ΩΔΗ ΣΤΑ ΠΑΡΚΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ

Girl_on_the_Bus_by_ChristianoDiangelo

Ήμασταν κι οι δύο έτοιμοι για έρωτα
καθώς για ώρα μ’ άγγιζε μες στο λεωφορείο.
Χάιδευα με τα χέρια μου τη φούστα της
το εξαίσιο λινό που άναβε το δέρμα
κι ένοιωθα με τα δάχτυλα
το λαστιχένιο της κιλότας περίγραμμα
και μύριζα μασχάλη βαθιά καθώς
κρατιότανε το χέρι της από τον πήχη του αστικού
εκλιπαρώντας οργασμό το χνώτο του κορμιού.
Και κατεβήκαμε εκεί σε μιαν άγνωστη στάση
με λύσσα και οι δυο πατώντας το κουμπί.
Τρέχοντας με τα τέλεια αρματωμένα μας κορμιά
στην αγκαλιά του πάρκου να χωθούμε.
Αρχίζοντας συνομιλίες τρυφερές, με κείνες
τις γλυκές σιωπές του έρωτα.
Κι όπως η καύλα μας χτυπούσε στα μελίγγια
κι οι γλώσσες μας αχόρταγα ζευγάρωναν
άγρια έσκισα εγώ τη μουσκεμένη της κιλότα
αφήνοντας σημάδια με το λάστιχο στο αφηνιασμένο της κορμί.
Κι έσταζε ο ιδρώτας στα γυμνωμένα μπούτια
κι ένοιωσα το σάλιο απ’ το φιλί της μεσ’ τα αυτιά μου
να το στεγνώνει ο άνεμος.
Κι ένοιωσα το λαχάνιασμα και το ζεστό της κόρφο
της μήτρας το λαμπάδιασμα
τα υπέροχα ζεματιστά της χείλη να μου γλείφουν το φαλλό.
Κι εκεί πάνω στην ένδοξη διχάλα
τίναξα τους σπόρους μου.
Κι ήταν αυτό το χύσιμο ανάμεσα στα μπούτια
μια στιγμή αιωνιότητας
καθώς δυο άγνωστοι θεοί τρωτοί και εύθραυστοι
κάτω απ’ τη μυρουδιά των πεύκων και των χόρτων.
Τριγυρισμένοι από μερμήγκια θεατές.
Κι ήτανε μια μεταλαβιά των πάρκων
μια λειτουργία για τα κρησφύγετα των εραστών
τις γιάφκες τις ευλογημένες του έρωτα.
Αυτές που κρύβουν μέσα τους
σπέρματα και προφυλακτικά
κι άλλα της ηδονής απομεινάρια ένδοξα
όπως αυτή την ταπεινή κιλότα
που ξέσκισα με δύναμη.
Όπως αυτά τα άγια εσώρουχα
των εραστών τα τρόπαια
της λιτανείας κοριτσιών το λάγνο αεράκι.

Διόνυσε, η μέρα μου περνά!

d1

Διόνυσε, η μέρα μου περνά!
Περνά σαν αστραπή
και πριν γυρίσω το κεφάλι μου νυχτώνει.
Αλίμονο Διόνυσε, είμαστε φουσκωμένα ασκιά.
Κοπανιστός αέρας.
Μέχρι κι οι μύγες, έχουνε πιότερη αξία από μας.
Κι υπάρχουν θηλυκά που τσιγκουνεύονται τα υγρά τους
στη μια και μοναδική ζωή. Κι υπάρχουν άνθρωποι
που ψάχνουν με τη γλώσσα, την ευτυχία στα σκατά.
Βάκχε μαινόμενε και
Βάκχε μεθυσμένε, κράτα γερά
Διόνυσε, διονυσιάσου ελεύθερα. Κάτω
απ’ τον έναστρο ουρανό που μας αλέθει σαν μυλόπετρα.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΡΩΝ

ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ ΣΤΙΣ 7 ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΒΟΛΑΝΑΚΗ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ (ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ 11)

Ο ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΤΣΩΝΗΣ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ
ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΡΩΝ

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΣΕΙΡΑΣ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ, ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΑΣ

mousiki

Στις τέσσερις το πρωί

cal

Ακούω στο ταβάνι μου τους αρουραίους να μαλώνουν με το φίδι.
Κι εγώ, δεν ξέρεις πόσο βιάζομαι να προλάβω τη ζωή.
Να φτιάξω καφέ. Να ευνοηθώ απ’ την τύχη.
Να κρατήσω σημειώσεις για τον πρόσκαιρο έρωτά μου.
Να γελάσω με το ζόρι και να δαγκώσω τη σάρκα μου
σαν μαθητής που σκυλοβαριέται. Και σκέφτομαι πολλά
εδώ στο μακρινό μου άστρο. Ανοίγω το παράθυρο
και εισπνέω πολύχρωμη νυχτερινή ύλη γυναικών από μακριά.
Μυρίζω στοργικά τον ασφόδελο της φιλενάδας μου.
Αυτής που με θέλγει και με σκέφτεται. Αυτής
που ψάχνει να μπει στον παράδεισο με το δάχτυλο.
Να εξανθρωπίσει την ύλη των ονείρων.
Να χύσει ανελέητα και ν’ αποκοιμηθεί.

Ακούω στο ταβάνι μου τους αρουραίους να μαλώνουν με το φίδι.
Στις τέσσερις το πρωί.
Ξαγρυπνώ και γράφω για όλα αυτά και για άλλα.
Γράφω για τον παγκόσμιο πόλεμο της νύχτας στο ταβάνι μου.
Για τα ερπετά ανάμεσα στον ουρανό και τη γη.
Τους συμπολίτες μου που δαγκώνουν.
Γράφω το ποίημα και το αφήνω έξω απ’ την πόρτα την αυγή.
Ένα πιατάκι γάλα να το πιούνε τα φίδια του αγρού να ημερέψουν.

Δέντρα

oneiropolos

Δεν ξέρω αν το ποίημα πρέπει
να περιέχει ένα σώμα γυμνό που
καμαρώνει στον ήλιο ή σάρκες
βράχων χυμένες στα αραχναία
δίχτυα της θαλάσσης ή αν πρέπει
να ετυμολογεί σκαιώς ερωτόλογα
κάλπικα και σχισμές καθρεφτισμένες
στο υπερπέραν. Δεν ξέρω και
ματαίως αναρωτιέμαι σαν χαδιάρα
γατούλα που ζητά φαγάκι αναγνώρισης
από σένα τρυφερέ αναγνώστη της
ποιήσεως. Και φεγγαράκι στο δέρμα
προσδοκώντας. Για τρυφερότητα
φτιαχτή. Λοξά πάντα κοιτάζοντας
δέντρα απ’ το παράθυρο. Παιδιόθεν
ονειροπόλος καβαλημένος αλλά με
στεντόρειο πάθος για τα κοινά. Και
ευαισθησία σαν έκζεμα.

Νυφούλα

panama

Μεσημεράκι πάνοπλο στα μάγουλα
επάνω της ωραίας. Και στη διχάλα
ο ιδρώτας κι ο χαμός. Οι αυλικοί
αλαλιασμένοι στα καπούλια της.
Θεριά συλλαβίζουν του θανάτου
το δαίμονα. Την πηγή του κακού.
Τις ιστοσελίδες με τις λοιδορίες.
Τη λύση του μυστηρίου της Πίζας.
Την αιώνια μειοψηφία που
ματαιοπονεί κι όλο λευκά χαρτιά
ως το πρωί και ως το άλλο πρωί
συμπληρώνει. Κι όλο ανισόρροπα
βιβλία συσσωρεύει στις δανειστικές
βιβλιοθήκες των ψυχών.

Γλείψτε τους καμπινέδες του υπουργείου οικονομικών κι ύστερα ελάτε να φάτε ξύλο

as1

Ο χωροφύλακας είναι εδώ. Είναι ο γείτονας εργαζόμενος. Το πιο σπουδαίο κομμάτι του εαυτού του διαθέτει φασιστικό νου, για να κάνει τα αθροίσματα κάθε επίβουλης εντολής στα πεδία των μαχών. Και το πεδίο μάχης είναι η γειτονιά που μεγάλωσε. Εκεί στους δρόμους που κάνει τη βόλτα του ως πολίτης, αλλάζει δέρμα κάποια πρωινά και κάποιες νύχτες και με λύσσα μετρημένη γαμάει και δέρνει. Έχει όλα τα αξεσουάρ μυρουδιάς θανάτου εντός της οικίας του. Από σιδερογροθιές και κλομπ μέχρι το Αγών μου, που βρίθει από εθνικοσοσιαλιστικά μουστακάκια που θέλουν να κάνουν σκόνη το διαφορετικό.

Ο χωροφύλακας αυτός που κατουρά έξω απ’ τη λεκάνη και εκσφενδονίζει την κουράδα του στα πλακάκια απαιτεί από κάποιο υπόδουλο ον να του καθαρίσει τα σκατά και να του σκουπίσει τον κώλο. Ο χωροφύλακας αυτός που είναι η προέκταση του μέσου όρου, εκπροσωπεί την κτηνώδη εγωπαθή μεγαλοσύνη, που καλλιεργεί ο γόης καπιταλισμός στον λεγόμενο απλό πολίτη. Σ’ αυτόν τον πολίτη που κάνει ιδεολόγημα τη χυδαιότητά του. Σ’ αυτόν τον πολίτη που απαιτεί απ’ την καθαρίστρια να του μαζέψει τις βρωμιές. Να του μαζέψει τα σκουπίδια.

Άραγε τα σκουπίδια προκύπτουν από μόνα τους; Μήπως εμείς που αποφεύγουμε να μαζέψουμε τα σκουπίδια μας και να καθαρίσουμε σωστά τα σκατούλια μας απ’ τη χέστρα, επιβάλουμε την κυριαρχία μας σε υπάρξεις, που, από ανάγκη θα πολεμήσουν με τα κόπρανα και τα απορρίμματα της βρωμερής καταναλωτικής μας ύπαρξης για να επιβιώσουν; Μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε κάποτε πως αυτό το ατιμωτικό-λεγόμενο-επάγγελμα, θα πρέπει δια ροπάλου και σιδερογροθιάς να καταργηθεί; Μήπως θα πρέπει περιοδικά και αενάως όλοι οι πολίτες να μαζεύουν τα σκατά τους;

Μήπως, ο πολύς κύριος δικηγόρος και ο ακόμα πιο πολύς κύριος καθηγητής πρέπει μια φορά το μήνα να κλαρώνουν πίσω απ’ τη σκουπιδιάρα μαζεύοντας τα σκουπίδια τους απ’ το δρόμο; Λέω και σκέφτομαι, μήπως γίνουμε καλλίτεροι άνθρωποι αν πάψουμε να θεωρούμε κάποιους ανθρώπους ικανούς μόνο και μόνο να μαζεύουν τα σκατά μας.

Λέω και σκέφτομαι μήπως αυτό το κτήνος που χτυπά με σιδερογροθιά στο κεφάλι τη γυναίκα που τού μαζεύει τα σκατά, είναι ένα μικρό κομματάκι του εαυτού μας που με τους αιματηρούς φόρους και τις θυσίες επιδοτεί την καταστολή; Μήπως αλήθεια αυτή η σιδερογροθιά κι αυτή η στολή κι αυτό το κράνος δεν έγιναν απ’ τα χέρια ενός εργάτη που κάποια στιγμή θα τα φάει στη μάπα; Μήπως όλα αυτά είναι παράγωγα ενός ακραίου συστήματος επιβολής του δίκιου του ισχυρού; Μήπως όλες αυτές οι παλιομοδίτικες απορίες οδηγούν αναπόφευκτα και μοιραία στη σύγκρουση; Μήπως απ’ τη μια μεριά οχυρώνεται η αξιοπρέπεια άοπλη κι απ’ την άλλη ταμπουρώνεται η κακοήθεια οπλισμένη; Για να επιβάλεις οτιδήποτε σε οποιονδήποτε χρειάζεσαι χωροφύλακα.

Ο χωροφύλακας είναι η βέργα στα χέρια του κράτους. Μια βέργα όμως που μπορεί να έρθει σε οργασμό, να τεκνοποιήσει, να ερεθιστεί, να κάνει βουτιές, ψαροτούφεκο, να καθαρίζει φασολάκια, να γράψει ποιήματα, να ψάλει στον ιερό άγιο Παντελεήμονα. Ο χωροφύλακας είναι παράγωγο της κοινωνικής οργάνωσης. Δεν μεταβιβάζει το μήνυμα της εξουσίας αλλά υποβιβάζει ηθικά το υποκείμενο ώστε να συμφιλιωθεί με το μήνυμα. Είναι ο άνθρωπος που θα δεχτεί από καθήκον να τσακίσει στο ξύλο κάποιον άγνωστο και κάποιον που θα παραμείνει διαπαντός άγνωστος γι’ αυτόν. Είναι ο άνθρωπος που θα πρέπει να διαθέτει τον κατάλληλο ψυχισμό.

Είναι ο τύπος που θα πρέπει να του σηκώνεται όταν κλοτσάει ένα ανυπεράσπιστο ον και θα πρέπει να φτιάχνεται απ’ τη μυρουδιά του φόβου, του ιδρώτα και του αίματος. Είναι αυτός που θα πρέπει να εκπαιδευτεί με τον ίδιο τρόπο και να λειτουργήσει ως μεσολαβητής ενός ακραίου σαδισμού. Που θα πρέπει να φυτέψει μέσα στο καλό και υπάκουο παιδί τη συνθήκη που λέει, πως, έχω δύναμη και εξουσία γιατί είμαι η προέκταση της δύναμης και της εξουσίας του δυνατού. Άρα δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αφού είμαι προέκταση της δύναμης.

Ο χωροφύλακας όμως είναι ένας ρομαντικός χάνος ανάμεσα σε παγωμένα συντρίμμια. Κάνει αυτό που κάνει γιατί πιστεύει πως κάνει το καλό. Ο χωροφύλακας είναι δέσμιος της αντίφασης που θέλει να καλυτερέψει τον κόσμο με τη βία. Όχι όμως μια βία δικιά του αλλά μια βία αλλότρια. Μια βία συμφερόντων που τον διαχειρίζονται δουλικά και σκυλίσια. Μια βία ορθολογικά συγκερασμένη με τη νεύρωσή του.

Ο χωροφύλακας αντιμετωπίζει τη ζωή με τον ηθικό δυισμό που του έχει επιβάλει το κράτος-εργοδότης. Με τη μητρική στοργή του επιτελάρχη. Με το χάιδεμα του ανωτέρου και το κόκκαλο της μισθωτής του σκλαβιάς. Ο χωροφύλακας δεν είναι ένας εργαζόμενος, αλλά ένας που επιβάλει την εργασία στους άλλους, με τους όρους που καθορίζει χωροχρονικά ο εργοδότης.

Ο χωροφύλακας βρίσκεται συνεχώς υπό καθεστώς τελετουργικής χειραγώγησης, σημαδεμένης με στερεότυπα και τελετουργικά στοιχεία. Είναι το αυτιστικό παιδί που παρατηρεί τα χέρια και τα πόδια του να κινούνται από άλλους. Είναι ο ήρωας που συμμετέχει στις μεγάλες αφηγήσεις του κεφαλαίου. Είναι ο παράφρων που έχει προσβληθεί από μηρυκασμό και επιβάλει την τάξη με όλη την ευφράδεια βίας που διαθέτει.

Ο χωροφύλακας είναι σπαρμένος σε όλους τους μηχανισμούς του κράτους. Είναι δάσκαλος, εφοριακός, γιατρός, υπάλληλος του δημαρχείου, είναι ο ταχυδρόμος, ο θυροκολλητής, ο παπάς και ο διάκος. Όπου δεν πίπτει ράβδος πίπτει πνεύμα. Με τη σέσουλα.

aw3

Brazil

brazil

Αυτός ο απελπισμένος σατανάς με το φινιρισμένο πάθος και τη φίλαθλη διάθεση είναι το τσοπανόσκυλο που σμιλεύει την εικόνα του μέλλοντος. Έχει ένα αναγεννησιακό συναίσθημα υποτέλειας και μια κάποια αδιαφορία για τη σφαίρα του πλούτου και της φτώχειας. Το ανθρωπόμορφο γουρούνι που καταναλώνει μπύρα και γκολάκια μέσα στα δεινά της ερημωμένης υπαίθρου δεν υποψιάζεται πως θα έρθει και η σειρά του στη ρωμαϊκή αρένα των αγορών. Δεν βλέπει πως είναι και ο ίδιος εμπόρευμα και εμποράκος. Πουλάει και αγοράζει τον εαυτό του. Κλειδωμένος σε απόψεις με καρφιά. Ρατσιστής με όση ορμή του προσφέρει η εξωφρενική ιδιωτία του. Δημοκράτης με όση ισοπεδωτική υποκρισία του ενσταλάζει ο πολιτικός υπάλληλος της ανθοφορούσας κυρίαρχης τάξης. Αυτός που με τυφλή υπακοή γκρινιάζει και επαναλαμβάνει βλακωδώς την πούστικη άποψη περί κρίσης αξιών και άλλων μελίρρυτων μυθευμάτων. Λες και οι αξίες χαθήκαν ξαφνικά μια βροχερή νύχτα. Λες και η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η ιστορία του πολέμου και της σφαγής. Λες και παραστράτησε ξαφνικά απ’ το δρόμο του θεού η αθώα ανθρώπινη κωλοτρυπίδα. Οι άνθρωποι που μιλάνε για αξίες ξεκάνουν αυτή τη στιγμή άχρηστους πληθυσμούς. Απ’ τις φαβέλες του Ρίο ως τα πεδία των χημικών της Συρίας κι απ’ τους ματωμένους δρόμους της Ουκρανίας ως τα αποκεφαλισμένα λιοστάσια της Παλαιστίνης, άνθρωποι των αξιών και άνθρωποι της προόδου πατάνε τα κουμπιά και βγάζουν λόγους. Με την αμέριστη συμπαράσταση μιας μεσαίας βουλιμικής τάξης που καταβροχθίζει μουχλιασμένο άρτο και σκατένια θεάματα χωρίς να ρωτά και χωρίς να σκέφτεται. Έτοιμη μασημένη τροφή. Το αποκορύφωμα του μικροαστικού κυνισμού που αδυνατεί να απελευθερωθεί απ’ τον απελευθερωτή του. Ένας ακραίος οικονομισμός, μια ψευδοφύση με την ανθρώπινη εργασία να σμιλεύει το μνημείο της πάνω στις στάχτες και τα ερείπια της ιστορίας. Με τη νεκρή εργασία να βρικολακιάζει ρουφώντας το αίμα της ζωντανής εργασίας. Με το γήπεδο εμπροσθοφυλακή του καπιταλισμού και τις δυνατές φάσεις γρανάζια και ιμάντες που περιστρέφουν τη μαγαρισμένη σεξουαλικότητα των ανδρών. Τους φιλάθλους που περιμένουν τη διείσδυση. Τα κέρδη απ’ το στοίχημα και τα κέρδη απ’ τα σακατεμένα ποδάρια των ποδοσφαιριστών που έφυγαν απ’ τις εξωτικές τους αλάνες παίζοντας μπάλα-παιχνίδι και όχι θέαμα για τους μεσόκοπους αρουραίους των αναπτυγμένων χωρών.

Ο Θεοχάρης και η Θεία Χάρις

o ueoxariw

Την ώρα που η ελληνική επικράτεια βυθιζόταν στο πένθος, διότι τα άτιμα συμφέροντα καρατομούσαν τον αδιάφθορο φοροεισπράκτορα και πουτσαρά Θεοχάρη, η Ντέμπορα Ντε Ρομπέρτις, καλλιτέχνης απ’ το Λουξεμβούργο, έδειχνε το μουνί της στους επισκέπτες του μουσείου Ορσέ, όπου βρίσκεται ο πίνακας του Γκυστάβ Κουρμπέ, Η προέλευση του κόσμου. Φορώντας ένα χρυσό φόρεμα, κάθισε στο πάτωμα και φανέρωσε στους πιστούς φιλότεχνους την προέλευση του κόσμου. Έδειξε τη σάρκα, τη σχισμή και τις τρίχες του μοντέλου. Φανέρωσε μπροστά στον καλυμμένο καπιταλιστικό σεξισμό, αυτό που η αλήθεια της γύμνιας της δεν μπορεί να κρύψει. Αυτό που οι προτεστάντες της οικονομίας το μοσχοπουλάνε, αφού πρώτα το καλλωπίσουν με τα νυστέρια τους. Αφού το κλαδέψουν με θεοκρατική προσήλωση και το λιντσάρουν με ισλαμική εμμονή. Μέσα στη βαθειά παρακμή και την κατάρρευση, η γυναίκα αντιμετωπίζεται με βιβλική αυτοταπείνωση και μαζοχισμό. Η κινητήριος δύναμη όλων των παραδείσων γίνεται μανταρίστρα ευνουχισμένων αρσενικών στην κόλαση του νέου εργασιακού μεσαίωνα. Γίνεται μηχανή που κόβει κρέας για τα πεδία των μαχών της ανάπτυξης. Της Ευρώπης των λαών που πολτοποίησε ο τραπεζίτης για να μπορεί να ελέγχει τη μελλοντική χασούρα. Μέσα στα εργαστήρια των κρίσεων ο πρώτος που μαχαιρώνεται και σφάζεται είναι ο κουμουνιστής Έρως. Ο επικίνδυνος οπαδός της ελευθερίας. Αυτός που δεν δολοφονεί παιδιά στις φαβέλες για να απολαύσουν ανενόχλητοι οι διεφθαρμένοι μικροαστοί της δύσης κρύα μπύρα και μουντιάλ. Αυτός, ο αληθινός έρωτας για ζωή και ποίηση που βάζει μπουρλότο στα καθεστώτα. Αυτός ο Έρωτας που δεν έχει αρβύλες και ράσα και ψυχοφάρμακα. Αυτός ο Έρως-Ήλιος που όταν μιλά τα σκοτάδια σιωπούν. Ω πιστοί, όλων των θρησκειών κι όλων των μαγαρισμένων εθνών, δείτε σε ζωντανή μετάδοση την προέλευση του κόσμου. Δείτε τη μεγάλη έκρηξη μέσα στη μήτρα και νιώστε αυτό το σφυροκόπημα του φαλλού-δημιουργού. Μην ψάχνετε θεούς και δαίμονες. Η θεία χάρις βρίσκεται μέσα στο μουνί της γυναίκας. Κι εσείς δυστυχισμένοι ραχιτικοί επιστήμονες που εργάζεστε νυχθημερόν μέσα στο σκανδαλώδες υπερτροφικό εγώ του καπιταλιστή, μην ψάχνεται για σωματίδια του θεού και κολοβακτηρίδια της παναγίας. Γυρίστε την επιστήμη σας για να ανακουφίσετε τα δισεκατομμύρια μισοπεθαμένων υπάρξεων του πλανήτη. Γυρίστε την επιστήμη σας σε δροσερή πηγή με καθαρό νερό κι όχι στη χαβούζα της ελεύθερης αγοράς. Βάλτε το βασιλιά ήλιο κορώνα πάνω απ’ τους απάνθρωπους βωμούς. Ψηλαφήστε με τα γυμνά σας δάχτυλα, αυτή την υγρή αιωνιότητα της προέλευσης του κόσμου.

Γιατί οι κοινοί θνητοί θέλουν να πιάσουν τα βυζιά της Βασιλομήτωρος

giati

Η εποχή μας έχει αυτή την παράλογη πικρή γεύση από μουχλιασμένες παιδαγωγικές θεωρίες. Από πρόσκαιρα ψυχολογικά δράματα, σκηνοθετημένα από δραστήριους ιδιώτες χειραγωγούς. Έχει ενήλικες που παιδιαρίζουν αναζητώντας τη χαμένη τους παιδικότητα στην πορνογραφία. Χωνεμένους στα βάθη του χθόνιου βιοπορισμού. Ζαλισμένους απ’ την αστική ελευθεριότητα, που εκθέτει σε δημόσια θέα το σώμα που έγινε εμπόρευμα και την έλξη που έγινε καταναγκασμός. Αυτό το σώμα που η παρακμή το ποτίζει καυσαέριο και ο δάσκαλος συντηρητισμό. Αυτό το σώμα που όλες τις φυσιολογικές παρενέργειες των γηρατειών τις εξοβελίζει με χάπια. Αυτό το σώμα που έχει τυλίξει με επίδεσμο ο Βούδας για να μη χύνει και με την πνευματική μορφίνη της προσευχής ο Χριστός. Αυτό το σώμα που ξεπέφτει στο σφοδρό μαζοχισμό του ανταγωνισμού απ’ τα γεννοφάσκια του. Απ’ το θρανίο που λειτουργεί ως ηλεκτρική καρέκλα της παιδικής ψυχής ως τον κανιβαλικό ερωτισμό της μονογαμίας. Αυτό το σώμα που γεφυρώνει το χρόνο με το χρήμα. Που στύβεται τόσο εξαίσια και παραμορφώνεται τόσο κομψά. Αυτό το σώμα που ο καπιταλιστής του αιώνα των μηχανών το έκανε λογοτεχνία, σινεμά, τέχνη, απόγνωση. Βουβό πρεζόνι σε κάποιο οικοδομικό Μετέωρο της Αττικής. Χαροκαμένο βοσκό που πίνει εμφιαλωμένο νερό στην Πίνδο. Αρσενικό με θηλυκό μυαλό και θηλυκό σπασμένο στα δύο. Πουτάνα και νοικοκυρά. Παραδείσιο σεξουαλικό πουλί και μαδημένη κότα. Μανούλα Μήδεια νευρωτική και καπάτσα. Με τα φυλαχτά της από αρώματα καλλυντικά κρέμες και μέτρα προφύλαξης. Αυτό το σώμα που η πρόοδος το έκανε καταναλωτικό γομάρι. Και του προσφέρει μισό γραμμάριο ευχαρίστησης την ημέρα. Μισόν ήλιο σκιαγμένο και μισή ζωή ζεσταμένη σε φούρνο μικροκυμάτων. Ετοιματζίδικη κι εξαρτημένη απ’ την εξοχότητα του πληβείου ντελιβερά. Του παιδιού που μαγάρισε η υποχρεωτική εκπαίδευση με υποτέλεια. Με κομφορμισμό χωνεμένο στο ματάκι της πόρτας. Με χαρτζιλίκι βάλσαμο του δουλικού ήθους της τάξης που διάγει βίον ανθόσπαρτον και βίον σημαιοστολισμένον με αυταπάτες. Της ατάκτως ειρημένης τάξης που περιμένει μέρισμα, επίδομα και καύσιμο φτηνό για να ζεστάνει τα κουτάβια της.

Τα λεμόνια των ιμπρεσιονιστών

ta lemonia

Εναντίον μας τα αγκάθια τους
Οι ειδήμονες και οι δαίμονες
Τα τρωκτικά της τρόικα
Οι αναγνώστες των βίπερ
Εναντίον μας τα υποχείρια λόγια
Οι βαρβάτοι παλιόγεροι απ’ το παρελθόν
Εναντίον μας τα διαπεραστικά βλέμματα
Οι καρποί των γεγονότων
Οι πληγές των άλλων
Εναντίον μας τα χορτάρια
Εναντίον μας τόσο χνούδι απ’ τα έγκατα προς τον αφαλό
Εναντίον μας όλοι και όλες

Οι πρακτικοί άνθρωποι κοιμούνται νωρίς στο κλουβί τους

oi prak

Δεν πρόκειται να καταλάβουν τίποτε
όσοι διαθέτουν δόντια και κοφτερό
μυαλό και μασάνε ιδέες και σύννεφα.
Δε νιώθουν το σκυλί που γαβγίζει στον
ήλιο και τη δροσιά στο μακρύ ρύγχος
του κορμιού. Δε βλέπουν και δεν ακούν
τις ψυχούλες στα χέρια των τυφλών.
Δε γεμίζουν τα ημερολόγια μουτζούρες
και πεθαμένο παρελθόν. Δε χαρίζουν
στον τρελό του χωριού ούτε μια δεύτερη
ζωή. Δεν τρώνε ζυμωτό ψωμί κι ελιές και
δεν περπατούν ξυπόλυτοι σαν τον Ταρζάν.
Δε βλέπουν όνειρα με φυλλοβόλα κορίτσια
και ποιητικές συλλογές. Δε χύνουν καν
πάνω στο στρώμα τους. Οι πρακτικοί
άνθρωποι κοιμούνται νωρίς στο κλουβί
τους. Αγοράζουν περιλαίμιο στο σκύλο
που κρύβουν μέσα τους και τυλίγουν
τον έρωτα σε μια κόλλα χαρτί. Με
υπογραφές, χαρτόσημα, ευχές. Βίον
ανθόσπαρτον. Πληγωμένο ζουλάπι.