Η κατσαρόλα του ποιητή

katsarola

Θα’ λεγα πως η ποίηση με προφυλάσσει απ’ την κοσμικότητα. Κλίκες, φιλοδοξίες, προαγωγές, ραδιουργίες, ρόλοι, συμμαχίες, εξουσίες, παραχωρήσεις. Η ποίηση μ’ έχει μεταβάλει σε κοινωνικό απόβλητο. Επικαλούμαι την αλήθεια της ή την αίσθηση της αλήθειας που μου παρέχει. Την ανακαλώ μέσα μου για να συγκρατήσω αυτή την κοσμική φιλαρέσκεια που παραμονεύει. Ο καιρός, η εποχή, το φως, ο δρόμος, το περπάτημα. Όλα συγκεντρωμένα μέσα σε κάτι που είναι ήδη έτοιμο να αποτελέσει ανάμνηση. Το ιερογλυφικό της ευμένειας και η ευδιαθεσία του πόθου. Η ποίηση που εκφράζει το πάν δηλώνει ταυτόχρονα κι αυτό που λείπει απ’ το πάν. Θέλει να ορίσει αυτό που δεν ορίζεται και στο οποίο αγκιστρώνεται η ύπαρξη. Ένας τόπος απροσδιόριστος που δε θα μάθουμε ποτέ τίποτε γι’ αυτόν. Η γλώσσα προσπαθεί να εκφράσει, ψηλαφεί, τραυλίζει αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αρθρώσει μια λέξη κενή που περιγράφει το βαθμό μηδέν όλων των τόπων. Αφού η ποίηση δε μπορεί να γίνει ποτέ αυτό που παλεύει να εκφράσει. Ένα δέντρο, η στάχτη που καμπυλώνει μπροστά απ’ την καύτρα, η κοψιά ενός νυχιού, μια τούφα μαλλιά. Ο τρόπος που ανοίγουν τα δάχτυλά της τα χείλη του αιδοίου. Η περιγραφή της γοητείας ή της καταστροφής δεν μπορεί να υπερβεί τη γοητεία ή την καταστροφή. Η ποίηση είναι το ένδοξο τέλος του λογικού διαβήματος. Η αισχρότητα της επιθυμίας. Την επιθυμία που ο Μαρκήσιος την έφτασε στο φόνο και τη σκατοφαγία. Πλάθω νόημα από το τίποτε. Κι αυτό ακριβώς μου φέρνει ρίγος. Να κατοικώ μέσα στο καμίνι του νοήματος. Να βάζω στην κατσαρόλα μου την πραγματικότητα. Να την μαγειρεύω ανάλογα με τη διάθεση. Να επινοώ καινούργιες συνταγές. Να δοκιμάζω κάθε τόσο με την κουτάλα τις λέξεις που βράζουν. Επαναστάσεις, σεισμοί, καταποντισμοί, γεράματα, νεότητες και γαμήσια κοχλάζουν στην κατσαρόλα μου.

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ