Μνημόνια έρωτος

6

Μνημονεύω μνημόνια
έρωτος και βάζω το χέρι
μου στη σχισμένη μου
τσέπη. Αδιόρθωτος, θα
το γυρίσω πάλι στην
ποίηση, θα βάλω στο
μούσκιο την καρδούλα
σου, ερωμένη που χάθηκες
στο υπερπέραν και
παντρεύτηκες χασάπη
εργολάβο ιατρό κι άφησες
αξέσχιστο εμένα στην
υστεροφημία μου, με όση
ανεκπλήρωτη τρομάρα
αντιστοιχεί στη φωνή μου,
με όση ληθαργική έκσταση
αποκοιμίζει το νυχτοφύλακα
σπασμό. Μνημονεύω
μνημόνια έρωτος, σαν
κύκνος μπροστά στο σκιερό
καθρέφτη του θανάτου, τώρα
που ξέπεσα στις τέχνες και
τα γράμματα και το μαύρο
χιούμορ, τώρα που βλάστησα
ξέφρενη τρέλα και απαιτώ
επίδομα αλητείας απ’ το κράτος
και καύλα ασύστολη απ’ την
κυρία υπουργό του τουρισμού,
με τα φοβερά ταγιέρ και το
γαλανόλευκο ζουμάκι με τα
υπέροχα μαλλιαρικά ελληνικά,
τα ξαναμμένα υπερκόσμια
βυζάκια, που φέρνουν ξένους
στους Δελφούς και στην Πυθία.
Τα πλοία της γραμμής που μετα-
φέρουν γαλλιδούλες ώριμες στις
Κυκλάδες, που δεν καταλαβαίνουν
γρι ελληνικά, λογοτεχνία, ποίηση,
αντάρτικο. Χούντα, μεταπολίτευση,
απλήρωτη εργασία.

Παντρειά στα Όχθια

pant

Ιδού, εδώ, δημοσιεύω
το χνώτο σου. Φύση με
το φυσερό. Λύσσα τού
πρότερου έντιμου βίου
τώρα μαζεύω λεφτά για
να το σκάσουμε στον
αιώνα τον άπαντα. Τώρα
πουλάω βιβλία στα
σκοτάδια των φίλων.
Στο βαθύ λαρύγγι της
θεάς τρυπώνω. Στης
μούσας μου το κάτισχνο
κορμάκι. Με δόλο αφήνω
το φεγγαράκι λειψό και
το αστεροσκοπείο Αθηνών
στα χρέη. Ιδού, δορυφόροι
ωχροί και συγγενείς μου,
σκόρπιος, οπτικός τύπος,
καραδοκώ. Να τα βροντήξω
όλα. Νυφούλα απ’ τα Όχθια
να πάρω. Όχι Γκρέτα Γκάρμπο.
Αλλά γυμνούλα. Όχι
τσούχτρα. Αλλά εξωτικιά. Να
με κάνει φρέσκο κεραυνό ξανά
στον κρόταφό της. Στρατηγό
στο χωριό της. Να με κάνει
ξέγνοιαστο δαφνοστεφή
ποιητή στο μουνάκι της. Στο
κογκρέσο της να με κάνει
δραγουμάνο. Αγκομαχητά
να διατάζω. Κραυγές. Να
δίνω μάχες ως το κόκκαλο.
Να ρουφώ ρυθμικά το μεδούλι.
Το μέσα της όλο να στάζει
πάνω μου. Μπρούμυτα,
ανάσκελα, ζερβά. Ιδού, εδώ,
για σας δημοσιεύω το γιατρικό
για τη δύσπνοια, φιλόστοργοι
αναγνώστες. Ιδού, εδώ ο έρως.
Η παντρειά στα Όχθια.
Τα λυγισμένα πόδια.
Το στόμα. Τα φιλιά.
Τα μικροπράγματα.
Οι κρεμασμένοι τεντζερέδες
στην αυλή. Πάνω απ’ το
νεροχύτη. Εκεί στο
υπαίθριο κουζινάκι με το
αρχαίο πετρογκάζ που
περιμένει τη φωτιά για να
ταΐσει τα στομάχια της αγάπης.

Πρωινά Άνθη Ευλαβείας

aretes

Η πραγματική αρετή θέλει τον άνθρωπο χωρίς στολές και φκιασίδια. Όπως τον γέννησε η μάνα του. Η ψεύτικη αρετή που είναι αποτέλεσμα δόλου και σπουδής, θέλει τον άνθρωπο με κουστούμι, κελεμπία και αρχιερατική μήτρα. Ο ελεύθερος άνθρωπος από καταναγκασμούς και ιδεοληψίες και ωραίες μεταφυσικές αλυσίδες, είναι το έμβλημα της ευγενικής φιλίας, ενώ ο αρχιερέας και ο παπάς της μοναδικής άποψης είναι το αξιοσέβαστο τρωκτικό που ξεσχίζει ψυχούλες. Με συνοπτικές διαδικασίες ψυχικού πόνου κυριαρχεί πάνω στα ένστικτα και ξεχειλώνει με μιαν απελπισμένη ειρωνεία κι έναν σαγηνευτικό ποιητικό λόγο την διανοητική και ηθική ακεραιότητα των πιστών. Όπου υπάρχουν πιστοί φυτρώνουν ιερατικά σχήματα. Καρδούλες κάτω απ’ το ράσο και ολόλευκοι κύκνοι μαγαρισμένοι από μνησίκακη αγνότητα. Την αρετή των πιστών τη διαχειρίζεται ο μισαλλόδοξος διασκεδαστής, ο πολιτικός κατηχητής που φωσφορίζει μέσα απ’ την τηλεοπτική αδιακρισία. Αυτός που οδηγεί το κοπάδι. Ο τσοπάνος. Ο δάσκαλος. Ο προφήτης ποιητής που σαγηνεύει και λικνίζεται με τους αυλικούς του. Ο αγορασμένος διανοούμενος, ο πολιορκητής κάθε αμφιβολίας, που με το δεσποτισμό της σιγουριάς του μετατρέπει τον πιστό σε μια τραγική και εκδικητική καρικατούρα. Η κορύφωση του κοινωνικού πολέμου συσπειρώνει τους ιεροκήρυκες του κοπαδιού. Τους τελάληδες του βολέματος στη φτώχεια. Όλους τους αριστοκράτες κατασκευαστές κακομοιριάς της δεκάρας. Τους φιλόδοξους που ζουν αναπνέουν και πεθαίνουν μπροστά στον καθρέφτη τους. Παιδιά μου, εσείς είστε η γενιά του ανταγωνισμού. Τα τέκνα που μεγαλοπρεπώς θα φαγωθείτε μεταξύ σας. Εσείς που ανακυκλώνετε όλη τη σαβούρα του εκθεσά της γειτονιάς, καταπίνοντας αμάσητες όλες τις αυταπάτες, γοητευμένοι απ’ το μπριζωμένο πολιτισμό της αγέλης κι όχι απ’ τ’ άστρα. Μακελεμένοι απ’ την ασφαλή συνουσία του γιουπόρν κι όχι απ’ την αλήθεια ενός αληθινού γαμησιού. Σκασμένοι απ’ τη φιλία εξ’ αποστάσεως και την φαστφουντάδικη καύλα εξ’ Αμερικής κι όχι απ’ την επαφή και το χάιδεμα και το καθισιό σ’ έναν αγρό, στο χώμα, στα βουνά και τη θάλασσα. Νέοι εσείς, επικίνδυνοι, που σας ευνουχίζει νωρίς η μαμά-υπεραξία υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος εδώ, έτοιμος να γλυκάνει τα τρυφερά σας αιδοία. Υπάρχει ο λόγος που δεν είναι χαλκάς αλλά ταραχή. Υπάρχει αυτός που περνά ολοκληρωτικά απαρατήρητος, αλλά αφήνει μέσα στα ζεστά κορμάκια το σπόρο που θα ερεθίσει την περιέργεια και θα χορτάσει την καύλα.

Πειρασμοί

peira

Η δημιουργική γραφή είναι ας πούμε μια γυναίκα που κοιμάται, γελάει ή ψήνει καφέ. Ονειρεύεται γκόμενο και γάμο. Είναι γαμπροί πολλοί που μαζεύονται στο χείλος της γλείφοντας τη γύρη. Σούργελα που πήραν βραβείο. Μαρίκες και γιώργηδες που οδηγούν το ποίμνιό τους στον επόμενο αγρό. Εδώ έχει γέλιο παραδεισένιο. Αρκεί να διαβάσεις την πρώτη γραμμή. Ένας χαρωπός ορίζοντας από αγκαθάκια που σκάνε πάνω στη γλώσσα. Αφού δε σου βγαίνει ρε μαλάκα, κάντο χιουμοριστικό, όπως ο Πανούσης. Επινοήσεις, νεκρολογίες, ο κώστας είπε, η λίτσα έκλασε, ο μήτσος έχυσε. Μέντιουμ, χαρτορίχτρες και περιστατικά από δελτία ειδήσεων. Μεγαλόσχημοι με τριχίδια τσιγκελωτά που εξέρχονται απ’ τα ρουθούνια και πίνουν λούγκους στο Φίλιον. Παιδάκια που πήραν το χάρισμα κι ανέλαβαν εργολαβία Βιζυηνούς και Παπαδιαμάντηδες, έχοντας του Αλαφούζου την ευχή και του αφρισμένου ατλαντικού τα κύματα δει σε βιντεάκια. Που μάθαν την αλητεία παίζοντας γαλλικό σε σφαιριστήρια της Κλαυθμώνος, και σε κωλάδικα της Λένορμαν που επισκέφτηκαν με το μπαμπά. Γράφουν σα να γεννήθηκαν στο Κάνσας. Στήνουν τούβλα και νταμάρια για τους βιβλιόκαυλους, που περιστασιακά το παίζουν και σάτυροι, γλείφοντας βεβαίως το κωλαράκι κάποιας Κρεολής γραμματέως ή κάνοντας χρήση δικαιώματος σαγηνευτή. Αν αρχίσει κάτι να καίγεται κάνουν τον πυροσβέστη στο σκάι. Οι διανοούμενοι εν Ελλάδι είναι παιδιά της διαφήμισης του λουμίδη. Με λίγα ευρουδάκια γαμούν και τη μάνα τους. Κι όταν δε τους παίζουνε γίνονται αντισυστημικοί και συνασπισμός και σύριζα, αλλά όταν παίρνουν χαδάκι απ’ το συγκρότημα γίνονται πασόκ ασάλιωτο που φυλά Θερμοπύλες. Μελαγχολούν εύκολα στο ρετιρέ που τους δόθηκε και κατεβαίνουν στη Σωκράτους να μυρίσουν Σουδάν και βυζιά καλάσνικοφ και κύριο τέλει ανωμαλίαι με στραβοπατημένα ψηλοτάκουνα. Φωτογραφίζονται με πασούμια και κομπινεζόν που τους έντυνε η μανούλα, για τη φωνή της Αθήνας διαφημίζοντας μοντέρνες καύλες και συνευρέσεις δουλεμένες στα φώτοσοπ της ΚΥΠ. Είμαστε αμερικανάκια και γουστάρουμε καπιταλισμό. Ταξιδάκια κάνουμε και ιδρύματα Φορντ μας κοιμίζουν γλυκά για να γράψουμε για ρουφηγμένες κορμάρες υπαρξιακά και θανατερά σορτσάκια ασορτί με τις μοντέρνες δυστυχίες.

Ποιήματα, εγκλήματα και κολπικά υγρά

knickers-00007

Πόσοι νέοι και νέες και πόσες γραίες πλουμιστές και συνταξιούχοι κι αξιωματούχοι και λοιποί, δεν κάνανε το λάθος να πιστέψουν πως είναι προικισμένοι ποιητές! Μπορώ να πω με άκρα βεβαιότητα πως η ποίηση τους πήρε στο λαιμό τους κι αυτό διότι χαροπαλεύουν για να αρέσουν σε συγγενείς και φίλους, σε κριτικούς και κόφτες αθώου απροσδιόριστου κενού. Μόλις καταφέρανε να στήσουνε ορθό ένα στίχο χλεχλέ ή μια ιδέα ανακατώστρα και να στριμώξουν σε μια φράση κάποια λεπτεπίλεπτη χαριτωμενιά, τα μυαλά τους πήραν αμέσως αέρα και νόμισαν πως έφτασαν πια στην κορυφή του Ελικώνα. Δεν είναι λίγοι οι δικηγόροι που θέλουν να ξεκουραστούν απ’ το χαμαλίκι της δικονομίας, καταφεύγοντας στο ήσυχο άσυλο της ποίησης. Οι φιλόλογοι που σαν πλασιέ καραδοκούν για να πουλήσουν ένα κακέκτυπο ανθολογημένης αποδεκτής ποίησης λυκείου. Οι σύμβουλοι υπουργείων, οι στρατηγοί και οι δημοσιογραφικές τσουτσούνες που αλλόφρονες κάνανε την ψυχοθεραπεία τους ιδιώνυμο ήθος γραφής. Η αληθινή έμπνευση που σημαίνει αμηχανία μπροστά σε κάθε αποδεχτή ερμηνεία και σημαίνει άντε γαμηθείτε πια με τις εξηγήσεις και τα λυσάρια και τις χαρτορίχτρες νοήματος, δεν καταδέχεται πια, μάταια στολίδια και μάταιες καταθλίψεις σε μπαρ, μέγαρα και βουλεβάρτα εκδοτών. Η αληθινή έμπνευση δεν ανέχεται άλλα μεθύσια και στιχάκια σε χαρτοπετσέτες. Καταραμένους και θειάδες. Ξέκωλα ρητά και σπιτίσιο σεξισμό. Όλη η πνευματική σαβούρα της μεσαίας τάξης -που διατηρεί ακόμα κάποιο λίπος από πατρική κληρονομιά ή εφάπαξ- θησαυρίζει τους μάγκες που επινόησαν το Μπουρνάζι της λογοτεχνίας, με το κατάλληλο γλείψιμο, κάνοντας το ψώνιο ποιητή, δημιουργώντας του ακαριαία άπειρους κολπικούς οργασμούς στο άκουσμα και μόνο της λέξης ποιητής. Άπειρο πόνο και λογοτεχνικά μαλλιοτραβήγματα. Δυστυχίες και αγένειες. Συνεντεύξεις του κώλου και δασιά σκέλια.

Βαθύ

boy

Βουλιάζουν όσοι σηκώνουν
τις μεγάλες φτέρες, τα ποιητικά
νοήματα, όσοι κάνουν συνειρμούς,
όσοι αλληλογραφούν με το
υπερπέραν, όσοι χάσκουν μπροστά
σε νατοϊκούς βομβαρδισμούς.
Βουλιάζουν οι κάφροι της
συνουσίας και οι αγριόχοιροι
των εκδοτών, βουλιάζουν τα
στήθη των κοριτσιών στην
άμμο και η άμμος στην υγρή
χαβούζα της θαλάσσης, βουλιάζουν
τα σκάγια μες στο κορμάκι
του λύκου και τα δάχτυλα
μες στο χαλβά. Βουλιάζουν
οι γλώσσες στα αιδοία, βουλιάζει
ο Δημιουργός μες στην αμφίβολη
πίστη, βουλιάζουν τα χείλη στο μέλι
και τη σιωπή. Στου γιαλού τα
βοτσαλάκια βουλιάζει τόση ζωή
και τόσο πάθος. Τόσα ποιήματα
στις λάσπες και τόσες λάσπες
στα ποιήματα. Βουλιάζω στο
φρέσκο αλλοδαπό μου ποιηματάκι
κι εγώ. Άσημος μητρομανής.
Άρτι αφιχθείς εις τους κολάφους.

Ποικίλης φύσεως

kat

Αδέρφια μου λετριστές,
χίπηδες της λογοτεχνίας,
βαρεμένα στομάχια, ακούω
το τρελό γέλιο σας και τις
κρυμμένες σας πράξεις. Τη
σαπουνόπερα της φαντασίας,
τον ποιητικό βερμπαλισμό
της νεότητας. Βλέπω μυρίζω
γδύνομαι. Κόβω το στίχο
όπως και σεις. Χίλιες φορές
ατάλαντος και βάλε. Με την
πνιχτή φωνίτσα μου προτρέπω
στύσεις. Την αμνάδα έσχατη
λέξη. Ω νεκροί φίλοι, λετριστές
που σας ανακάλυψαν στα
γεράματα, εκδότες του ιστορικού
κέντρου των Αθηνών, που δεν
ξέρουν τι θα πει κωλοπετσωμένος
επαρχιώτης και τι θα πει να ζεις
σε μια σπηλιά χωρίς όφσετ,
ξεβράκωτος, ανεπάγγελτος, λαζός.
Αδέρφια μου λετριστές,
τώρα μετράω ξαπλώστρες
στον ύπνο μου, περνάω κάτω
απ’ τα χωριάτικα φουστανάκια
όπως περνά οχιά τον επιτάφιο
τώρα τρέμω απανωτά και
βαρβάτα ορθός αναστενάζω.
Καμπίσιος γκόμενος στο
μελιστάλαχτο χάσμα της κυράς.
Ω Λετριστές γαμίκουλες κάποτε,
σας νιώθω έτσι ξαμολημένους
στα ίχνη από κραγιόν και στα
ίχνη από δαγκωματιές πάνω
στα μπιμπερό της οικουμένης.
Δεν θα σας διαβάσω ποτέ. Σας
το φυλάω. Μόνο στην καλή μου
λέω πάντα, στο πλάι να γυρνάς.
Χίλιες φορές και βάλε. Πασπατευτά
να θε, λίγα απ’ τα εύχυμά μου
ελληνικά, λίγα καλωσορίσματα στο
κάτεργο του Έρωτα, πριν το
οθωμανικό μου κολατσιό.

Η Παναγία Χωρίς Χυμούς

13611617833_a131942d57_b

Ο εκκλησιασμός διαθέτει μια μεταφυσική συνωμοσία αγνότητας και μια τελετουργική ακινησία, τόσο ισχυρή, που πολτοποιεί κάθε διάθεση για δράση. Υπό την έννοια αυτή, είναι τόσο δραστικός και τόσο επιδραστικός, που ο Κύριος ημών Καπιταλιστής τον έχει οικόσιτο στο ναό της κερδοφορίας του. Υπάρχουν χωριά στα οποία δεσπόζει ο χρυσοποίκιλτος ναός με τα σκαλιστά τέμπλα και τα πλουμιστά μαλάματα, αλλά δεν υπάρχει αγροτικό ιατρείο. Υπάρχουν θαυματοποιοί, χαρτορίχτρες και καφετζούδες για να μαρκαλέψουν το απελπισμένο κουτάβι του θεού που ψάχνει απαντήσεις, αλλά δεν υπάρχει ένα δημόσιο δωμάτιο στην πόλη για να διαβάζουν οι ποιητές. Υπάρχει θρησκευτικός τουρισμός, παράγκες και πάγκοι, φορτωμένοι με όλη την πλήξη και την ανία της εικονογραφημένης υποτέλειας που θα στολίσει καθιστικά, κρεβατοκάμαρες, ιατρεία και καθρεφτάκια αυτοκινήτων, αλλά δεν υπάρχει μια υπαίθρια γκαλερί ερωτικής ύλης. Η αναπαραγωγή της Παναγίτσας και της Αγίας οικογένειας, μέσα σε φτηνά ή ακριβά πλαίσια, αντικατοπτρίζει έναν κόσμο δίχως τέχνη και δίχως χυμούς. Ο σεξουαλικός αμοραλισμός των θεωρητικών της θρησκείας θέλησε να οικοδομήσει μέσα στο ασυνείδητο τον πιστών μια παναγία μηχανή, χωρίς χυμούς και χωρίς γεννητικά όργανα. Θέλοντας αυτή την απρέπεια και χυδαιότητα απέναντι στη φύση να την θεσπίσει ως αγνότητα και αγιοσύνη. Η άρνηση δηλαδή της θηλυκής υπόστασης της γυναίκας και η μετατροπή της σε δούλας τους σπιτιού, των παιδιών και του άντρα. Το επικίνδυνο αγρίμι των αρχαίων αγρών εξαγοράστηκε με τον κάλπικο ρομαντισμό του κρίνου. Η ύπαρξή της έχει νόημα πλέον μέσω των χυμών ενός κρίνου. Οι δικοί της χυμοί ας γίνουν κυτταρίτιδα στο μυαλό ή στα μπούτια. Οι δικοί της χυμοί ας πουλιούνται εμφιαλωμένοι στο μπουρδέλο ή στο κάτεργο της καριέρας, αλλά προς θεού ποτέ δωρεάν. Ποτέ ως δώρο. Η Παναγία είναι σήμερα ένα σπουδαίο προϊόν που το καταναλώνουν οι πιστοί στο χώρο της. Στο χώρο δηλαδή που η νομενκλατούρα της εκκλησίας έχει μαρκάρει ως ιερό. Εδώ περπάτησε η παναγία, εδώ κολάτσισε, εδώ έκανε το θαύμα της. Πιστέ ιδιώτη που ποτέ δε θα ’δινες τον ένα σου χιτώνα σ’ εμένα το φτωχό, τρέξε τώρα στις ραχούλες και στα νησάκια να ασπαστείς το τζαμάκι που έχεις φυλακίσει τον έρωτα και την αιώνια γυναίκα και περιφέρεσαι κακομοίρης, ασυνάρτητος και τρελαμένος από θαύμα σε θαύμα, για ν’ αρπάξεις κι εσύ ένα ξεροκόμματο θείας φώτισης. Να βολευτείς και συ μέσα στη θεία απραξία. Να μεταλάβεις την ανήλιαγη μεγαλοφυΐα του ιεροκήρυκα που καρφιτσώνει χρυσό και σπαρταριστά χαρτονομίσματα στο δέρμα του θεού. Στο δέρμα σου.

Παραλειπόμενα Πανσελήνου

parali

Τι έχει τραβήξει η πανσέληνος δε λέγεται!

Κάτι ποιηταί που την έχουν υμνήσει απ’ τα ρετιρέ ή τα εξοχικά τους για να ’χουν τα ψώνια τον Αύγουστο λόγο ύπαρξης και να σκαρφαλώνουν στα νταμάρια για να χύνουν οι καψερές μεσόκοπες υγρά απ’ το αρρενωπό στιχάκι όταν το απαγγέλουν τσιρίζοντας.

Για να ’ρθουν κοντά χνώτα δημάρχου και νεόπλουτης πλέμπας που αδημονεί να ματσαλήσει κριτσανιστό καλαμαράκι σε χερσόνησο ψαροταβέρνας.

Για ν’ ακουστεί ο πηχυαίος πανικός για τα δεινά της κρίσης στα διαλείμματα εκεί όπου ο πλησίον σανδαλοφόρος μαγαρίζει την κοινόβια ραστώνη της μαγείας με την φλασιά της μητρικής ντοπιολαλιάς αναφωνώντας ζούμπατου του μαλακιστήρ, υπονοώντας τη δόνηση κινητού οργασμού τελευταίας γενιάς.

Εκεί που ο θεατής ως πρωταγωνιστής του δράματος αλλάζει θέση στο πέος του, εν κρυπτώ, στα σπάργανα βερμούδας που μόνταραν δωδεκάχρονα σε κάποια τριτοκοσμική, υμνώντας το αγαθό της παιδικής εργασίας.

Εκεί που το αουτάν ως χορηγός απελπισίας πασαλείβει μπράτσα βυζάκια και ευσεβείς πόθους γυαλοκοπώντας το έρμο σαρκίο ως λαμαρίνα που οι κώνωπες εργαζόμενοι αιμοπότες καλούνται να τρυπήσουν στα ελώδη πάτρια εδάφη του Παλαμά και του Μαλακάση.

Ω ναι! εκεί που κροταλίζει η διφορούμενη λέξις διείσδυσις στον κόρφο μιανής καρδερίνας τελειόφοιτης των αγκομαχητών που εν μέσω μαμάδων μπαμπάδων και αρχαιοτήτων γυροφέρνει τη ματιά της στον Κάτω κόσμο των ανδρών που δεν είναι συγγενείς της, για να’ χει η καταπακτή της μνήμη πανσελήνου και μύθο κοσκινισμένο από ορθοδοξίες.

Εκεί όπου το κίνητρο είναι ν’ ακουστεί το όνομά μου στη γειτονιά κι αφού δεν κάνω σεξ ας κάνω θέατρο. Ας φαντασιωθώ την επιδαύρια αντήχηση του φιλοθεάμονος τεκνού που θα συνδράμει με το βλέμμα του την τέχνη, αποθεώνοντας ταλέντα του αγροτικού μας νομού.

Ω ναι! αναγνώστη λάγνε σάτυρε μπανιστιρτζή εκεί, όπου ακούγεται από παραπλεύρων μαντρί βατευομένη αίγα ως υπόκρουση στην οιμωγή του οιδιπόδειου σαλού ή εκεί που παίρνεις μάτι στα κρυφά της μπαλαρίνας το βρακί ή το βυζί της Ανδρομάχης την ώρα που γαλουχεί το μελλοθάνατο βρέφος της επί σκηνής.

Ω! φιλοθεάμων κοινό καλοπροαίρετο που σου σερβίρουν τη γαρδούμπα και τα ξύγκια τους υπό την αλοιφή της πανσελήνου βραχνιασμένες δορκάδες στήνοντας σκηνικό για να περάσει πολιτευτής να σφίξει το χέρι, το ζωνάρι και τ’ αρχίδια σου.

Να νιώσεις το μεγαλείο αυτουνού που τα γλειψίματά του πιάνουνε τόπο.

Ω ναι! το έθνος τρέφεται με θεάματα. Από πορνογραφία φλού του ερασιτέχνη κολίγου που γαμεί με το λυχναράκι του κινητού ως το κήρυγμα μητροπολίτη που ’χει γραδώσει την μπάκα του κάτω απ’ τη μικροφωνική της μισαλλοδοξίας.

Αγαπητέ πιστέ την οικογένεια και τα μάτια σου, το οικόσιτο αιδοίο σου και τα ζαντολάστιχά σου, με ενδιάμεσο σταθμό το μπουτάκι ξένης κυράς στα ριζά πανσελήνου.

Ωραία μου κατάθλιψη

orea

Ωραία μου κατάθλιψη
σύγκρυο και γάργαρο
νεράκι, ισχνά στομαχάκια
μακαρονάδες με φίλους
ποτά με αγνώστους
καφενεία με εχθρούς.
H μάνα μού δένει ακόμα
τα κορδόνια. Βουβά.
Παραδομένη στην ακινησία
του ποιήματος. Στα μαύρα
μαντάτα και στα λευκά
μαντήλια της. Στην προίκα της
που τη ρούφηξαν τα μπαούλα.
Στο γιό της που έγινε ιστός
αράχνης. Λιποτάχτης.
Δακτυλοδεικτούμενος.
Ωραία μου κατάθλιψη
σε ποτίζω γάλα απ’ το βυζάκι
της μαμάς, ειδήσεις απ’ τη
μήτρα του μεγάλου καναλιού.
Σε νανουρίζω μες το ζεστό
ενυδρείο του ύπνου.
Τοποθετώ στα χείλη σου
τα χείλη μου. Ουρλιάζει
ο λύκος. Όλο το μέσα
παθιασμένο ντουφέκι.
Ωραία μου κατάθλιψη
γέμισε η αγορά τσάντες
από δέρμα αλιγάτορα.
Νοικοκυρές νεότατες με
ξυρισμένα μουνάκια.
Πλάσματα θηλαστικά
προσηλωμένα στο γοερό
μοιρολόι του φέισμπουκ.
Ωραία μου κατάθλιψη
ταγγισμένη λίπος βραστό
γύφτισσες με πυρωμένα καπούλια
λιώνουν το βούτυρο στο φιλί
κάνουν σεξ στην καρότσα
μοιράζουν στο σκοτάδι χάδια
από μακριά μαύρα μαλλιά.
Ωραία μου κατάθλιψη
φιλόστοργη, δυναμική,
κουρνιασμένη στα πόμολα
στις καρέκλες στα κομοδίνα.
Στο ζευγάρι της οδού
Ζωοδόχου πηγής, φυλακισμένο
στον έρωτά του, στο ευρύχωρο
πένθος της βεράντας, στα
καλιαρντά που αχνίζει
ο φωταγωγός, στα αχνιστά
σκατά των σκυλιών, στα
πεζοδρόμια, στις επάλξεις.
Η επανάσταση είναι κοντά,
στις αφίσες. Η αγανάκτηση,
ο πλούτος, τα υπομνήματα,
οι νέοι εκδότες που μαστουρώνουν
με θερμοκόλληση, τα σπλάχνα μου,
η λύσσα μου, το καυτό καλοκαίρι.
Ωραία μου κατάθλιψη
συναχάκι της ψυχής, εγώ
ο υλιστής σε αποκηρύσσω.
Εγώ ο λάγνος σε κατουρώ
για να φτιαχτείς. Εγώ
ο προσηλωμένος στο φεγγαράκι,
στο καθρεφτάκι του ήλιου. Εγώ
ο διακορευτής νοημάτων
ο δοκιμαστής φιλιού
ο σεσημασμένος σκαφτιάς
της γυμνούλας μου ύπαρξης.
Ωραία μου κατάθλιψη, σκύλα
των νοικοκυραίων και των γραφιάδων
συντρόφισσα των φίλων μου, γριά
ποντικίνα στα νοσοκομεία και στα
κρεματόρια του Ισραήλ, θα σου
βάζω αιωνίως δηλητήριο στο φαί
εγώ, ο εκφυλισμένος αγρότης των
λέξεων, η ποιητική μηχανή του
μέλλοντος. Θα σε ταΐζω μέχρι
να πεθάνεις μέλι και ζυμωτό
ψωμί και υπέροχες ελιές
ξιδάτες της μαμάς.

Βροχούλα

brox

Έπιασε βροχούλα
απ’ αυτές τις έτοιμες
σαν βούρκωμα. Κι
εσύ ταξιδεύεις με το
λεωφορείο για το σημείο
μηδέν. Με τη χάρτινη
βεντάλια σου κοιμισμένη
πάνω στα δάχτυλα και
τις ζωγραφισμένες
γοργόνες να δίνουν τη
σκυτάλη της συνουσίας
σε αναμνήσεις, επίγεια
δρομολόγια, έρωτες εξ
αναβολής. Σε καντίνες
πενιχρών ενατενίσεων
εν μέσω εθνικής οδού
ελκυστικής και πανώριας.
Με γκαζόζες και ξέφρενα
βλέμματα στο πουθενά.
Αφήνοντας σε πλαστικές
καρέκλες βιαστικά, νιφάδες
έρωτος απ’ το χθεσινο-
βραδινό σου γαμήσι. Ψυχή τε
και σώματι σε παρακολουθώ
σε βασανίζω σαν ψύλλος
κάτω απ’ το δέρμα. Κι εσύ
με κουβαλάς στην επαρχία
με τα τάπερ της μαμάς.
Στο ανελέητο τεί της απουσίας.

Ωδή στον Αύγουστο

ont

Αύριο πάλι ή του χρόνου
θα γνωρίσω μια ρακένδυτη
από έρωτα, σαν εσένα.
Μια γόησσα ατέλειωτη σε κάποιο
φεριμπόουτ για τις Κυκλάδες.
Πηγαίνοντας στην άγονη γραμμή
και στα δροσερά βραχάκια της
αγάπης για βουτιές, με φρέσκες
ορδές ποιημάτων στα σκέλια
με δυο ντομάτες ελιές και ψωμί.
Χωρίς το αποτρόπαιο παραβάν
χωρίς το δηλητήριο της ντροπής
χωρίς φύλλα συκής, βέρες και
στέφανα, τιμητικές περγαμηνές
υποταγής, χωρίς βιομηχανίες
όπλων, λογισμικά θανάτου
παπάδες που κάνουν κλύσμα
στους πιστούς τη θεία φώτιση.
Αύριο πάλι ή του χρόνου εγώ
ο ερασιτέχνης εραστής θα σε βρω
και θα σε σπείρω. Θα οργώσω
το χωραφάκι σου με γλυκόλογα.
Θα ξεχορταριάσω τη μνήμη σου.
θα σε γιατρέψω από δαγκώματα
φιδιών, φίλων, συζύγων, συγγενών.
Θα κάνω την καρδούλα σου λιώμα.
Θα σε βγάλω στο κουρμπέτι
της φύσης. Στη φλούδα της αμμουδιάς.
Σε μια Κίμωλο απείραχτη λευκή
πολύτροπη. Με σαύρες γύρω
στις σχισμές. Στ’ αρχαία αλώνια.
Στους τροχούς της αυτόματης
γραφής και της αυτόματης καύλας.
Στα καθρεφτάκια του ήλιου της
άπατης θάλασσας. Στο γυμνό
ερχομό της χαράς. Στο λιοπύρι
των διαβόλων. Στο χωραφάκι
δίπλα με το τριφύλλι και τα ιερά
κόπρανα των γαϊδουριών. Με όλη
την ιερή μανία της ζωής. Με όλα
τα δάχτυλα και τις γλώσσες.
Θεϊκά τέρατα της συνουσίας.
Όλο γέλια σάλια μύξες αίμα
δάκρυα βογγητά ρόγχο ζωής
και θανάτου εις σάρκαν μια.

Ο ποιητής και ο εραστής στα χρόνια της χολέρας

2011-DixInMemoryoftheGloriousTime

Θα μπορούσα να βάλω προμετωπίδα σε όλα τα αγαπημένα μου βιβλία, τη φράση του Αριστοτέλη, που λέει πως, δυο είναι οι υπέρτατες ηδονές, της ερωτικής πράξης και του στοχάζεσθαι. Και συμπληρώνω πως, Έρωτας χωρίς στοχασμό είναι δυστυχία καλλωπισμένη με χύσιμο και Στοχασμός χωρίς έρωτα είναι παντοδύναμος φασισμός. Βεβαίως όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους καταναλωτές της εμπορικής πορνογραφίας και της γραπτής σαβούρας.

Όπως ο ποιητής που ξεκολιάζετε να φιλοσοφεί σεμνά και να ερωτογραφεί σαν την κυρία Ντορεμί που κρυφοκαυλώνει με το Σήφη, έτσι κι ο εραστής βολεύεται στο κοινωνικό πλαίσιο του παπά και του μπακάλη. Και μια ολόκληρη κοινωνία έχει ως δυνάστες αυτούς τους δυο αφοπλισμένους επαναστάτες.

Όταν η νεότητα γίνεται ναρκωμένος φαλλός που πληκτρολογεί στα τυφλά, ερωτικά μηνύματα στο υπερπέραν, και ο ποιητής νάρκισσος βαψομαλλιάς, που η αγωνία του είναι τα λάικ, τότε κανέναν στρατιώτη και κανένα καθεστώς δεν μπορείς να εμποδίσεις να σφάζει παιδιά, γυναίκες, αμάχους.

Καμία αίσθηση για το φρικιαστικό νατουραλισμό της είδησης. Για την απροκάλυπτα ξεδιάντροπη αισχρότητα της εικόνας. Τα σπλάχνα ενός παιδιού χυμένα στο πεζοδρόμιο είναι συμπλήρωμα μιας γκολάρας ή μιας γαμάτης παράστασης στην Επίδαυρο. Η αναπηρία των θυμάτων πολέμου, η πείνα, η εξαθλίωση, οι αρρώστιες είναι το σημείο G αργόσχολων πλούσιων κυριών και φιλανθρωπικών οργανώσεων.

Όταν η ακαδημία και το εμπορικό κύκλωμα ελέγχουν τους ποιητές και τους εραστές κανένας λόγος δεν τρυπάει τα κορμάκια και κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα. Μονάχα ο νεωτερικός αχταρμάς του καπιταλιστή και η τρέντι κατανυκτική αμεριμνησία του καταναλωτή που βγαίνει να ψωνιστεί την Κυριακή με ένα ευρώ. Μονάχα οι ψυχίατροι, τα ψυχοφάρμακα, οι ψυχολόγοι, οι σύμβουλοι έχουν εξουσία πάνω στη σάρκα. Οι εκπομπές μαγειρικής και το γιουπόρν. Οι αμερικάνικες αστυνομικές σειρές με τις αστραφτερές αντεριές.

Το πέρασμα απ’ την αρχαία ελληνική ύπαιθρο του σκώμματος στην Ρωμαϊκή αρένα των αγορών. Εκεί που ο δυνατός μονομάχος Κύριος ημών καπιταλιστής θα σου κόψει τους όρχεις περήφανε νεολαίε, δαπίτη στο μυαλό και την καρδιά, που πιστεύεις πως θα τη σκαπουλάρεις με τα τριάντα αργύρια του μπαμπά.

Tο φιλελεύθερο σκατό

skat

Τώρα το φιλελεύθερο σκατό
γεννοβολάει δράκους. Μαύρο
καπνό υπερόπτη. Όλοι για έναν
κι ένας για όλους. Πως θα
προλάβω να ξεκάνω πιο πολλούς.
Να λούσω με πετρέλαιο το αόρατο
φιλί και το μισάνοιχτο στόμα. Να
πάρω βραβείο ποίησης έρωτα εραστή.
Να ξεσπαθώσω λογαριάζοντας με
ευρώ την άγονη γραμμή της συνουσίας.
Να πουλήσω ειρωνεία, παράδοξο,
ερμητισμό. Να πάρω πόζα αλεπούς
ετοιμοθάνατης. Να γίνω ο Κανένας
και δε συμμαζεύεται. Ο εν ζωή θανατικός
που όλο προσαρμόζεται που όλο
κοιτάει τη δουλίτσα του
την κοιλίτσα του, την καυλίτσα του.
Να γίνω ο Εβραίος, ο νοικοκύρης,
ο ταλιμπάν, ο παχύσαρκος αμερικάνος
φίλος, ο εργολάβος, ο κηφήνας.
Ο εργασιομανής. Να γίνω ο
θανατολάγνος αδένας του Ισραήλ,
το πουτανάκι που γαμούν οι εργάτες
των κιμπούτς για αναψυχή, να γίνω
καρκίνος στο βυζί της ομορφιάς.
Να γίνω ο λεπτός συρμάτινος
ηλεκτροφόρος φράχτης που χωρίζει
το μυαλό απ’ την καρδιά. Να γίνω
το μικρό τυφλό ξωτικό της συνουσίας
στο λάκκο της αναπαραγωγής. Να γίνω
ο τηλεορασάκιας ο ακροατής τόσων
θανάτων. Να γίνω ο πορνογράφος
του πόνου των άλλων. Ο γητευτής
κάθε αυταπάτης. Σκόρπιος, ευτυχής
μες στην κοιλιά του υπερκαταστήματος.