Ουρλιαχτό, για τον ληστή των εφησυχασμένων συνειδήσεων Νίκο Ρωμανό

ourlia

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
(Μανόλης Αναγνωστάκης)

 

Όλοι εμείς που γαβγίζουμε μέχρι λύσσας αλλά δε δαγκώνουμε και βγάζουμε λυρικά τελειοποιημένα χαπάκια-γραπτής ομολογίας πίστης στη δύναμη της εξουσίας-που κόβουν τη δίψα για δράση, ακούμε τώρα τις φωνές απ’ τα πηγάδια των φυλακών.

Τα καλύτερα μυαλά κάθε γενιάς οδηγούνται σε ψυχίατρο, έμπορο ναρκωτικών ή φυλακή. Τα καλύτερα μυαλά δεν είναι αυτά που λέγανε το μάθημα νεράκι αλλά αυτά που κατουρούσαν το νεράκι του μαθήματος και χέζαν τη μια και μοναδική άποψη του κυρίου νικητή όλων των απόψεων. Την άποψη που σιγοψήνουν οι νικητές στην ακαδημία και τη σερβίρουν στα παιδάκια οι έσχατοι διορθωτές. Οι όσοι έγιναν δάσκαλοι όσο θα γινόταν μπάτσοι, παπάδες ή δεκανείς.

Τα καλύτερα μυαλά της κάθε γενιάς είναι αυτά που δεν έγιναν κάτι για να ευχαριστήσουν τη μαμά και το μπαμπά. Αυτά που οδηγήθηκαν εκεί που δε βγάζει πουθενά. Γιατί το εκεί που δε βγάζει πουθενά είναι η εξορία εντός και εκτός. Είναι οι ψυχιατρικές κλινικές, τα κρατικά κρεματόρια των Λεχαινών με παιδιά φυλακισμένα σε κλουβιά, για το καλό τους, αφού δεν είχαν την αγαθή τύχη να τα συμπεριλάβει η κυρία Βαρδινογιάννη στο φιλανθρωπικό της μενού.

Είναι οι ψυχιατρικές κλινικές τα ξερονήσια των ευαίσθητων ψυχών. Εκεί που όλα τα άλγη της συναναστροφής με τους κοινωνικούς δυνάστες και τα θύματα-θύτες της βιοπάλης καταλήγουν στη χημεία του μυαλού και στη ροκάνα του κράτους. Αλλά είναι και οι φυλακές.

Οι φυλακές είναι για τους απείθαρχους. Γι’ αυτούς που από κούνια έμαθαν πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή κι αποφάσισαν να κλέβουν τους κλέφτες. Κι είναι και αυτοί που κλέβουν τους κλέφτες για να δείξουν τους κλέφτες. Που γράφουν τα άκρως απαραίτητα και δεν συνομολογούν ήττες διαβάζοντας ποιήματα στην πλατεία Κοτζιά σαν γεροντοπαλίκαρα που γλύτωσαν το αφιόνι του καθεστώτος.

Είναι κι αυτοί που δε βλέπουν ήττες, που δεν αναγνωρίζουν δύναμη στον αντίπαλο και τον παλεύουν μέχρι τέλους. Διότι ξέρουν πως αν δεν πολεμήσουν μέχρι τέλους θα τους φάει η συστημική μούτα σε κάποιο καναπέ διαμερίσματος της επικράτειας, μηρυκάζοντας την κακή τους τύχη και τον κακό τους τον καιρό.

Τα καλύτερα μυαλά κάθε γενιάς δεν αφήνουν τίποτε όρθιο μέχρι να τους ξαπλώσει κάποιος κάτω νεκρούς. Μέχρι να τους επιχωματώσει με κατηγορίες η αμερικανική πρεσβεία και η θεολογία της πολιτικής ορθότητας.

Τα καλύτερα μυαλά κάθε γενιάς δεν έχουν μυαλό ταριχευμένο με οιστρογόνα πειθαρχίας αλλά αφροδίσιο πάθος για όλα εκείνα που οι άλλοι έχουν αδιαφορία, νοικοκυριό και ελεγχόμενη εκσπερμάτωση από το κράτος-εταιρία του κυρίου καπιταλιστή.

Τα καλύτερα μυαλά της κάθε γενιάς δε ζητάνε καλλίτερες συνθήκες για τους δούλους στις φυτείες αλλά κατάργηση της δουλείας.

Τα καλύτερα μυαλά της κάθε γενιάς δεν έχουν βαλσαμώσει τις ανάγκες τους. Δεν παθαίνουν εγκεφαλικά ψυχραιμίας. Δε σταχτώνουν απ’ τον ίλιγγο της ευπρέπειας. Γράφουν γράμματα στο κράτος για να τ’ ακούν οι δεσμοφύλακες που κάνουν το καθήκον τους. Για να τα ακούν οι υποτελείς. Οι κάτω που τα πάντα υπομένουν, περιμένοντας στην ουρά τα διαπιστευτήρια της υποτέλειάς τους.

Κάνουν απεργίες πείνας όχι ελπίζοντας στον ανθρωπισμό του εκμεταλλευτή, αλλά ελπίζοντας σε μια ακόμη δυνατότητα πνοής. Δίνοντας λίγη ακόμα παράταση στο κορμί να παλέψει για αυτό που πιστεύει.

Ιδού τι γράφει λοιπόν ο ληστής των εφησυχασμένων συνειδήσεων Νίκος Ρωμανός. (Κι αν αυτές οι λέξεις δεν είναι αστραφτερά διαμάντια αλήθειας και πολιτικής διαύγειας ενός εικοσάχρονου, ε, τότε δηλητηριάστε τον με το φαγητό σας γραφειοκράτες δεσμοφύλακες υποτακτικοί.)

«Ακριβώς, η ποίηση είναι η τέχνη του ατόφιου. Είναι αυτή που παραμένει ανυπότακτη, όταν η τάξη του διαφανούς έχει υποτάξει όλα τα άλλα είδη του λόγου. Όταν οι λέξεις έχουν προσεκτικά απολυμανθεί και στολιστεί σα μαρκησίες της αυλής, αφού θα καταλήξουν στο κρεβάτι του πρίγκιπα, όσο κι αν αυτό τις τρομάζει, και θα παραστήσουν τις σεμνές, θα υποκριθούν ότι έχουν αρετές που έχουν χάσει από καιρό στο βούρκο του συμβιβασμού και της εκπόρνευσης. Η ποίηση ή είναι ασυμβίβαστη ή δεν είναι τίποτα». (Ζαν-Μαρκ Ρουγιάν)

Συντρόφισσες και σύντροφοι, εδώ και καιρό μας εγκλωβίζουν. Από τα αστυνομικά μπλόκα και τα αντιτρομοκρατικά πογκρόμ, στα συμβούλια των οικονομολόγων που εξοντώνουν όσους δε χωράνε στις στατιστικές τους. Από τους έλληνες βιομηχάνους που αντιστέκονται στην επέλαση των πολυεθνικών κολοσσών στηρίζοντας τον όψιμο σοσιαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ, στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με πολιτικούς που προβάρουν το κοστούμι του υπερ-πατριώτη πάντα δουλικού για το καλό του τόπου, από τους μπάτσους και το στρατό που εξοπλίζονται με όπλα τελευταίας τεχνολογίας για την καταστολή εξεγέρσεων, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας.

Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: αν κάτι εκμεταλλεύεται το κράτος, αυτό δεν είναι άλλο από την αδράνεια που πλέον έχει μονιμοποιηθεί ως μια φυσιολογική συνθήκη.

Σε λίγο θα είναι πια αργά, και η εξουσία με το μαγικό ραβδί της θα δίνει έλεος μόνο σε όσους γονατίζουν υποτακτικά μπροστά στην παντοδυναμία της.

Ορισμοί

orismoi

Τέχνη είναι η σύγκρουση μ’ αυτό που μας επιβάλλεται.
Τέχνη είναι η απεγνωσμένη μας προσπάθεια να ακυρώσουμε το ήδη συντελεσμένο.
Τέχνη είναι οι ερωτικές επιστολές. Η ολομόναχη γύμνια μας στα χέρια του ταχυδρόμου.
Τέχνη είναι το καπρίτσιο μας να χαρτογραφήσουμε τα γεννητικά μας όργανα.
Τέχνη είναι να βγάζουμε απ’ τα έγκατα τη φωνή του ποδοπατημένου.
Τέχνη είναι να μπορείς να αγγίξεις τον άλλον από έτη φωτός μακριά.
Τέχνη είναι τα χρυσά δόντια των γύφτων που πεθαίνουν γελαστοί μέσα στα τραγικά σκοτάδια της ελευθερίας.
Τέχνη είναι να λατρεύεις το μουνί της μάνας σου και το μουνί της γυναίκας.
Τέχνη είναι να θυμάσαι πάντα από πού ξεμπούκαρες.
Τέχνη είναι πάνω στο αλλόκοτο ικρίωμα της φαντασίας να βγάζεις πνοή ζωής.
Τέχνη είναι η αποκάλυψη της φθοράς που μας πλάθει.
Τέχνη είναι οι στιγμές που μας βασανίζουν για μια αιωνιότητα.
Τέχνη είναι να χύνεις ανεμπόδιστα.

Οδηγός επιβίωσης του ποιητή

odige

Το ποίημα δεν απαγορεύει τίποτε.
Το ποίημα δε γράφεται για μια ντουζίνα εκλεκτών.
Πρέπει ο ποιητής να διαθέτει περίστροφο λέξεων.
Ο ποιητής πρέπει να αγαπά το καλό φαγητό αλλά και την κακοπέραση. Έχει να του προσφέρει πολλά.
Ο ποιητής πρέπει να λατρεύει το σεξ. Ο ποιητής που δεν λατρεύει το σεξ είναι υπάλληλος της ποίησης. Ως και ο Σεφέρης ήτο φοβερός ματάκιας.
Οι αρετές του ποιητή όταν περνάνε στο ποίημα το ποίημα γίνεται ψεύτικο, διδακτικό για σχολικά εγχειρίδια.
Ο ποιητής πρέπει να λέει τα πράγματα όπως είναι.
Ο ποιητής πρέπει να αφήνει το ποίημα στην τύχη του.
Ο ποιητής πρέπει να καπνίζει άφιλτρα στην πρώτη του νεότητα.
Ο ποιητής πρέπει να έχει κατά νου τον αδιάκοπο πόλεμο με το φόβο.
Ο ποιητής πρέπει να μυρίζει το μουνί σα να μυρίζει λουλούδι.
Ο ποιητής που δεν ξεπέφτει στο μουνί γίνεται εκδότης.
Η γλώσσα του ποιητή είναι η γλώσσα κατά των ασθενειών του γήρατος.
Ο ποιητής είναι και τη νύχτα ποιητής.
Ο ποιητής δεν βγαίνει στην σύνταξη ποτέ.
Ο ποιητής που δε ρίχνει χαστούκια στο γούστο του κοινού και γροθιές στο στομάχι του κράτους είναι λαπάς.
Ο ποιητής είναι επαγγελματίας ερασιτέχνης.
Ο ποιητής πρέπει να λατρεύει ότι έχει σάρκα και οστά.
Ο ποιητής στην πόλη των ιδεών γίνεται γραφειοκράτης ή σχολικός σύμβουλος.
Ο ποιητής ξέρει πως οι ιδέες χωρίς τον άνθρωπο είναι σαν καρφίτσες στον κώλο.
Ο ποιητής δε λύνει γρίφους.
Ο ποιητής δίνει φωτιά στις άγριες γυναικάρες.
Όταν πρέπει να είναι στρατευμένος ο ποιητής θα πρέπει με πάθος να είναι στρατευμένος. Κι ας μοιάζει με πλασιέ.
Δεν θα πρέπει να δίνει υποσχέσεις στον καθρέφτη του ο ποιητής.
Ο ποιητής που δεν προβοκάρει είναι μαλάκας ποιητής.
Δεν υπάρχει ποιητής κακός αλλά ποιητής που δε διαβάζεται υπάρχει.
Υπάρχουν συνταγές μαγειρικής που βγάζουν ποίηση.
Υπάρχουν κορμάκια που αχνίζουν ποίηση.
Ο ποιητής πρέπει να κοιτά τη γυναίκα στα χείλη.
Γράφω ποίηση σημαίνει εκδίδω με σέβας την ασέβειά μου.
Η ασέβεια του ποιητή απέναντι στην υποκρισία είναι ποίηση.
Αν ο ποιητής δεν είναι βέβηλος του πλούτου θα βραβευτεί απ’ τους βέβηλους της ζωής.
Ο ποιητής δεν είναι στοχαστής.
Ο ποιητής πρέπει να γράφει κάθε μέρα.
Ο ποιητής έχει για εργαστήρια κρεβάτια και αγρούς από καταβολής υγρών.
Η ερωτική διάθεση είναι ο παράξενος ελκυστής του ποιητή με τα πρόσωπα.
Όλα τα πρόσωπα έχουν για τον ποιητή αυτό το εκτυφλωτικό μεγαλείο της μοναδικότητας.
Ο ύμνος του ποιητή είναι ο ύμνος στην πολυμορφία.
Ο ποιητής δεν διαθέτει ατζέντα αλλά μνήμη αλανιάρα.
Ο ποιητής ζει με τα ψίχουλα των βλεμμάτων του κόσμου.
Ο ποιητής που το παίζει πατριώτης είναι ένας σπουδαίος γλείφτης των πελατών του.
Ο ποιητής που γράφει παραδοσιακά έχει κληρονομήσει ένα σκυλί που δε γαβγίζει.
Ο ποιητής που καίγεται για τους νέους τους έχει βάλει ήδη φωτιά.
Δεν υπάρχουν ποιητές στον πύργο τους, αλλά προικοθήρες στο προικώο τέμενος της μαμής υπεραξίας.
Ο ποιητής είναι το όχημα που μεταφέρει τις αλλόκοτες καταστάσεις στο μέλλον.
Ο ποιητής δεν έχει πίστη.
Ο ποιητής έχει χεσμένα τα εθνικά σύμβολα.
Ο ποιητής δεν πιστεύει στο αρχαίο κλέος.
Καταϊδρωμένα κορμιά αρμενίζουν στην κάμαρα του ποιητή.

Το ιδιότροπο σπέρμα

to idio

Δεν πιστεύω στον επικοινωνιακό ακτιβισμό της ψηφιακής ψωροκώσταινας αλλά στη σκέψη. Σκέψη λιμανίσια που νιώθει και νιώθεται βαθειά. Στις δυνατότητες του μέσου και στις μαγικές εικόνες όταν σκουραίνουν τα πράγματα κι όταν οι νοικοκυραίοι ελευθέρας βοσκής εξολοθρεύουν τη φυσική ζωή. Το ιδιότροπο σπέρμα. Εκείνο τον ωραίο παλιό καιρό με τη νευρικότητα του Αδάμ και της Εύας. Εκείνες τις οφθαλμολάγνες νοηματοδοτήσεις του νοικοκυραίικου οίστρου στα χαρακώματα των σούπερ μάρκετ. Εκείνα τα ψηλά βουνά του Παπαντωνίου με την ουτοπία της επαναστατημένης παιδικότητας. Τα πάντα όλα, όσα υπέστη το φεγγάρι από δυτικούς της ρομάντζας και το χνώτο του τυρέμπορα που έγινε παραγωγός του σινεμά. Η ζωή που μας δίνεται μας αφήνει μόνο να παίζουμε με τα ζύγια. Όταν μουδιάζεις απ’ την προσήλωση στις δεξιώσεις και τις διαταγές δε σου μένουν σκέψεις αλλά κινήσεις και πόζα. Μια βραχνάδα απ’ τις πολλές απάνθρωπες ανθρωποσυνάξεις. Κι αν αυτό που έχτισες με κόπο κι αφήνεις πίσω σου θέλει ξύλο και ΜΑΤ για να διατηρηθεί, έ τότε θα καταρρεύσει. Τίποτε. Ερείπια και σπασμένα αγάλματα. Τα δασώδη εφηβαία στα μουσεία, για να θαυμάζουν μηχανικά τις ομορφιές και τις γλύκες μιας εποχής που χάθηκε οριστικά, οι νέοι ακτιβιστές της ζωής. Τα παιδάκια που θα σηκώσουν κάποτε κεφάλι όταν μάθουν την πάσα ταξική αλήθεια.

Φρί πρές

fri pres

Η χρεωκοπία ως πλαδαρή κόρη στερήσεων θα επανέλθει δριμεία. Το φάντασμά της σχετίζεται με τη δυναμική του ντετερμινιστικού χάους της προπαγάνδας. Σιγά που η κριτική της αφήγησης της αθηναϊκής αρθρογραφίας στα δύσκολα θα κάνει πίσω. Καθετί που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αυτοαναφλέγεται για να μπορεί να μπει ξανά στο παιχνίδι ως θύμα καταστάσεων που μαγειρεύουν ακραίοι όταν κωλοβαράνε. Η καιόμενη εφημερίς που αναστήθηκε ακαριαίως πανηγυρίζει την αθανασία της κάνοντας ανορθόδοξες συσχετίσεις. Έχει ένα στρατό από νέους και ημίγερους που δεν έχουν τίποτε και με κανένα. Είναι οι πέστροφες στο σιγανό ποταμάκι του αλαζόνα με το σακίδιο. Το ιερό σακίδιο της δημοσιογραφίας της υπέρβασης. Μιας υπέρβασης των πάντων. Με λέξεις γιρλάντες από παχυλές χορηγίες. Με τη ζηλόφθονη χουντική χαμάρα του υπερφίαλου αναθεωρητή της ορθοδοξίας. Με σαγιονάρες, σπορτέξ και προσωπικά είδη. Η λέξη χρεωκοπία που θα μπει ξανά στη γραμμική υπονόμευση κάθε αλλοδαπής αριθμητικής με χρέη και μνημόνια θα ξανανέβει στο βάθρο της. Οι συνταξιούχοι που δεν καταλαβαίνουν τους αριστερούς γλωσσοδέτες θα ψηφίσουν πάλι δεξιούς επαναστάτες που αλλάζουν το κράτος. Που κάνουν την οργανική ύλη της άρχουσας τάξης, άρχουσα για πάντα. Για να ζήσουμε εμείς όπως όπως κι αυτοί καλύτερα. Γιατί αυτοί ξέρουν πως για να ζήσεις καλύτερα θέλει βούρδουλα, πούτσα στον ανήφορο, στενά παπούτσια και λοιπά. Φιλοσοφικά πράματα δηλαδή.

Ο ένοικος του τύμβου

15

Έχω μια φοβερή καούρα για τον νεκρό του τύμβου. Ή μάλλον για τον ένοικο του ταφικού μνημείου της Αμφιπόλεως.

Οι λέξεις μέσα στα εκδρομικά καλάθια της ιδεολογίας.

Παιδάκια μέσα σε πούλμαν θα επισκέπτονται μελλοντικώς τον ένοικο. Με αι φον της γενιάς του μνημονίου θα απαθανατίζουν τον ταφικό διάκοσμο. Άλλοι θα πίνουν τα σιρόπια τους για τις χαρούμενες διαδρομές. Άλλοι θα εξηγούν το ενοικιοστάσιο στους μελλοντικούς ενοικιαστές.

Η ιστορία γράφεται με παλμογράφους και ακτίνες Χ. Η φεγγαρίσια αρχαιολογία κληροδότησε το ρομαντισμό της στην επιστήμη. Κι η επιστήμη βαρά ταμπούρλα.

Και η δεξιά σακαράκα νεκροφόρα πάει το νεκρό συστηματάκι στον τάφο του. Το σύστημα πεθαίνει αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν. Να βγάζουν σκυλάκια βόλτα στα πάρκα. Να ταξιδεύουν φτηνά στο Λονδίνο. Να μοιράζονται ντομάτες του κήπου και να ανταλλάσουν ωραία πλαστικά νέας γενιάς.

Πολλοί όμως πανικόβλητοι δεν έχουν καταλάβει. Δεν ξέρουν. Ούτε τον νεκρό ούτε τους απογόνους του. Ο ένοικος δεν ξέρουν αν είναι συγγενής τους. Κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν δεύτερο βρακί και δεύτερο πιάτο. Σαπούνι ξύδι λάδι.

Κάποιοι κάνουν δεύτερες σκέψεις στην περιοχή της λυρικής εκδοχής του χειραγωγημένου λαού.

Πάλι λαός που η γλώσσα τον φορτώνει ιδεολογία άλλων. Δηλαδή εχθρική ποίηση γνώση τέχνη θεωρία.

Οι μαστραπάδες δεν καταλαβαίνουν πως κάθε ανάγκη αναπαραγωγής μύθου είναι αντιστρόφως ανάλογη με την γλυκιά ζωή. Δεν καταλαβαίνουν γιατί όση γλωσσική ύλη τους αναλογεί απορροφάται από το σφουγγάρι της συγκίνησης. Το λαμπρό πεδίον δόξης καθεστώτων που αυτοφορτίζονται. Που παράγουν ανάγκες μελλοντικής λεηλασίας εργατικής ύλης. Που όλο το λούστρο της ψυχικής διαταραχής των υπηκόων το κάνουν μεταφυσική θαυματουργία στα ιστορικά συγγράμματα.

Κυρίες κυρίως, αθύρματα της καριέρας τους και των κατηχητικών της ακαδημαϊκής διαλεκτικής σκάβουν τους τύμβους έχοντας παραπόδα καταστολή κρατική και δημόσιους γράφους που συγκινούν μετωπικά το κοινό. Με επιθέσεις πατρικής αγάπης. Παστρικά και ψηφιακά. Με όση αντίστιξη απαιτεί η θεωρητική μπροσούρα περί σαγήνης και όση λαγνεία απογραφής ένδοξης παρελθούσης ύλης χρειάζεται η ματαιοδοξία των στεγνών. Γιατί οι στεγνοί κυβερνούν. Και οι στεγνοί γίνονται στυγνοί. Όσοι δεν έχουν υγρά ή τα κατακρατούν κυβερνούν διαχρονικά.

Δεν έχει σημασία τόσο η ταμπέλα του μαντριού. Το μαντρί με τα αρμεκτήριά του δίνει γαλατάκι στις αντιφάσεις. Και τους ενοίκους των μεγαλόπρεπων τάφων από καταβολής μισθού, τους έχει στο εικονοστάσι του. Να φυλάν αυτό που δεν μπορεί να φυλάξει ο φύλαξ. Να καταστέλλουν αυτό που γλιτώνει το ψέκασμα.

Όντα που έχουν υποθηκεύσει τις αξίες τους στα μεγάλα αρχίδια του πιο δυνατού. Του κάποιου κάποτε που γάμησε κι έδειρε. Ταπεινά παπαδίστικα δείχνοντας απόλυτο σεβασμό σους προσκυνημένους. Σ’ αυτούς που του προμηθεύουν καραμπογιά για να βάφει τα μαλλιά του και να φαίνεται νέος.

Ο στρατηλάτης χωνεύει κάθε εκφραστικό ένστιχτο των πολεμιστών του. Οι πολεμιστές του είναι αυτός. Κι αν ο ένοικος είναι στρατηλάτης είναι κοντά του θαμμένοι και οι στρατιώτες. Διότι αν δεν έχεις τους ηλίθιους με το μέρος σου χάνεις. Κι η μεγάλη χασούρα των καλών της ιστορίας ήταν η άρνηση ν’ ανοίξουν την αγκάλη τους στους ηλίθιους. Να ταΐσουν το μέσο όρο Ανίτα Πάνια. Ψηφιακό σανό και μπόλικη ακατέργαστη μαλακιούλα στο φου μπού.

Διότι ο σβίγγος λαός έχει γίνει φουμπούλης. Σχολιαστής κάθε συγκρουσιακής σχέσης που δε συμμετέχει. Αγέρωχοι γραφομανείς βαθέως γήρατος.

Εδώ θα βρεις ωραία κιλοτάκια Πεκίνου, μυτζήθρα κάποιας συλλογικότητας απ’ τα Γρεβενά, βιβλία μεταχειρισμένα κι αδιάβαστα, νάρκισσους ποιητές να σχολιάζουν τον εαυτό τους βάζοντας το γκομενάκι τους κόντρα στην απόρριψη απ’ το χωροχρόνο της ζωής, συγγραφείς που τους έφαγε η εκδοτική μαρμάγκα και τώρα αναπολούν τα παλιά. Ακόρεστη σαβουρογαμία νεολαίων που μαράγκιασαν απ’ την ακινησία και το λολ.

Σχολιάζοντας τους σχολιαστές που σχολιάζουν στο φουμπού. Οι μεγαλόσχημοι που υπήρξαν κάποτε γιατί έπιανε το γλείψιμο.

Μα τώρα έχουν κορδέλα δυστυχήματος γύρω απ’ τον τύμβο τους.

Πένθος με άποψη.

Επιθέσεις φιλίας.

Φίλια πυρά.

Αποκλεισμούς.

16

Λίγη βία ακόμη

lig

Να ξέρετε πως όσοι καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται δεν καταδικάζουν τη βία που προέρχεται απ’ αυτούς.

Η βία είναι ο βαρύς χειμώνας.

Η βία είναι τα βαμπίρ της εξωφρενικής φρονιμάδας.

Η ντροπαλοσύνη του Διονυσίου Σολωμού. Ο κόντε κοιμόταν στο μικρό εκκλησάκι των στεναγμών. Με όλο το επτανησιακό του φλέγμα αφομοίωσε την απειλή των τραγωδιών του Μοριά. Λίγο σαν τους αμερικανούς κρουαζιερίστες που χόρευαν φοξ τροτ μυρίζοντας τέφρα Σμυρναίικη. Και λίγο σαν απεσταλμένος του ΟΗΕ στα χασάπικα.

Η βία καταλαμβάνει χώρο και χρόνο. Κυρίως έναν αέρα μυστηρίου στο δωμάτιο της τηλεόρασης.

Τα μερμήγκια που μεταφέρουν πτώματα και τροφές.

Ο νάρκισσος έχει στο βλέμμα τη γλυκιά βία της υποταγής στους αυλικούς του. Με τα παιδικά παντελονάκια σκιάχτρου που διαβάζει κόμικς.

Ο βίαιος απαγγέλλει ποιήματα. Η φωνή του είναι βία στο στόμα της ερωμένης.

Ο σερβιτόρος είναι ο θεατρίνος που περιφρουρεί τις επιθυμίες μας. Την αδυναμία να περιποιηθούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Η βία εκπορεύεται απ’ τους στοχαστές. Κι να δε διαλέξεις τον κατάλληλο στοχαστή θα βιαιοπραγήσουν πάνω σου οι Ερινύες.

Οι τρελοί άνθρωποι πηγαίνουν στη βία από άλλο δρόμο. Ο στρεβλωμένος νους πιστεύει στον Τρωικό πόλεμο.

Το άκακο αρνάκι ή ο καλός άνθρωπος δεν υπήρξαν ποτέ. Πάντα τα λιγότερο κακά πλάσματα προκαλούσαν μέγιστη βία.

Τα άκακα πλάσματα βιαιοπραγούν προγραμματικά. Για την πίστη τους κάνουν σταυροβελονιά το πετσί των απίστων.

Ο άπιστος ο άθεος ο άθρησκος είναι στερημένος από βία. Γράφει πρωινές ώρες ποιήματα για γυμνά κορίτσια. Τα μανιφέστα έχουν δική του μυρουδιά. Δεν είναι τόσο ζηλόφθονος όσο οι γραφειοκράτες.

Η βία είναι να κάθεσαι αποκηρυγμένος απομονωμένος και ντροπαλός και να γράφεις.

Η αγοραφοβία κάποιων είναι αποτέλεσμα βίας.

Με ένα κυματισμό χαρτονομισμάτων λαδώνει ο πλούσιος τη μη βία.

Η βία του κλέφτη και του ληστή είναι τα χαρτάκια καραμέλας των δελτίων ειδήσεων.

Εδώ Πολυτεχνείο! Των ελεύθερων αγωνιζόμενων ματατζήδων

poli

Το πολυτεχνείο δεν ζει. Ψόφησε. Το πολυτεχνείο πότε πότε βρικολακιάζει. Όλη η ρομαντική αστική διαμαρτυρία που εκφράζεται πάντα με εθνικό ύμνο και μαγνητοφωνημένο συναισθηματισμό του εβδομήντα τρία, καταλήγει σε ξεκωλιαστικό ξυλοδαρμό ανυποψίαστων παιδιών, που ο πολιτικός παρασιτισμός της γενιάς του πολυτεχνείου τα οδήγησε στο περιθώριο.

Παιδιά που τα έθρεψε η ωμή βαρβαρότητα του πολιτικού τεκτονισμού όσων εξαγόρασαν τους αγώνες με καρέκλα και φράγκα. Μια κοινωνία που ενσωμάτωσε την κουλτούρα του μίσους στη καθημερινή της ρητορική και αποδέχτηκε το φασισμό ως λαϊκό κίνημα τώρα δέρνει τα παιδιά της.

Η εξαχρείωση, ο εξευτελισμός, η απανθρωπιά, η μιζέρια, ανέκαθεν γεννούσαν την ανάγκη για ήρωες. Το ιλιγγιώδες υπαρξιακό κενό της ελληνικής κοινωνίας το μπουκώνει κάθε τόσο με αυταπάτες ο κούφιος μεγαλοϊδεατισμός της εθνικής υπερηφάνειας και η εθνικόφρονη ρητορεία περί σωτηρίας της πατρίδας. Όλοι χρειάζονται ήρωες και γιορτούλες. Άλλοθι για τις λάθος επιλογές και τις εγκληματικές πρακτικές.

Όλα τα εγκλήματα της μεταπολίτευσης παραγράφονται. Οι ανελέητοι ξυλοδαρμοί, το σπάσιμο των απεργιών, η θεσμοθέτηση της φτώχειας, η κτηνώδης αποθέωση του εθελοντισμού των πρόθυμων ηλιθίων, τα συσσίτια του έκφυλου παπαδαριού, η αποσάθρωση κάθε κοινωνικής δομής, ο εκφυλισμός της ανθρώπινης ανάγκης.

Σήμερα στην ένδοξη πατρίδα μας εντοπίζεται ως κοινωνικό ζήτημα μόνο το γεγονός ότι υποβιβαζόμαστε στην πλανητική κλίμακα εκμετάλλευσης και όχι το ότι μέχρι τώρα αποδεχόμασταν την ύπαρξή της. Το μιλιταριστικό ΝΑΤΟ, ο δουλοπρεπής και πούστικος ρόλος του ΟΗΕ, ο αποικιακός μποβαρισμός των αποφάσεων της ευρωπαϊκής ένωσης δεν ενοχλούν τους όψιμους επαναστάτες που θέλουν εκ νέου να καθίσουν στις ζεσταμένες υπουργικές καρέκλες.

Ο κυνισμός, οι ατομικές λύσεις, ο ανταγωνισμός, το ανικανοποίητο, φαινομενικά δημιουργούν ένα κουβάρι αξεδιάλυτο. Αν όμως πιάσεις το νήμα από την αρχή, διαπιστώνεις ότι η κυριαρχία αναπαράγεται με το χειρισμό και την καλλιέργεια των πιο απλών και βάρβαρων ενστίκτων. Κι αυτά τα απλά και βάρβαρα ένστικτα του φοβισμένου ατομικισμού εδώ και χρόνια καλλιεργούνται μεθοδικά στον καθένα.

Μέσα στο κάτεργο της αλλοτριωμένης ζωής οι άνθρωποι χάνουν την ικανότητα τού να παλεύουν για την ουσία της ύπαρξής τους και εύχονται την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, περιμένοντας τη σωτηρία από κάποιον ηγέτη-σαγηνευτή.

Οι πλάτες των μαθητών και των φοιτητών γίνονται τα πεδία συγκρούσεων όλων των ανταγωνισμών. Αν το πολιτικό πρόταγμα κάθε εξέγερσης και κάθε διαμαρτυρίας δεν είναι το ξεπάστρεμα του ανθρωποκτόνου καπιταλισμού τότε ο συστημικός μπόγιας ψάχνει για νέους ήρωες.

Όλες οι απολίτικες ύαινες οδύρονται για τα καημένα τα παιδάκια. Αυτά τα παιδάκια που είναι πιόνια στη σκακιέρα των ανταγωνισμών. Αυτά τα παιδάκια που τα θέλουν εργαλεία για να βγάζουν λεφτά. Αυτά τα παιδάκια που τα θέλουν με το σταυρό στο χέρι να ανάβουν κάθε χρόνο επετειακά τα καντήλια της βρικολακιασμένης εξέγερσης κι έπειτα να πηγαίνουν τρέχοντας στα σπίτια τους για διάβασμα. Να γίνουν καλοί επιστήμονες και καλοί ευυπόληπτοι δεξιοί που νοιάζονται για το καλό της πατρίδας.

Αυτά τα παιδάκια που μεγάλωσαν την περίοδο της πλαστής ευμάρειας, τότε που η ελληνική κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της, αντιμετώπιζε τους μετανάστες όχι ως ανθρώπους αλλά ως δούλους. Τότε που τα μεγάλα και μικρά αφεντικά αντιμετώπιζαν τους μετανάστες ως φτηνό εργατικό δυναμικό και ως μέσο υπονόμευσης των δικαιωμάτων των ντόπιων.

Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι ποιητής, διανοούμενος, κινηματογραφιστής προφήτεψε το σημερινό φασισμό γράφοντας με μιαν ανάσα για τους έλληνες δολοφονημένους φοιτητές.

ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ, ΜΕ ΜΙΑΝ ΑΝΑΣΑ, ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 1973

Το φασισμό εγώ τον έζησα στη χώρα μου, τον ξέρω.

Βασάνιζε, φυλάκιζε· σκότωνε μόνο το κορμί

Μα πάντα έμενε το αθάνατο σιτάρι του λάου μου… Όμως

έρχεται ο καιρός (στη χώρα μου ήδη έχει φτάσει)

που θα γνωρίσουμε τις μαύρες εξουσίες των ανθρώπων της “κουλτούρας”,

πού ’ναι οι σημερινοί Αντιφασίστες και

είναι οι Πλέον Γνήσιοι Φασίστες…

Αυτοί σκοτώνουν τις ψυχές

και τις ρουφάνε προς το κέντρο σα βρικόλακες

αφήνοντας τα σώματα σκιές.

Μήπως ο Παζολίνι γράφει για τους σημερινούς ταγματασφαλίτες των Βρυξελών, τα τέκνα του Τολιόπουλου και του Μανιαδάκη; Μήπως μιλά καθαρά για τον κάθε δοσίλογο τιμονιέρη που μηρυκάζει πατριωτισμούς και ένδοξο παρελθόν; Μήπως λέει ξεκάθαρα πως οι σημερινοί βρικόλακες εξαργύρωσαν με μαεστρία τον αντιφασισμό τους και την ρητορεία περί κοινωνικής δικαιοσύνης;

Το Πολυτεχνείο υπήρξε η ιερή αγελάδα της μεταπολίτευσης. Ο ελληνικός Μάης του 68 που χρειάστηκε η αστική τάξη για να στήσει τις μυθολογίες της. Για ν’ αλφαδιάσει τους σκληρούς κοινωνικούς αγώνες με την πολιτική ορθότητα του School of economics. Της φωλιάς απ’ την οποία ξεμπουκάρουν ένας ένας οι σημερινοί αρουραίοι της πολιτικής ζωής και του δημόσιου βίου.

Οι νέοι φιλελεύθεροι που έρχονται να αφήσουν την κοτσιλιά τους. Έρχονται να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Από την Καθημερινή και τον Σκάι μέχρι το Protagon.gr, από τη φιλελεύθερη αριστερά μέχρι τον πεφωτισμένο συντηρητισμό διαμορφώνονται πλέον αξιοσημείωτες συγκλίσεις.

Ο ένας κραυγάζει απ’ το Βήμα και τα μεγάφωνα του συγκροτήματος, προς θεού όχι άλλοι αγώνες, η άλλη ουρλιάζει σαν στειρωμένη σκύλα απ’ το lifestyle έντυπο της Athens voice, σφάξτε τους κομουνιστές για να προκόψει ο τόπος.

Οι άνθρωποι της κουλτούρας με το έξυπνο ύφος και τη σπιρτάδα τους δεν βλέπουν δίπλα τους ανισότητες, εργασιακή βία, εργοδοτικό δεσποτισμό παρά υγραίνονται απ’ τη συγκινητική φιγούρα του επιχειρηματία δημιουργού που καινοτομεί. Αναγνωρίζουν ως αξίες, τον υπεύθυνο ατομικισμό και την καταγγελία του μεγάλου κράτους.

Σφυρίζουν κατάρες για όποιον εναντιώνεται στο σύστημα που υπηρετούν. Τον στριμώχνουν στα στενά και τού αλλάζουν την Παναγία. Του σπάνε τον τσαμπουκά, τον τρομοκρατούν. Τον ψεκάζουν.

Ο Ezra Pound έγραψε:

…γέμισε το γαλάζιο τ’ ουρανού με βρώμικους καπνούς· κανείς δε βρίσκεται

για να στολίσει με κεντήματα

το βυσσινί· κανένα Μέμπλιγκ

δε θά ’βρεις για το σμαραγδί.

Η τοκογλυφία

σκοτώνει το παιδί μέσα στη μήτρα

κόβει την όρεξη στον άντρα για ποδόγυρο·

φέρνει τη νέκρα πάνω στο κρεβάτι,

χώνεται ανάμεσα στη νύφη εκεί και στο γαμπρό

(CONTRA NATURAM).

Πουτάνες φέρανε στην Ελευσίνα

πτώματα στρώσαν στο συμπόσιο για το δείπνο

γιατί αυτό προστάχτηκε

απ’ την τοκογλυφία».

Σήμερα που η αστική δημοκρατία δείχνει τα χουντικά της δόντια, σκέφτομαι το γενναίο Βασίλη Διαμαντόπουλο το Νοέμβρη του 1995 να λέει:

Για τους γνωστούς άγνωστους.

«Πιπιλάμε την καραμέλα όλοι μας -και σ’ αυτό βοηθήσανε κι οι δημοσιογράφοι οφείλω να πω- περί γνωστών αγνώστων. Για μένα είναι ένα σημείο, όπου αρχίζει ο συμβιβασμός. Αρχίζει, δηλαδή το παζάρι. Ποιοι είναι οι γνωστοί άγνωστοι και ποια είναι τα παιδιά, τα οποία αυθόρμητα βγάζουν την κραυγή, γιατί δεν μπορούν αλλιώς. Οσο μεγάλοι κι αν είναι, δεκαοκτάχρονοι, εικοσάχρονοι, δεν έχουν συνειδητοποιηθεί πολιτικά, ούτως ώστε να οργανωθούν και να δώσουν τη μάχη τους οργανωμένα, σωστά και αποτελεσματικά. Και το δωδεκάχρονο ακόμα εισπνέει, εισπράττει ένα σμπαραλιασμένο κράτος που δεν πιστεύει πουθενά. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις που πιθανόν υπάρχουν, όλο το πολιτικό φάσμα είναι σμπαραλιασμένο, είναι ψευδές. Ψεύδεται. Ψεύδεται απέναντι στο λαό κι εγώ το θεωρώ προδοσία. Αυτά λοιπόν τα παιδιά εισπράττουν αυτό το μπλοκάρισμα και δεν ξέρουν πώς να το εκφράσουν. Το εκφράζουν έτσι. Χτυπώντας, καταστρέφοντας, κάνοντας αυτές τις πράξεις τις καταδικαστέες όπως λέμε όλοι -που για μένα δεν είναι καταδικαστέες. Γι’ αυτά τα παιδιά, αυτό ήταν μια κραυγή. Όταν πετάγαν το σκαμνί, πετάγανε το κράτος, πετάγανε αυτή τη γελοιότητα. Δεν ήταν λοιπόν η καταστροφή. Η καταστροφή ήταν μία κραυγή, ήταν μια θέση, μια στάση. Ετσι πρέπει να το δούμε. Εμένα με συγκινεί αυτή η στάση. Συγχωρέστε με».

Για το άσυλο:

«Ποια είναι η διαφορά των τανκς της χούντας με τα ΜΑΤ που μπήκαν στο Πολυτεχνείο; Θα ‘θελα να ξέρω ποια είναι η διαφορά. Αυτοί μπήκανε με τα τανκς και εμείς μπήκαμε οπλοφόροι και με τις μάσκες. Με τα ΜΑΤ. Θα ‘θελα να ξέρω ποια είναι η ουσιαστική διαφορά. Διότι αν μιλάμε περί ασύλου, όπως οι χριστιανοί πιστεύουν ότι η εκκλησία είναι ένα άσυλο, έτσι κι εμείς πιστεύουμε ότι το πανεπιστήμιο είναι ένα άσυλο».

Για το κάψιμο της σημαίας:

«(Η σημαία) είναι ένα πανί που το δώσαν σε έναν ράφτη και που το ‘ραψε καταλλήλως και δεν έχει καμία παραπέρα σημασία. Αφήστε με να τελειώσω. Δικαίωμά σου είναι να διαφωνείς. Αυτό που έχει τεράστια σημασία είναι αυτό που υπάρχει πίσω από αυτό το σύμβολο. Συμβολίζει μία κοινωνία πολιτισμένη που ξέρει τους στόχους της, μια κοινωνία αποφασισμένη να ορμήσει, να αγωνιστεί. Αυτό, ναι. Το σέβομαι και το προσκυνώ. Αλλά αυτό το πανί που κάψανε, καλά κάνανε και το κάψανε. Γιατί αυτό το πανί αντιπροσωπεύει μια σαπίλα σήμερα. Να διώξουμε τη σαπίλα πρώτα».

Για τη διαφορά από τη χούντα:

«Η διαφορά μας από τη χούντα είναι τούτη: ότι η χούντα ήταν ένας ξεκάθαρος εχθρός, γι’ αυτό και σχεδόν ολόκληρος ο λαός συμμετείχε (στην αντίσταση) ενάντιά της. Σήμερα, υπάρχει μία χούντα -επιτρέψτε μου να πω και έχω συνείδηση αυτού που λέω- η οποία καλύπτεται απ’ το άλλοθι της δημοκρατίας. Όταν λοιπόν γίνονται αυτά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, με τους βανδαλισμούς -σε εισαγωγικά, διότι εγώ δεν τους κρίνω βανδαλισμούς, είναι μια έκφραση κραυγής- και όλα τα δημόσια πρόσωπα, όλοι οι υπεύθυνοι του κράτους αυτού δεν έχουν συγκινηθεί, δεν έχουν ανατριχιάσει γι’ αυτά τα γεγονότα καθόλου, από κει και πέρα καταλήγω στο συμπέρασμα -το φρικτό συμπέρασμα αν θέλετε- ότι οι πράξεις αυτές ήταν λίγες. Αφού δεν ξύπνησαν κανένα. Και ίσως πρέπει να πολλαπλασιαστούν για να ξυπνήσουμε κάποτε».

Μηδέ δίδοτε τόπον τω διαβόλω

no pasar

Πολλοί τρομάζουν με τα ερωτικά ποιήματα. Άλλοι παθαίνουν κωλούμπρα. Άλλοι αγανακτούν, τηλεφωνούν στην αστυνομία των λογοτεχνικών περιοδικών και στον αρχιεπίσκοπο των πετσοκομμένων νοημάτων. Αρκετοί φοβούνται κιόλας τις λέξεις μουνί, πούτσα, κώλος, αρχίδι, γαμήσι και λοιπά. Κι ίσως φοβούνται την απέραντη ελευθερία των λέξεων. Φοβούνται τα υγρά στο βρακί τους και τις πλούσιες φυλλωσιές κάθε ερωτικής αρμονίας που απλώνει στα κορμάκια του κόσμου. Γιατί η μέγιστη και πιο φοβερή επανάσταση είναι να ξεμαντρώσεις την ευχαρίστηση. Να κάνεις τον κλούβιο συζυγικό οργασμό δημιουργία. Να κάνεις τις εξουσίες υποπόδια για την τούρλα της αγαπημένης σου. Να ξεφτιλίσεις κάθε σόλοικο αντράκι με γραβάτα που θέλει να πουλήσει κλουβιά και πλαστικά επιχρυσωμένα κλαδάκια. Είναι ακόμα κι άλλοι πολλοί που τρελαίνονται και χρειάζονται ηλεκτροσόκ όταν διαβάζουν ερωτικά ποιήματα. Γιατί δεν μπορούν να δεχτούν αυτό το επίπεδο της αλήθειας που τσούζει. Της αλήθειας του μπιντέ και του νεροχύτη. Αυτής της αλήθειας που καταλήγει στο βόθρο. Αυτής της αθωότητας που ρήμαξε τον ξενέρωτο ρομαντισμό της εταιρίας λογοτεχνών. Γιατί ο έρωτας είναι το αποχωρητήριο κάθε βαρβαρότητας και κάθε βάναυσου καταναγκασμού. Γιατί ο έρωτας είναι ο έκπτωτος άγγελος που κυνηγήθηκε απ’ τον Αλλάχ, το Χριστό, το Μωάμεθ, το Βούδα. Είναι ο εχθρός του Ιεχωβά και του γερμανού χασάπη Μένγκελε. Ο έρωτας δεν έχει πατρίδα κι είναι ο πιο παλιομοδίτης μοντερνιστής. Μπαίνει στα μυαλά των ποιητών απ’ την εποχή των σπηλαίων, στη γλώσσα της Σαπφώς και στα χείλη του Αρχίλοχου. Οι ποιητές δε φοβούνται τον έρωτα. Το διαβολεμένο έρωτα. Τον αληθινό θεό που ημερώνει τα κτήνη. Τον αληθινό θεό που δεν προσφέρει χάπια στους ανθρώπους αλλά φιλιά. Γλωσσόφιλα δαιμονισμένα. Χνώτα και αναπνοές για να γλυκάνει τα ακονισμένα δόντια της γύμνιας. Ο έρωτας είναι η φυσική κατάσταση των όντων. Ο μάγειρας κάθε ομορφιάς. Όσοι μαλώνουν τους ποιητές για τις κακές λέξεις έχουν περάσει απ’ την προστυχιά του παπά, που μαγάρισε την ερωτική πράξη. Του τράγου που κακολόγησε το γαμήσι και έχτισε τα μπουρδέλα. Του τράγου που έγινε εικόνισμα στα εικονοστάσια των νταβατζήδων. Που τον τρέφουν τα φράγκα των στερημένων. Όλων αυτών που επειδή είναι στο δρόμο του θεού πρέπει να ξεσκάνε επί χρήμασι. Τα ερωτικά ποιήματα απειλούνε το καθεστώς. Απειλούνε την κυρίαρχη τάξη. Τα ερωτικά ποιήματα προπαγανδίζουν την ουτοπία. Σε όλους τους καιρούς και σε όλους τους χρόνους. Τα ερωτικά ποιήματα δεν γράφονται για να τραβάν μαλακία οι αναγνώστες. Αλλά για να μεταλάβουν τη δική τους ουσία. Γιατί η ουσία αυτή είναι το καύσιμο της αληθινής ζωής κι όχι της ψευτοζωής. Γιατί πίσω απ’ αυτά τα λαγνικά και άσεμνα, βρίσκεται πίκρα απροσμέτρητη και πίκρα που κρύβεται καλά. Βρίσκεται όλη η ηθική εξουθένωση του ανυπεράσπιστου γυμνού όντος απ’ το σφοδρό και βάρβαρο καπιταλισμό. Απ’ τα ιδεολογήματα του πλούτου που ρουφάν το ζωτικό ανθρώπινο μεδούλι στο προγραμματισμένο οχτάωρο της μισθωτής σκλαβιάς. Στην προγραμματισμένη αιχμαλωσία απ’ αυτούς που κρατούν την ηδονή για πάρτι τους. Απ’ αυτούς που ψάχνουν εθελοντές σκλάβους και πρόθυμους ηλίθιους. Απ αυτούς που ζαλικώνονται όλμους για να πάνε να ξεσχίσουν άγνωστους ανυπεράσπιστους στο πουθενά. Ε ναι, οι ερωτογραφίες είναι απεχθείς για τις καλαματιανές φοράδες που κοπρίζουν εις Παρισίους.

Παραδόσεις υγρής ανατομίας

parad

Ο πόλεμος είναι η στιγμή της πικρής αλήθειας όλων των σχετικών εκτιμήσεων της αξίας που έχουν κάνει οι οικονομολόγοι. Πίσω απ’ το έθνος, τις πατρίδες, τα κράτη και άλλα τέτοια κλασμένα μαρούλια υπάρχουν τα εμπορεύματα. Και πίσω απ’ τα εμπορεύματα η εργασία. Και πίσω απ’ την εργασία ο αιώνια χαμένος χρόνος χαράς. Ο χρόνος που γλίστρησε στο καταπέτασμα της παραγωγής. Ο χρόνος που δε θα ισοσκελιστεί ποτέ αλλά θα ουρλιάζει βάζοντας κάθε τόσο τα σημεία στίξεως στους προσήκοντες ολέθρους του βίου. Ο χρόνος που χάνουμε στο οχτάωρο της εξαναγκασμένης παραγωγικής ταλάντωσης είναι χρόνος χωνεμένος στις αξίες. Σε μια μετρική κλίμακα στελεχωμένη από προσδοκίες καλύτερου μέλλοντος. Οι γονείς μας που τους ξεσπλάχνισε η εργασία μας έσπρωχναν στα γράμματα. Σχεδόν μας βούτηξαν βιαίως στην κολυμπήθρα της ειδικευμένης ημιμάθειας που σε έχριζε αυτομάτως υποψήφιο μελλοντικής καλοζωίας. Γίναμε τα πιόνια που διαχειρίζονται τις αξίες. Με γαλλικά, πιάνο, μάστερ και αλλοπρόσαλλο βίο, παραγεμισμένο με άρτο, θεάματα και καλές πράξεις. Όμως εμείς τα πιόνια είμαστε και οι αξίες. Η πραγματική αξία που έχει ένα πιόνι δεν είναι σε καμία περίπτωση η αξία της υπόστασής του αλλά η θέση του πάνω στη σκακιέρα. Ένας πύργος περικυκλωμένος από μια σειρά από πιόνια, δεν αξίζει τίποτα. Η αξία του είναι καθαρά δυνητική. Αν δεν απελευθερώσουμε το πεδίο δράσης του μέσα στο παιχνίδι, τότε δεν θα έχει ποτέ την ευκαιρία να εκδηλώσει τη δυνητική του αξία. Αντίστροφα, ένα στρατιωτάκι, που θεωρητικά δεν αξίζει και πολλά, μπορεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή να αξίζει πολύ περισσότερο κι από την ίδια τη βασίλισσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έχει καρφωθεί στο μυαλό μια ανατριχιαστική μαλακία του Τσόρτσιλ που μας κουδούνιζαν στο κεφάλι οι εθνικοτραφείς μας δάσκαλοι. Οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες κι όχι οι έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, είχε πει ο εγγλέζος επιβήτορας για τους έλληνες. Ε λοιπόν αυτές οι ένδοξες μεγαλοστομίες μας κηδεμονεύουν ακόμα. Στο σχολείο, στην τηλεόραση, στη δουλειά, στο δημόσιο χώρο. Όλο και κάποιο τσιτάτο θα ερεθίζει συναισθηματικώς την υποχόνδρια φυλετική μας υπερηφάνεια. Συνήθως ο ανελέητος γαμιάς και ο σφαγέας σου έπειτα σε εκθειάζει. Απ’ τη μια για να φανεί η ανωτερότητα και το μεγαλείο του κι απ’ την άλλη για να σε ιππεύει διηνεκώς. Τα ωραία λόγια είναι το καύσιμο για το καμίνι της ματαιοδοξίας των υποτελών. Αντί όμως για την ξεχαρβαλωμένη μηχανή της ανθρωπότητας βλέπω γύρω μου τους καθημαγμένους μου προγόνους να με παρηγορούν. Τους καλλιτέχνες που δεν είχαν αυλές και φιλοδοξίες. Λογοτεχνικές κούρνιες και μαγαζάκια πολιτισμού. Όλος αυτός ο αχός ματαιόδοξων ανθρώπων που περιμένει το ξεροκόμματο της επιβεβαίωσης δύσκολα μπορεί να μετατρέψει αυτή τη λασπώδη ζύμη της ζωής σε άρτο επιούσιο. Δύσκολα μπορεί να καρδιοχτυπήσει μπροστά στα ευγενή αιδοία που του δίνονται. Δύσκολα μπορεί να το σκάσει δια παντός απ’ τη σκακιέρα. Απ’ το μαντρί. Δύσκολα μπορεί να γράψει στ’ αρχίδια του τους μηχανισμούς και να στήσει πλεκτάνες έρωτος. Δύσκολα μπορεί να διάγει βίον χαρισάμενον στα τροπικά νησιά του Πάσχα της ηδονής. Να βγάλει απ’ τον κώλο του τις εξατμίσεις και τα φουγάρα. Να γίνει ο ελαφρόμυαλος κι ο ελαφρός. Να ζήσει.

Να περνάς καλά!

na pe

Αν η γενιά μου αφιερώθηκε σε κάτι, αυτό είναι η λατρεία του φτηνού κυνισμού. Το πέρασμα απ’ την καταπιεστική υποχόντρια φαμίλια, που άνδρωσε την γενιά του εβδομήντα, στον ελευθεριακό ψυχαναγκασμό της ευτυχίας. Αυτό που νιώσαμε στην εφηβεία μας ήταν μια φονική βουβή περιφρόνηση προς τις ψόφιες αξίες. Το Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια, η αγία τριάδα της νοικοκυροσύνης και του ευφρόσυνου συντηρητισμού ήταν ήδη χεσμένη πατόκορφα. Η δεκαετία του ογδόντα υπήρξε μιαν ακραία κιτς δεκαετία. Ντελικάτοι κοντόχοντροι κομματάρχες αλώνιζαν τα χωριά και τις πόλεις. Ένας νέος τύπος ανθρώπου ερχόταν στα πράματα. Οι περισσότεροι, δεξιοί που αυτομόλησαν την προηγούμενη δεκαετία προς το κέντρο, μοίραζαν αφειδώς διορισμούς και υποσχέσεις. Το βόλεμα και η ευκολία έγιναν καθεστώς, ανοίγοντας το δρόμο για τα μεγάλα κόλπα. Ο αυριανισμός ξεχείλωνε τις συνειδήσεις και το πολιτικό προσωπικό καβαλούσε το ακέφαλο άλογο των αγορών. Δάνεια και χωματερές. Συμφωνίες για θάψιμο της παραγωγής. Ένας εισαγόμενος πολιτισμός ερχόταν να χωνέψει τον πεινασμένο νεοέλληνα. Τα παιδιά της αντιπαροχής μεγάλωσαν με χαβαλέ και Στάθη Ψάλτη. Ο διασκεδαστής αντί να μας διασκεδάσει ερχόταν κι αμολούσε μια γερή κλανιά ακριβώς στη μούρη μας. Κι αυτό ήταν τέχνη και διασκέδαση. Κάθε χαζοχαρούμενη συνθήκη του τύπου να περνάς καλά και γράψτους όλους στ’ αρχίδια σου, έγινε ο μόνιμος καταναγκασμός των άβουλων τέκνων της γενιάς μου. Μια γενιά ζαλισμένη απ’ τα ξεθυμασμένα όπια της προηγούμενης. Μια γενιά που δεν είχε το θάρρος και το θράσος να ξεκάνει την πατρική σαβούρα και να προχωρήσει μπροστά. Μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα περάσαμε στην ψηφιακή πάχυνση και την πόζα. Στην γκρίνια και την ανασφάλεια. Στις κάρτες στα δάνεια στα πτυχία. Σε μια ακραία θεολογία του χρήματος και σε έναν ξεδιάντροπο φτηνό κυνισμό. Ο θάνατος, ο πόνος, η εξαθλίωση των άλλων, έγιναν σκηνές στο ηλεκτρισμένο κάδρο της τηλεόρασης. Τρώγοντας θα δεις σφαγμένους, ξεκοιλιασμένους, άστεγους, διάσημους ναρκομανείς και άσημα πρεζάκια. Τρώγοντας και πίνοντας με τον ψυχρό συναισθηματισμό του χειρούργου η κοινωνία του θεάματος καταναλώνει αμάσητες τις ανθρώπινες τραγωδίες. Ένας καταιγισμός από εικόνες και μια βροχή από σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο του παντοδύναμου καταναλωτή. Ο καταναλωτής που έρχεται να προδώσει τις ίδιες του τις ανάγκες λειτουργώντας ως Ιούδας του ίδιου του εαυτού του. Είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του, δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του, εκπληρώνοντας το θείο σχέδιο του καπιταλιστή. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πουλήσει τα παιδιά του, στον έμπορο και στον τεχνοκράτη. Είναι σαν έτοιμος από καιρό να βγει ξανά στις αγορές και να το παίξει γκόμενος και καμάκι, να φέρει ξένους, τουρίστες, επενδυτές. Να φέρει λάδι απ’ την Τουρκία, κρασιά απ’ τη Γαλλία, λαστέξ απ’ το Πακιστάν και τάπερ απ’ την Κίνα. Η γενιά μου είναι δικτυωμένη. Κυβερνά τον κόσμο απ’ το ιντερνέτ. Η γενιά μου θα βάλει τα rooms to let και την τσαχπινιά και οι ξένοι θα βάλουν τα φράγκα. Η γενιά μου ετοιμάζεται να κάνει το τελειωτικό ξεπούλημα. Η γενιά μου ετοιμάζεται για την προδοσία. Το έσχατο τεκμήριο αγάπης προς τις μέλλουσες γενιές.

Με τον τρόπο του Γ.Σ

seferis

Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά
«στο φέρετρο του ακούμπησε η Ελλάδα»
Αυτός πού ακούμπησε,κανείς δεν λέει…
Θωμάς Γκόρπας

 

Ο Σεφέρης με μια συναισθηματική ντρίπλα αθωώνει το δικτάτορα Μεταξά. Ο Σεφέρης υπήρξε γλείφτης των Άγγλων. Γράφει ο μεγάλος μας ποιητής για το ίνδαλμά του «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου». Ο Σεφέρης στα ημερολόγιά του έγραψε μια μεγαλοπρεπέστατη μπούρδα. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι η δουλική συμπεριφορά ενός νομπελίστα αλλά ο τρόπος με τον οποίο η άρχουσα τάξη γράφει την ιστορία του τόπου. Εδώ υπάρχει μόνο ο λαός και ο Μεταξάς. Ο Ηγέτης που η βασίλισσα Σοφία τον φώναζε χαϊδευτικά Γιαννάκη αφού ήταν γνωστό στα ανάκτορα πως ο μέγας δικτάτωρ είναι κρυφοπουστάρα. Οι βιογράφοι του Μεταξά δεν αναφέρουν φυσικά το πάθος του για τα αγοράκια και το αβυσσαλέο μίσος του για τους κομουνιστές. Ο Μεταξάς είναι για τους αστούς ηγετική φυσιογνωμία αφού, ως υπάκουο ανθρωπάκι, απ’ τη μια έδειχνε τα δόντια του στο λαό με τις φασιστικές του φιέστες και τους ανθρωποκτόνους νόμους κι απ’ την άλλη έκανε τα χατίρια των Άγγλων που τον καιρό εκείνο ήταν παντοδύναμοι και διατεθειμένοι να σκορπίσουν χρήμα για να αναστηλώσουν τις καταρρακωμένες τους αποικίες. Ο φασίστας Μεταξάς ήταν τόσο βολικός με τους Άγγλους αφού τους άνοιξε την μεγάλη πόρτα για να καθίσουν στο σβέρκο του λαού για τα επόμενα χρόνια. Οι Άγγλοι γνώριζαν ακριβώς την έκβαση της γερμανικής κτηνωδίας την οποία μαζί με τους απελευθερωτές Αμερικανούς είχαν υποδαυλίσει και επιχορηγήσει ιεροκρυφίως. Το αποκορύφωμα ήταν οι εκτελέσεις των διαδηλωτών απ’ τα πολυβολεία της Μεγάλης Βρετανίας του πολυτελούς αυτού μπουρδέλου στο οποίο γαμούσαν οι πλούσιοι ή έκλειναν δουλειές. Μανιωδώς οι ιστοριογράφοι της Δεξιάς, τουτέστιν οι χαμάληδες της εξουσίας που έδωσαν κώλο για να γίνουν ακαδημαϊκοί, παλεύουν να ξεπλύνουν το δικτάτορα απ’ τα εγκλήματά του. Αυτό το λάτρη του Χίτλερ, αυτό το πουλέν της ακροδεξιάς. Ο Μεταξάς είναι περασμένος στα βιβλία ως έμπειρος στρατιωτικός που προετοίμαζε το λαό να πολεμήσει. Έναν λαό ξεσχισμένο απ’ τους πολέμους, την πείνα και την εξαθλίωση. Έναν λαό που υπήρξε η μπίλια στο φλιπεράκι του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων της εποχής. Έναν λαό που έπεφτε πάντα θύμα των γητευτών του. Έναν λαό που τον ξέσκισαν χρησιμοποιώντας τον για να διώξουν το γερμανικό φασισμό και μετά του κατέβασαν τα παντελόνια αφοπλίζοντάς τον με τον πιο σαδιστικό τρόπο. Οι αντάρτες που κλαίνε ξέρουν. Το κλάμα αυτό είναι η πιο αντρίκια τους στιγμή. Είναι η κορύφωση της τραγωδίας. Είναι αυτοί που έβγαλαν το φίδι απ’ την τρύπα και τώρα περιμένουν το δράκο να τους καταπιεί. Τον αλαζονικό αυτό δράκο της καπιταλιστικής μηχανής που με το πρόσχημα του εμφυλίου ξεκλήρισε το κίνημα απ’ τους τελευταίους υπερασπιστές του. Το δράκο που δε δίστασε να δοκιμάσει στο Γράμμο τις πρώτες ναπάλμ, κάνοντας την αρχή του νέου κύκλου αίματος και σφαγής. Μετά το Γράμμο το Βιετνάμ, το Λάος, η Καμπότζη, η Κορέα και δε συμμαζεύεται. Όποιος δεν γουστάρει το θείο Σάμ τρώει σκατά και βόμβες. Οικονομικούς αποκλεισμούς και ρουκέτες. Όποιος είναι απείθαρχος και δεν παράγει κρέας για τα στομάχια του κεφαλαίου καταδικάζεται στη φτώχεια, στον αποκλεισμό και την κακομοιριά. Σήμερα που μέχρι και οι πέτρες ξέρουν την αλήθεια, η Καθημερινή πήρε τη σκυτάλη της αγιοποίησης του Μεταξά. Βέβαια δεν θα αναφέρει πουθενά πως ο στρατός βρέθηκε απροετοίμαστος χωρίς πολεμοφόδια, με απαρχαιωμένα πολεμικά μέσα, χωρίς οχυρωματικά έργα, μπροστά στη θηριώδη φασιστική μηχανή. Βεβαίως δεν θα αναφέρει πουθενά πως όταν τον Απρίλη επιτέθηκε η ναζιστική Γερμανία, μέσα σε λίγες μέρες δόθηκε η εντολή για συνθηκολόγηση άνευ όρων, ενώ ακόμα ο στρατός και ο λαός πολεμούσαν. Δεν θα αναφέρει πουθενά πως η κατοχική κυβέρνηση ήταν συνέχεια της Μεταξικής χούντας. Κι όλες αυτές τις συναισθηματικές μαλαγανιές του Σεφέρη, μαζί με άλλες, χωνεμένες στις προχειρογραμμένες αγιογραφίες της Καθημερινής που διαβάζει ο περήφανος μικροαστός πάνω απ’ τη χέστρα του. Αυτός ο λεβεντομαλάκας που καμαρώνει το παιδάκι τους στις στρατιωτικές παρελάσεις που άφησε παρακαταθήκη ο γενναίος και ηρωικός Μεταξάς. Αυτός ο μικρομεσαίος που δεν αναρωτιέται για τίποτε. Αυτός που θέλει αξιοκρατία αλλά γλείφει κατουρημένες ποδιές και χεσμένα σώβρακα. Αυτός που θέλει ηγέτες με αρχίδια για να του κάνουν τη δουλειά. Για να επιβάλουν την τάξη. Αυτός που περιμένει το στρατό σωτηρίας των συμμάχων. Το ΝΑΤΟ. Αυτός που όπου κι αν ταξιδεύει η Ελλάδα τον πληρώνει.

Λουτρά αίματος ωραίας Ελένης

mad mar

Τα πλήθη του λαού ξαναμμένα απ’ την αναμέτρηση των μονομάχων. Και τη διάφανη φλούδα της ρόγας μιας Ελένης. Μιας Ελένης που σαπίζει, που σωριάζεται καταγής σαν ένα πελώριο ποδοπατημένο κορμί κι ωστόσο, διατηρεί ως την ύστατη στιγμή τη μεγαλοπρέπεια και την αίγλη της, τη μαγεία, το μυστήριο και τη βαναυσότητα των αξιοσέβαστων θρύλων της. Θυμίζοντας έτσι το νευρικό τρεμούλιασμα του θηλυκού που σκορπίζεται στους ανέμους της μάχης και τους πιο βαθιούς αναστεναγμούς. Με τις φλογερές γάμπες και τις ψευδολόγες καλτσοδέτες μιλημένες ν’ αλλάζουν με μιας δέρμα στο τσακάλι. Ειδοποιητήρια πυρκαγιών κι άλλες φρικαλέες πράξεις, προγραμματισμένες από μια φύση όλο μελαγχολίες και επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Μεγαλειώδη πορνοσινεμά των δέντρων. Κούρνιες πλασμάτων ελευθέρας βοσκής όπου ασέμνως διακονούν συζυγικά καθήκοντα, μεγαλώνουν βρέφη κι ανταλλάσουν σπόρους και κοφτές φράσεις. Χωρίς λαιμαργίες και υποχθόνιους συνειρμούς υπερουράνιων κόσμων. Δεν έχουν βασιλιά οι τσαλαπετεινοί. Κι οι πέρδικες δεν έχουν πατρίδα. Κι οι κουκουβάγιες παπά να τις διαβάσει. Δεν έχουν προσλήψεις, ποσοστά ανεργίας και κρυφό σχολειό. Και νομίζω πως, και η αυτοκτονία είναι μια δυσκολοπρόφερτη λέξη για τα ζώα και τα πετεινά τ’ ουρανού. Ο θάνατος έρχεται στο τέλος και νιώθεται με κούφιο ήχο και ρυθμό λίγο πριν τη συντέλεια. Όταν αρχίζουν οι φτερούγες να μαλακώνουν και τα πλοκάμια να σέρνονται. Τα ζώα δεν έχουν τεφτέρια να γράφουν μύθους και ν’ αγριεύουν τις επόμενες γενιές και να κάνουν τους μύθους κατεστημένο και φονικά καμπαναριά. Αυτό το σμπαράλιασμα της ύπαρξης με τους χυμούς τού έρωτα στο ντενεκέ του μπουρδέλου. Θα το πληρώνεις το γαμήσι τσίτσιδε χαμηλοβλεπούσε αφού δε μπορείς να πιάσεις ντουφέκι και φαλτσέτα, να σφαγιάσεις το μαστροπό που σού πουλά τη χούφτα το νερό σε πλαστικό μπουκάλι κι αξιοποιεί την πηγή ο αρχίδης για να κάνουν μπιντέ οι τουρίστες με τα φράγκα. Τα μεταναστευτικά πουλιά που βγήκαν στη σύνταξη για να απολαύσουν αυτό που δεν απολαμβάνεται με λεφτά. Κανένα άλλο ζώο έξω απ’ τον άνθρωπο δε φτάνει στην τρέλα, με τα ωραία του χαρτονομίσματα κουρνιασμένα ανάμεσα στα μεταξωτά του βρακιά και τις αναμνήσεις. Ω Ελένη, των Τρωικών πολέμων και της αϋπνίας. Πλημμυρίδα και όργιο και ναρκωμένη οχιά. Που δε θ’ αξιωθείς ποτέ γερατειά και προσφορές στα φτηνά σούπερ μάρκετ. Ω Ελένη, των μύθων και των παραμυθιών που κάνεις τους λαούς να ερωτοτροπούν στα πεδία των μαχών. Να γεμίζουν καύσιμο σάρκας τα κρεματόρια και τα δάση ν’ αλλάζουν χρώμα απ’ την τέφρα των εκλεκτών του θεού. Ω Ελένη, μέδουσα οργασμών και φαντασιώσεων όλο πλεκτάνες και φορμαλισμό δίνοντας προοπτικές στην αδολεσχία του πλούτου. Ξαμολημένη απ’ τα σώψυχα κάποιας μάνας παραβατικής με το νέκταρ της βιτριόλι στα μάτια των λαών. Ω Ελένη, ατέλειωτη υγιεινή του κόσμου. Ελένη εσύ, αρχαίο μαδημένο μουνί. Μαργαρίτα που σε μάδησε έως θανάτου ο τυφλός ποιητής.

Ο ιερόσυλος θρίαμβος του ερωτισμού

1122

Μέσα στην κοσμική άβυσσο οδύνης και πόνου, ο ποιητής, το άθλιο τέκνο της Αφροδίτης, πλέκει δόλους. Αφροδίσιους δόλους. Διότι ο δόλος στον έρωτα γιγαντώνει την αβεβαιότητα και τη συμμετοχή τού ερωτευμένου σ’ αυτόν. Δολώνω την ομορφιά με λέξεις που τις βάζω να δουλεύουν αλλιώς. Κι έτσι θα ανδραγαθήσω στην μάχη προς τα νυφοπάζαρα. Τα ζωογόνα νυφοπάζαρα των αγρών. Εκεί που δεν φτάνει το πύον της χριστιανικής σαβούρας και οι μύξες της πολιτικής ορθότητας. Όταν οι υπάλληλοι της αρχιεπισκοπής μαγάρισαν την ερωτική πνοή και κακολόγησαν το γαμήσι άρχισαν οι αρρώστιες να παίρνουν κεφάλια. Και για να βγεις απ’ την αρρώστια δεν χρειάζονται φάρμακα και σανατόρια αλλά ανατροπή των συνηθειών. Ανυπακοή σε κάθε κλουβίσια αυταπάτη. Σε όλες τις κανιβαλικές ευχές της νοικοκυροσύνης. Εκεί που ο ηθικός θρίαμβος του έρωτα παίρνει κεφάλι, αφού αυτός ο σατανάς κι αυτός ο μέθυσος θεός της δημιουργίας, μπορεί να τρυπώσει ακόμα και στα πιο σιδερόφραχτα κατηχητικά. Ο ερωτισμός παραγκωνίζει τις εξουσίες. Τοποθετεί το αρσενικό και το θηλυκό στο αιώνιο βάθρο τους. Ο ερωτισμός δεν χρειάζεται τις καμπάνες καμιάς εκκλησίας για να ξυπνήσει απ’ το λήθαργο των καταναγκασμών. Ούτε το γλωσσίδι του ιεροκήρυκα που κοπανά τις ευαίσθητες καρδούλες με σιδερένια μοχθηρία. Ο ερωτισμός είναι εχθρός της μονογαμίας και του βολεμένου νοικοκύρη. Ο ερωτισμός προσφέρει ξανά στη γυναίκα τα ερωτικά της σκήπτρα. Αυτά που της έκλεψαν οι φθονεροί άγιοι της αγαμίας. Οι θεούσες του άστεως που καταδίκασαν τις καυλωμένες χωριατοπούλες στην κακογαμία. Οι ατσίδες που μετέτρεψαν τη γυναίκα σε κουνέλα για να τροφοδοτεί τα κανόνια και τις μηχανές. Ω ναι, η γυναίκα ήταν πάντα το πρόβλημα. Αυτή ήταν ο καταραμένος όφις που κάρφωσε ο Αι Γιώργης ο πουτσαράς. Αυτή λείπει απ’ τις ιερατικές σχολές, το Άγιον Όρος, το Θιβέτ, το Βατικανό. Αυτή είναι το μίασμα όλων των περιούσιων διαστροφών. Η γυναίκα. Αυτή πολέμησε ένας ολόκληρος στρατός Αγίων και αγιογδυτών. Αυτή τη γυναίκα φόρτωσε με νευρώσεις ο ηγεμόνας. Αυτή τη γυναίκα καταρράκωσε ο διαφημιστής. Ο ποιητής της ήττας. Ο λογοτέχνης της συμφοράς. Ο προικοθήρας μεταφραστής κάθε ξεθυμασμένης αμερικανιάς και κάθε κλιματιζόμενης νεκροφιλίας. Αυτή τη γυναίκα έκλεισε στο διαμέρισμα ο καπιταλιστής κάνοντάς την πουτάνα, μαγείρισσα, γκουβερνάντα εντός της ασφαλούς οικίας. Κάνοντάς την οικόσιτη καρδερίνα που τραγουδά τα σπαράγματα του κυρίαρχου λόγου της αρπαχτής και της πλαστής ευτυχίας. Αυτή τη γυναίκα έρχεται να ξεσκεπάσει απ’ τα πέπλα υποκρισίας ο ιερόσυλος ερωτισμός. Ένας ερωτισμός που ξέρει πως η ευχαρίστηση είναι επαναστατική πράξη και ο έρωτας κοινωνικό αγαθό. Ένας ερωτισμός που δεν μπορεί να είναι μισαλλόδοξος, δεξιός, εαυτούλης. Ένας ερωτισμός που κλάνει στα μούτρα πατρίδες, εταιρίες και αυτοδημιούργητους που γαμούν και δέρνουν με τα λεφτά τους. Ένας ερωτισμός που δεν κρατάει όσο ένα χύσιμο αλλά όσο μια αιωνιότητα.