Ποτάμια απεργοσπάστες και μαγαρισμένες Ελιές

potamia

Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί… σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.

Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.
(Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, Επίκαιροι αμίλητοι)

Φυσικά η απεργία δεν καταφέρνει και πολλά, όταν γίνεται λειτουργία ολίγων γραφικών, που πιστεύουν ακόμα πως ο κόσμος αλλάζει με αγώνες κι όχι με γκρίνιες και λαϊκό φασισμό, μονταρισμένο στα Ποτάμια και τις Ελιές. Πως για να έχει ο κάθε κουράδας απεργοσπάστης το ελάχιστο τεμάχιο ευημερίας κάποιος ξεπατώθηκε κι άφησε τα κόκαλά του σε κάποιο ξερονήσι της αδιαφορίας των πολλών. Φυσικά η απεργία είναι μάταιη, όταν την κακολογεί αυτός που θα πρέπει να την έχει ως όπλο στη φαρέτρα του. Αυτόν που τον ξεζουμίζει η ανάπτυξη που φοράει πότε δεξιά και πότε κεντροαριστερά άμφια. Αυτόν που περιμένει κάποια ψευτοευρώ για να ψευτοζήσει και να τη βγάλει καθαρή, διεκδικώντας κι άλλο ιδεολογικό ψεκασμό απ’ τους ανθρωποβοσκούς του. Αυτόν που θα πρέπει αύριο να δικαιολογήσει στο παιδί του τη θανατηφόρα αδιαφορία του. Την εκχώρηση του μέλλοντός του στην εταιρία και στους εταίρους. Την ανεργία του και το μισθωτό ξεροκόμματο. Αυτόν που τώρα μιξοκλαίγεται για αυτά που τραβά απ’ τους αλήτες, αλλά με συνουσιακή ακρίβεια θα ξαναπέσει στην αγκαλιά τους για να γλείψει λίγο απ’ το κόκκαλο του πλεονάσματος. Αυτόν που αντί να γίνει Μουτζαχεντίν και να διεκδικήσει αξιοπρέπεια για τη μια και μοναδική ζωή του γίνεται αρνάκι έτοιμο για θυσία στο Πάσχα της αγοράς. Αυτόν που πράγματι, έχει μετατρέψει την απεργία σε συνδικαλιστική ντουφεκιά βολεύοντας όλο το σύστημα, απ’ τα επαγγελματικά στελέχη της επανάστασης μέχρι τα νερόβραστα κολοκύθια της συστημικής διανόησης. Αυτόν που προσφέρει άλλοθι στους δυνάστες του κάνοντας το φόβο του φυλαχτό του αδίσταχτου πλούτου. Κάνοντας τη φιγούρα του ένα χάρτινο ακίνδυνο ανθρωπάκι πάνω απ’ τον όλεθρο. Αυτόν που δε λέει να καταλάβει πως, κανείς δεν μπορεί να τον σώσει εκτός απ’ τον ίδιο. Αυτόν που με διάφορα προσχήματα παραμένει ανοργάνωτος ασυνάρτητος και μπερδεμένος. Αυτόν που δεν μπορεί να δει την δική του αλήθεια και το δικό του συμφέρον αποκομμένο απ’ τα συμφέροντα της τάξης που τον βατεύει νυχθημερόν. Αυτόν που δεν ξέρει πως ο σύνδεσμος βιομηχάνων είναι ένας και μοναδικός, αλλά ο σύνδεσμος των συμφερόντων του είναι κατακερματισμένος και διασπασμένος, έρμαιο μιας εργοδοσίας που ξεγεννά τις θανατηφόρες κρίσεις της στο καθιστικό του και στο χωράφι του. Στον ανοιξιάτικο αγρό του, που αντί να τον χαρεί και να τον γλεντήσει, τον στολίζει κατάθλιψη και αιματοχυσία για τα λεφτά του Συγγρού. Για τα λεφτά της γκάζ-πρόμ και τα τερτίπια του γερμανικού ιδεαλισμού που καταστρώνει νέα ολοκαυτώματα για τους απείθαρχους λαούς και τις απείθαρχες υπάρξεις, που δε γουστάρουν εξουσίες και κερατάδες πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Ράφτρες και μεταποιητές των αναγκών τους. Λύκους με δημοκρατική προβιά και αξιολογητές-ντίλερ αρρωστημένου ανταγωνισμού σε εργασιακά κολαστήρια.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ποτάμια απεργοσπάστες και μαγαρισμένες Ελιές

  1. Παράθεμα: Ποτάμια απεργοσπάστες και μαγαρισμένες Ελιές | Ώρα Κοινής Ανησυχίας

Σχολιάστε