Είναι πολλά πράγματα που πρέπει να θυμόμαστε και πολλά που πρέπει να ξαναπούμε. Βεβαίως, πρωτίστως, είναι εκείνο το σπουδαίο και σκατένιο εθνικό όραμα των άθλιων ολυμπιακών αγώνων που άφησαν τα σάλια τους πάνω στο δέρμα του νεοέλληνα. Αν πιστέψουμε μάλιστα και την κοσμική Ουάσινγκτον πόστ, πως, η ανθρωπότητα οφείλει στους Έλληνες πολλά, γιατί χάρισαν σ’ αυτή τους ολυμπιακούς αγώνες, ε τότε θα σκίσουμε τις κιλότες και τα σώβρακά μας. Φυσικά ότι έμεινε να σκίσουμε, αφού ο πατριωτισμός του πολιτικού συστήματος υποκλίθηκε μπροστά στην πολυεθνική μαφία της κεντρικής τράπεζας και του ΔΝΤ αλλά και του ντόπιου μεγαλοϊδεατισμού της αστικής τάξης. Κάθε ξέκωλης κυρίας μεγαλοβιομήχανου ή εφοπλιστή, που ως ιέρεια αυτής της ένδοξης και πανανθρώπινης ιδέας, δούλεψε με πατριωτικό σθένος για να γίνει η χώρα και πάλι το κέντρο της ανθρωπότητας. Δηλαδή το μπουρδέλο στο οποίο ξαμολιούνται κάθε τόσο τουρίστες για να γαμήσουν. Άντε να χαζέψουν και τα αρχαία. Άντε να φάνε και σουβλάκι κάτω απ’ τον ιερό βράχο. Σ’ αυτή τη χώρα που τα φαραωνικά έργα και η γιουροβιζιονική μαλακία κάνει τον έγκλειστο άνεργο ή ενεργό δουλοπάροικο, να φουσκώνει σαν παγώνι από εθνική υπερηφάνεια. Τώρα ακριβώς που το σύστημα περνά την κρίση του και καλεί τα θύματά του, τους πατριώτες δηλαδή, να δώσουν αίμα, τουτέστιν φόρους, να πουλήσουν τα σπουδαγμένα τους παιδιά κοψοχρονιά στο εξωτερικό ως κρέατα, να στήσουν κώλο στην εξουσία που αποφάσισε να βάλει σειρά, να στηθούν στα συσσίτια περιμένοντας ένα πιάτο φαΐ-γιατί δε μαγειρεύεις εσύ καλά και θα σου ετοιμάζουμε εμείς το φαγητό μαλάκα, αρχιεπίσκοποι, δεσποτάδες, δήμαρχοι, υπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι, που ξέρουμε καλά από ανθρώπινη μαγειρική και πορνογραφία του πόνου-, να περιμένουν ένα ξεροκόμματο ως κοινωνικό μέρισμα, να πηδήξουν απ’ την ταράτσα. Τώρα ακριβώς που, σχεδόν όλη η κομματική σκατίλα καλεί τους ψηφοφόρους να αντικαταστήσουν τους κακούς με τους καλούς διαχειριστές. Ένα διαιωνιζόμενο σύστημα που μεταλλάσσει τους ανθρώπους σε πελάτες και σε οπαδούς, δηλαδή σε πρόβατα και αναλώσιμους καταναλωτές κάθε αυταπάτης. Φίλαθλοι δεμένοι στο άρμα μιας εθνικά υπενδεδυμένης παγκόσμιας αποβλάκωσης, ένας κατά παραγγελία μικροεθνικισμός στην υπηρεσία της μονοκρατορίας των εταιριών. Ω ναι, οι εταιρίες σού έχουν μαγκώσει τ’ αρχίδια φιλελεύθερε μικροαστέ, εκεί στη λαμπρή εξέδρα του Κέρδους, βάζοντας φιτίλι σε κάθε καταπιεσμένη σου ανάγκη και σε κάθε κοινωνικό σου αυτοματισμό. Πάντα για την Ιδέα. Το έθνος, τη θρησκεία, τη φυλή, την πατρίδα. Αυτή την κατασπαραγμένη και ανύπαρκτη πλέον Πατρίδα, την παραδομένη στα κοράκια της βρωμερής καπιταλιστικής ανάπτυξης, που δεν κοιτάζει ανάγκες αλλά τιμές στο χρηματιστήριο και δείκτες αγοραπωλησίας εργατικής σαρκός. Αυτής της δολοφονικής ανάπτυξης που αφήνει τη μεγαλοπρεπή κουράδα της απ’ την Νέα Υόρκη μέχρι το Νέο Δελχί. Αυτής της μεθοδικά ανελέητης διαφθοράς του έσπα. Αυτής της ξεκωλιαστικής δουλοπρέπειας κάθε καταπιεσμένου και κομπλεξικού όντος που θέλει να γίνει δήμαρχος, βουλευτής, σύμβουλος, υπουργός, αξιολογητής ή αρχιβασανιστής των άλλων. Αυτού του αισιόδοξου χοντρομαλάκα που έχει τυπώσει καρτούλες με τη σκατόφατσά του και μολύνει το σύμπαν. Αυτού που κομπορρημονεί για τις δεξιότητές του, τις σπουδές του και το μουνί της μάνας του. Αυτού του άθλιου τύπου ανθρώπου που διαλαλεί πως είναι ο εαυτός του, δηλαδή ένα κτήνος. Ένα κτήνος που θέλει να μας κάτσει στο σβέρκο.
Month: Απρίλιος 2014
Χαρμoλύπες και άλλα δεινά
Τα βουλεβάρτα που έστησαν οι καμπόσοι εκλεγμένοι, για να μοιράζουν άξιους μισθούς και επιδοτήσεις στο εκλογικό σώμα εγίναν παρακράτος που λικνίζεται ως μαστοφόρο ξέχειλο που θα πάρει τη ρεβάνς. Οι κοπέλες στα διόδια και τα κεπ, που κρατάν από σκούφια πατερφαμίλια της δεκαετίας ογδόντα, λούμπεν ημιαγρότη που έγινε αστός από τροφοδότη λογαριασμό και δάκρυσε όταν ο Αντρέας έκανε νόημα στη Μιμή, δαμάζοντας το εξήντα τοις εκατό του λαού, που ο γαμίκος ηγέτης σαγήνεψε τόσο που ν’ αφήσει κουτάβια, γιους, ανεψιούς, προικιό στη διοίκηση του κράτους, με παρακαταθήκη σωματοφύλακες υπέρβαρους από κάθε άποψη, ετοιμοπόλεμους απέναντι στα μανιφέστα και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Στη σαλεμένη αίσθηση του πολίτη, που είναι μάνταλο της υποχονδρίας του κράτους, αθροίζονται τα μεγάλα έργα, οι ζεύξεις, το λαύκα και η ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Οι αρχηγοί των αριστερών συνασπισμών που παίξαν απταίστως το ανάχωμα, γίνονται χαφιέδες σε μη κυβερνητικές ή πρόεδροι της πανάθας. Το βασικό μάθημα του πρώτου έτους στα οικονομικά της Αμερικής είναι το, κερδίζεις πιο πολλά απ’ τους φτωχούς παρά απ’ τους πλούσιους. Αφού οι ομάδες και τα κομματικά μαντριά είναι ένα και το αυτό δε χρειάζεται παρά ένα χιλιοστό ρητορείας για να απογειωθούν. Ο ηγέτης με το κουστούμι ή το ζιβάγκο, τη χλαμύδα ή το φεσάκι, είναι ο επώνυμος της ιστορίας που’ χει μούρη δουλεμένη στο φωτοσόπ και παίρνει αποφάσεις περί ζωής ή θανάτου, με την ευκολία που ρεύεται ή αφοδεύει τα όποια βιολογικά. Επιπλέον οι σπόνσορες ανταλλάχτηκαν με νομάρχες και βουλευτές. Τα σουραύλια της διανόησης πιάσαν σκοπό ιδιωτικής πρωτοβουλίας, φιξάροντας με αλαξοκολιές τα λάιφ στάιλ έντυπα που εγίναν φρί πρές και δε χρειάζονται μανταλάκια και περίπτερα παρά μονάχα το γυφταριό της μεσαίας τάξης που ανάλογα το διαφημιστή καταναλώνει και ιδέες. Οι ιδέες βεβαίως είναι τζάμπα, παρόλο που διαφεντεύουν ολόκληρο τον υλικό πολιτισμό και στα καμίνια τους παίρνουν αξία τα όποια επιτεύγματα. Από την πλαστική στήθους μέχρι την ανοιχτής καρδιάς κι απ’ τα δέντρα του Τσόκλη μέχρι την περίοδο της Αννίτας Πάνια, τα διαχειρίζονται λέξεις, δηλαδή ιδέες, δηλαδή ακαδημίες και διδακτορικά. Η σύγχρονη εργατιά καλουπώνει οικοδομές, γνωρίζει δυο γλώσσες, κυνηγά πιστοποίηση άιζο και συστατικές επιστολές για να δελεάσει αφεντικά κι εταιρίες. Η νεολαία με τη γνωστή τάση προς τα γεράματα, θα ψηφίσει επίσης πατριωτικά και άδολα θα βγάλει το τεί της και θα ψάξει να βρει δουλειά με γνωστούς και αγίους και μπαρμπάδες θεωρητικούς και πρακτικούς που προτάσσουν την δουλική ατάκα του δεξιού, πως, μονάχα οι τεμπέληδες δε βρίσουν δουλειά κι άλλα νόστιμα και αιθέρια. Αφού οι πλούσιοι και ευσεβείς Εβραίοι αγόρασαν κοψοχρονιά το σοσιαλισμό και βρήκαν δουλειά στο σκιάχτρο που ‘χε πατέρα πρωθυπουργό, πρωτοκλασάτο λαοπλάνο, κάνοντας τους κατάκοπους μεσαίους καταθλιπτικούς κι όλες τις εργάσιμες ίδιες, αφού δε μένει τίποτε άλλο εκτός απ’ την στοργική αγκαλιά της ακροδεξιάς και τις γκρίνιες, τώρα που το σύστημα ξεχείλωσε τις κοιλιές και πλαδάρεψε τα μυαλά, όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί μνημονεύετε Σωτηρία Μπέλου, που λίγο πριν ξεψυχήσει φώναζε σε γιατρούς και νοσοκόμους << γαμιέστε; να γαμιέστε παιδιά όσο μπορείτε. Αυτό είναι η ζωή>>.
Εμείς, τα μανεκέν
Θυμάμαι πως έγραφα πάντα κυνηγημένος. Το γράψιμο δεν θεωρείται εργασία απ’ την επίσημη εκκλησία γιατί δε φέρνει φράγκα όπως η αντιπροσωπία αυτοκινήτων ή το χαμαλίκι στην οικοδομή. Όποιος γράφει είναι συνήθως ύποπτος ή πούστης. Το γράψιμο είναι για χασομέρηδες αστούς, για νοικοκυρές που στα διαλλείματα της συζυγικής ανίας γράφουν στιχάκια για τις σκόνες, για συνταξιούχους δασκάλους και ψώνια με μούσι. Οι σχέσεις της οικογένειας με την κοινωνία, μολονότι έχουν γίνει λιγότερο συνεκτικές, εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά να αποτελούν το μέσο για να δούμε λιγάκι πιο καθαρά αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Η μαμάκα κι ο μπαμπάκας στην αρχή θα σε στοιχίσουν με το μέσο όρο κι ύστερα η γυναικούλα και τα ντουβάρια της εστίας θα σε κάνουνε κοινωνικό σκατό. Επικίνδυνος είναι αυτός που έρχεται ως απόλυτος άρχοντας να επινοήσει, να κατασκευάσει και να δώσει ζωή στις ιδέες. Αυτός που αβγατίζει τις απροσδιοριστίες του αποδεκτού.
Στο τέλος της δεκαετίας του ογδόντα υπήρχαμε ουκ ολίγοι νεαροί ρομαντικοί που το επάγγελμα του ποιητή σήμαινε για μας να φουμάρουμε ναργιλέδες και να πίνουμε βότκες κοιτάζοντας σκεπτικοί τις λευκές σελίδες όπως ο ζωγράφος το γυμνό μοντέλο με μια απληστία όχι πάντα αισθητικής τάξεως, σ’ ένα δώμα επιπλωμένο ανατολίτικα όπου οι φίλοι το έριχναν στους διαξιφισμούς ανάμεσα στην αναχώρηση του ποιητή που έγραφε δημοφιλή μανιφέστα και στην άφιξη του δεξιοτέχνη του συρμού.
Οι πατεράδες μας ήταν ιδιοκτήτες νεοτερισμών αγρότες εμπορικοί αντιπρόσωποι ψήστες κουρείς αρτεργάτες. Θα έπρεπε άραγε να ξέρουν πως τα αδέξια αγόρια τους τα συνεσταλμένα σαν παρθένες που ανακάλυπταν τον ηδονισμό και την καλοζωία, πράγμα που αποτελεί κατάλληλο υπόβαθρο για μια ζωή εμπόρου, ήταν γεννημένοι ποιητές; Κι είχαν τόσο άδικο να μας απαγορεύσουν να ασκήσουμε το επάγγελμα του ποιητού; Μήπως δεν γνώριζαν στις συναναστροφές της αγοράς πενήντα πατεράδες που είχαν ενεργήσει όπως κι εκείνοι και των οποίων τα ιδιοφυή τέκνα επέστρεφαν έπειτα από μερικούς μήνες να μετράν με τον πήχη υφάσματα, να ζυγίζουν αλατοπίπερα, να κρατάνε λογαριασμούς , να τυλίγουν πίτες με γύρο ή να ξουρίζουν το χωροφύλακα της γειτονιάς;
Ο μικροαστός της δεκαετίας του ογδόντα ήταν ένας καλός πολίτης. Κι οι πατεράδες μας ήταν οι καλλίτεροι απ’ όλους. Χρειάζεται να αποτρέπουμε απ’ την ποίηση όποιον δεν είναι γεννημένος να γίνει ποιητής. Όποιος είναι γεννημένος να γίνει ποιητής θα ασχοληθεί με την ποίηση παρά την αντίδραση των πάντων και εναντίον τους. Και ίσως να γίνει ακόμη καλύτερος ποιητής αφού το ζωντανό του ένστιχτο θα έχει καταπιεστεί για περισσότερο καιρό και με μεγαλύτερο πείσμα.
Απορίες για τους μοντέρνους καιρούς
Πόσα λίγα ξέρουμε για τα γράμματα
και τις τέχνες. Τις φιλενάδες μας και
τους απέραντους ήλιους. Πόσα λίγα
ξέρουμε για τον έρωτά μας και το
σπέρμα μας. Για το καλοκαίρι που
έρχεται αγέρωχο, για το βελούδινο
βλέμμα του θανάτου. Πόσα λίγα
ξέρουμε για τη γλώσσα μας όταν
παίρνει θέση μάχης απέναντι στα
ιδιότροπα βυζάκια και για τους
γρίφους της ιστορίας. Πόσα λίγα
ξέρουμε για τα κορμιά που θα
πέσουν στις μάχες και θα τα
σκεπάσουν τα λευκά σεντόνια των
νικητών. Πόσα λίγα ξέρουμε για τη
λογοτεχνία που γράφουμε και
τη στέλνουμε νυφούλα σε ξένη γη,
σε ξένα μάτια και σε ξένη ερημιά.
Εγώ, ο λίβελος
Οι βεβαιότητές μου είναι και οι μικρές μου τραγωδίες. Αν εγώ, ο μικρός και μέγας ανίσχυρος δε στοιχίσω το γραφτό μου με το παγκόσμιο ποδοβολητό είμαι χαμένος. Ο λίβελος μπορεί να φαίνεται κάτι αποτρόπαιο μα είναι ιαματικός. Ο λίβελος έχει την οργή και το όργιο που σε κρατούν ζωντανό. Είναι πρώτης σειράς στασίδι στην εκκλησιά της γλώσσας. Δεν έχει λήθες, ταπεινοφροσύνες και γλυκερά αισθήματα. Όσο τιποτένιος κι αν είναι διαλαλεί πονετικά το ξεχαρβάλωμα της ύπαρξης. Γράφεται για να ξεβγάλει διαπιστώσεις και βεβαιότητες, διαιωνίζοντας έναν δημιουργικό θυμό που κάνει λογοτεχνίες και φιλοσοφίες και πουτανιές. Ο λίβελος είναι συστατικό της λογοτεχνίας και της ποιητικής του συναισθήματος. Θυμίζει πως η ζωή είναι ένα ακριβό σχολείο. Πως τα μαθήματα είναι πανάκριβα. Πως στη ζωή δεν έχει δωρεάν παιδεία. Πληρώνεις και μαθαίνεις. Δεν πληρώνεις, δεν μαθαίνεις. Ο λίβελος φανερώνει πως η ιστορία είναι ένα αλώνι γεμάτο γαϊδουρομούλαρα που κλωτσά το ένα το άλλο. Δαγκωματιές, ακρωτηριασμοί, καρφιά. Μπόχα και δυσωδία και φριχτοί πόλεμοι και πάθος για νέα σφαγή. Ο λίβελος χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως ιδεολογικό όπλο ενάντια σε κερατιάτικες κατεστημένες βεβαιότητες. Σε μαθαίνει να γράφεις και να αυτοαναιρείσαι. Να ξορκίζεις την αταξία γύρω σου με το δικό σου τρόπο χρησιμοποιώντας το σκοτεινό θάλαμο του μυαλού. Ο λίβελος μπορεί να αρχίζει παρωδώντας ένδοξους κομμένους λαιμούς που έπεσαν για την πατρίδα και να τελειώνει ειρωνευόμενος το πανδαιμόνιο αλληλοεξόντωσης για του Χριστού την πίστη την αγία. Μπορεί να στήνει έρωτες και να γκρεμίζει άμβωνες. Ο λίβελος ακόμη κι αν είναι μνησίκακος και φορτικός και άδικος δεν προκαλεί κακό διότι εξαρχής και προγραμματικά αυτοσυστήνεται ως τέτοιος. Την λύσσα του και την ωμότητά του την έχει προμετωπίδα κραυγάζοντας πως δεν κόπτεται δήθεν για δικαιοσύνη και αλήθεια αλλά για να ξεφτίσει βεβαιότητες επικαλούμενος μοιραία άλλες βεβαιότητες συνήθως κατάπτυστες και άσεμνες και μη αποδεκτές. Ο λιβελογράφος είναι ένα πληγωμένο ζώο. Κι η αλήθεια του πληγωμένου ζώου είναι η επιβίωση. Να βρει ανάσα, να κρατηθεί στη ζωή. Κι αν κρατηθεί στη ζωή να υπενθυμίσει, να ξεσκεπάσει το δόλο αρχόντων και δούλων, αρχιερέων και μη. Ο λίβελος είναι κατεξοχήν συγκρουσιακός. Ο λίβελος είναι το αληθινό όπλο των εξεγερμένων. Των συγγραφέων και των ποιητών που δεν αποδέχονται τη χλαπάτσα του διαφημιστή και το ρεμπελιό των ευνούχων αστών. Ο λίβελος υποκλέπτει τη ζωή για να στοιχειώσει τα δικά του φαντάσματα. Ο λιβελογράφος διεγείρεται απ’ την ταπεινή τέχνη του χαρτογράφου που ανατρέπει τα ονόματα των πραγμάτων άρα και τη θέση τους άρα και τις βεβαιότητες που απορρέουν απ’ το αεικίνητον της εξουσίας. Ο λιβελογράφος προκαλεί τη μήνιν του παντοδύναμου αυτοκράτορα αφού γίνεται το ανελέητο μάτι των τυφλωμένων υπηκόων του. Ο λιβελογράφος είναι ο σεσημασμένος ηδονιστής που όσο πιπέρι κι αν του βάζουν στη γλώσσα αποθηριώνεται εσχάτως, αντιστεκόμενος με μιαν αμετακίνητη προσήλωση στην ουτοπία, που λέει, κι αν με σκεπάσει εμένα ο θάνατος θ’ ακούγεται από πάνω μου αιωνίως το ποδοβολητό της ζωής. Τίποτε μάταιο κι όλα μάταια. Αγώνας ενάντια στους διαστρεβλωτές και τους ψευδομάρτυρες της ζωής. Μην πιστεύεις σε θεούς δαίμονες και ήρωες. Γίνε θεός δαίμονας και ήρωας. Η μεγάλη έκρηξη δεν υπήρξε ποτέ. Άπειρες εκρήξεις μονάχα στον άπειρο κυκλικό ορίζοντα. Σπέρματα αλλαγές διαπορθμεύσεις στη γλυπτή αρμονία του σύμπαντος. Πέρα απ’ την παραφορά και την υπόσχεση, το έλεος, την ευφροσύνη και την ευσπλαχνία, τους γάμους, τους θανάτους και τις λατρείες υπάρχει ο λόγος που χορδίζει την ανάγκη για ποίηση εξέγερση κι αθώο λυτρωτικό γαμήσι.
Υπέρ των καρπών
Είμαι αυτό που είμαι και δε μπορώ
να γίνω αυτό που δεν είμαι. Έμαθα
να γράφω και να κολακεύω τον
ήλιο, σε κάποια σκέλια δημιουργικής
γραφής. Έμαθα να γεύομαι την
όμορφη τρέλα και την παρδαλή ζωή.
Το λογισμικό που έχει μέσα του
θάλασσα αγριεμένη και το λεξικό
με τα χίλια γλυκά φαρμάκια. Έμαθα
να διαβάζω λέξεις κάτω απ’ τα
φουστάνια και να συλλαβίζω το
σπαραγμό της αγάπης. Έμαθα τα
ωραία ψέματα της ποίησης απ’ τις
αλήθειες της ζωής. Έμαθα το
παράλογο, μεθοδικά και ανελέητα.
Πάντα με σιωπή και πάντα με καύλα.
Για να γίνει ο έρως βρόγχος στο
ποιηματάκι, να κάνει το ωμέγα του
όμικρον. Μια τρύπα φοβερή για να
εκπυρσοκροτήσει η ψωλή. Μια τρύπα
για να φωλιάσει το ουρλιαχτό στο κορμάκι.
Μεθεόρτια
Δεν έχω να γράψω τίποτε.
Ονειρεύομαι όμως πράγματα πολλά κι επικίνδυνα.
Πολλοί δε με διαβάζουν γιατί έχουν άλυτα προβλήματα.
Άλλοι τόσοι δε με διαβάζουν γιατί έχουν ακούσει άσχημα λόγια για μένα.
Για παράδειγμα αγαπώ τα λουλούδια κι όχι το θεό.
Αγαπώ τη γυναίκα κι όχι το γάμο.
Είμαι ο κουμπάρος αυτής της ψείρας με το σβέρκο ενός χωροφύλακα.
Γιατί τα σώματα ασφαλείας έχουν ψείρες.
Και γιατί δεν τους αρέσει η κλασική μουσική.
Και γιατί αυτοί οι χωροφύλακες είναι παμπόνηροι άνθρωποι.
Εκπαιδεύουν σκυλιά να μυρίζουν την ηρωίνη.
Και την ανθρώπινη σάρκα στα ερείπια μετά τους βομβαρδισμούς.
Κι ο πάπας κάθε χρόνο πλένει τα πόδια δώδεκα γερόντων.
Βάζει όλη του την αγιότητα κι όλη του την τέχνη.
Κι ύστερα κλείνει τα μάτια για να δει καλύτερα.
Κι ύστερα τον συνοδεύουν οι χωροφύλακες στο Βατικανό.
Με τα σκυλιά τους να ψάχνουν για βόμβες.
Κα(β)λή ανάσταση
Μια κινέζικη παροιμία λέει, πως τυφλός δεν είναι εκείνος που δε βλέπει αλλά εκείνος που δε θέλει να δει. Σήμερα, που οι θεωρίες, οι θεολογίες και οι απαισιόδοξες προοπτικές, έχουν μπουκώσει τον κακόμοιρο μικροαστό και η ζωτική του ορμή ορρωδεί μπροστά στις σφαλιάρες που τρώει επαναληπτικώς από την άρχουσα τάξη,-η οποία σημειωτέον, του βάζει το μακρύ της παλούκι στον κώλο- ο σκοταδισμός και η πνευματική στειρότητα είναι το μεγάλο καθεστώς. Η μπουρζουαζία έχει καταφέρει να ρίξει ένα γερό κλάσιμο στον περήφανο ελληνικό λαό.
Με τη βοήθεια της ορθοδοξίας και της αρχαιολατρίας, που παπαγαλίζουν διάφορες ξεπουπουλιασμένες κότες της ακαδημίας, ο χάνος ένδοξος λαός, οδηγείται πότε στο σφαγείο της αγοράς και πότε στην οικόσιτη μισαλλοδοξία του. Ανάλογα πάντα με το που φυσά ο άνεμος των συμφερόντων του Κυρίου. Όταν ο Κύριος τον θέλει χουντικό τον κάνει χουντικό, όταν τον θέλει δημοκράτη τον κάνει δημοκράτη και πάει λέγοντας. Κράτος, βιομήχανοι, παπάδες, είναι μια σπουδαία φιλική εταιρία που οργανώνει μαζί με τα πουλημένα τσόλια της δημοσιογραφίας τον κοινωνικό πόλεμο.
Απ’ το άγιο φως που ταξιδεύει με αεροπλάνο ως πουτάνα πολυτελείας-βλέπε αρχηγό κράτους-μέχρι την άδεια του τελευταίου συνοικιακού μπουρδέλου έχουν λόγο μόνο η εκκλησιά, ο μητροπολίτης και ο άξεστος πολιτευτής. Οι ζωές όλων είναι στοιχισμένες στο κέρδος. Κάθε συστημική δράση έρχεται να προλάβει μια αντισυστημική αντίδραση. Δηλαδή έρχεται να προλάβει την καυλωμένη νεολαία. Αυτή τη νεολαία που έχει κλεισμένη σε κλουβιά, κάνοντάς της κλύσμα με ένα μείγμα από αγία τριάδα και θερμοδυναμική. Η μπουρζουαζία ξέρει, πως ο αληθινός κίνδυνος είναι ο νεολαίος που αν καταλάβει την αλήθεια θα τα γαμήσει όλα. Κι αυτήν μαζί. Η μπουρζουαζία διαχειρίζεται όλο το φάσμα της πρέζας. Η μπουρζουαζία δε φοβάται τη συστημική αριστερά, ούτε τους αναρχικούς του πεζοδρομίου.
Από την μουχλιασμένη Καθημερινή που αναμασά τον ψόφιο φιλελευθερισμό της Θάτσερ μέχρι τον τελευταίο ηλίθιο εισαγγελέα, το Κράτος-το οποίο δεν είναι κράτος του μαλάκα ψηφοφόρου, αλλά του καπιταλιστή-ελέγχει κάθε χιλιοστό πνευματικού ζωτικού χώρου. Οι ιδέες αγοράζονται και πουλιούνται. Ο σκοπός είναι να πουλήσουμε μαζί με τη διανόηση και λαστέξ και δάνεια και κάρτες και κινητά και σωτηρία της ψυχής και ψηφιακό μουνί.
Ο σκοπός είναι να κάνουμε ντόρο και να αποβλακώσουμε περισσότερο τον ήδη αποβλακωμένο νοικοκύρη. Γιατί πάντα το σύστημα φοβάται μη γίνει καμιά στραβή και ξυπνήσει το θηρίο. Μην καταλάβει ο νοικοκύρης, πως το άγιο ηλεκτρόνιο είναι αυτό που επιτρέπει στα όντα να γεννιούνται, να αναπτύσσονται, να τρέφονται, να κινούνται, να σκέπτονται, να χρησιμοποιούν τη μνήμη τους, να διακρίνουν τον εξωτερικό κόσμο αλλά κυρίως να χύνουν χωρίς το βούρδουλα της εγκράτειας. Να χύνουν όταν καυλώνουν και να χύνουν χωρίς ωράριο και χωρίς το κωλοδάχτυλο του σεξολόγου.
Φοβούνται αυτούς που θα κοιτάξουν κατάματα τη φτώχεια τους. Αυτούς που θα ξεκοιλιάσουν τις μπάκες των επισκόπων. Αυτούς που κοιτάζουν τις λασπωμένες μπότες τους και το πρόσωπο του παιδιού τους ενώ κοιμάται. Αυτούς που θα δουν στο μέλλον την εξουσία της αληθινής ζωής. Τους αποκλεισμένους και τους στειρωμένους με συσσίτια και άλλες πούστικες προσφορές κοινωνικών μερισμάτων.
Οι πεινασμένοι είναι πεινασμένοι και δε ζητούν τίποτε εκτός από ένα πιάτο φαί. Πάνω σ’ αυτούς τους πεινασμένους κάθονται οι μικροαστοί, το βιομηχανικό προλεταριάτο, οι κρατικοί υπάλληλοι. Και πάνω σ’ αυτούς ο καλοξυρισμένος κώλος του καπιταλιστή. Μια γυμνή αθλιότητα πλανάται πάνω απ’ τα μαζικά ένστιχτα. Το πιο στενόκαρδο ιδιωτικό συμφέρον γίνεται ο κανόνας όλων των κοινωνικών συναναστροφών.
Ο επονομαζόμενος πολιτικός βίος είναι ένας βόθρος. Και κανένας πραγματικά έντιμος άνθρωπος δεν βάζει τα χέρια του στα σκατά. Η δράση βρίσκεται εκτός του κοινοβουλευτικού στάβλου και της μακάβριας σκοτεινής σπηλιάς των μηχανισμών. Η δράση απαιτεί οργάνωση, κάτι που σιχαίνεται το οργανωμένο έγκλημα και οι μάφιες των κυβερνήσεων. Η μπουρζουαζία κατάλαβε νωρίς πως το ξεκώλιασμα των σωματείων και των συνδικάτων θα της δώσει χρόνο για να ανασυσταθεί και να επιτεθεί πιο σφοδρά στο προλεταριάτο που σήκωσε κεφάλι μετά τον πόλεμο.
Ο συγκεντρωτισμός των εξουσιών έχει οδηγήσει σήμερα σε μιαν απόλυτη Δικτατορία των αστών. Των αστών βεβαίως που κωλοτρίβονται στην εκκλησία, μιαν άλλη απόλυτη εξουσία της ψωροκώσταινας. Των αστών βεβαίως, που διστάζουν να κάνουν το διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας γιατί φοβούνται μια πιθανή αποδυνάμωση του βαρβάτου αυτού μηχανισμού. Κι έπειτα εκτός απ’ την αστυνομία και το στρατό δεν θα έχουν άλλο μέσο καταστολής. Γιατί τότε θα εκλείψει ο στρατωνισμός του σχολείου και οι ύπουλες υπόγειες λογοκρισίες του παιδαγωγικού ινστιτούτου. Τότε θα μείνει εντελώς ξεβράκωτη, μόνο με τις κλούβες, τα γκλόμπ, τα δακρυγόνα, το βάναυσο ξυλοφόρτωμα των διαδηλωτών, το συστημικό σπάσιμο βιτρινών από χαφιέδες, τους μαυροντυμένους γελοίους μπάτσους με τις μάσκες, την κλασμένη διανόηση του protagon.gr και της Athens voice που λανσάρουν μαζί με το λάιφ-στάιλ της κωλοτρυπίδας και τον προτεσταντισμό της αγοράς.
Σήμερα που ευδοκιμεί η καλλιέργεια της μνησικακίας και της τυφλής εκδικητικότητας, της μιας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης και η γκάβλα είναι στο γύψο και οι πιστοί περιμένουν το άγιο φως, σκύβω να μυρίσω τα κρινάκια του αγρού και νομίζω πως αυτό είναι μέγιστη πράξη αντίστασης. Βγείτε λοιπόν στους αγρούς να μυρίσετε αυτά τα αγαθά κρινάκια, αυτά τα μουνάκια της Ανοίξεως που δε ζητούν την ψήφο σας.
Ας αφήσουμε τους συμπολίτες στην ησυχία τους
Ας αφήσουμε τους συμπολίτες στην ησυχία τους.
Ας αφήσουμε τους χριστιανούς στα ευχέλαια
και τους νυμφομανείς στις παρελάσεις.
Ας αφήσουμε τα κηρύγματα και τα ποιήματα
και τα δόλια γραπτά.
Ας αφήσουμε τον κοσμάκη στην κοσμάρα του
και τον κόσμο στα βιβλία.
Ας αφήσουμε τις νοικοκυρές στη μαγειρική τους
και τα μαθηματικά στους πονηρούς.
Ας αφήσουμε το χάος στη θέση του
και τα μουνάκια στα βρακιά τους.
Ας αφήσουμε τα χαράτσια στο κράτος
και τους πεινασμένους στην εκκλησία.
Ας αφήσουμε το λήθαργο των συμπολιτών μας στην ιστορία
και το φεγγαράκι πίσω απ’ τα σύννεφα.
Ας αφήσουμε το φίδι στον κόρφο της ομορφιάς
και την ομορφιά στα χέρια του διαφημιστή.
Ας αφήσουμε να μιλήσουν οι πέτρες.
Ας αφήσουμε να γίνουν θαύματα.
Ας αφήσουμε το Χριστό και το Βούδα
να γίνουν πρόεδροι των κρατών.
Ας αφήσουμε τη ζωή μας στα χέρια των σοφών.
Ας αφήσουμε τα στομάχια μας στη χημεία
και το θάνατο στην εταιρία λογοτεχνών.
Ας αφήσουμε την αδιαφορία να κυβερνήσει
και το αγγλικό δίκαιο να δικαιώσει τα μαύρα λεφτά.
Ας αφήσουμε τους νέους ποιητές στον ερμητισμό
και τους παλαιούς στα κρατικά βραβεία.
Ας αφήσουμε τους μετανάστες να πνίγονται
και τις νοικοκυρές να δακρύζουν.
Ας αφήσουμε τους πλούσιους στα πλούτη τους
και τους φτωχούς στη φτώχεια τους.
Ας αφήσουμε τον έρωτα στο σινεμά
και τα πάθη στα μουσεία.
Ας αφήσουμε τους επώνυμους να κυβερνούν
και τους ανώνυμους να λυσσάνε.
Ας αφήσουμε την επανάσταση
κι ας πιάσουμε το τηλεκοντρόλ.
Ας αφήσουμε τις αγκαλιές κι ας πιάσουμε τ’ αρχίδια μας.
Ας αφήσουμε τη γκρίνια να κυβερνά
και το Άγιο Πάσχα να περιστρέφεται.
Ας αφήσουμε τους Πακιστανούς στα θερμοκήπια
και τους Βούλγαρους στις αποθήκες.
Ας αφήσουμε το θεό να ρυθμίσει το χρέος
και τις ορμόνες να ρυθμίσουν το θεό.
Ας αφήσουμε το στρατό να κάνει το χρέος του
και το διάολο να κοιτάζει μπροστά.
Ας αφήσουμε τον κόσμο χειρότερο
και τον χειρότερο κόσμο στη θέση του.
Ας αφήσουμε την υποτέλεια όπως τη βρήκαμε.
Ας αφήσουμε την τέχνη στα ψώνια.
Ας αφήσουμε στους βιομήχανους τον αέρα
και το νερό στους εφοπλιστές.
Ας αφήσουμε την καλοζωία στους εισοδηματίες
και το έγκλημα στους δυνατούς.
Ας αφήσουμε την καύλα μας στα σφαγεία
και τη νιότη μας στα σχολειά.
Ας αφήσουμε τις ωοθήκες μας στην εταιρία
και τη ζωή μας στο Μαμωνά.
Ας αφήσουμε το Ισραήλ να κάνει το χρέος του
και τον πολύτεκνο να σπέρνει παιδιά.
Ας αφήσουμε τους ειδικούς να μιλήσουν για μας.
Ας αφήσουμε τη δημοκρατία μας στο βάθρο της
και τους δοσίλογους να την παίρνουν αγκαλιά.
Ας αφήσουμε το κεφάλαιο να βγάζει λεφτά.
Ας αφήσουμε στους ατσίδες τα κοινά.
Ας αφήσουμε τους συμπολίτες στην ησυχία τους πια.
Η αγάπη μου για το κιτς
Μνήμη Αλέξανδρου Ιόλα
Τ’ αγάλματα ξαπλώσανε μαζί της
στο κρεβάτι για να κάνουν σεξ.
Αυτή γαλανομάτα και κακόφημη
γέννημα θρέμμα σμίλης και
μαρμάρου, εκ Πύργου Τήνου
δια χειρός Γιαννούλη Χαλεπά.
Πάντα υπέροχα στητή και πάντα
διαβασμένη. Κρατά ένα μπικ
στυλό και σημειώνει οργασμούς και
στάσεις. Κραδαίνει σαν αναρχικός
το υγρό της μανιφέστο. Όλη της
τη ζωή περνά επάνω σε κρεβάτια.
Πάνω σε ανάσες εραστών. Με τους
μαστούς να κρέμονται ως τεράστια
κινίνα, έτοιμα για γλειψιές, για να περάσει
ο πονοκέφαλος της καύλας. Με χείλη
επί πτυχίω όλο πτυχές, κόκκινη λύσσα
κάργα. Ένα τέμενος. Μια ορθοδοξία
χνουδάτη ως τα έγκατα. Ένας
αλγόριθμος λυγμών. Και βέβαια
καλόγρια πιστή, τη γύμνια της
κατάσαρκα φορώντας, γονυπετής
μπροστά στα χούγια τού θεού φαλλού.
Πάντα καταμεσής του Απριλίου. Του
άπειρου ηλίου του βραδυφλεγούς.
Του άπειρου αιδοίου του μονογενούς.
Λέσχη κυριών
Όσες κυρίες του καλού κόσμου διαθέτουν τρέμουσα έμπνευση και μειλίχιο βλέμμα, γράφουν εκτενή δοκίμια για πεθαμένους ποιητές. Ως νοσοκόμες στην πολυκλινική του ρομαντισμού, εκφορτίζουν αναπάντεχα τη βίαιη διαλεκτική αλληγορία του χαροκαμένου γραπτού. Είναι αυτές που βγάζουν σπινθήρα όταν αγγίζουν αρχαιότητες και υγραίνονται καθώς εισέρχονται σε βυζαντινά μνημεία. Είναι κυρίες με διπλά ονόματα που στήνουν καρτέρι σε ακαδημίες και μη, για να πάρουν δεύτερο δίπλωμα ή διδακτορικό. Για να κάνουν μελέτες για τα αμελέτητα και να εκπληρώσουν τάμα συζύγου, πατέρα ή γιου. Είναι κυρίες με λεπτό τούλινο φουστανάκι και ισχνούς μώλωπες κάποιου θεοκρατικού επαρχιακού κύκλου. Οι ρόγες τους είναι σταφιδιασμένες και ο ξέπνοος διδακτισμός το σεξαπίλ τους. Είναι καθηγήτριες σε γυμνάσια και προϊσταμένες σε οργανισμούς. Γράφουν κρυφά ποιήματα και πότε φανερά τα εκδίδουν. Με τετριμμένο πάθος και τέμπο υπερασπίζονται τη δημοκρατία μας και τους θεσμούς μας. Διοργανώνουν σχολικές γιορτές και απαγγελίες σε σπίτια φιλότεχνων με βερμούτ και παστή σαρδέλα. Έχουν ένα πολιτικό εύρος από δημάρ μέχρι πατριωτική δεξιά κι αποφεύγουν να φορούν κιλότες με χοντρό λάστιχο. Μιλάνε με δήμαρχο, νομάρχη και μητροπολίτη κι αγοράζουν ενίοτε το γαλλικό κοσμοπόλιταν για να ακονίσουν ολίγον και τα γαλλικά τους. Αγαπημένο τους χόμπι είναι να διορθώνουν εκθέσεις, ορθογραφικά, να γράφουν επικήδειους, κριτικά σημειώματα, να στέλνουν εσεμες με στιχάκια του Παλαμά. Αντιδρούν όταν διαβάζουν ακούν μυρίζουν τη λέξη μουνί και τη λέξη πούτσος. Αγαπημένος τους γραφιάς είναι ο Παπανούτσος.
Λέξεις
Η δύναμή μου είναι οι λέξεις.
Αυτές ξέρουν πως γεννιούνται τα παιδιά.
Από ποια άβυσσο έρχονται τα ποιήματα.
Αυτές ξέρουν το πάνω και το κάτω.
Αλλιώς, δεν εξηγούνται τόσα ξενύχτια και τόσοι καφέδες.
Οι γκαστρωμένοι καιροί.
Τόση Δημιουργία και τόσοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Τόσοι στρατιώτες στις διαδηλώσεις, χρώματος τρόμου.
Τόσες διαλέξεις και τόση κατήχηση.
Πως θυσιάζει η ελίτ τα παιδιά της.
Πως μαρκαλεύει σπλάχνα το Harvard.
Η δύναμή μου είναι οι λέξεις.
Όταν παίρνω το χάπι μου
όταν χάνομαι
όταν καυλώνω
όταν πεθαίνω
όταν έχει αιώνια πένθιμη πανσέληνο
κι όλα τα μπακάλικα της οικουμένης είναι κλειστά
και δεν μπορείς να αγοράσεις πια τίποτε
ούτε κρασί ούτε πάθη.
Η δύναμή μου είναι οι λέξεις.
Θεϊκέ θάνατε βαρβάτε.
Αυτές σου βγάζουν τη γλώσσα.
Αυτές κινούνται και σκεπάζουν τα πάντα.
Αυτές κάνουν τα κορίτσια να κλειδώνονται στα δωμάτια και να κλαίν.
Αυτές φυτρώνουν σαν σκιερά λουλούδια στην κόλαση.
Αυτές σφραγίζουν την αιωνιότητα της φθοράς.
Τα ωραία ποιητικά ελληνικά του γύφτου
που μαζεύει παλιοσίδερα συλλαβών
και δαγκωμένα φιλιά
για να αρματώσει τον κόρφο της κυράς του.
Γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν δεξιά
Αν κάνουμε μια σούμα των απόψεων που απαντούν στο ακανθώδες ερώτημα: γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν δεξιά, θα διαπιστώσουμε πως νεωτερικοί κρυπτοπασόκ φιλόσοφοι, που υπήρξαν λάγνοι στα νιάτα τους και ζεμάτισαν κότα σε νεροχύτη μαδώντας τη τελετουργικά για ν’ αποκτήσουν εμπειρία, δίνουν απαντήσεις περί θηλαστικών που σκιάζονται από άλλα και μια βιβλιογραφία θεά, για να’ χει το παρδαλό κατσίκι στις ραχούλες λόγο να γελά. Βεβαίως οι σκληρόπετσοι που υπάρχουν ως μοναχικοί παρίες στο σκάμμα λιλιπούτειας πολίχνης, με άποψη για τη ντεκαντάνς κουλτούρα νεολαίων, που κόβουν με σιδηροπρίονο την εξάτμιση αποθεώνοντας τα μανιφέστα του Μαρινέτι, ομιλούν περί ανακατανομής πλούτου. Ο φτωχός που γεννιέται φτωχός κι ονειρεύεται να πεθάνει πλούσιος στριμώχνεται στα στρογγυλά οπίσθια της δεξιάς για να απολάψει ανύποπτη κόρη που ελούζετο στην ακροποταμιά και να ξεχαστεί μαζί της. Η δεξιά εμεταλλάχθει σε πασόκ και σε ψευδαίσθηση κράτους που παρέχει στον αγρότη επιδότηση και ζεστό μουνί ορμώμενο απ’ την Ουκρανία ή τις αποικίες. Ο Έλλην παλαιός των ημερών τέκνο της πλάνης και της κυριακάτικης λειτουργίας έφτασε μέχρι Σαγγάριο για να ξεθάψει τη νεκρωμένη οχιά του μεγαλοϊδεατισμού. Για να μαζέψει χόρτα και να βοσκήσει πρόβατα αντικριστά με τον προλετάριο της αυτοκρατορίας που λύγισε απ’ τους πολέμους και την πολυγαμία των ηγετών της. Ο φτωχός πρωταγωνιστεί στις περιπέτειες των πλουσίων. Του μεγαλώνει τα παιδιά. Του καλλιεργεί το χωράφι. Του παίζει μουσική και του γράφει ερωτόκριτους. Ο φτωχός συνήθως επαναστατεί για να συνεχίσει να είναι φτωχός με αξιοπρέπεια. Ο φτωχός μυείται στην ταπεινοφροσύνη απ’ τα σπάργανα. Ο φτωχός του δυτικού κόσμου διαθέτει φωτογραφική μηχανή, κάμερα, κινητό για να καταγράφει τη φτώχεια του ως ντοκουμέντο προορισμένο για την ψηφιακή αιωνιότητα. Ο φτωχός του μοντέρνου κόσμου είναι διασωληνωμένος με τις οθόνες. Δεν ζει χωρίς διαφημίσεις. Χωρίς μπριζωμένα ενδιαφέροντα.
Ωδή στην καφεΐνη
Ω θεία καφεΐνη
δωρήτρια ποιημάτων και σειρήνων λογοτεχνικών.
Ουσία εσύ που δεν έχεις μαλλιά, νύχια, δέρμα
αλλά ένα θερμό ενυδρείο.
Ω καφεΐνη, ιερό θηρίο των σπηλαίων της αϋπνίας μου.
Που μου κρατάς την πληγή ανοιχτή
και με βάζεις να γράφω μεσ’ τη γλυφή αναπνιά
και μεσ’ τη φαρμακωμένη νύχτα.
Και ξυπνώ πάντα πρωί σα ληξίαρχος
φτιάχνοντας στην κουζίνα τον καφέ που σε περιέχει.
Παλεύοντας να σε γλυκάνω λίγο
για να περάσεις εύκολα στα σπλάχνα μου.
Να μπεις στο αίμα μου
για να ποτίσεις λίγο πάθος το δειλό καρδιοχτύπι,
να φτάσεις ανενόχλητη εκεί στην άβυσσο του μυαλού
να ξυπνήσεις φαντάσματα
και γυμνές αμήχανες κοπέλες.
Να ξυπνήσεις του ποιητή ανυποψίαστες πτυχές.
Με δίκοπο σπαθί τα τεντωμένα νεύρα.
Ω καφεΐνη παγκόσμια βιομηχανία συμφερόντων,
που με τραβάς σαν εργάτη στις μηχανές σου
και στ’ αλήτικα αγριόχορτα της αγρύπνιας μου.
Οδηγώντας, βράδυ προς το σύμπαν
Έχουν ένα πείσμα φοβερό αυτά
τα πλάσματα που σου πιάνουν
κουβέντα τη νύχτα. Έχουν απορίες,
ερωτήματα, σάλιο. Βοηθάνε την
έμπνευση να πάρει τ’ απάνω της.
Καθώς οδηγώ μονάχος στη σκοτεινή
ύπαιθρο, διασχίζοντας το σύμπαν.
Και καθώς μυρίζω το χορτάρι και
το πλούσιο λίπασμα των χωραφιών.
Αγριόχορτα κι ανθισμένα δέντρα
παραδομένα στο χημικό τους ύπνο.
Με το φεγγάρι να βουλιάζει στο αχνό
σκότος της αυγής και τα λευκά
λουλούδια δίπλα στην άσφαλτο να
μου δείχνουν το δρόμο προς
το στόμα της αγαπημένης.
Σκατά στους τάφους σας, ευεργέτες!
Θυμάμαι στα παλαιά λεωφορεία διάφορα αναρτημένα ταμπελάκια με εξυπνάδες. Πιασμένα συνήθως πάνω απ’ τα κεφάλια των επιβατών με δυο αλυσιδίτσες. Μια τρελή γκάμα από καλογερίστικα τσιτάτα και θεϊκές προτροπές μέχρι εκλεπτυσμένο μισανθρωπισμό. Μια απ’ αυτές τις σπουδαίες σοφίες που κυκλοφορούσε ήταν το: ουδείς πιο αχάριστος εκ του ευεργετηθέντος. Ένα γελοίο φασιστικό γνωμικό που διαιωνίζουν συνήθως βλάκες οικογενειάρχες υποτελείς. Βεβαίως από τη μια διότι δέχονται τα καλούδια του καθάρματος που λέγεται ευεργέτης κι από την άλλη γιατί υπερτονίζουν την κατωτερότητα και το ποταπό ηθικό ανάστημα του ευεργετηθέντος. Δηλαδή του ζώου που δέχτηκε την ευεργεσία. Σήμερα, που ο καπιταλισμός κάνει το μεγάλο ξεπάτωμα, οι προς αξιολόγηση φωτισμένοι δάσκαλοι των παιδιών τοποθετούν με άκρα προσοχή τα πρόβατα στο αρμεκτήριο. Με αφορμή την ημέρα μνήμης και τιμής των εθνικών ευεργετών δόθηκε στους μαθητές το παρακάτω κείμενο:
Κάθε χρόνο στις 30 Σεπτεμβρίου εορτάζεται η «Ημέρα μνήμης και τιμής των Εθνικών Ευεργετών». Στις 14 Σεπτεμβρίου 2014 συμπληρώνονται 200 χρόνια από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας (1814-2014), που συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην εθνική παλιγγενεσία. Η Εταιρεία Ελλήνων Ευεργετών διοργανώνει διαγωνισμό έκθεσης για τους μαθητές των σχολικών μονάδων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, οι μαθητές της Α΄ και Β΄ Λυκείου, σε μέρα που θα οριστεί από το Σύλλογο διδασκόντων και για δύο διδακτικές ώρες, θα γράψουν έκθεση με θέμα: «Οι Εθνικοί Ευεργέτες του 19ου αιώνα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην συγκρότηση και ανάπτυξη του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Οι έννοιες της φιλανθρωπίας, της φιλοπατρίας, της ανιδιοτελούς προσφοράς, της δωρεάς, της αλληλεγγύης και του φιλότιμου αναδείχθηκαν στον μέγιστο βαθμό με ιδεατό πρότυπο τη Φιλική Εταιρεία και Φιλόμουσο Εταιρεία. Με ποιούς τρόπους θα μπορούσε η ευεργεσία να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων πολίτη- κράτους και ως εκ τούτου στην ανάταξη της ελληνικής κοινωνίας με βάση τις πανανθρώπινες ελληνικές αξίες;» (400-500 λέξεις περίπου). Η βράβευση όλων των μαθητών, Δημοτικών Σχολείων, Γυμνασίων και Λυκείων, των οποίων τα έργα θα επιλεγούν από κάθε Περιφερειακή Διεύθυνση, θα γίνει σε εορταστική εκδήλωση στις 30 Σεπτεμβρίου 2014.
Και φυσικά εδώ θα πρέπει ο κάθε μαθητής να κάνει το απαραίτητο γλείψιμο για να βραβευτεί. Θα πρέπει με τη συμβολή των δασκάλων του να σκύψει και να δώσει κώλο στους ευεργέτες του. Σ’ αυτούς δηλαδή που απολύουν τον πατέρα του απ’ τη δουλειά. Σ’ αυτούς που παίζουν στο χρηματιστήριο το μέλλον του. Σ’ αυτούς που κερδοσκοπούν απ’ τη φτωχοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων υπάρξεων. Σ’ αυτούς που κλέβουν τόσα χρόνια τον παραγόμενο πλούτο. Σ’ αυτούς που έχουν στα σπίτια τους χρυσές χέστρες και κάνουν διακοπές στην καραϊβική. Σ’ αυτούς που εκμαυλίζουν συνειδήσεις και οργιάζουν σπέρνοντας ιδεολογήματα και αυταπάτες, περί ισονομίας και δικαίου. Περί ελευθερίας του λόγου και περί ελευθέρας επιλογής. Σ’ αυτούς που ξεσπαθώνουν εναντίον του ολοκληρωτισμού αλλά έχουν εγκαταστήσει με τον πιο πούστικο τρόπο έναν νέο ολοκληρωτισμό. Έναν ολοκληρωτισμό ερμαφρόδιτο και τρέντι.
Οι κυβερνήσεις με τα ρόπαλα και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, με τους τεχνικούς λοιμούς, τις μαζικές φυλακίσεις και εκτοπίσεις δεν είναι μόνο απάνθρωπες αλλά και αναποτελεσματικές. Και στον αιώνα της βαριάς τεχνολογίας η αναποτελεσματικότητα είναι ιεροσυλία. Ένα πραγματικά ολοκληρωτικό κράτος είναι αυτό που τα παντοδύναμα αφεντικά διευθύνουν με τα στελέχη τους ένα πληθυσμό σκλάβων, οι οποίοι δεν χρειάζεται να καταστέλλονται γιατί αγαπούν την υποτέλεια. Στα σημερινά καθεστώτα η πειθώ των μαζών για τα καλά της υποτέλειας περνάει κυρίως απ’ τους εκδότες των εφημερίδων, τις τηλεοράσεις και τους καθηγητές. Τους καθηγητές που χωράνε στη βρακοζώνα τους διαταγές ανωτέρων λες και είναι δεκανείς και λοχίες. Τους καθηγητές που βάζουν τους μαθητές τους να γράψουν ηλίθιες εκθέσεις υποτέλειας γιατί το ζήτησε η εταιρία ελλήνων ευεργετών ή η ένωση ελλήνων κωλομπαράδων. Τους καθηγητές που τρέχουν να αγοράσουν δεξιότητες, καινοτομίες και διδακτορικά της πούτσας για να γλιτώσουν την απόλυση και τη μισθολογική σφαλιάρα. Καθηγητές που οδηγούν μια ολόκληρη γενιά στα σκατά και την ανεργία. Καθηγητές έτοιμους και πρόθυμους να καταδώσουν μαθητές τους στην ασφάλεια. Καθηγητές που φοράνε κουκούλα. Κι ότι ελάχιστο γλιτώσει απ’ αυτούς θα το αναλάβει η αστυνομία στους δρόμους.
Ο νέος που θα γράψει στην έκθεσή του: Σκατά στους τάφους σας, ευεργέτες!, δεν πρόκειται να μπει στο πανεπιστήμιο. Όπως ο Ασημάκης Πανσέληνος δεν μπήκε σε καμιά ανθολογία ποίησης όταν έγραφε για τους εθνικούς ευεργέτες. Οι ποιητές που είπαν την αλήθεια διώκονται και μετά θάνατον.
ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ
Του Έθνους μας «αείμνηστοι ευεργέται»
ο Γεώργιος Αβέρωφ κι ο Συγγρός,
(όρα και λεξικό Ελευθερουδάκη
να ιδείς κι οι δυο πώς πήρανε τα εμπρός.)
Πνεύματα ζωτικά κι εξυψωμένα
και προ παντός στο χρήμα φειδωλοί,
πλουτίσαν για της φτώχειας το χατήρι
κι ωφέλησαν τον τόπο μας πολύ.
Γι αυτό, σαν που απαιτεί δα κι η επιστήμη,
χτίσαν στεριές κι ευάερες φυλακές
-το πνεύμα και το χρήμα είναι υπερούσιες
δυνάμεις υψηλές κι ευγενικές.
Τώρα πια κι ο δικαστής με δίχως τύψη,
κοιτάει του Ιησού την όψη την αιώνια,
το γράμμα και το πνεύμα του ιδιώνυμου
και σε σφαλνά εκεί μέσα λίγα χρόνια.
Τώρα οι πατέρες βγάζουν, για παράδειγμα,
τα τέκνα τους σεργιάνι κατά κει
κι εύχουνται να γενούν χρηστοί πολίτες
να χτίσουνε κι αυτά μια φυλακή.
(Από τη συλλογή Μέρες οργής, 1945)
Υπέρ αργίας
Βάζω διάφορα υλικά στην κατσαρόλα μου.
Υλιστής μέγας. Ω! δεν ήρθα μάταια στη ζωή.
Έχω απορίες. Διαβάζω βιβλία.
Και σένα συμπονώ αιωνιότητα που δε θα μ’ έχεις.
Και σας λυπάμαι μαθητές του μέλλοντος,
ερωτικά λαγωνικά
που δεν θα έχετε για δάσκαλο τον ποιητή
που έκλασε στα μούτρα το Ισλάμ και τη χριστιανοσύνη
και τάισε το Βούδα χοιρινό.
Ω! υπέρ αργίας πάντα εργάστηκα.
Με κόπο να εξασφαλίσω λίγη τεμπελιά για σας.
Να βουλιάξουν οι αράδες μου σαν βιτριόλι
στη μουτσούνα της πενθήμερης σκλαβιάς σας.
Να ταυτιστείτε λίγο με το ρυθμό του ανυπάκουου φαλλού.
Να βρείτε τρύπα έτοιμη
να ξεστομίσει σφυροκόπημα ανελέητο.
Υπέρ αργίας και υπέρ γαμήσεως.
Πάντα την Κυριακή και πάντα εν αιθρία.
Μέλλον μελό
Ω μέλλον λαμπρό, σαν πορτοκάλι
όλο χυμούς. Μέλλον στα γραπτά
και στα περιβόλια. Μέλλον που σε
κυνηγούν οι αρχές μα σε προστατεύει
ο αγέρας. Ο αγέρας, της χώρα μου
ο αρχιμάστορας. Ο γλύπτης σου
νευρωτική θηλυκιά ποίηση του μέλλοντος.
Ο ευεργέτης σου ψυχούλα
που κλείνεις τον εγωισμό σου στο σύμπαν.
Πότε τρυφερός δράκος και πότε ανώμαλος λογοτέχνης.
Πότε γλίσχρος αιμοβόρος χωροφύλακας
και πότε γυρολόγος πωλητής αρωμάτων.
Μέλλον μελό και μέλλον της Αγάπης.
Μέλλον από χαλάσματα άστρων και κορμιά σερβιτόρων.
Μέλλον κοριτσιού που ξεχάστηκε πίσω από θάμνους.
Μέλλον του θεού που έφτασαν στ’ αυτιά του
όλοι οι θρήνοι των αδέσποτων σκύλων.
Μέλλον παλαιό νεκρό που έγινες παρελθόν
σαν την εφηβική ελπίδα τόσων γέρων.
Ω μέλλον λυσσάω όταν σκέφτομαι
τα σκουλήκια που θα με γευτούν.
Την τόσο ζηλότυπα φυλαγμένη σου εκδίκηση.
Η χώρα μου
Οι σκόρπιες σκέψεις και τα χάδια σου
και πάντα γύρω αυτός ο παλαβός κόσμος.
Ένα καρναβάλι στο δάσος του κακού.
Ένα αιώνιο πηχτό φως σαν τρέλα
στις ανθρώπινες καρδιές.
Μαγειρική αισιόδοξη για να ταΐσει το βάρβαρο κόσμο.
Όμορφη έρημη χώρα, σαν σπυρί στον κώλο του ορίζοντα.
Με το ηλιοβασίλεμα που ραγίζει καρδιές
και ζαλίζει τους ξένους.
Με τους ζορμπάδες στη δυστυχία τους
να κυκλοφορούν χαράματα στην Αθήνα.
Μοναχικοί, φορτωμένοι καρκίνους
με ορθωμένο τον αρχαιοελληνικό τους φαλλό.
Σουβενίρ για εξπρεσιονιστές αθάνατους γέρους.
Πρίαποι μαγαρισμένοι απ’ το νέφος.
Κρεμάστρες για κομποσκοίνια.
Παρακμή κάτω απ’ τους τσίγκους στη μέση του ήλιου.
Χώρα κυρτή που βγάζει στα υπόγεια ηλεκτρικά μυστήρια.
Χώρα που βγάζει στα δαγκωμένα φιλιά. Και
στα όμορφα ποιητικά της μπούτια
καθώς σηκώνει τα φουστάνια
για να περιθάλψει τις πεθαμένες ψυχές.
Ανοιξιάτικο απόγευμα
Τώρα έχω αυτές τις όμορφες μέρες.
Ένα στόμα μπουκωμένο λουλούδια.
Έχω ένα λιβάδι όμορφο σαν γυναίκα.
Ένα σπίτι ένα σύννεφο ένα λόφο.
Τώρα δεν το βάζω κάτω. Βυζάκια
χαρτογραφώ και απουσίες. Εγώ
ο άνθρωπος των βιβλίων και της Εδέμ,
που γευματίζω αυτά τα φοβερά χόρτα
των αγρών, που κοστίζουν μονάχα
τρεις συνεχόμενες βροχούλες.
Αγρυπνίας εγκώμιο
Είναι πρωί και γράφω το τελευταίο
μου ποίημα. Αυτό που δεν πρόκειται
να το διαβάσει κανείς. Αυτό που θα
μείνει απούλητο, αυτό που θα δώσω
προικιό στο γιό μου για να δολώνει
κορίτσια. Και θα γράψω στη διαθήκη
μου, ως λαίμαργος κηδεμών, πως
υπήρξα ο Νταβέλης σου ποίηση,
ο νταραβεριστής, που άφησα
τ’ ανάσκελα τόση ανθοφορία. Τόση
φύρδην μίγδην σεμνή πορνογραφία.
Εγώ, ο ζορισμένος απ’ τα κοινά
φαλλοκράτης. Το κουμούνι της
μανίας του ερωτά σου. Εγώ ο μέθυσος
ιχθύς, που αγκίστρωσα πολλές γυμνές
υπάρξεις. Σκιαγμένες από συμβούλια
ιατρών, λοβοτομές, εκτρώσεις. Εγώ
που δημοσίευσα ισολογισμούς
υγράδας ανυπόληπτης. Κι έγινα
καταδότης ποσοστώσεων λαγνείας.
Γραφομανής τσακισμένος που
κατευνάζω νυχτέρια. Σόλοικα
αφήνοντας πίσω, εγκώμια θηλυκών
που δε γνώρισα.
Είναι πρωί και
γράφω το τελευταίο μου ποίημα.
Πάντα πρωί γράφω το τελευταίο
μου ποίημα. Δολοφονώ εν ψυχρώ
τον κερδώο Ερμή και παριστάνω
τον λόγιο. Πνέω τα λοίσθια
του οργασμού άλλων. Της αγρυπνίας
μου ο υποτροπιάζων ερωτισμός
ευδοκιμεί την αυγούλα. Πάντα
πρωί πυροδοτώ τη μνήμη
γράφοντας το τελευταίο μου
ποίημα. Όπως τυλίγει ο μελλοθάνατος
σε μιαν εφημερίδα, τα τιμαλφή
της μοναξιάς, για να τα δώσει
στους οικείους ο δεσμοφύλακας
Καιρός.