δεν καταλήγουμε πουθενά.
Έτσι γίνεται πάντα. Παντού ουρές.
Αυστηρές απαγορεύσεις για το κάπνισμα
και το γαμήσι σε δημόσιους χώρους.
Τη φαντάζομαι τώρα να βγάζει τη μπλούζα.
Να βλέπω τις θηλές της.
Μελαχρινές και σαρκώδεις, σαν μούρα.
Τη φαντάζομαι να περιφέρεται γυμνή,
με την κιλότα και το σουτιέν
πάνω σ’ ένα παιδικό ποδήλατο.
Να καγχάζει.
Τι συμβαίνει τη νύχτα
Οι ακραίες σκέψεις μου ολισθαίνουν
στο ποίημα. Βγαίνει ζουμί και βγαίνει
γάλα. Με διαβάζουν το θύμα κι
ο θύτης. Είναι η ώρα να ταΐσω το
στίχο. Να βγάλω βόλτα το μαύρο σκοτάδι.
Είναι η ώρα που πρέπει να κουρνιάξω
στο τρυφερό της αιδοίο. Να φιλήσω τον
αθώο μαστό. Να ξεθαρέψω γράφοντας
σαν εξοδούχος που βγήκε για σεξ.
Σαν ήλιος που μυρίστηκε υγρά. Να
προλάβω να λαμπαδιάσω σαν κοτσύφι
στη λιακάδα. Να στήσω σκηνικό
Κυριακής με τραπεζάκια. Να στήσω
γάμο αναφιλητά συγγενείς μπιμπελό.
Να βγάλω το βλαμμένο εαυτό μου
στη φύση να βγάλω το βρακί μου
τα σώψυχα. Να γείρω μονήρης στα
γυμνά κλαδάκια της γης. Να γλιτώσω
την πληγή μου απ’ τις ερμηνείες.
Παραπομπές, πομπές και διαπομπεύσεις.
Να με βρει η νύχτα ντελιβερά σε πολίχνη.
Σε μιας όμορφης τα χείλη πλασιέ.
Ποτάμια απεργοσπάστες και μαγαρισμένες Ελιές
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί… σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.
(Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, Επίκαιροι αμίλητοι)
Φυσικά η απεργία δεν καταφέρνει και πολλά, όταν γίνεται λειτουργία ολίγων γραφικών, που πιστεύουν ακόμα πως ο κόσμος αλλάζει με αγώνες κι όχι με γκρίνιες και λαϊκό φασισμό, μονταρισμένο στα Ποτάμια και τις Ελιές. Πως για να έχει ο κάθε κουράδας απεργοσπάστης το ελάχιστο τεμάχιο ευημερίας κάποιος ξεπατώθηκε κι άφησε τα κόκαλά του σε κάποιο ξερονήσι της αδιαφορίας των πολλών. Φυσικά η απεργία είναι μάταιη, όταν την κακολογεί αυτός που θα πρέπει να την έχει ως όπλο στη φαρέτρα του. Αυτόν που τον ξεζουμίζει η ανάπτυξη που φοράει πότε δεξιά και πότε κεντροαριστερά άμφια. Αυτόν που περιμένει κάποια ψευτοευρώ για να ψευτοζήσει και να τη βγάλει καθαρή, διεκδικώντας κι άλλο ιδεολογικό ψεκασμό απ’ τους ανθρωποβοσκούς του. Αυτόν που θα πρέπει αύριο να δικαιολογήσει στο παιδί του τη θανατηφόρα αδιαφορία του. Την εκχώρηση του μέλλοντός του στην εταιρία και στους εταίρους. Την ανεργία του και το μισθωτό ξεροκόμματο. Αυτόν που τώρα μιξοκλαίγεται για αυτά που τραβά απ’ τους αλήτες, αλλά με συνουσιακή ακρίβεια θα ξαναπέσει στην αγκαλιά τους για να γλείψει λίγο απ’ το κόκκαλο του πλεονάσματος. Αυτόν που αντί να γίνει Μουτζαχεντίν και να διεκδικήσει αξιοπρέπεια για τη μια και μοναδική ζωή του γίνεται αρνάκι έτοιμο για θυσία στο Πάσχα της αγοράς. Αυτόν που πράγματι, έχει μετατρέψει την απεργία σε συνδικαλιστική ντουφεκιά βολεύοντας όλο το σύστημα, απ’ τα επαγγελματικά στελέχη της επανάστασης μέχρι τα νερόβραστα κολοκύθια της συστημικής διανόησης. Αυτόν που προσφέρει άλλοθι στους δυνάστες του κάνοντας το φόβο του φυλαχτό του αδίσταχτου πλούτου. Κάνοντας τη φιγούρα του ένα χάρτινο ακίνδυνο ανθρωπάκι πάνω απ’ τον όλεθρο. Αυτόν που δε λέει να καταλάβει πως, κανείς δεν μπορεί να τον σώσει εκτός απ’ τον ίδιο. Αυτόν που με διάφορα προσχήματα παραμένει ανοργάνωτος ασυνάρτητος και μπερδεμένος. Αυτόν που δεν μπορεί να δει την δική του αλήθεια και το δικό του συμφέρον αποκομμένο απ’ τα συμφέροντα της τάξης που τον βατεύει νυχθημερόν. Αυτόν που δεν ξέρει πως ο σύνδεσμος βιομηχάνων είναι ένας και μοναδικός, αλλά ο σύνδεσμος των συμφερόντων του είναι κατακερματισμένος και διασπασμένος, έρμαιο μιας εργοδοσίας που ξεγεννά τις θανατηφόρες κρίσεις της στο καθιστικό του και στο χωράφι του. Στον ανοιξιάτικο αγρό του, που αντί να τον χαρεί και να τον γλεντήσει, τον στολίζει κατάθλιψη και αιματοχυσία για τα λεφτά του Συγγρού. Για τα λεφτά της γκάζ-πρόμ και τα τερτίπια του γερμανικού ιδεαλισμού που καταστρώνει νέα ολοκαυτώματα για τους απείθαρχους λαούς και τις απείθαρχες υπάρξεις, που δε γουστάρουν εξουσίες και κερατάδες πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Ράφτρες και μεταποιητές των αναγκών τους. Λύκους με δημοκρατική προβιά και αξιολογητές-ντίλερ αρρωστημένου ανταγωνισμού σε εργασιακά κολαστήρια.
Οδηγίες για μια Παιδική Χαρά κοντά στη θάλασσα
Να εγκαθιδρύεις μια περιοχή θαυμάτων, εκεί, στα σύνορα της οδύνης και της εμμονής. Να κάνεις αυτό το εκ γενετής αφύσικο συναίσθημα να ξεμπουκάρει στη βουβή άβυσσο. Να μεταδίδεις στα ρημαγμένα νεύρα του κοινού το φυτώριο της αϋπνίας και την μοιχεία των κήπων. Να σφυροκοπείς με ιαματική πληρότητα τον αισθησιασμό. Να φαίνεται το ποίημα σαν οπωροφόρο στα χαλάσματα.
Σφυροδρέπανα
1
Είναι αυτό το δάσος από γαμήλια δώρα
Από χαμό και ύπαρξη
Είναι αυτό το σεπτό μπράτσο της
Ανελέητο κάτω απ’ τη μπλούζα
Ένα θηρίο χρόνιας απουσίας
Μιαν ασυνέχεια των απολαύσεων
Γράφω τη νύχτα επιστολές
Τη νύχτα που σωπαίνουν οι συντεχνίες
Και γίνομαι μονήρης
Ένας θεός που τα γαμάει όλα
2
Ξεδιψάστε με ποιήματα
Ρουφήξτε μεδούλι από λάθος σώμα
Κρατήστε ενός σπασμού κραυγή
Μετρήστε την θερμοκρασία αισθημάτων και μη
Διηνεκώς νυμφευθείτε
Μέχρι να καρποφορήσει έξτρα δύναμη η φύση σας
Να μπείτε στον παράδεισο με χίλια
Σχεδόν στοργικά να κατεβάσετε το φερμουάρ
Δίχως σκέψεις
3
Εκεί στην άκρη των χειλιών η επιθυμία
Για να βγάλεις τ’ αγκάθια απ’ το κορμάκι της
Ν’ αφήσεις φιλί σάλιο και έρεβος
Τα ωραία έπεα πτερόεντα ελληνικά
Τα ωραία αλαζονικά νυμφίδια της νύχτας
4
Έχω ένα μαγαζί από σκέψεις
Μια φωλιά από σφήκες
Ένα κομματάκι πιπέρι κάτω απ’ τη γλώσσα
Έχω ένα Βόσπορο συλλογισμών
Κι άλλα ακατονόμαστα είδη
Κι έχω την επικαρπία τόσης τρέλας
Τόσο ποιητικώς ατελεσφόρου υλικού
5
Έμπνευση δε σου χρωστώ τίποτε
Ούτε λίγη αγριότητα μέσα στον καύσωνα
Ούτε λίγη καύλα τον Αύγουστο
Όμορφοι τόποι σαν τα μαλλιά σου
Τα πέταλα του μουνιού που ξεδιπλώνονται και μου δείχνουν το δρόμο
Ω έμπνευση δε σου χρωστώ τίποτε
Ούτε καν το περήφανο κόκκινο της μανίας του έρωτά μου
Ω έμπνευση σε παρωδώ, σε σκώπτω
Να μη χαθεί ο υποτροπιάζων λογισμός του ερωτομανή σε τεχνικές
Μη βγει ο μάστορας μπροστά για ποιητής
Η βέβηλη εισβολή της εμπειρίας
Σκέψεις μεγάλες για τον έρωτα μην κάνω
6
Νύχτα που φωτίζει το χνούδι σου το σεληνόφως
Γιουχάισμα
Είναι μέρος του ουράνιου σχεδίου το σεβάσμιο φεγγάρι
Τα ψόφια ελληνικά στα δημόσια έγγραφα
Τα ποτάμια οι ελιές τα κουνουπίδια
Το άσμα Ασμάτων σαν κατούρημα στο Φίλιον
Ο συγκεντρωτισμός
Οι ιδέες στα δασάκια
Οι εκθέσεις ιδεών στον μυστικό κόρφο κοριτσιών
Τα πάρτι που λιγόστεψαν
Η γύμνια ζωγραφιστή φρέσκια φραντζόλα
Σεξ στεγνό συνωστισμού
Δάσος χαρμόσυνο με τις κουφάλες του
Χίλια βάσανα και χίλιες κουλτούρες
Γεγονότα κουρκούτι στο κεφάλι μικροαστού
Του αστού το τραβηγμένο πιστόλι
Στασιαστές εξουσίες κρατικά βραβεία
Όλο χυμούς ανατροπές αγριεμένες σελίδες
Μανούλες που κατεβάζουν τα στόρια και κλαίνε
Και δε γουστάρουν τη γραμμική αφήγηση
Μονάχα απότομα βάζουν το δάχτυλο στη σκανδάλη κι ονειρεύονται
Κορφολογούν το άθροισμα της μνήμης των εραστών στην κλειτορίδα τους
Ρεμβάζουν σπέρνουν σκάβουν αλωνίζουν
Χύνουν ανελέητα
Αποσαρκώνονται και γίνονται θυμάρια, ρείκια, ασπάλαθοι.
Για την αγάπη της Κίρκης
Εμείς κάναμε το χρέος μας.
Χρεωθήκαμε τα σημεία των
καιρών και τα δώρα των μάγων.
Το χειμωνιάτικο ήλιο με τις ζεστές
φράσεις και τα ζεστά καρβέλια.
Τα ποτάμια και τους ελάσσονες
ποιητές. Το απώτερο νόημα μιας
ωμοπλάτης. Μιας γενέτειρας
συμπληγάδων. Μιας Κίρκης
απεγνωσμένης και βρωμιάρας,
ταΐστρας ναυαγών και καθαρμάτων,
που αν ήξερε τι άγριο ξεπάτωμα λαών,
τι δούρειους ίππους κουβαλήσανε στα
σπλάχνα της, θα τους πετούσε για
τροφή στα διάσημα γουρούνια της.
Στ’ ανθρωποφάγα της βυζιά. Στα
Ομηρικά της μπούτια.
Alea jacta est
Σάλο ξεστόμισε το πάθος μας.
Οδυνηρά την ποίηση με το μέρος
της πήρε η νύχτα. Μαγικά φτηνά
κομφόρ. Δάχτυλα ακατονόμαστα.
Μερικές γυναίκες που δε γνώρισα.
Στοργικές για πάντα. Ουαί στους
νικητές και τις όμορφες γκόμενες.
Διάφορα υπό πίεσιν στιχάκια. Καρτ
ποστάλ απεσταλμένα εις τις αβύσσους.
Υγρές υπάρξεις που δεν ατίμασε
κάποιος αξιοσέβαστος φέρελπις
φαλλός προχωρημένο Σάββατο
νυχτός. Χέρσα παλίμψηστα κορμιά.
Χέρσα βυζιά εικοσιτέσσερα καράτια.
Αρτύσιμα, νυμφομανή, ακάθεκτα.
Κραυγάζοντας alea jacta est
διαβαίνοντας το σκοτεινό Ρουβίκωνα
της γλώσσας.
Η γαμησιουργός αιτία
Υπάρχει πάντα γαμησιουργός
αιτία. Η ζωή δεν αρχίζει απ’ τη
γέννηση αλλά λίγο πιο πριν. Στον
μυχό των μηρών σου αιωνιότητα.
Στις περιπτύξεις σου ηλεκτρικό
πουλί της νιότης κι ακονισμένο
στιβαρό δεντρί της ηδονής.
Υπάρχει πάντα μια νύμφη Αριστέα
κι ένας φαλλός Αρίστος για περίδρομο.
Χάος ατρύγητο θεοπάλαβο άσαρκο.
Χάος με στόμα και μουνί και Άνοιξη.
Μια ποντοπόρος Κίμωλος. Μια Κούβα
αγροφυλάκων. Υπάρχει πάντα ένας
σατανάς χωρίς υπάρχοντα. Μια κόρη
απ’ τη Μακρακώμη Φθιώτιδος, ένας
σπασμός που χωρίζει τα φύλα στα
δύο. Και τα φιλιά στα τέσσερα και
τα σκέλια στα οχτώ. Μια γεωμετρική
πρόοδος ακλόνητη στην τροχιά της.
Μια Τροία ζευγαρωμένη με σεισμό.
Μια Μασσαλία ρόγα στο βυζάκι της
Γαλλίας. Μεσόγειος ρωγμή στα
νεοσσά κουτσομπολιά της Άπω
ανατολής. Σπορά από ουρλιαχτά
και ζευγαρώματα.
Πρωταγωνιστές
Κλαδάκια απ’ το ίδιο δέντρο, νέοι και
νιες, τέκνα ζορισμένα στης παράταξης
τα φερμουάρ. Φοβού τους Δαναούς
και τον κοινωνισμό απ’ τα πάνω.
Τα διαβάσματα. Την πίστη την αμάθεια.
Το φρόνημα των χαλαρών. Τώρα εδώ
δειγματίζω πολιτισμό των συνειρμών
εδώ σπαταλώ τα τελευταία Βαλκάνια.
Κορμάκια ου φωνητά και δοξασίες για
γκαστρωμένες μέρες. Καψούρα
γκαζ-πρόμ ακτιβιστές. Των ακμαίων
ηδονών η χώρα. Ω μη λησμονάτε τη χώρα
μου. Μη παρακαλώ σας μη. Ιδού σας
κάνω τώρα μια πίπα ποιητική. Μην πάνε
στράφι τόσα φρονήματα λαού. Του
μεγαλέξανδρου η μακεδονική τσουτσούνα.
Οι παιχταράδες. Η Εθνική. Ο άρχων του
λαού ο λαοπλάνος. Φιλότεχνοι βιομήχανοι.
Λαός και κολωνάκι. Αχταρμάς. Ω κι εσύ
κήπε των ηρώων του Μεσολογγίου με τη
στερεότυπη θανατίλα σου, σε τιμούν οι γύφτοι
και τ’ αδέσποτα τώρα. Με γαμήσια το
νεκρόφιλο κλέος σου μαγαρίζουν. Δίχως
μάνατζμεντ έσπα πακέτα φιλέλληνες.
Δίχως χαβιάρι και ψεύτη ήλιο.
Αναφορά στο Φώκνερ
Κούλουμα
Δακρυσμένα θηλυκά που ζητούν
αποκατάσταση κι αρσενικά που
εφάγαν το γάιδαρό τους κι άφησαν
την ουρά. Σκλάβοι της επιθυμίας
που αγάπησαν σκοτάδια κι
αυγουστιάτικο ύπνο στις ταράτσες.
Λύσεις βάρβαρες των διαφωτιστών
τώρα απολαμβάνουν. Σπορά ψευδών
ειδήσεων ολοσχερώς στα ξανθά
μπουτάκια. Ελέω θεού αγαμία.
Αποκριάτικο
Ξεμείναμε από παραγωγούς αλλά
έχουμε μπόλικους εμπορικούς
αντιπροσώπους. Πρόσωπα που
θολώνουν τα νερά και βγάζουν
γλώσσα. Πρόσωπα απρόσωπα
που έχουν μαύρα δόντια και άσπρα
μαλλιά. Ποιητές που διαβάζουν πολύ
και μάγειρες που τρώνε το καταπέτασμα.
Καλλιτέχνες φορτικούς και καλλιτέχνες
πουλημένους. Δημοσιογράφους που
μοιράζονται με το κοινό την αναισθησία
τους. Αναίσθητους που μοιράζονται
με τους δημοσιογράφους το κοινό τους.
Λογοτέχνες που δηλητηριάζουν αμέριμνοι
το τελευταίο γεύμα μιας ψυχούλας
που τα βρήκε σκούρα.