Tι είπε για μένα ο Ντύλαν Τόμας στον Kάτω Kόσμο των ποιητών

ti

Μαθαίνω αρκετά πράγματα απ’ την έμφυτη ανοησία μου. Είναι ίσως η πιο σπουδαία δασκάλα. Η ανοησία δεν είναι αμαρτία ή ενοχή. Το ανθρώπινο πνεύμα χωρίς την ανοησία καταντά σκέτο τσόκαρο. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να είναι ιδιοφυΐα. Εκτός φυσικά απ’ τα ψώνια. Αυτά τα ψώνια που φορούν τη λεοντή της εξυπνάδας και πλαστογραφούν τα πάντα γύρω τους χωρίς καμιά επίγνωση. Κι ίσως η ανοησία θα ήταν ακίνδυνη και χαριτωμένη αν δεν εγκωμίαζε τον εαυτό της ως ξεχωριστό και ιδιοφυή.

Ο ψυχισμός του κακομοίρη που στράβωσε δυο αράδες στο χαρτί ή τύπωσε μια οκά βιβλία είναι τρικυμιώδης. Το ψώνιο θα κάνει επίκληση στην αυθεντία. Σε πεθαμένους που τον προσκύνησαν και προφήτεψαν τη μεγαλοσύνη του. Όσοι δε γράφουν γι’ αυτόν είναι πουλημένοι και κομπλεξικοί και ζηλιάρηδες. Κι έτσι ο πονηρός μεταμφιέζεται σε αδικημένη μεγαλοφυΐα και τη βγάζει καθαρή. Πουλάει την ανοησία του στους αυλικούς του που χάσκουν μέσα στην άσπιλη από αδυναμίες μεγαλοσύνη του. Στη μεγαλοσύνη που είναι πιστοποιημένη με βαρύγδουπες κριτικές και γνώμες ομοτέχνων που μέσα σ’ ένα ντελίριο αβροτήτων ομονοούν για το τάλαντο της ανεπανάληπτης ποιητάρας.

Εδώ βέβαια παίζει πολύ δυστυχία και πολλά χάπια. Διότι αν δε συμφιλιωθείς με την ανοησία σου καβαλάς το καλάμι. Γίνεσαι σαμάνος ενός υποταγμένου κοινού που δέχεται αμάσητη τη δική σου ανοησία που τις περισσότερες φορές είναι καλυμμένος μισανθρωπισμός. Αν το γραπτό δε θυμώνει τον αναγνώστη δεν του κάνει τίποτε. Απεναντίας αποκοιμίζει με την αλαφροΐσκιωτη προσωπική μυθολογία του ξαναμμένου ποιητή, την πληκτική σου κουραδοζωή.

Στην ελληνική λογοτεχνική πιάτσα έχει μπόλικους σεφέρηδες και ελύτηδες που περιμένουν στην ουρά το κρατικό βραβείο και το νόμπελ. Κήνσορες οχυρωμένους πίσω από μια έτοιμη γλώσσα παρμένη από βιβλία με μπόλικη σοφία και παρδαλά αποφθέγματα. Κουλτουριάρηδες, της κουλτούρας του στυλ, εγώ σας γαμάω όλους. Άεργους που ύμνησαν την τεμπελιά ξεκοκαλίζοντας συντάξεις, μισθούς, περιουσίες συγγενών, εραστών και λοιπών άλλων. Πίσω από κάθε μεγάλο φωτισμένο ανήρ κρύβεται μια φαρμακωμένη γυναίκα.

Η συγγραφή στην ψωροκώσταινα είναι μια πονεμένη ιστορία. Υπάρχει μπόλικη ματαιοδοξία και βαριά επιθυμία ν’ αγιάσει κάποιος από τηλεοπτικού άμβωνος. Επιθυμία να βρει εκδότη, γκόμενα, να φτιάξει αυλή, να τρυπώσει σε παρέα, να ταμπουρωθεί σε ακαδημία. Επιθυμία να γίνει μέσω της γραφής ο Κάποιος. Μα ο Κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει πως η χρόνια σχέση με το εγώ μας, μάς δηλητηριάζει αργά και βασανιστικά, εμάς και τους γύρω μας. Ακόμη κι αυτό το μικρό εργάκι που μπορεί να προκύψει απ’ την ταλαιπωρία μας. Και στο τέλος αντί για τα δέκα ή τα εκατό καλά μας ποιήματα θα μείνουν οι κακιούλες και το κοιτάξτε με ποιους τρώω εγώ εδώ στη φωτογραφία και κοιτάξτε ποιες γάμησα εγώ, εδώ στη φωτογραφία και, κοιτάξτε τι είπε για μένα ο Ντύλαν Τόμας στον κάτω κόσμο των ποιητών.

Καλοκαιράκι που πέρασες

kalok

Έσκαψα τα λόγια σου και δε βρήκα τίποτε.
Καλοκαιράκι με τους παραθεριστές και τα κλειστά πατζούρια.

Γράφω τώρα πλαστικά ελαφρόμυαλα στιχάκια.

Τρίματα λέξεων.
Ξερό ψωμάκι σε μπούτια ανάμεσα.
Έσκαψα τη ζεστή σου άμμο και βρήκα άμμο υγρή,
σπασμένα κουβαδάκια, αναξιόπιστες υποσχέσεις
κάποιου γαμάτου αντηλιακού.
Βρήκα αστρική ύλη και λειωμένα γαριδάκια,
τον όρκο των ντανταϊστών στο μουνί της τέχνης.
Βρήκα τα θαμμένα σκατούλια ενός μωρού
και το χαμένο κλειδί του παραδείσου.
Σαγιονάρες, αποτσίγαρα, καπότες.
Μακρόστενες κουράδες της ατελούς ανθρωπινής φύσεως.
Της σκάρτης δημιουργίας.
Έσκαψα τα λόγια σου και τη ζεστή σου άμμο.
Καλοκαιράκι που πέρασες κι άφησες πίσω ρομάντζες,
δηλητήρια για τα βάτα, λουκούμια για λαίμαργους ποντικούς.

Γράφω τώρα ξύπνιος όλη νύχτα κι άγρυπνος όλη μέρα.

Φουντάρω απ’ την ταράτσα του πρώτου στίχου
στο αιώνιο ποιητικό κενό.

Τα ωραία μου ποιήματα θα τα φάνε τα πουλιά

ta or

Τα ωραία μου ποιήματα
θα τα φάνε τα πουλιά, οι
γύπες, τα κοράκια. Θα τα
πλακώσουν οι όμορφες
στον ύπνο τους. Θα τα
λιανίσουν τα ποντίκια.
Τα ωραία μου ποιήματα
θα γίνουν αγνώριστα σε
μερικά χρόνια. Σκοτεινές
υποθέσεις για τρυφερές
ηλικίες. Φιλιά για στήθη
που θα καρπίσουν το
τρέχον έτος. Τα ωραία μου
ποιήματα θα τα διαβάζει
ο κύριος λογοκριτής στα
σχολεία. Στα στούντιο της
κρατικής ραδιοφωνίας. Θα
φωσφορίζουν αυτά σε
κάποιον κόρφο της πεδινής
Θεσσαλίας. Θα βγάζουν
ρίζες στις ιστοσελίδες του
κάτω κόσμου. Θα φυλλορροούν
αγνότητα του παρελθόντος.
Ιδιότροπους έρωτες, σκιαγμένες
υπάρξεις που φτιάχνουν τώρα
το φαγάκι τους στο μελαγχολικό
κουζινάκι της μοναξιάς.

Σκόρπια ύλη

nek

Μέσα μας δε λιώνουν οι νεκροί ποτέ. Βαστούν με τα δόντια το μερίδιο της σιωπής. Μας ομιλούν, ασφαλείς μες την κρυψώνα του χρόνου. Είναι οι αγαπημένοι μας που δε φθείρονται πια μπροστά στα μάτια μας, αλλά γεύονται χαδιάρικα τη δικής μας φθορά. Εμείς τρώμε τη σοκολάτα μα αυτοί απολαμβάνουν τη γεύση της. Γιατί ένας ένας οι νεκροί στριφώνουν το μέσα μας. Μας ελευθερώνουν σιγά και βασανιστικά απ’ τη γητειά της ευκολίας. Απ’ την ξεγνοιασιά και την αδιαφορία. Σκηνογραφούν τη μνήμη και φωτίζουν τη φαντασία. Οι νεκροί μάς κάνουν δημιουργικούς. Μάς απευθύνουν το λόγο συνωμοτικά, με όλη την έπαρση αιωνιότητας που τους έχει κληροδοτήσει ο θάνατος. Είναι μες την κοιλιά μας οι νεκροί. Μέσα στο κάδρο της μονίμως βουρκωμένης κρίσης μας. Σκόρπια ύλη που κλιμακώνει το λογοτεχνικό συναίσθημα και τον ποιητικό βερμπαλισμό του ανεόρταστου βίου. Οι νεκροί δεν βασιλεύουν και δεν ανταγωνίζονται. Τρώνε το φαγάκι τους στον κάτω κόσμο της σαδιστικής μας φαντασίας. Πίνουν τον καφέ τους υπό το φως κάποιου ξένου ήλιου. Είναι αυτοί που δεν έχουν πια εξουσία και γι’ αυτό μας εξουσιάζουν. Αυτοί που έγιναν σκόνη μέσα στην αρμονία των ουράνιων αριθμών. Αυτοί που στα δύσκολα, γίνονται δροσεροί επίδεσμοι, πάνω στη χαίνουσα πληγή της ζωής.

Ο καλός άνθρωπος

Head in the Clouds

Ένας βραζιλιάνος ποιητής ο Λέντο Ιβο λέει πως, ο καλός θαλασσοπόρος κάνει πάντα δύο ταξίδια σε κάθε ταξίδι του. Εμείς γνωρίζουμε το ένα, αυτό για το οποίο μας πείθουν τα γεγονότα. Ε λοιπόν, αυτό συμβαίνει και στη ζωή. Ο καλός άνθρωπος ζει πάντα δυο ζωές σε κάθε ζωή του. Εμείς γνωρίζουμε τη μία, αυτή για την οποία μας πείθουν τα γεγονότα. Η άλλη είναι τόσο κρυφή αλλά και τόσο φανερή που κάποιος μπορεί να την αμφισβητήσει. Είναι μια ζωή στο όριο και μια ζωή έξω απ’ τις παλινωδίες του βιοπορισμού. Ο καλός άνθρωπος δεν κάνει αγαθοεργίες. Τις παλεύει. Δεν σκουπίζει τον κώλο του με χαρτονομίσματα και δεν ανοίγει σαμπάνιες στο σκυλάδικο. Δεν πιστεύει στον ανθρωπισμό αλλά στον άνθρωπο. Ο καλός άνθρωπος κρατάει ζωντανή την ανθοφορία της επικοινωνίας. Φτιάχνει συλλογικότητες όχι για να πολεμήσει άλλες, αλλά για να στηρίξει τον εφαρμοσμένο κοινωνισμό δηλαδή την αλληλεγγύη και τη χαρά της προσφοράς χωρίς αντάλλαγμα. Ο καλός άνθρωπος τις μεσαίες σελίδες του Βήματος και της Καθημερινής με τους βασιλιάδες και τους προέδρους των κρατών τις βάζει στον πάτο απ’ το κλουβί για να χέζουν τα καναρίνια. Όμως ο καλός άνθρωπος στη δεύτερη ζωή του δεν κάνει ούτε αυτό. Ανοίγει το πορτάκι για να φύγει το καναρίνι. Και πάει αυτός στο μέγαρο των καναρινιών με την καλή του. Και ξαπλώνει κάτω απ’ το δέντρο της γνώσης που είναι το δέντρο της ζωής. Ο καλός άνθρωπος βγάζει το βρακί του και τα σκήπτρα της κοινωνικής του ταυτότητας. Τα φίμωτρα, τις απόψεις των εφημερίδων, τα ευαγγέλια των νικητών. Ο καλός άνθρωπος προσεύχεται δια παντός στο υγρό εικονοστάσι της καλής του.

Όμορφος κόσμος ηθικός, ιδιωτικά πλασμένος!

omorfo

Για να καταλάβεις τι φασιστολόι κρύβει κάποιος πρέπει να του αναστατώσεις λίγο τις ιδέες και τον τρόπο που βιοπορίζεται. Ο λεγόμενος ιδιώτης βγάζει αγκάθια. Κρατά εσόδων εξόδων κι έχει μίσος για το υπαλληλίκι. Η ύπαρξή του συνοψίζεται στα πλήκτρα της ταμειακής μηχανής. Θεωρεί πως είναι ο μαστός που δίνει γαλατάκι στην κοινωνία. Η κιτσαρία της σεμνότητάς του έχει υψηλό βαθμό πολλαπλότητας. Παραληρεί όταν η κουβέντα έρχεται στις νόρμες και τα κεκτημένα κατακτήσεων. Οι αγώνες, οι μάχες, οι εμφύλιοι πρέπει να μείνουν ως στάμπες σε μπλουζάκια η ως στεγνωμένες ουτοπίες σε ντι βι ντι. Ο ιδιώτης έχει την ιδιωτία κορώνα στο κεφάλι του και την αγορά θυγατέρα, έτοιμος να την προστατέψει με τη ζωή του απ’ τους κακόβουλους δούλους εργάτες. Ψάχνει τον αντίπαλο αλλού. Όχι στον καθρέφτη του. Βγάζει σπυριά όταν ακούει για παροχές κοινοτισμό και μεθυσμένους κατωτέρων τάξεων. Αυτός διαχειρίζεται τον αλκοολισμό του στο ρετιρέ ή στη μεζονέτα κι όχι στα ουζερί και τις πάμπες. Έχει πάντα μαζί του ραβίνο συνεργάτη για να κρατιέται δημόσια και να δίνει εικόνα οργανωμένου βαθιά. Έχει έμβλημα το λογότυπο της επιχείρησης. Το πηγαίο τσιτάτο του διαφημιστικού. Θέλει πελάτες για να χτίσει το σωβινισμό της μοναδικής του περίπτωσης. Το μέτρο της διαφορετικότητάς του είναι τα φράγκα. Περίτεχνο σπίτι, έργα τέχνης, υπονοούμενα, συμμαχίες για να ξεχωρίζει από πλέμπα, μαστόρια, μισθωτούς, χαμάληδες. Είναι ο στρατός του Λοβέρδου και του Βορίδη. Ο χαϊδεμένος των καθεστώτων. Ο πατριάρχης της συναλλαγής. Ο ακομμάτιστος αλλά βαθύτατα κομματικός που μπερδεύει δολίως την ελευθερία του ανθρώπου με την ελευθερία της αγοράς. Το σκέλεθρο που θέλει να ξεχαρβαλώσει την εργασία. Που δίνει εφτά ευρώ την ώρα στον υπάλληλο καθηγητή τού φροντιστηρίου του ή δεν επιτρέπει στην πωλήτρια τού μαγαζιού του να καθίσει σε καρέκλα. Όλα κρίνονται. Όλα αξιολογούνται. Αξία έχει ότι φέρνει κέρδος. Μαθαίνω με τα λεφτά μου. Γαμώ με τα λεφτά μου. Χύνω με τα λεφτά μου. Τα λεφτά μου για να αγοράσω λίγη άβυσσο βαρβαρότητας. Για να λαδώσω, να βάλω άλλους να μου ξεσκατίσουν το παιδί και το γέρο. Η δουλεία δεν είναι ντροπή αλλά εσύ κερατά γύφτε θα μου μαζεύεις τα σκουπίδια. Εσύ βουλγάρα σκύλα θα με ξεκαβλώνεις. Εσύ νέγρο χιμπατζή θα με διασκεδάζεις. Τώρα πια τέλειωσαν οι κομουνιστικές σας μαλακίες, τα εφάπαξ, οι αποζημιώσεις, τα θωρηκτά Ποτέμκιν, ο Σοστακόβιτς. Τώρα δουλεία και σκυλάδικο. Ζήτω το υγιές πασόκ, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Καρατζαφέρης. Ζήτω η αμερικανική πρεσβεία. Οι γερμανοί που θα μας βάλουν σειρά. Ζήτω το Νατο που θα φέρει δημοκρατία και φτηνό πετρέλαιο στα ρεζερβουάρ του πολιτισμού. Ο Εβραίος νερουλάς που πάει να ξεδιψάσει τα ορφανά της Λιβύης. Ζήτω η Άννα, ο Αντρέας, οι στελεχάρες. Οι χαφιέδες με τα λεφτά του μπαμπά. Ζήτω οι γενίτσαροι, οι προϊστάμενοι, τα υποπόδια, οι διευθυντές, οι σύμβουλοι. Ζήτω οι μή κυβερνητικές της κυβέρνησης. Ζήτω ένδοξε ελληνικέ λαέ θυμωμένε αγανακτισμένε που αγανακτείς και θυμώνεις μετά τη δουλειά αφού υπηρετήσεις τη μισθωτή σου σκλαβιά.

Η αρχαιομαλακία ως επιστήμη

arkaio

Όταν οι κυρίες και οι κύριοι του καλού κόσμου τελειώνουν το γεύμα τους και τακτοποιούν τις ελεημοσύνες τους αρχίζουν να φιλολογούν και να στοιχηματίζουν. Από το γήπεδο μέχρι τους μπαζωμένους θολωτούς τάφους, η κοινωνία του θεάματος επιτελεί το ιερόν της καθήκον. Ο χορτασμένος μεσαίος όχλος αρματωμένος με κρατική εκπαίδευση και ιερό ορθόδοξο παροξυσμό, τώρα τρυπώνει στα λαγούμια των αρχαίων. Εκεί που το σκληροτράχηλο βυζί της κυρίας εφόρου αρχαιοτήτων και το μαρκούτσι του δαιμόνιου απλήρωτου ρεπόρτερ κάνει πολιτική.

Εκεί που κάποτε μεγαλούργησαν οι σφαγές και οι δόλιες βασιλείες τώρα η σκαπάνη της αμεριμνησίας βρίσκει στόχο. Οι καναλάρχες τρίβουν τα χέρια τους και οι ντόπιοι φτωχοδιάβολοι ετοιμάζονται να αναβαθμίσουν τα καφέ μπαρ και τις ψησταριές σε γκουρμεδάδικα για βιτσιόζους γερμανοδανούς αρχαιολάτρες με φράγκα. Φιλόλογοι φροντιστές, ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι, βρίσκουν μια ζεστή περιστρεφόμενη πολυθρόνα στα χειμερινά ανάκτορα της νεριτ για να αποθέσουν την πορδούλα τους. Οι καυλοπυρέσουσες νοικοκυρές συζητούν στα μπαλκόνια για τον Αλέξανδρο και τη Ρωξάνη, οι μπούκερς στήνουν στοιχήματα.

Εδώ, μια νέα κοσμική αυταπάτη γεννιέται με τα υπολείμματα ενός πολιτισμού που θάφτηκε μέσα στη λάσπη της ιστορίας. Τώρα που ανέλαβαν οι κρατικοί τυμβωρύχοι με τις μπουλντόζες τους, ψάχνοντας μανιωδώς για πολύτιμα τιμαλφή, δηλαδή για λίγη πρέζα εθνικής υπερηφάνειας, όλα θα βγουν στο φως. Λιοντάρια, καρυάτιδες, φαντασιώσεις. Όλες οι οδύνες των σκοτωμένων και όλες οι κούφιες ρητορείες των νικητών. Εδώ, θα βαρέσει φλέβα χρυσού ο γκασμάς. Και η τελική άποψη θα λέει πως οι Έλληνες όταν ομονοούν βγαίνουν νικητές. Και πως κάθε ένδοξος θολωτός τάφος που στεγάζει μέσα του ένδοξα βασιλικά αρχίδια και σπουδαία πριγκιπικά μουνιά χτίζεται με θυσίες.

Αλήθεια πόσοι γαμήθηκαν για να χτιστεί αυτό το κωλομνημείο και πόσοι θάφτηκαν λίγο πιο δίπλα, πρόχειρα και μουλωχτά, χωρίς τιμές και χωρίς ταφόπλακα; Πόσοι θάβονταν ομαδικά σε πρόχειρους τάφους κοντά στα κολοσσιαία μνημεία των βασιλιάδων τους και ψόφαγαν σα σκυλιά απ’ το βούρδουλα του επιστάτη;

Απ’ τις ένδοξες πυραμίδες-που ένας ολόκληρος λαός ξέσχιζε τον κώλο του μια ζωή για να τις κατασκευάσει, ώστε να κοιμηθούν εν τιμή και ειρήνη αιωνίως οι δυνάστες του-,μέχρι τα ένδοξα έθνη κράτη που βατεύει με την υπερψωλλή του ο κύριος καπιταλιστής, οι άνθρωποι γυρνούν να ακουμπήσουν στο παλιό και το φθαρμένο. Μέσα απ’ την υπεραξία των ερειπίων ελπίζουν πάντα να καλύψουν το μεγάλο τους κενό.

Ποιος αλήθεια αρχαιομαλάκας φαντασμένος νεοέλλην θα πήγαινε να δουλέψει στα κάτεργα ενός υπερμεγέθους τάφου και ποιος θα έστελνε το παιδί του πεσκέσι στον ψόφιο Φαραώ Σέσωστρις που ήθελε μαζί του φρέσκια νεανική σάρκα για να ταΐσει την κτηνώδη ματαιοδοξία του; Πραγματικά κανείς αρχαιομαλάκας δεν θα ήθελε να ζει εκείνη τη φριχτή εποχή. Κανείς δεν θα αναπολούσε αυτή τη μακρινή αρχαία αθλιότητα, αν σκεφτόταν με το μυαλό κι όχι με τα ένδοξα ελληνικά του αρχίδια.

Ποιος θα αφιέρωνε τη ζωή του για να χτίσει αυτή τη σπουδαία άχρηστη μαλακία; Αν δεν πάψουν οι θλιβεροί συμπολίτες, σα χάνοι να αναμασούν την πεθαμένη αρχαιότητα και να υπερηφανεύονται για την ένδοξη νεκροφιλία τους, δεν θα βρουν ποτέ την αλήθεια και την πραγματική υπερηφάνεια. Θα σέρνονται με τη μαγαρισμένη τους εξουσία και τους διορισμένους απ’ το εξωτερικό εγχώριους σωτήρες στα σφαγεία του νάτο, μακελεύοντας άλλους λαούς που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι.

Απ’ τη μια θα ψηφίζουν τους νενέκους και απ’ την άλλη θα τους ξορκίζουν με χωριατοφασισμό και λοστάρια. Απ’ τη μια θα γκρινιάζουν για τον πετσοκομμένο μισθό κι απ’ την άλλη θα φουσκώνουν σαν παγώνια μπροστά στην αρχαία ένδοξη σπορά ερειπίων. Μπροστά απ’ τις ακρωτηριασμένες κόρες απ’ τις Καρυές της Λακωνίας που οι βασιλιάδες έχρισαν κολώνες για να βαστούν τις στέγες ενός ετοιμόρροπου κόσμου.

Η Χώρα μου

ixor

Ζω σε μια χώρα σχεδόν ισλαμική, με φανατικούς χριστιανούς, που αύριο μπορεί να γίνουν χίτες, γερμανοτσολιάδες, λογοκριτές. Εδώ, που οι ξιπασμένοι παπάδες, στήνουν μεγάφωνα έξω απ’ τους ναούς για να ακούγεται η λειτουργία τους στο υπερπέραν. Για να σκεπάσουν το αηδόνι και το κελάρυσμα του νερού. Για να φιμώσουν τον κυριακάτικο ερωτικό οίστρο του νοικοκύρη που τόλμησε να έχει καύλες.

Ζω σε μια χώρα που βασιλεύει η αυθάδεια της υπερβολής. Απ’ την ακραία ζωώδη χαρά στην κατάθλιψη κι απ’ την απόλυτη ομορφιά του τοπίου στα σκατά. Απ’ τις επαναστατικές ιαχές των καφενείων στα δουλικά σπασίματα της μέσης. Κι απ’ το αρχαίο ένδοξο κλέος στο ξεπούλημα της αγοράς. Εκεί που η σκοτεινιά της συναλλαγής του πλούτου με τους πρόθυμους ανθρωποδιορθωτές καρπίζει πόνο, δυστυχία, γρίνια και συστημικούς στοχαστές.

Ζω σε μια χώρα που έχει χάσει το μέτρο προ πολλού και επιτρέπει στους δυνάστες της, με πανηγυρικό τρόπο να της πασπατεύουν τα κωλομέρια. Ζω σε μια χώρα όπου πολιτική διακονούν οι γραμματιζούμενοι ηλίθιοι του εθελοντισμού και των δράσεων. Ζω σε μια χώρα με οθόνες και κάφρους που περιμένουν να δούνε μπάλα και μόνο μπάλα. Με ανθρωπόμορφες μαϊμούδες που νομίζουν πως το σκυλάδικο είναι παράδοση και η μαγκιά ελληνική πατέντα.

Ζω σε μια χώρα που την ξεπάστρεψαν οι νεοέλληνες, αναθέτοντας την καταστροφή της στους βλαχοδήμαρχους. Ζω σε μια χώρα όπου εκπαίδευση σημαίνει πρωινή προσευχή, μάντρωμα, παρελάσεις, στρατωνισμός. Ζω σε μια χώρα όπου ο γυμνισμός είναι παράπτωμα και η ζωή στη φύση ποινικό αδίκημα. Σε μια χώρα με ξαπλώστρες και ομπρέλες φυτεμένες στα ιδιωτικά χοιροστάσια της παραλίας. Ζω σε μια χώρα που έχει πάνω απ’ το μισό πληθυσμό της στοιβαγμένο στις τσιμεντένιες φαβέλες των Αθηνών.

Σε μια χώρα όπου κουρδισμένοι άνθρωποι κόβουν απ’ το ψαχνό τους για τον έμπορα. Ζω σε μια χώρα που κλειδώνει τα παιδιά της στα διαμερίσματα για να μη γίνουν πούστηδες ή ναρκομανείς, αλλά τα μετατρέπει με τον πιο ανήθικο τρόπο σε πρεζάκια κατανάλωσης πλαστικής σαβούρας. Σε παπαγαλάκια κάθε αστραφτερής αυταπάτης με γκόμενες, εξοχικό και λεφτά. Ζω σε μια χώρα που ο πλούτος της μεταφράζεται σε λεφτά, αξιοποίηση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση, αγορά.

Ζω σε μια χώρα όπου οι κουράδες των πολιτών της καταλήγουν στη θάλασσα. Ζω σε μια χώρα που ταΐζει τα παιδιά της με κουράδες. Με πρόχειρο φαγητό, πρόχειρο ερωτισμό, πρόχειρο βιβλίο, πρόχειρο γιατρό. Ζω σε μια χώρα που κάθεται σούζα μπροστά στα σαγόνια του ιερατείου και μπροστά στις βουρδουλιές του Κυρίου ημών κεφαλαιοκράτη. Ζω σε μια χώρα που έχει μονίμως κατεβασμένες τις τέντες για να μη φαίνεται απ’ τον απέναντι, που έχει κι αυτός μονίμως κατεβασμένες τις τέντες για να μην φαίνεται απ’ τον απέναντι.

Ζω σε μια χώρα που σκάβει με μανία για να βρει τους σάπιους ένδοξους βασιλιάδες του παρελθόντος, αλλά πετάει χαιρέκακα τα παιδιά της στην απλήρωτη εργασία της χαλυβουργικής. Ζω σε μια χώρα όπου οι λαλίστατοι κυβερνητικοί συνδικαλιστές και οι προστάτες της εργασίας γίνονται εν μια νυκτί παλλακίδες του Λάτση. Ζω σε μια χώρα όπου οι δημοκράτες φιλελεύθεροι καλλιτέχνες της γαντζώνονται στον υπερφαλλό του κυρίου εφοπλιστή.

Ζω σε μια χώρα όπου ο άνεργος ψηφίζει χεσμένος τη δεξιά, αχνίζοντας αυτό τον πατρικό φασισμό του τηλεοπτικού σαγηνευτή. Ζω σε μια χώρα που ψευτοζεί μαϊμουδίζοντας τους ξένους. Ζω σε μια χώρα με φαντασμένους ανθρώπους που πιστεύουν ότι θα τη σκαπουλάρουν. Ζω σε μια χώρα που θέλει να πουλήσει το νερό και τον ήλιο για να αγοράσει μεταξωτό βρακί και πόρτα ασφαλείας για να ασφαλίσει την παρακμή της.

Ζω σε μια χώρα που ψάχνει κάποιον άλλο να τη σώσει απ’ τον κακό εαυτό της κι απ’ τους ταλαντούχους δυνάστες της.

Σου γράφω γράμμα πάλι

gracq-dark-stranger

Σου γράφω γράμμα πάλι.
Εγώ, ο ζητιάνος της αγάπης.
Εγώ που δεν έχω διαβάσει
την Ιλιάδα ολόκληρη και
προχωρώ ανειδίκευτος και
τσαλακωμένος και προχωρώ
ανατέμνοντας τρίχες τού
εφηβαίου, με τρόπο εξόχως
ποιητικό στην ηλεκτρονική
κοιλίτσα της χώρας μου
και στου σύμπαντος το αδηφάγο
Μέγα Τίποτε. Εκεί που η τρέλα
σουλατσάρει σα μαινάδα και
ο κωλοπετσωμένος σάτυρος
εαυτός ταχυδρομεί εκλάμψεις,
γαυγίσματα σκύλων, φαρμάκια
στους εκδότες του Κάτω κόσμου.
Τώρα μπορώ και σου γράφω
ανισσόροπα κουτσομπολιά.
Ρουφιανεύω τις καύλες μου,
τα νεοσσά κύτταρα που δε
σακάτεψε η βιοπάλη. Τώρα
μπορώ και σου γράφω.
Κι όσο μπορώ θα σου γράφω.

Τα ζουμάκια της νύχτας

tazoy

Δουλεύω μετά μουσικής και χωρίς ωράριο.
Θρηνεί η θυγατέρα μου το μπαμπά της
που αβγάτισε τα νυχτέρια.
Βγάζω νυχτόβιο πόθο, ψαχνό.
Ποίημα ευάερο και ευήλιο εν μέσω σκότους.
Τζάμπα θα το χαρίσω στους αναγνώστες το πρωί.
Μέσα απ’ τα καλώδια θα περάσει
τόσος αδέξιος λυρισμός
τόση λαθραία λίμπιντο.
Τα ζουμάκια της νύχτας.
Κορμάρες που με άφησαν νηστικό.

Αχ αυτή η παραδείσια πλήξη του λοξού που γράφει
κι αχ αυτός ο νικητήριος χαμός.
Θολώνω τα νερά σου κι άλλο χαλασμένε κόσμε
εγώ ο σάτυρος που κάνω τις ξεφτίλες ποίημα
εγώ που στριφώνω στο φουστανάκι της πυρκαγιές
και στο μέσα έρεβος σπέρμα αθώο.
Χύσια.

Pop-corn

DSC_8155ret2printfinal2.jpg.2048x1566_q90

Τώρα διαβάζω κάτι έξοχες ποιήτριες
που με βάζουν στη μπανιέρα τους
και στο μουνί τους. Μελωδικές, που
ξέρουν τα χούγια ενός αρσενικού και
ροκανίζουν με τη σκυλίσια τους
τρυφερότητα το σαράβαλο λυγμό μου.
Διαβάζω τα υγρά τους εις την διαπασών
τη μανία τους εις την νι. Τα αμετάδοτα
νοήματα. Αυτά που θέλουν να πουν στο
αυτί δαγκώνοντας λαίμαργα, αυτά που
θέλουν να ουρλιάξουν με τα νύχια.
Λεξούλες ανυπακοής, τιμητικά λογάκια,
καρδιοχτύπια άτρωτα. Ψηλαφώ στα
σκοτεινά το σφυγμό τους, τον αποχρώντα
λόγο. Στο μεδούλι τους φτάνω. Εγώ
ο υπέρτατος κριτής. Ο χωροφύλαξ
της γύμνιας.

Κύριε θάνατε, Monsieur Cannibal

kirie 

Κύριε θάνατε, Monsieur Cannibal
είμαι το παιδάκι των βροχερών σου Κυριακών.
Ο τύπος που λαχτάρησε,
από στοχαστές και μουνάρες.
Κύριε θάνατε φραξιονιστή, προπέτη,
μέχρι στιγμής
αράζω ξέγνοιαστα το κορμί μου στο ταψάκι της άμμου.
Μέχρι στιγμής
σε βλέπω να παίρνεις μαζί σου άλλους και σε χαίρομαι.
Σε καμαρώνω όπως παιδί τον πατέρα που νικάει τους κακούς.
Σε νοιώθω, εγώ ο μελλοθάνατος
με τα άπειρα μηδενικά αιωνιότητας.
Κύριε θάνατε που σου δίνω φωνούλα και φιλί ζωής
και σου προσφέρω κιμωλία, να γράψεις
στο μαυροπίνακα της ψυχής μου βρομόλογα.
Κύριε θάνατε που μυρίζεις σκόρδο και δεντρολίβανο
στο δρόμο για την κουζίνα
σ’ έχω έτοιμο πάντα να σε βάλω στο ποίημα.
Φρέσκια ώχρα πένθος πιασάρικο ποιητικό.
Ω, με σένα θα πάω αδιάβαστος
με ολίγα σκύβαλα στο εντεράκι μου, κύριε θάνατε
που σε κουρδίζω, εδώ, στη βάρδια της αγρύπνιας.

Το γένος μας θα τα πάρει στο κρανίο κάποτε

mm5

Το γένος μας θα τα πάρει στο κρανίο κάποτε.
Η ελληνική μας φυλή θα το σκάσει για το διάστημα.
Σε μέρη εξωτικά στο γαλαξία, μεταξύ Σελήνης και Ταϊτής.
Εκεί που δεν έχει παπάδες αλλά γυμνιστές.
Iεροκήρυκες που δε βγάζουν λέξη και νόημα.
Κοπέλες με το αλατάκι της Γης
αγόρια με ξένοιαστες ψωλές
γέρους με μαύρο μουστάκι και ψευδαισθήσεις
μαστουρωμένους από μανιτάρια και πάχνη.
Το γένος μας θα τρυπώσει στο παχνί του.
Η ελληνική μας φυλή θα ξαναβγεί στις αγορές του έρωτος.
Θα αγοράζει φιλιά με αγάπη και αγάπη με χάδια.
Θα πουλάει τρυφερά κουτσομπολιά στα λαίμαργα αυτάκια.
Θα βαράει τα σήμαντρα η γλώσσα.
Η κλειτορίς θα γίνει βασίλισσα των αγγέλων.
Το γένος μας θα αφανίσει δια παντός το Ισλάμ
το δωδεκάθεο, την ορθοδοξία,
τ’ ακριβοπληρωμένα τσιμπούκια στις βίλες των εφοπλιστών.
Tις ακαδημίες.
Το γένος μας θα ξαναφέρει πίσω το σεξ
που άλειψαν οι Φράγκοι με φράγκα.
Το γένος μας θα καταργήσει τα γένη και τις φυλές.
Σ’ έναν άλλο πλανήτη μακριά, χωρίς εργοστάσια και τανκς
χωρίς σι αι ει εφ μπι αι αι μπι εμ μπε εμ βε
χωρίς εμάς τα βαποράκια της πρίζας,
χωρίς εμάς τα ματαιόδοξα ποιητάκια,
τους αυτοαναφορικούς.
Τις μούτες που μας αραδιάζουν τη μοναξιά και τον πόνο τους
για να πάρουν βραβείο.

Στην κόψη της αϋπνίας

home1

Σήμερα θα τα πω όλα όπως και χθες.
Θα διατυμπανίσω ζήλιες και τρύπιες
δεκάρες. Θα γράψω στον κόρφο της
μανούλας μου γράμμα, να θυμηθώ τα
παλιά. Θα το σκάσω με την πρώτη
όμορφη λύκαινα που θα βρω στο δάσος.
Σήμερα θα κάνω τρέλες για να βουλώσω
στόματα και να τραντάξω νυχτικιές. Να
λυσσάξουν οι χωριατοπούλες που παίρνω
μάτι εκ γενετής. Για να λυσσάξουν τα
βυζάκια που αγκαλιάζουν τα βιβλία μου.
Ω αϋπνία που κόβεις με το ψαλιδάκι σου
λεξούλες παρελθόν αποκόμματα έρωτος.
Ω αϋπνία γυμνούλα έναστρη νύχτα και
βροχή στα μαλλιά της. Ω αϋπνία φιλενάδα
πιστή, το φιλί εκείνης γλίστρησε απ’ το
τρύπιο σακούλι της μνήμης, για πάντα.

Στομάχια

stoma

Επιμένω πως η φτώχεια είναι αποτέλεσμα της αδιαφορίας των φτωχών για τη φτώχεια τους. Δεν υπάρχει εδώ ευθύνη σε τρίτους. Κανένας ηγετοτραφής γραμματέας κόμματος και κανένας σούπερ σταρ αριστερός νεανίας δεν μπορεί να γίνει ο σωτήρας των φτωχών. Ο φτωχός είναι αποτέλεσμα κηδεμονίας. Είναι ο υπέρ τρίτων διαθέσιμος που καταπίνει τη μεταλαβιά και τα σκατούλια του ιερατείου. Αυτός που συντόνισε τον πόνο του με τον κερδώο μπόγια της μιας και μοναδικής άποψης. Ο φτωχός για να πάψει να είναι φτωχός πρέπει να κατακτήσει την ηδονή της ελεύθερης σκέψης. Όχι να εκφράζει τη γκρίνια του και να συγχωρεί από φόβο το δυνάστη του, αλλά να προκαλεί γεγονότα. Να μην βολεύει την αφροδίσια οδό με υποκατάστατα και να μην καταναλώνει τα σκουπίδια που τού προσφέρει, ως περίσσευμα, η αγία χείρ της αρχιεπισκοπής. Ο φτωχός του δυτικού κόσμου ερωτοτροπεί με την λαιμαργία του μικροαστού. Του μικροαστού που είναι μπογιατισμένος με πλαστική ευδαιμονία και πρόσφορα για να κρύψει τη φτώχια του. Του μικροαστού που τού σηκώνεται όταν ακούει για ιδιωτική πρωτοβουλία, εταιρία, νατο, εοκ. Του μικροαστού που όταν βγαίνει για λίγο απ’ το μαντρί του παθαίνει μαλάκυνση ψυχοπάθειες καρκίνους. Του μικροαστού που ο καθαρός αέρας τού προκαλεί δύσπνοια. Ο φτωχός γίνεται ουρά αυτού του μαλάκα που επάνδρωσε τη σκατούπολη των Αθηνών και νιώθει αυτό το ντελίριο επιστροφής στην κοιλιά του σούπερ μάρκετ. Ο φτωχός μόνο μαζί με τους άλλους φτωχούς θα λύσει τη φτώχεια του. Και κατάργηση της φτώχειας σημαίνει κατάργηση του πλούτου και της χλιδής. Κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς και της επιδοτούμενης ανεργίας. Κατάργηση της δουλικής πίστης στους θεούς και στους άρχοντες. Κατάργηση κάθε θεσμοθετημένης βεβαιότητας και κάθε υπαρξιακής απρέπειας. Κάθε διορισμένου καθοδηγητή τσοπάνου και κάθε βλαμμένου υπερήφανου πεζοναύτη που χαϊδεύει την ξιφολόγχη του κι όχι το κορμάκι μιανής.

Θεωρία Παιγνίων

ueo

1

Δεν χρειάζεται να τα πεις όλα.
Ο χορτασμένος με ωδές θα σε ξεκοιλιάσει.
Κυρίως οι πουτάνες έχουν ωραία δάχτυλα.
Η μυθοπλασία γυμναστική συναισθήματος είναι.
Το τέλος τελειώνει μοναχικά, όπως ο δήμιος.
Η πίστη δε θα σε σώσει πιστέ μονάχα η ποίηση είναι εδώ και οφείλεις να τη γευτείς.
Ο μεγαλοδύναμος ολιγωρεί.
Σηκώνει όμως με στρατηγική υπέρμαχη τα φουστανάκια.
Οι κομπλεξικοί προασπίζουν αξίες.
Χεράκια χιονισμένα απ’ το χιόνι και ψιχαλισμένα απ’ τη βροχή.
Η φωνή της δεν ξαναγύρισε δεν έφυγε δεν ήρθε δεν
Ξίνισε ο σουρεαλισμός και τα περιοδικά του τα μαγάρισε η Δεξιά.
Είναι βούλιαγμα στον περασμένο καιρό οι αναμνήσεις.
Με το τσίπουρο και τα άφιλτρα και τους σκοτωμένους όλους.

 

2

Το στόμα σου εγκυμονεί. Και το βρίσκω έτοιμο να ξεράσει πολλά.
Η γλώσσα χρειάζεται υγρά και τα υγρά γλώσσα.
Σκέφτομαι την αγκαλιά του Ηλία Λάγιου.
Τον ευσπλαχνικό αλκοολισμό που προσηλυτίζει τους δαιμόνους.
Παραμονή κοιμήσεως του αιδοίου. Κι ο φαλλός δεινός καθαιρεμένος και ικέτης.
Πάντα μια γυναίκα ξεσκάβει το νόημα.
Τόσοι και τόσοι εγίναν ποιητές για να δελεάσουν το μουνί.
Κι ο τσακισμένος ερείπιο σβησμένης δόξας.
Ένα μεγαλείο από πένθη.
Ένας μαστραπάς με λουλουδάκια και μουχλιασμένο νερό.
Μακριά από μας η διανόηση.

 

3

Δεν έχω και δεν είμαι.
Και δεν υπάρχει κριτής να εξαργυρώσει τα κρίματα.
Καυλώνω πεπτωκός.
Και καυλώνω θαμμένος στο κρεβατάκι μου.
Ο γάμος φορτωμένος ψώνια και φάρμακα.
Η αρχαιότης είναι το υπόθετο του έθνους.
Οι γενναιόδωροι οργασμοί σου με αποκοίμισαν.
Οι ορισμοί δεν έχουν αξία. Οι ορισμοί αξιώνουν.
Όλοι στον τόπο τους γυρίζουν να πεθάνουν.
Ο φιλελεύθερος παπάς είναι ύποπτος κι ο φιλήσυχος πολίτης αρπαχτικό.
Μάθε να μεθοδεύεις τη φτηνή χυδαία τάξη των μικροαστών.
Τα παιδιά τους που έχουν όνειρα με σαγιονάρες.
Τα φιλιά τους που μυρίζουν αντισηπτικό.
Τα αιδοία τους που είναι το μέσα έξω.

 

4

Ακούω απαγγελίες και φρίττω.
Περιμένω αυτό που περιμένω πάντα και.
Ο λαός δεν είναι λαός μου.
Μην σκανδαλίζεστε αδερφοί! με τα χυτά μπούτια.
Οι αγενείς χλευάζουν τη γυναίκα φανερά και.
Κρυφίως αυνανίζονται.
Ασπαστείτε τον προτεταμένο κρίνο μιας κυράς.
Ακόμα και τα δέντρα υπαινίσσονται θηλυκότητα.
Τα κοριτσόπουλα εκβάλουν το φόβο του θανάτου.
Μουσκεύουν το υπερπέραν με τη δεινή τους δεκτικότητα.
Με το μπαλτά της ομορφιάς.
Θα γίνουμε κάποτε το αίμα της αγάπης τους.
Ο θυμός του κορμιού τους.