Όλες οι αδικίες και οι ατιμίες ζυμώνονται μέσα στο χρόνο. Ο σπάγκος αυτού του κομισάριου της αυλαίας του κακού σπάει. Κι όλες οι ωραίες της νύχτας μισανοίγουν τον κάλυκα του άνθους τους. Μέσα στο βόθρο των θαυμάτων και στην αιολική συμφωνία των καταναγκασμών τα κούφια αυτιά γαργαλιούνται απ’ τα κηρύγματα και τις καλές πράξεις των άλλων. Υπάρχουν πάντα κάποιοι που κάνουν το καλό και το διαφημίζουν. Άνθρωποι που δειγματίζουν την πίστη σε κάτι ανώτερο, ως ηθική ανωτερότητα. Ιεροκήρυκες διεφθαρμένοι απ’ την ιδέα του καλού που οριοθετούν κάθε αταξία της ζωής με απαγορεύσεις. Μέσα στο λουτρό αίματος της αλήθειας που ο χρόνος αφήνει ανεξιχνίαστη, μονάχα η θλιμμένη αράχνη της αγάπης προς τον πλησίον αφήνει τον ιστό της πάνω στις σιδερένιες ψυχές. Ο άνθρωπος αναζητά πάντα το μύθο και το θαύμα. Κι όταν ο μύθος και το θαύμα πέφτουν στα χέρια του παπά και του στρατηλάτη το αίμα ξυπνά μπροστά στα κατώφλια των νοικοκυραίων. Η μαστοφόρος πατρίς ταΐζει φαρμακωμένα καρότα την αθώα σταχτοπούτα. Κάτω απ’ το πέπλο του ρομαντισμού οι μυξοπαρθένες της δημοκρατίας υπογράφουν το άνοιγμα των ομαδικών τάφων. Διορίζουν μουσουργούς στο φλεγόμενο μέτωπο για να υμνήσουν τις σφαγές. Εδώ ο εξευτελισμός γίνεται λογοτεχνία για τους ύστερους υποτελείς. Για να μπορεί μέσα στη λιτανεία του φθονερού πατριωτισμού να καλυφτεί ο απέραντα βουβός πόνος κάθε ψυχούλας που δεν ψόφησε στο γαμήσι αλλά στον πόλεμο. Στον πόλεμο των καλών εναντίον των κακών. Για όλους εμάς που ξέρουμε πως κάθε πόλεμος είναι εμφύλιος και πως κάθε οικοδεσπότης της σφαγής ξεπλένει το στόμα του με σώμα και αίμα Κυρίου, κανένα θαύμα και καμιά πίστη δεν μπορεί να κάνει τη ζωή υποφερτή. Μονάχα ιδέες που τις παχαίνει η διανόηση για το αιώνιο σφαγείο, κυβερνούν τα στομάχια των φτωχών. Ιδέες χωρίς μουνί και χωρίς πούτσο. Ιδέες παράλογες. Ένας στρατός από άρβυλα. Ψοφίμια κάθε πόθου στοιβαγμένα στα μουντά νεκρόφιλα διαμερίσματα. Εκεί που το μέλλον είναι προγραμματισμένο σα ντροπαλό παιδί και η ουσία της ύπαρξής του είναι το βούτυρο στο ψωμί του καπιταλιστή. Αυτός που τα πάντα υπομένει, περιμένοντας μια καρδιά κάτω από ένα ράσο, να του προσφέρει ψωμί, είναι το απόρριμμα της θεομηνίας του ανταγωνισμού. Το υπόλοιπο της δημιουργίας που πήγε στραβά. Αυτό που η τεθλασμένη προστυχιά του ερωτισμού προσπαθεί να φέρει στο ίσιο δρόμο. Ω θεέ εσύ κοσμικό μανεκέν, χωρίς μάτια, μύτη, αυτιά, μεταμορφώσου σε ζωηρό αμνό κι έλα σε τούτο το κατσάβραχο της γης με ένα άλμα, να ελαττώσεις στο μηδέν την ανυπέρβατη τάφρο που περνά για να χωρίσει το ονειροπόλημα απ’ την πράξη. Έλα θυσιάσου εσύ, σφαγιάσου ως αμνός μπροστά στα μάτια του ανθρώπου για να αναλάβει ξανά το αίσθημα της απόλυτης αθωότητάς του και της απόλυτης εξουσίας του. Ν’ αρχίσει ο άνθρωπος να σφάζει έναν έναν τους θεούς του που έγιναν επικίνδυνα θρεφτάρια. Να βάλει ξανά τη μήτρα στο κέντρο της ζωής. Ζήτω η μητριαρχία, κομπογιαννίτες εραστές! Ζήτω η χαρά της ζωής και ζήτω τα σκέλια της.
Month: Οκτώβριος 2014
Crematorium
Το αίμα είναι το πετρέλαιο της ιστορίας. Οι αγορές δουλεύουν με αίμα. Οι τράπεζες δουλεύουν με αίμα. Απ’ τα πεδία των μαχών το αίμα κυλάει στα ποιήματα και στα τραγούδια. Παιδικές φωνούλες με όλο το λυρισμό της άγουρης νεότητας τραγουδούν το αίμα. Θέλει νεκροί χιλιάδες να’ ναι στους τροχούς. Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Να δίνουν το συκώτι τους. Τα νεφρά τους. Μέσα σ’ αυτό το σιωπηλό τρένο της ατέλειωτης σφαγής ύμνοι ακούγονται από κοριτσίστικα χείλη. Από δροσερά νιάτα που θα οδηγηθούν λίαν συντόμως στο κρεματόριο της καριέρας ή στο καρτοσυμβόλαιο της ανεργίας. Εκεί που κανένας επίσημος δε θα μιλήσει για την χλεύη του πένθιμου κωμικού κόσμου. Εκεί που θα παρελάσουν τα τρυφερά μειράκια με όση κούφια υπερηφάνεια τους έχει μεταδώσει ο μισαλλόδοξος εθνοφασισμός. Τα ιστορικά βιβλία, τα σήριαλ, ο παπάς, ο δάσκαλος, ο κατηχητής, ο εθνικός ποιητής, ο κέρβερος, ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά, η Βέμπο, ο Κώστα Πρέκας. Η πατρίς ενώνει. Έξω η πολιτική απ’ τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τις εκκλησίες, τους οίκους ανοχής. Ο ηγέτης όλων των ελλήνων Γιαννάκης Μεταξάς είπε το όχι. Ο εθνικός μας ποιητής έγραψε ένα υπέροχο φασιστικό ύμνο στη σφαγή. Έφταναν στο ακρογιάλι του τα σπλάχνα των ανθρώπων. Πόδια, χέρια, κεφάλια. Μια μάζα όλοι. Εχθροί και πατριώτες. Ένδοξη σπορά. Σε γνωρίζω απ’ την κόψη του σπαθιού την τρομερή. Σε γνωρίζω απ’ το θάνατο στα μάτια. Τη φωτιά στους φούρνους. Τα κρεματόρια. Σε γνωρίζω απ’ τα κούφια κεφάλια όπου χώρεσε τόση γνώση για αφανισμό και λιώσιμο. Αίμα στο Δίστομο, στη Χιροσίμα. Αίμα παλιό και καινούργιο και φρέσκο αίμα της στιγμής. Αίμα ελλήνων, αίμα γερμανών, είμαι πούστηδων, αίμα γυναικών, αίμα μαύρων και αίμα λευκών. Αίμα του κύκνου που τραγουδά υπέροχα πριν πεθάνει. Αίμα όλο αθωότητα και εξουσία. Αίμα καύσιμο του μίσους. Αίμα στο σβέρκο των ευζώνων. Αίμα στα μπούτια κοριτσιού. Αίμα στον κώλο του στρατιώτη. Αίμα στο μουνί της μάνας. Ψόφια παιδιά και ψόφιο μέλλον. Αίμα σε κάθε ποίημα και σε κάθε στομάχι. Αίμα στις φωνούλες των παιδιών και στις χλωμές τους φλέβες. Αίμα για το έθνος. Για του Χριστού την πίστη την αγία. Αίμα για την Εταιρία και το νοικοκυριό. Αίμα για τον Φύρερ που δεν κατάφερε να γαμήσει τόσους πολλούς όσους ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Αίμα για τα κουτάβια του Φύρερ και το Ροκφέλερ. Αίμα για το ντεπόζιτο του θεού και της ακαδημίας. Αίμα για να χορτάσει ο δικηγόρος, ο ιερέας, ο δάσκαλος, ο πολιτικός. Αίμα για να περιστρέφεται η φτερωτή ολέθρων και καταστροφών. Αίμα νυν και αεί. Και εις τους αιώνες των αιώνων.
Δίκην βροχούλας
Το σύννεφο θα φέρει βροχή
και πληγές και όμορφες λάγνες
κυρίες γλυκές και μεσόκοπες.
Αρχαϊκά φύλλα που ακολούθησαν
το δρόμο της παντρειάς. Η βροχή
θα φέρει καταλήψεις στα σχολεία
και θα γεμίσει την αγορά με
πορτραίτα του Γιαννάκη Μεταξά
από τη μουχλιασμένη Καθημερινή.
Η βροχή θα φέρει στον ύπνο μου
μαύρα κοράκια, ιστοσελίδες γεμάτες
ερωτικούς αδένες, μηδενισμό, αφίσες
του Μουσείου Μπενάκη. Η βροχή θα
φέρει σκόνη απ’ την Αφρική και γύρη
απ’ τα βάθη της Ασίας. Η βροχή θα
φέρει ειρήνη, θα βάλει τους σκοτωμένους
στους τάφους και τους ζωντανούς
στη θέση τους. Η βροχή θα φέρει
αναγούλα στους νυχτοφύλακες και
δάκρυα στους ψυχαναλυτές. Η βροχή
θα φέρει τον πατερούλη μου πίσω,
το καλοκαίρι, τη ζέστη, τα δαγκώματα
φιδιών. Η βροχή θα φέρει λύπη και χαρά
μικροπράγματα από άλλες χώρες, θα
φέρει έναν από μηχανής σπασμό στα
κοριτσόπουλα και στο υπόλοιπο αττικής
θα φέρει πλημμύρες, μπάζα, λάσπη, ανακωχή.
Ρομαντικοί όλων των χωρών ενωθείτε!
Γράψτε για της βροχούλας το ξύπνημα
απ’ τα ουράνια κρεβάτια. Πως περονιάζει
τα κορμάκια των φτωχών στις στάσεις
των λεωφορείων. Πως έρχεται σαν το σκυλί
να γλείψει τις πληγές μας. Πως έρχεται
σαν φιλενάδα υγρή για να τρυπώσει
στις ευαίσθητες ρωγμές μας!
Σκαρμούτσος εναντίον Λαζάρου
Το σημείο τομής του φασίστα με τον διαφημιστή είναι η περιφρόνηση προς κάθε θεωρητική ανάλυση και κάθε λογική επιχειρηματολογία, μιας και δεν εξυπηρετούν τους στενά πρακτικίστικους σκοπούς τους. Η προπαγάνδα του φασίστα έχει τη σαδιστική παρόρμηση των πιο χαμερπών ενστίκτων. Ο φασίστας παρακολουθεί από κοντά το δάσκαλο, τον ιατρικό επισκέπτη, τον παπά, τον λεγεωνάριο, τη νοικοκυρά. Παρακολουθεί τις μικρολεπτομέρειες του βίου τους. Τα μίση, τις αγάπες, τα πάθη. Τον τρόπο που τρώει και τον τρόπο που κοιμάται ο μικροαστός. Το πώς σταυροκοπιέται, το πώς πιστεύει και το πώς σκέφτεται.
Ο φασίστας και ο διαφημιστής στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη δεδομένη στιγμή, στο επίκαιρο, δηλαδή σε μια πραγματικότητα περισσότερο άμεση από την ιστορικότητα. Στέκονται στιγμιαία στον πόνο και παίζουν μ’ αυτόν αριστουργηματικά. Στο σύγχρονο μοντέρνο μας κόσμο ο φασίστας και ο διαφημιστής έχουν ζευγαρώσει, τεκνοποιώντας δημοσιογράφους-γκουρού, που βρίσκουν μεγάλη απήχηση στα πιο ευπειθή τμήματα της λαϊκής μάζας, παίζοντας με την άγνοια και την ημιμάθειά τους, καλλιεργώντας και κολακεύοντας τα ταπεινότερα ένστικτά τους.
Ο Χίτλερ ήταν ο πρώτος που επισήμανε ότι, από όλες τις ώρες της ημέρας, οι βραδινές είναι οι καταλληλότερες για να αιχμαλωτίσει κανείς τη βούληση των ανθρώπων. Αυτός ήταν επίσης ο πρώτος που τοποθέτησε μπροστά του, κατά την ομιλία του στη Νυρεμβέργη [ενώπιον της χιτλερικής νεολαίας το Σεπτέμβριο του 1935], ένα ειδικό ροοστάτη με τον οποίο ανεβοκατέβαζε την ένταση του φωτισμού για να μαγνητίζει τα πλήθη των ακροατών του. Ο Χίτλερ υπήρξε ο πρόδρομος του σύγχρονου εθνολαϊκισμού της τηλεόρασης.
Η πιο οργανωμένη φασιστική φατρία της χώρα μας είναι η τηλεόραση. Απ’ το μεγάλο κανάλι θα ξεκινήσει το πογκρόμ εναντίον κάθε κοινωνικής ομάδας που έχει στοχοποιήσει ο κύριος καπιταλιστής και ο ατσίδας μάνατζέρ του που αμείβεται ακόπως με δημόσιο χρήμα. Δηλαδή με το περίσσευμα του παραγόμενου πλούτου αυτών που κανιβαλίζει. Απ’ το μεγάλο κανάλι και τις περιφερειακές του ορντινάντσες ξεκινά το κυνήγι μαγισσών και ο κοινωνικός αυτοματισμός. Από εδώ ξεκινούν όλες οι μικρές και οι μεγάλες αφηγήσεις. Από εδώ σήμερα δίνονται υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις και από εδώ αύριο ανακοινώνονται οι πιο δυσβάσταχτοι φόροι.
Tην εποχή που το ναζιστικό κόμμα αγωνιζόταν ακόμα για την κατάκτηση της εξουσίας, ο Γκαίμπελς δεν δίσταζε να υπόσχεται, από τις σελίδες της ίδιας εφημερίδας, στους μεν ιδιοκτήτες ακινήτων ότι οι ναζιστές θ’ αυξήσουν τα ενοίκια, στους δε ενοικιαστές ότι θα τα μειώσουν. Η εξόφθαλμη αντίφαση δεν είχε γι’ αυτόν καμιά σημασία, διότι γνώριζε ότι ο καθένας διαβάζει μόνο αυτό που τον ενδιαφέρει, ότι ακούει μόνον ό,τι τον συμφέρει και πιστεύει μόνον ό,τι τού υπόσχεται ένα άμεσο κέρδος.
Μέσα σ’ αυτόν τον τηλεοπτικό αχταρμά και μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα κούφιου πατριωτισμού και πολιτικής μισαλλοδοξίας το μεγάλο κανάλι και τα αδερφάκια του φροντίζουν να διασκεδάσουν το χριστεπώνυμο πλήθος. Μονομάχοι οι γίγαντες της μαγειρικής τέχνης. Τα θεία βρέφη της κατσαρόλας. Οι πορνογράφοι των άδειων στομαχιών, της πείνας και της κακοφαγίας. Εδώ, στην σπουδαία εθνική τηλεοπτική αρένα μας ο Καίσαρ της βραδινής ζώνης θα δώσει το σύνθημα.
Εδώ, εμείς οι τηλεθεατές τρώγοντας πίτσες, σουβλάκια, πασατέμπο, κουτόχορτο θα στρωθούμε να θαυμάσουμε τη γκουρμέ μαεστρία ανθρώπων που δεν πρόκειται να μαγειρέψουν ποτέ για μας. Μονάχα θα μας προσφέρουν το τηλεοπτικό τους συσσίτιο και το φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο. Σκαρμούτσος λοιπόν εναντίον Λαζάρου. Μάχη γιγάντων σε απευθείας μετάδοση. Μια μάχη με πολλούς σκοτωμένους, με μπόλικο Έμπολα, Τζιχαντιστές, ένφια, Τρόικα, Σύριζα, εκλογές και με γνήσια ελληνοκεντρική αμερικανιά.
Η πισίνα των αναρτήσεων
Εδώ είναι ο λάκκος του ζευγαρώματος των ανήσυχων ψυχών. Εδώ ρίχνουν τις βουτιές τους όλα τα εγκλωβισμένα θηρία. Ο ηλεκτρισμός μας φέρνει πιο κοντά. Η επαφή μας πυροδοτείται απ’ την ταχύτητα της σύνδεσης. Εδώ μέσα σ’ αυτή τη μήτρα του δούρειου ίππου της επιθυμίας, αρχίζουν να ξιφουλκούν τα κορμάκια που δεν αγγίζονται, με αναρτήσεις. Φωτογραφίες, εξυπνάδες, σχόλια, στίχοι, άρθρα, κακίες, καλοσύνες, στριγκλιές, μα κυρίως ο νάρκισσος εαυτός που όλο και ναρκισσεύεται.
Η φιλία αρχίζει και τελειώνει με το πάτημα ενός κουμπιού. Η ευχαρίστηση είναι προγραμματική. Δικτυώνομαι άρα υπάρχω. Πάντα εγώ ο βασιλιάς της μοναξιάς μέσα στο πανοπτικόν μου ενδιαίτημα. Μπορώ να συζητώ ξεβράκωτος με έναν άγνωστο απ’ την Αυστραλία, να ανεβάζω τραγούδια, να παίρνω κεφάλια, να σχολιάζω, να το παίζω έξυπνος, καλός ή κακός. Μπορώ να βλέπω πόλεμο χωρίς γρατζουνιά, να παίρνω μάτι όμορφες εργάτριες του σεξ τζάμπα και παστρικά, μπορώ να θαυμάσω λίμνες, θάλασσες, ποτάμια, βουνά.
Μπορώ να ξεσπαθώσω όταν έχω όρεξη εναντίον κάποιου που δε γουστάρω τις ιδέες του. Να τον στοχοποιήσω, να του μαγαρίσω το συκώτι, να τον γελοιοποιήσω. Μπορώ μέσα σ’ αυτόν τον ιδιωτικό κατάλογο θαυμάτων να καλλιεργήσω την αιώνια νιότη μου. Να είμαι δια παντός αυτό που δε μπορώ να γίνω για μια στιγμή. Να αφοσιωθώ στη φροντίδα της εγκατάλειψης της έμφυτης ικανότητάς μου να επικοινωνώ. Να αφοσιωθώ στο παραστράτημα μιας αέναης εξομολόγησης στο υπερπέραν.
Εκεί που η λογοτεχνία μοιάζει με συνταγές που γράφουν οι άρρωστοι στα κρεβάτια τους και η είδηση με κουτσομπολιό. Εκεί που η επικοινωνία γίνεται πορνογραφία της ανάγκης για επαφή. Εδώ που ο αγέρωχος καπιταλισμός της επιβίωσης πετάει καθημερινά μέσα σ’ αυτή την πισίνα των αναρτήσεων το φόβο, ένα κουβά με πηχτό αίμα. Κι όλες οι παιχνιδιάρικες ψυχές, σαν πεινασμένα ορφανά πιράνχας γεύονται το αίμα. Το φόβο.
Και κολυμπούν ολόγυρα, σερφάροντας, ψάχνοντας να βρουν από πού προέρχεται το αίμα, αλλά δε βρίσκουν τίποτε. Κι έτσι τρελαίνονται και λυσσάνε. Κι αρχίζουν τότε να καταβροχθίζουν το ένα το άλλο. Και οι άνθρωποι της προόδου και της ανάπτυξης τρίβουν τα χέρια τους αφού μπορούν να προοδεύουν και να αναπτύσσονται ανενόχλητοι, έχοντας απασχολημένους τους υπηκόους τους με τον τεχνολογικό τους κανιβαλισμό μέσα στην πισίνα των αναρτήσεων.
Βιοτεχνία ετοίμων ποιητικών ενδυμάτων
Μέχρι να αποδεχτείς το γόνιμο εαυτό σου περνά καιρός και μέχρι να σκοτώσεις τον πατερούλη μια αιωνιότητα. Πολλά μετέωρα όνειρα και πολλά ξενύχτια έντρομα που το ζουμί τους είναι πικρό και το κέρδος αβέβαιο. Ένας μονοσήμαντος βίος πλακωμένος από βιβλία και βιβλικές καταστροφές εκ των εσω, μαγνητισμένος απ’ το φουτουρισμό του βιοπορισμού, γεννά τόσα ποιητικά τέρατα που δε φτάνουν όλοι οι Αι γιώργηδες της κριτικής για να τα καρφώσουν. Εκφράσεις, θεωρίες, κινήματα, κανόνες, μπούρδες που διακονούν νεοσσοί ορμώμενοι απ’ το πάθος της καταγραφής και της υστεροφημίας. Μια γλίτσα διακοσμημένη με γραφική μουγκαμάρα μα και ακονισμένο καλά ναρκισσισμό ώστε να βγάζει μάτι. Εδώ πρώτα σου βγαίνει η ψυχή, μα το χούι ποτέ. Εδώ οι φανατικοί του καθρέφτη καθρεφτίζονται στο υπέρμαχο αλκοόλ της αλαζονείας που έχει να πει πολλά και να κάμψει ποιητικές αναστολές. Η ποίηση φτάνει ως προβλέψιμη κορασίς στα σαγόνια του καρχαρία της δημοσιότητας, που σημαίνει εδώ θα γράψει για σένα ο τάδε σεβαστικά πράγματα κι εσύ γι’ αυτόν ομοίως και ανυπερθέτως δίκην αλλαξοκολιάς. Εδώ θα βρεις παπαριές και ξελιγωμάρες και ελληνικά της γενιάς του τριάντα με μια πινελιά μαλακίας απ’ τη γενιά του εβδομήντα περιγράφοντας το Σαμψών της ποίησης, ως υπερμοντέρνο ιμπρεσιονιστή και ως υποψήφιο μεταξοσκώληκα κρατικού βραβείου. Ως μάστορα που μαστορεύει τις μαστοριές του με σπουδή και υφαίνει αυτό το βαρύτιμο βαράτε με κι ας κλαίω. Εδώ θα χαρείς οξύμωρα σχήματα, πατέντες για το φέουδο των φροντιστών φιλολόγων που προλογίζουν και καταλογίζουν εις τους εκδοτικούς κολάφους ευγάμητα ταλαντούχα γκομενάκια. Εδώ θα σου φράξουν οι αρτηρίες απ’ το γέλιο αφού η ετερότητα της αλαμπουρνέζικης μαστροπείας βρίσκει το κοινό της. Εδώ θα καταλάβεις πόσο δραστικό εντομοκτόνο είναι οι κριτικές ομοτέχνων και πως εδώ η ποίηση πάει μπαμ και κάτω, μα ο ποιητής ολοζώντανος και ακμαίος απολαμβάνει σποραδικά την υστεροφημία του.
Το παστίτσιο της αρχιεπισκοπής
Άλλοι πολεμούν κι άλλοι λιβανίζουν τους πεθαμένους.
Κάποιοι αύριο θα έχουν βγει ήδη στην παρανομία της αιωνιότητας.
Με το βαζάκι τους και τα κέρματα να βροντούν.
Άλλους θα τους μαζέψει ο μπόγιας. Το Αλλοδαπών.
Η Κική Δημουλά θα τους εντοιχίσει στο ποίημα της.
Και στη φτωχή αστική της μοναξιά.
Ο Τίτος Πατρίκιος θα απαγγέλει στεντόρεια στην Κοτζιά.
Ποιήματα της ήττας.
Γέροι ετοιμοθάνατοι απ’ τα ιδιωτικά τους θεραπευτήρια
θα αγναντεύουν εξωγήινους Πακιστανούς.
Την ορθοδοξία να κατουρά το Ισλάμ.
Την αρχιεπισκοπή να μοιράζει παστίτσιο.
Γεύματα αγάπης και επιδόρπια μίσους.
Ω μη λησμονάτε τη χώρα μου βροχούλες.
Το λιοστάσι μου.
Να βγάλω και φέτος το λαδάκι της χρονιάς.
Tο ιδεώδες της παρθενίας
Οι ερασιτέχνες εραστές διαθέτουν ένα υπερόπλο που συγκινεί το έτερον φύλλο. Είναι τόσο ατσούμπαλοι και ασυνάρτητοι, που δημιουργούν ατμόσφαιρα. Φλερτάρουν και ρετάρουν σαν αρχαίες βιντεοκασέτες που τις μασάει η αναλογική μηχανική σκέψη. Είναι οι ποιητές που κατουριούνται μπροστά στη Μούσα. Όσοι έχουν ακόμη μπόλικη μανούλα να καταναλώσουν. Αυτά τα αντράκια που φόρτωσαν στην παιδική τους ηλικία όλο το οιδιπόδειο λογισμικό. Αυτοί που πάσχουν από λαχτάρα αλλά και φόβο. Αυτοί που τη σφοδρότητα της επιθυμίας τους, την έκαναν είδωλο, χάνοντας ανεπιστρεπτί το αντικείμενο του πόθου. Ο ερασιτέχνης της όποιας συλφίδας και της όποιας καλλιέπειας είναι τραγικό πρόσωπο. Παρότι αυτός νομίζει πως είναι μπήχτης, στα μάτια των άλλων είναι ξευτίλας και σακί με πέτρες. Είναι ο φλύαρος που κομπορρημονεί για τις κατακτήσεις του. Είναι ο αργόσχολος που ομιλεί δια τον εαυτόν του και τις τζούφιες κατακτήσεις του. Είναι ο φιλελέ και άνετος αλλά με ακροδεξιό αντεράκι. Είναι ο συνταξιούχος που αφού άρμεξε το δημόσιο τώρα προσκυνά την ιδιωτική πρωτοβουλία και τα σκύβαλα της εταιρίας που εκμεταλλεύονται άλλον κι όχι αυτόν. Είναι αυτός που βράχνιασε απ’ τις κραυγές. Αυτός που έχει προ πολλού συναντήσει το αθήρωμα λόγω καταναλώσεως γλυκερών αναφωνήσεων. Αυτός που έχει προσαράξει στα ρηχά και αβαθή των συναισθηματικών συγκινησιακών φθόγγων και των αποστειρωμένων αρπισμών άλλων εποχών. Είναι αυτός που έχει μείνει απελπιστικά μόνος σ’ ένα άδειο σπίτι από ψόφιες αναμνήσεις. Είναι αυτός που η έλλειψη αναγνώρισης τον έκανε μεγαλομανή. Είναι ο γερομπεμπές γόης που φαρμάκωσε τη σύζυγο με καρκίνο, για να διαθέτει ελευθέρας στο κινητό του, μουνάκια και άλλα σαρκώδη τιμαλφή για να τα δείχνει στους γερόντιους φίλους. Είναι ο πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας που πιστεύει στο ιδεώδες της παρθενίας. Μα το ιδεώδες της παρθενίας είναι το ιδεώδες εκείνων που θέλουν να ξεπαρθενεύουν.
Αγαπητοί τηλεθεατές, εδώ έκλασε η μαντάμ Αλαμουντίν
Διαβάζω τα εορτολόγια ως ποιητικούς καταλόγους. Διαβάζω γυναικεία περιοδικά στα σαλονάκια των ιατρείων. Διαβάζω διαφημιστικά φυλλάδια στον καμπινέ. Τις ετικέτες της χλωρίνης και τα συστατικά των αποσμητικών. Διαβάζω χαρτάκια για μέντιουμ που αφήνει στους υαλοκαθαριστήρες η γενιά των μηδέν ευρώ. Μικρός δε, διάβασα μπόλικα Προς Την Νίκην τα οποία μας σέρβιρε εβδομαδιαίως ο αμβλύωψ ταχυδρόμος της γειτονιάς.
Διαβάζω ότι πέφτει στα χέρια μου. Από διαφημιστικά έντυπα κρεοπωλείων, φροντιστηρίων, οίκων για μασάζ και εκτόνωση, μέχρις ιατρικών κέντρων και συνεργείων. Δεν ξέρω αν αυτό το κειμενικό χάος μου πρόσφερε κάτι αλλά ξέρω πως από πίσω βρίσκονται άνθρωποι που παραληρούν στήνοντας μιαν εύχρηστη ανάγνωση αυτού του κόσμου.
Αυτή η παρδαλή απεικόνιση της ανοησίας έχει έναν απαράμιλλο επικό χαρακτήρα. Απ’ το σοβαρότατο άρθρο για το μέγεθος της σερβιέτας μέχρι το νεόκοπο θαύμα της Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω κι απ’ τον αυτοθαυμασμό των ατσίδων καθηγητών ενός φροντιστηρίου μέχρι την αποθέωση της συσκευασμένης πρέτζας, μια παρδαλή ποιητική του κοινωνικού γίγνεσθαι αναδύεται.
Εδώ μαθαίνεις και τρίβεσαι. Αν δεν περάσεις από δω δεν πρόκειται να φτάσεις πουθενά. Κάθε μεγάλη τέχνη έχει μέσα της αυτό το χυλό φλυαρίας της μαζικής κουλτούρας. Κάθε μεγάλη τέχνη έχει μέσα της αυτό το διασκελισμό της ιδιότροπης ανθρώπινης φύσης. Πλάσματα τόσο γειωμένα στο ευτελές και στο τίποτε, που συγκινούν. Πλάσματα τόσο υπνωτισμένα απ’ το ηλεκτροσόκ των ενστίχτων, που βγάζουν μάτι.
Παπάδες, διαφημιστές, λόγιοι γράφουν για να εμπνεύσουν τις μάζες και να αρματώσουν τις μεγάλες αφηγήσεις που δεν είναι άλλο από μεγάλες αυταπάτες. Κακόμοιροι απλήρωτοι εκκολαπτόμενοι ρεπόρτερ ξεσκολίζουν τη διατροφική διαδρομή της μαντάμ Αλαμουντίν. Ένα λοβοτομημένο κοινό περιμένει το φρέσκο ρεπορτάζ.
Που έκλασε η σπουδαία κόμισα; Που άφησε τη μυρωδάτη πορδούλα του αυτό το ντελικάτο θηλυκό; Θα μας φέρει τα μαρμαράκια; Το μέγα δισκοπότηρο; Το Μεγαλέξανδρο; Θα σώσει τη δεξιά και το κέντρο; Θα συγκινήσει το χρυσαυγίτη οικογενειάρχη και τη συνταξιούχα γριούλα;
Ω, σελίδες θα γεμίσουν, σπουδαία άρθρα θα γράψουν στην Καθημερινή και στο Βήμα. Κι αυτά δεν πρέπει να χαθούν απ’ την ιστορία. Πρέπει να διαβαστούν, να καταγραφούν, να καταχωρηθούν, για να βρουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος όλα αυτά τα σπουδαία ψηφιδωτά της ανθρώπινης μαλακίας εντοιχισμένα μέσα στο θολωτό νεοελληνικό τάφο της λογικής.
Η βάλανος του Συκουτρή
Έχει μιαν αυτονόητη δόση σωματεμπορίας το μάθημα της λογοτεχνίας. Το μάθημα, που έχει γεννήτορα τον καθέδρας κύριο φιλόλογο-μπάτσο. Κάποιον κύριο του μισού γραμμαρίου πάθους ή κάποια κυρία που προσομοιάζει με διευθύνουσα στο Δαφνί. Ο γεννήτορας ή αλλιώς ο κλειδαράς της ερμηνείας, τα παίρνει στο κρανίο όταν το μειράκιον-το οποίο είναι σε ηλικία εργώδους αυνανισμού- τολμήσει να ξεστομίσει ερμηνεία της κούτρας του, βγάζοντας απ’ το πλάνο την οριακή και προβλέψιμη άποψη του κυρίου καθηγητή. Αν στα χρόνια μου το μάθημα της λογοτεχνίας μύριζε μούχλα σήμερα μυρίζει σκατά. Δηλαδή σκατούλια. Και βεβαίως οι ανθολόγοι φρόντισαν να φτιάξουν μια θεσπέσια κομπόστα. Μια κομπόστα λογοκριμένη απ’ την εκκλησία και το κράτος αλλά και τις συν αυτώ πομφόλυγες της υποχθόνιας ακαδημίας. Τις αραχνοΰφαντες κλίκες των περιοδικών και των νεκροζώντανων υπουργών του παραπολιτισμού και της παραπαιδείας. Συνήθως μεγαλοπρεπών και εξαίρετων γλειφτρονιών κάποιου ευαγούς ιδρύματος που αρμέγει το κράτος. Εδώ σ’ αυτές τις σχολικές αίθουσες έρχεται κάθε πρωί ο Μαχμούτ Αλή που κατέχει όλα τα μέσα τρόμου, εξουσίας και δύναμης και βιάζει με τη σοφολογιότατη ψωλή του μιαν ολόκληρη στρατιά από κορασίδες και κοπέλια. Τέκνα που κραδαίνουν λυσάρια. Τέκνα προγραμματισμένα να πετύχουν και να βγουν στις αγορές. Τέκνα που ακονίζουν το λοβοτομημένο τους ψαχνό και παλεύουν για το μεγάλο πτυχίο: το φευγιό απ’ το σπίτι. Εκεί όπου ζευγαρώνει η σακατεμένη ποίηση του οργανισμού σχολικών βιβλίων με κάποιο χωροφύλακα των Βαυαρών, που εσχάτως επροάχθει σε σχολικό σύμβουλο. Εκεί όπου ο ακροδεξιός οργανωτής συνεστιάσεων των λειτουργών μέσης και άκρας εκπαίδευσης στρατολογεί χαφιέδες και δεν υπάρχει ούτε ένας μυστηριώδης ποδηλάτης να σώσει την πολιορκημένη πόλη. Να διπλαρώσει πασχαλιές απ’ τη ζωντανή πάλλουσα φύση για τους μακελεμένους παίδες που άφησαν τη διάπλασή τους στο υπερούσιο κράτος. Που άφησαν τις καύλες τους έρμαιες στο βαμπιρισμό του ερωτισμού εγχειριδίων αποδεκτής ποίησης. Μιας ποίησης που θα μπορούσε να είναι βάλσαμο και όχι ξενέρωτος ρομαντισμός. Δηλαδή στημένη παγίδα. Δηλαδή ιδεολογία κατεστημένη και παχιά σαν αγελάδα που αφήνει στους παιδικούς αγρούς μεγαλοπρεπείς κουράδες. Δηλαδή αχρείο τσουβαλάτο πατριωτισμό, ένδοξο και βαρβάτο. Εδώ, αντί να βγει μπροστά η γλώσσα ως δούρειος ίππος βγαίνει μπροστά το τεντωμένο δάχτυλο ως παλιάλογο. Αντί να ξεσπυρίσει η αλήθεια της ζωής ξεσταχυάζει η υποκρισία της ψευτοζωής. Το νοικοκυρεμένο ερμαφρόδιτο Τίποτε. Το σκιαγμένο εγώ. Μια κούρνια για τσουτσούνες. Αντί οι κολασμένοι κι οι παραδείσιοι να ενωθούν και να ζευγαρώσουν, οι σοφοί υποχθόνιοι καταφερτζήδες βάζουν στο ψυγείο τη νεανική ορμή. Εκεί όπου τα σπαραχτικά ερωτογραφήματα είναι εξόριστα γιατί προέχει η εθνοκαπηλία και η θολούρα. Εκεί όπου η διαλεκτική και η σύνθεση θεωρούνται επικίνδυνες εταίρες, έτοιμες να παρασύρουν τον όχλο σ’ ένα κομουνιστικό μέλλον. Σ’ ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι δεν θα κρύβουν το σεξουαλισμό τους κρατώντας τον κρυφά απωθημένο πίσω από μια πρόσοψη ευπρέπειας. Σ’ ένα μέλλον θριάμβου όπου καμία εξουσία δεν θα μπορεί να κάνει ενέσεις σαδομαζοχισμού στην εργατική δύναμη. Σ’ ένα μέλλον όπου η εργασία δεν θα γεμίζει βόμβες και δεν θα φτιάχνει περίστροφα αλλά θα σπέρνει ελαιώνες και θα απολαμβάνει τα ωραία μελωμένα αυγουστιάτικα σύκα. Σ’ ένα μέλλον όπου δεν θα κάνει κουμάντο η Ιερά Σύνοδος στη βάλανο του Συκουτρή. Και καμιά βρομοφυλλάδα δε θα κατηγορεί για ανηθικότητα και διαφθορά έναν πρωτοπόρο. Μαζί βεβαίως με σπουδαίες και λαμπρές οργανώσεις όπως το Σύλλογο γονέων και κηδεμόνων Πατρών, το σολωμιστή Φάνη Μιχαλόπουλο, τους σταφιδέμπορους Βόλου, το γεωργικό συνεταιρισμό Δουνέικων Ηλείας, τους κρεοπώλες Αιγίου, τους αχθοφόρους Λουτρών Αιδηψού, τους δεσμοφύλακες Αγίου Στεφάνου, τους αξιωματικούς εν αποστρατεία Γαστούνης, και λοιπά αποδέλοιπα της μεταξικής λογοκρισίας. Σ’ ένα μέλλον των Τέρψεων ανάμεσα στην ειρκτή και στην ουτοπία. Εκεί όπου η εκπαίδευση δεν είναι γκέτο και οι δάσκαλοι στρατηγοί. Εκεί όπου η λογοτεχνία δεν παίρνει αντισυλληπτικά και η ποίηση δεν φορά ζώνη αγνότητας. Εκεί όπου ο Αντρέας Εμπειρίκος αρραβωνιάζεται την Joyce Mansour και ο καυλωμένος νεολαίος βάζει φωτιά στα μουστάκια όλων των εξηγητών της ποίησης.
1η δημοσίευση Περιοδικό Τεφλόν τεύχος 11
Γατούλες, ηλιοβασιλέματα και αξιολύπητες αγαμησιές
Έχω τη δημιουργική ελευθερία να ενδώσω σ’ αυτή τη βέβηλη τελειότητα του σεξουαλικού ενστίκτου. Ο ολοκληρωτισμός της σεξουαλικότητας καθρεφτίζεται στα πράγματα που πιάνουν τα χέρια μας. Η έκφραση, πιάνουν τα χέρια του, έχει άπειρη ερωτική σημασία και φορτίζει κάθε τόσο τη γενναιόδωρη συνεισφορά του εραστή της ζωής με νόημα. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στα ποιήματα, όταν είναι εξιδανικευμένα όντα, βγάζουν ένα σπαστικό ήχο. Εδώ το πνεύμα παθαίνει κράμπες και ο ψεύτης ποιητής της πόζας γίνεται υπάλληλος γραφείου. Ο εραστής ψόφησε προ πολλού. Κι όταν το ποίημα δεν το γράφει ο εραστής αλλά ο γραφειοκράτης το τρώει η μαρμάγκα μιας ψόφιας ανθολογίας ή ο άκαμπτος σιαγών της νεκρόφιλης ακαδημίας. Το ποίημα μπορεί να είναι στρατευμένο, καυλωμένο, μεθυσμένο και να είναι απόλυτα εξαίσιο και ιαματικό. Μπορεί να είναι ακόμα και βλαμμένο και ανεπρόκοπο και να είναι αληθινό και καλό και φρέσκο. Δεν μπορεί όμως να γραφτεί καλό ποίημα με την πατέντα της θεωρίας. Ή με το συναισθηματικό οίστρο των νοικοκυραίων που θέλουν να ξεδώσουν. Όσοι ξεδίνουν γράφοντας, συνήθως ανακυκλώνουν κλάψες ή κλέβουν φτασμένους άλλους κλαψιάρηδες που τους συγκίνησε η κλάψα τους. Αν πάσχει από κάτι σήμερα η ποίηση είναι η πρωτοτυπία. Δεν είναι κακό να γράφουν όλοι. Κακό είναι το καρμπόν. Η πόζα. Εκεί που τα ποιήματα ξεπέφτουν στην εαυτολογία και στα αυτοπορτραίτα και τα αυτολιβανίσματα. Εκεί που πάνω απ’ το ποίημα βασιλεύει το ματαιόδοξο εγώ όχι με όρους έντασης και δημιουργίας αλλά με όρους ελιτίστικης μαλακίας. Κάποιοι κύριοι και κάποιες κυρίες δεν παύουν να συνταγογραφούν κανόνες και πολιτικές ορθότητες για τα παιδάκια που ετοιμάζονται για βραβείο. Για τα παιδάκια που ανακυκλώνουν αυτό το εκδοτικό σύστημα της καψούρας για δόξα, τελετές και πεισιθάνατες απαγγελίες. Πουθενά εκεί δε θα βρεις αυτή την ανήσυχη καρδούλα που χτυπά ζυγίζοντας τις απαιτήσεις της συνείδησης και της τέχνης. Μονάχα νεκρές λατρείες που οδηγούν σε αντιμαχόμενους θεούς. Εξυπνάδες μιας ευφυΐας που γουργουρίζει απ’ το λίπος του ναρκισσισμού. Εκεί γύρω από ανθρώπινα κουφάρια και σκεπασμένα φέρετρα και ελεημοσύνες και σβάστικες και χωροφύλακες και καραβανάδες. Εκεί γύρω απ’ την απόλυτη φτώχεια και τον απόλυτο πλούτο ο τυφλός σπεσιαλίστας της ποιητικής τέχνης καμώνεται τον πονεμένο. Κι αφήνει κουλουριασμένη την ποιητική του κουράδα εκεί που πρέπει ν’ αφήσει ένα αστροπελέκι. Περήφανος πάντα για το αρχαίο κάλος, για το έθνος, για τον ηρωισμό, που σ’ αυτή τη λαβωμένη χώρα έχουν εκφυλιστεί σε φασισμό. Γατούλες, ηλιοβασιλέματα και αξιολύπητες αγαμησιές.
Πανταχού παρών
Με σκλαβώσατε εσείς, παιδιά του μέλλοντος.
Σκυλοβαριέμαι τώρα και γράφω σε σας.
Παλιομοδίτικης με τη λαϊκή ψυχούλα κομμώτριας.
Με όση ορθοστασία επιτάσσει το ψυχρό καθήκον.
Ελευθερία ή θάνατος.
Ανταύγειες της μακρινής ματιάς.
Αυτό το ασυνάρτητο ποιητικό εγώ.
Το βουητό του σύμπαντος.
Ζευγάρια που βούλιαξαν στο νεροχύτη.
Γυμνές που καταβρόχθισαν καθρεφτάκια.
Κοπέλες που δεν κατάφεραν να γίνουν μανούλες.
Αλλά παλλόμενες καρδούλες από λεφτά.
Νοικοκυρές, μεσίτριες, ιερόδουλες.
Περιμένοντας το χρυσό επιβήτορα.
Τις εκπομπές μαγειρικής.
Περιμένοντας το ξημέρωμα, τον ήλιο απ’ τα βουνά.
Νυφούλες των χωρισμών.
Σμήνη από χαλασμένα νεφρά.
Τώρα ο θεός ήλιος με κουρδίζει
για να αφήσω ένα εμβατήριο οδύνης πίσω σε σας.
Εγώ ο ακατάστατος που αγάπησα τα βιβλία και τις πουτάνες.
Που άστραψα και βρόντηξα
κι έπιασα το θεό απ’ τ’ αρχίδια και την παναγία απ’ τα βυζιά.
Εγώ που ψήφισα όλα τα νομοσχέδια της αγάπης.
Εγώ που γιάτρεψα κορμάκια απ’ τα δαγκώματα φιδιών.
Εγώ που διάβασα προσευχές στα σκέλια τους.
Κι έγινα στρατηγός στο πρωινό αεράκι τους.
Ο Νέρωνας που έβαλε φωτιά στα νοικοκυριά τους.
Fleur du mal
Έχω έξτρα χυμούς.
Και τα φιλιά μου είναι πεινασμένα.
Θα σας φάω όλες, κυρίες του καλού κόσμου.
Φρούτα στον πάγκο του ποιητή.
Νύχτα ωραία
από μια χαραμάδα στο πάτωμα να εισχωρείς.
Να γράψω για το γυμνό της κώλο.
Για τη μαργαρίτα που μάδησα
σπουδάζοντας ερωτική σιωπή και σάλια.
Να γράψω για το τομάρι μου που θα το φαν οι ψύλλοι.
Να συγκινήσω μανούλες που ευνούχισαν αρσενικά.
Να συγκινήσω αρσενικά που όρμησαν στη μάχη πίνοντας βότκα.
Βαθιά νυχτωμένος και χασομέρης.
Λύνω και δένω αυτοστιγμεί το ποιηματάκι.
Αυτό που θα πάρω μαζί μου στον τάφο.
Με τόσα γύρω θηλυκά.
Ζώα στο κλουβί
Οι θεολόγοι της εργασίας χειρονομούν όταν η ύπαρξη τούς βγάζει τη γλώσσα. Με όση τεχνογνωσία τούς έχει εφοδιάσει ο μεταφυσικός οίστρος της αέναης παραγωγής και της αχαλίνωτης ανάπτυξης, στραγγαλίζουν την ελεύθερη βούληση και βάζουν την ιδιότροπη ανθρώπινη φύση σε κλουβί. Εκεί όπου πριν υπήρχε χώμα, αέρας και νερό, δηλαδή ρυθμός και αίσθηση, τώρα υπάρχουν ντουβάρια, καναπέδες και αναμνηστικά κουφάρια παρελθούσης ένδοξης ύλης.
Το πέρασμα του ανθρώπου απ’ την ισόγεια κατοικία στον κατακόρυφο στρατώνα ήταν μια σπουδαία νίκη της θεολογίας της εργασίας. Οι εργάτες δεν πρέπει να πιάνουν χώρο διότι ο χώρος και η οριζόντια ανάπτυξη βρωμάει ανυπακοή και συλλογική δράση. Το ζώο στο κλουβί του με όλα τα κομφόρ και τα πλαστικά του παιχνίδια είναι ένα χαριτωμένο τίποτε που τρώει, κοιμάται, σκέφτεται με το ρολόι. Που έχει την ελεύθερη βούληση να αλλάξει κανάλι αλλά όχι ζωή.
Πίσω απ’ τα βαριά κιλίμια και τα προικώα ιδεολογήματα οργιάζει ασφαλής ο αμοραλισμός της νοικοκυροσύνης. Τα κάδρα στους τοίχους έχουν ολίγα τεμάχια ρομαντισμού νεκρής φύσης. Τα παράθυρα έχουν θέα στα ανήκουστα κουτσομπολιά και οι βαριές μπαλκονόπορτες καθρεφτίζουν τα δικά μας μηχανικά μηνίγγια στο γυμνό βλέμμα του γείτονα. Το αστικό διαμέρισμα είναι το αναβαθμισμένο παράπηγμα που φιλοξένησε τους πρώτους τυχερούς σκλάβους, αυτούς που έφυγαν απ’ τα χωράφια και τους κάμπους για να τρυπώσουν στην ευεργετική αγκαλιά της ανωνυμίας.
Κατατρεγμένες κοπέλες απ’ την πατρική παραφροσύνη και την αγαμία, νέοι ντροπαλοί και καυλωμένοι που σιχάθηκαν τη σβουνιά, ανταλλάσοντας την φυσική τους ελευθερία με το προνόμιο της ανωνυμίας. Χωρικοί και χωριάτες που εκπολιτίστηκαν αναλογικά με την παραγωγή και δέθηκαν πάνω στο άρμα του προϊόντος που μηχανικά δημιουργούσε η εργατική τους δύναμη. Όταν το προϊόν έγινε υπαλληλίκι και καρέκλα φύτρωσαν μικροεξουσίες και παράσιτα. Τζόγος και σοσιαλισμός της κακομοιριάς. Ένα βόλεμα σε ευρύχωρα κλουβιά και ευέλικτα ωράρια.
Ο καπιταλιστής ξέρει πως τα λιχούδικα παιδιά είναι οι καλοί στρατιώτες της μελλοντικής κατανάλωσης. Ξέρει πως κάθε ψηφιακός χρησμός είναι ιερός για το φυλακισμένο χάνο, που, βολεμένος μέσα στο τσαρδί της τεχνολογικής οκνηρίας περιφέρεται άφυλος και ασυνάρτητος μέσα στην πλανητική μαλακία της ατάκας που γέννησε ο εγκλεισμός. Αυτός ο κλουβίσιος φιλοσοφικός οίστρος που αναπαράγουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η συγγραφική Αρκαδία του καταπιεσμένου όντος. Είναι η βαλβίδα ασφαλείας που με ακραίο επικοινωνιακό αυτισμό εκτονώνει την κοινωνία που βράζει.
Ο άνθρωπος της πόλης επικοινωνεί απ’ το κλουβί του. Παράγει σκουπίδια και ανακυκλώνει τις αυταπάτες του. Δεν μυρίζει επειδή κινείται αλλά βρωμάει επειδή είναι στάσιμος. Έχει πάρει μαζί του γάτες, καναρίνια, σκυλιά για να διακοσμήσουν το στείρο ανθρωποβιότοπο του διαμερίσματος. Για κάθε ένα απ’ τα μικρά ή μεγάλα του εγκλήματα έχει θεσπίσει και μια παγκόσμια ημέρα. Η παγκόσμια ημέρα των ζώων δικαιωματικά τού ανήκει, αφού, αργά ή γρήγορα, όλοι οι μεγάλοι εγωιστές γίνονται φιλόζωοι.
Φθινοπωρινή σονάτα υγρών δεσποινίδων
Δεσποινίς μου άκαρδη με το θαυμάσιο
βυζί σου το ανυπάκουο, με τους γρίφους
στ’ ανοιχτά σου όλα, αγοραία, ζοφερή.
Τραγουδισμένη σε όλες τις επαρχίες.
Ιδιότροπη με τους διάτρητους αδένες σου
το σεξ της καρδούλας σου, τα κατηχητικά
στη διαπασών, τα σερνικά που σέρνονται
στα χείλη σου, φύτρο εσύ υποσχέσεων
στο άσυλο του πρώτου φιλιού. Στο αρμόδιο
πρωτόπλαστο χαντάκι, ενάρετη εσύ, που
έχεις στεριώσει τα πόδια σου στον ουρανό
και τις πατούσες σου στα φεγγαράκια. Τώρα
θα σε βάλω στο μούσκιο της μνήμης. Θα
σου δέσω καλώδια στα πόδια. Ηλεκτροπληξίες
ωσαννά. Θα τυπώσω βιβλίο με τα ανεμοδαρμένα
σου κάλλη να το μοιράσω στους φίλους. Θα
ταχυδρομήσω το σφυγμό σου σε θαυμαστές
μου στην Αστόρια να νιώσουν λίγο το
δυσανάγνωστο δασάκι σου να πάλλεται.
Να μάθουν τι εστί ακροβασία
πάνω στα χείλη ντόπιων κοριτσιών.
Μηχανική των ρευστών ψυχών
Αρχίζεις να μαθαίνεις τη ζωή όταν δέχεσαι τα πρώτα πλήγματα χαράς. Όταν αρχίζουν να σε δονούν οι σκιές απ’ τα παραμύθια. Όταν η διαλεκτική του κακού λύκου σε γειώνει στο φόβο και την εκδίκηση, εκεί που η απονομή δικαιοσύνης είναι αποτέλεσμα πονηριάς. Εκεί που η μηχανική βιολογία της επιβίωσης ταΐζει το κακό κοτρώνες. Αρχίζεις να μαθαίνεις τη ζωή με την πρώτη φανταστική ιστορία που είναι βγαλμένη απ’ τη ζωή. Για να μην τρομάξεις απ’ τους ανθρώπους, τις κακίες και τις καλοσύνες τους, βλέπεις και ακούς τις πράξεις τους προσαρμοσμένες στο τομάρι των ζώων. Αλεπούδες, λύκοι, αρκούδες, κότες, μυρμήγκια, τζιτζίκια, πουλιά και ψάρια ενοχοποιούνται με τη βάναυση ποιητική του παραμυθά. Έχουν φορτωθεί αμαρτίες, εγκλήματα, ενοχές, μόνο και μόνο για να ξορκίσουν στα μάτια τού παιδιού την πολύτροπη ανθρώπινη φύση. Για να προσχωρήσει ο μικρός ακατέργαστος μπόμπιρας στην ανθρώπινη ζούγκλα με έναν γλυκό διδακτισμό. Με μια χειρονομία αβρότητας εκ μέρους όλων αυτών που έχουν εξουσία πάνω του. Προσφέροντας ατύπως έναν οδηγό επιβίωσης κι έναν κώδικα που θα μπορεί να διαβαστεί κάποια στιγμή αλλιώς. Ο καλλιτέχνης παραμυθάς προβάλει την ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στη Φύση για να μπορεί να δικαιολογήσει όλες τις βαθιές και ανερμήνευτες καταστάσεις στα μάτια ενός παιδιού. Ο παραμυθάς είναι αυτός που μεγαλώνει το παιδί όχι με τη βία της ανθρώπινης πραγματικότητας αλλά με την εννοιολογική της θεολογία. Η πόλωση του καλού και του κακού, η μεταμόρφωση, ο άλλος, αποτελούν τη μαγιά για τις ατέρμονες αφηγήσεις κάθε μικρότητας και κάθε μεγαλοσύνης. Για να μην μισήσει το παιδί το σφαγέα πατέρα του ο εχθρός γίνεται δράκος που βγάζει φωτιές και η πάλη έχει νόημα αφού είναι πάλη με το κακό. Το παιδί δεν διδάσκεται πως ο πόλεμος είναι κακός αλλά πως το κακό χρειάζεται πόλεμο για να επικρατήσει το καλό. Φυσικά το καλό είμαστε εμείς. Το κακό είναι πάντα απέναντι. Οι άλλοι. Παλιότερα ήταν ο αράπης που μεγαλουργούσε στα παραμύθια. Κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και μυθολογικό τέρας. Ένα ον που καταβρόχθιζε παιδάκια που δεν έτρωγαν το φαγητό τους ή δεν αφήναν τη μαμά και το μπαμπά να γαμηθούν με την ησυχία τους στο διπλανό δωμάτιο. Ο γύφτος επίσης, τιμημένος με το μετάλλιο της κλεψιάς απ’ τους έλληνες παραμυθάδες, οι γριές, οι κουτσοί που γρύλιζαν σαν το χάρο, οι άσχημοι και οι τεμπέλες ανεπρόκοπες κόρες μιας κακιάς μητριάς. Ανώνυμοι κακοί και επώνυμοι ήρωες. Νεκρές φύσεις ντυμένες με ρούχα μάταιης ζωής. Πρίγκιπες, βασιλιάδες, αφεντικά, θεματοφύλακες του καλού και ένδοξοι στρατηλάτες που γεμίζουν τις τσέπες τους με καρδιές θυσιασμένων ανθρώπων. Εδώ συντελείται το πέρασμα απ’ το παραμύθι στην ουσία. Εδώ που αρχίζει το μπλέξιμο της ιστορίας με το μύθο. Εδώ που ο δικός μας σφαγέας αγιοποιείται, αφού το ηθικό του κίνητρο ήταν η καταστολή του κακού. Εδώ που οι ένδοξοι αυτοκράτορες φορτώνουν στα χριστιανικά τους κάρα τα άψυχα κορμιά των απίστων. Εδώ που η σύγχρονη αμερικάνικη παραμυθία του κλιματιζόμενου εφιάλτη θέλει το Ράμπο να φορτώνει σχιστομάτηδες την αυγή στα φορτηγά του θανάτου. Στήθη μισοφαγωμένα ανίερων υπάρξεων για να ταΐσουν το χοντρό παιδί της Αμερικής. Για τους ευρωπαίους Βίκινγκς και τους έλληνες εθνικιστές. Για τους Γαλάτες και τους καραμπινιέρους. Για τους Οθωμανούς με τα γιαταγάνια και τους γερμανούς με τους φούρνους. Εδώ το παραμύθι έρχεται να δηλητηριάσει την ορφανή από βασίλεια και σατραπείες παιδικότητα. Εδώ έρχεται να σου κόψει την ανάσα ο Τρωικός πόλεμος με όλη τη φλύαρη βεβαιότητα επικράτησης του καλού. Ο φασίστας στρατηλάτης με το γελοίο πρόσχημα της απιστίας μιας βασίλισσας σφάζει γυναικόπαιδα και γέρους. Εδώ ο ποιητής-παραμυθάς απ’ τη μια ξεβρακώνει την υποκρισία της ανθρώπινης απληστίας κι απ’ την άλλη στροβιλίζει μέσα στο αιματόβρεχτο έπος την κίνηση των μαζών που αλυσοδένει στα συμφέροντά της η εξουσία. Γράφουμε παραμύθια, ποιήματα, επιστολές, για να υποτάξουμε τον άλλον. Η ανάγνωση είναι πράξη υποταγής. Ο παραμυθάς είναι ο σαγηνευτής. Είναι αυτός που νανουρίζει ασύδοτα και σφραγίζει πάντα τις αμφιβολίες με το ακροτελεύτιο: αυτοί έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα. Είναι αυτός που σε αποσβολώνει στη σιωπή σου και σε κρατάει απ’ τον ιστό της ερωτικής του αράχνης. Είναι ένας πρώην σαγηνευμένος αλλά τώρα διατελεί ιεροκήρυκας, αγκιστρωμένος απ’ τις σκληρές ράχες των βιβλίων. Σήμερα είναι ένας σύγχρονος ψηφιακός διαβολάκος που έχει περάσει όλη την αυθάδικη ανθρώπινη ιστορία μέσα σ’ ένα βιντεογκέιμ. Σήμερα είναι ο διαφημιστής, ο σιτιστής του αχόρταγου κενού κάθε ματαιοδοξίας που παραμυθιάζει το μεσόκοπο καταναλωτή με πλαστικά βυζιά και πλαστικά όνειρα. Με λαμαρίνες και ντουβάρια. Είναι ο ποιητής των μαζών. Αυτός που δεν πουλάει ποιητικές συλλογές στα διψασμένα παιδάκια. Αυτός που σε κάθε κυβικό εκατοστό ανίας τοποθετεί και μιαν ανάγκη. Αυτός που κρεμάει τη βαριά αρμαθιά των ειδώλων στο λαιμό του παιδιού.
Λεπτή χειρονομία για τη νύχτα
Κυρά που σε τραγούδησε
ο Ρίτσος με όλη την αδιακρισία
του ρομαντισμού, οι σάτυροι
ανθολόγοι που σου βαλαν χέρι,
οι θρησκευτικοί ποιητές, η σχολή
της Φρανκφούρτης, οι δισκογραφικές
ο Καζαντζίδης. Κυρά κοστούμι και
πιτζάμα του νοικοκύρη, ύπαρξη
που δαμάζεις κάτω απ’ το ντους
το αφηνιασμένο σκοτεινό στόμα.
Κυρά που σωρεύεις χίμαιρες, δάκρυα,
αναφιλητά. Κυρά που σερβίρεις μπράντι
και κατουράς ηδύποτα, είδα τα βυζιά σου
πεταμένα σε παλιατζίδικα της Θηβών
είδα στον αφαλό σου φωτάκια και
στο χέρι σου μαστίγια για να
καυλώσεις το μακρυχέρι θεό της στέρησης
είδα να κουβαλάς κασόνια με όλμους
να μπαλώνεις κάλτσες να θρέφεις σκυλιά
γέρους πεταλούδες απ’ τις κόγχες των ματιών σου
εγώ ο άντρας σου που ήρθα στο κρεβάτι σου
και δε σε βρήκα