Οι κριτικοί δεν με συμπαθούν
και οι ομότεχνοι μ’ έχουν στη μπούκα
και οι εκδότες επίσης
που κρυφογράφουν φανερά
και εμπορεύονται
την οχτάωρη εργασία πεθαμένων
ή μισοπεθαμένων
που έβγαλαν στον κώλο τους σπυρί
και στα δάχτυλα καντήλες
και όσων είχαν σκουλήκια στον κώλο τους
και όσων λάτρεψαν τον κώλο της έμπνευσης
και όσων
δεν έβγαλαν μια όσο ήταν ζωντανοί
και πέθαναν απαρηγόρητοι και μόνοι
στην ψάθα, περήφανοι όμως
και καυλωμένοι αφού,
ποιος έχει να πει για την ύπαρξή του
κάτι παραπάνω, παρά πως πέρασε
μες απ’ τη ζωή δυο τριών ανθρώπων
τόσο τρυφερά και με τόση οικειότητα
όσο ένας ποιητής!
Ω, διάολε
οι κριτικοί δεν με συμπαθούν
και οι ομότεχνοι μ’ έχουν στη μπούκα
και οι εκδότες επίσης…
Month: Μαρτίου 2015
Το σκοτεινό πιλοτήριο
Τα μεγέθη κάνουν τη διαφορά. Η ποσότητα. Οι ιστορίες όσων δε γλίτωσαν το πλιάτσικο. Το λιώσιμο. Τον εκμηδενισμό κάθε ουσίας που θα μπορούσε να επιτρέψει πένθος και έλεος. Ο πολιτισμός έχει για τιμονιέρηδες δύστροπα παιδιά. Φιλόδοξα. Ανταγωνιστικά. Στα όρια της μνησικακίας, χωρίς πρακτικούς ενδοιασμούς. Η αποτυχία πλέον είναι ντροπή και η ντροπή ξεπλένεται με αίμα. Το τέκνο της δυτικής Κυριαρχίας όταν παθαίνει στραπάτσο ξεμπουκάρει απ’ τη ζωή με ηρωικό τρόπο. Με εκδίκηση. Με πόλεμο. Με θάνατο. Με εκτελέσεις αμάχων. Όταν οι γερμανοί έφευγαν ηττημένοι και πληγωμένοι απ’ τον πόλεμο έκαιγαν ότι έβρισκαν στο πέρασμά τους. Όταν οι μεγαλοχρηματιστές παθαίνουν κατάθλιψη γαμάνε μιαν ολόκληρη τράπεζα κι όταν οι διεστραμμένοι ηγέτες βλέπουν το τέλος τους γαμάνε έναν ολόκληρο λαό. Τα μεγέθη αλλάζουν. Και είναι νόμος εδώ, πως, αν ο τιμονιέρης τα πάρει στο κρανίο θα μας μαζεύουν απ’ το γκρεμό με τα κουταλάκια. Θα μας βάζουν σε σακούλες σκουπιδιών για να μας πετάξουν στον καιάδα της λήθης. Για να βρει ξανά το ρυθμό του το χάος. Αίθουσες αναμονής με ταξιδιώτες που κάθονται στριμωγμένοι ανάμεσα σε αποσκευές διαβάζοντας με κατάνυξη τους διεθνείς πίνακες δρομολογίων σαν υμνολόγια με τις κονκορντάντσες και τις ανταποκρίσεις τους. Τα τεράστια ταμπλό που κρέμονται στους τοίχους σαν ποιμαντορικές επιστολές, άνθρωποι που συμβουλεύονται ταρίφες για την έκπτωση τιμών και τις φτηνές πτήσεις στις ειδικές διαδρομές με το αεροπλάνο πολυτελείας του Σατανά. Φτηνές πτήσεις, φτηνά ξενοδοχεία, φτηνό φαγητό, φτηνό χειρουργείο, φτηνό σχολείο, φτηνά τσιγάρα, φτηνή διασκέδαση, φτηνή ζωή. Μια φτηνή προσομοίωση με τον πλούτο. Μπορούμε κι εμείς οι μικροαστοί να ταξιδεύουμε, να τρώμε, να διασκεδάζουμε, να κάνουμε όργια αλλά φτηνά. Με φτηνό εισιτήριο και φτηνό πιλότο, που επειδή δε μπορεί να εκδικηθεί το μεγάλο του αφεντικό, τον Κύριο καπιταλιστή, για τη φτήνια του και τη φτήνια μας, εκδικείται τους φτηνούς. Το σόι του, τους φίλους του, τους μικροαστούς αδερφούς του που παρακολουθούν νυχθημερόν τις εκπτώσεις του Κυρίου για να περάσουν καλά. Γιατί αν δεν έχεις λεφτά δεν περνάς καλά. Αν δεν κυνηγάς τις εκπτώσεις θα έχεις πάντα λίγα. Και τα λίγα είναι ντροπή. Αποτυχία. Σ’ ένα κόσμο έξω απ’ τα ανθρώπινα μεγέθη και τις ανθρώπινες ανάγκες ο πόνος ακούγεται ψεύτικος, κάλπικος. Φτηνές πτήσεις λοιπόν που απευθύνονται στην αιωνιότητα ξεκινούν από εδώ την ώρα της θείας λειτουργίας του Αγίου Κέρδους και της Αγίας Υποκρισίας.
Ελλάς Ελλήνων ΟΥΚάδων
Όταν ακούω για το DNA των Ελλήνων βγάζω σπυριά. Χοντρά σπυριά. Φλύκταινες. Όπως βγάζω σπυριά όταν ακούω για το DNA των Βουργουνδών ή των Μακεδόνων. Πίσω απ’ τις ηρωικές μαλακίες κάθε έθνους υπάρχει ως γνωστόν ένας ωκεανός αίματος και μιαν απέραντη χαβούζα με πτώματα. Κάθε πόλεμος που πέρασε και κάθε μνήμη που τον θυμίζει μου προκαλεί θανατερή θλίψη. Κάθε κωλομνημείο πόλεμου είναι μια αθεράπευτη αρρώστια που την κουβαλά στο κορμί του ο λαός. Ο λαός που στέλνει τα παιδιά του στα πεδία των μαχών και στις παρελάσεις μίσους. Ο λαός που μαθαίνει παπαγαλία την ιστορία και ζητάει απ’ το μεγαλοδύναμο κύριο καπιταλιστή προστασία, υποβρύχια, φράχτες, πυρηνικά και ανάπτυξη για να περνάει καλά. Ο λαός με τις νεκρόφιλες παραδόσεις του, που τον κολακεύουν οι μετρ της πολιτικής ορθότητας και οι ντόκτορες της ανακωχής του σφοδρού κοινωνικού πολέμου. Ο λαός που γλείφει τ’ αρχίδια της άρχουσας τάξης και περιμένει το καλοκαίρι για να ρουφήξει με όλη τη ραγιάδικη φιλοξενία του τις πεταμένες καπότες των πλούσιων δυτικοευρωπαίων γαμιάδων. Ο λαός που αγαπά αυτόν που τού φέρνει τα φράγκα. Ο λαός που δεν αφήνει παπά και πετραχήλι απροσκύνητο και καυλώνει ανυπερθέτως με το χοντρό παλούκι της ορθοδοξίας. Ο λαός που δέχεται αμάσητη κάθε εθνικιστική κορώνα και κάθε πατριωτική πουτανιά. Ο λαός που θέλει να φορολογηθούν οι πλούσιοι κι όχι να εξαφανιστούν. Ο λαός που ονομάζει τη φτώχια και την εξαθλίωση ανθρωπιστική κρίση γιατί έτσι του είπε το πουλάκι στο τουίτερ και ο κύριος καλοζωισμένος αριστερός της χοντρής πούτσας παρέα με τα κουνέλια της νέο-ορθόδοξης διανόησης. Ο λαός που μουντζώνει και φτύνει τα πρόσωπα αλλά όχι τις πολιτικές. Ο λαός που νιώθει ένα κρυφό φτερούγισμα στην ελληνική του καρδιά και μιαν ανατριχίλα στο ελληνικό του αίμα όταν ακούει τους μπρατσωμένους ΟΥΚάδες να ετοιμάζονται για να πάρουν την Πόλη. Την Αγιά Σοφιά. Όταν ακονίζουν τις βατραχανθρωπίσιες τους ψωλές για να γαμήσουν τα χανουμάκια. Ο λαός που, αφού έκανε τα παιδιά του σχιζοφρενικά τα βρίζει τώρα γιατί μαύρισαν τη μούρη του Παλαμά και γιατί κατούρησαν το πορτραίτο της Μπουμπουλίνας. Ο λαός που έκανε παντιέρα του την υποκρισία της εξουσίας και την αυθάδεια του ανήθικου πλούτου. Ο λαός που δεν τσούζεται απ’ τον καπιταλισμό αλλά απ’ τις μεταρρυθμίσεις. Ο λαός που έμαθε να αγαπάει τις αλυσίδες του. Ο λαός που δεν νιώθει πως το μπούλινγκ της εθνομαλακίας του και το αντριλίκι της δοξασμένης του φυλής ξεσπά στα κεφάλια των παιδιών του. Ο λαός που δεν νιώθει πως το πιο ακραίο μπούλινκγ είναι να στήνει κώλο στον κύριο βουλευτή για να του χαρίσει ένα τετράωρο εργασίας έναντι ευτελούς αμοιβής στα άλφα βήτα Βασιλόπουλος. Ο λαός που προχωρά αγέρωχα προς νέο συμβιβασμό και νέα συνθηκολόγηση με τον θεϊκό και αναλλοίωτο καπιταλισμό, τον μεγάλο κοσμοκράτορα και Κύριο της Μοίρας, τον αυτοδίκαιο δήμιο μιας ανθρωπότητας άρρωστης από αταραξία και δουλικό κομφορμισμό.
Τα σκυλιά καυλώνουν με εμβατήρια
Μας πυρπολεί ο χρόνος εμάς τα σκυλάκια του,
μας καίει τις τρίχες, μας βάζει να τρώμε
ξερό ψωμί, να ψάχνουμε νόημα. Είναι
υπέροχα μελαγχολικός και μονομανής.
Πίνω λίγο καφέ και τρώω λίγο μπισκότο.
Ο χρόνος είναι το σύμβολο όλων των οιωνών
και όλων των προλήψεων, η αστεία απόδειξη
της θείας εντροπίας. Αιώνιος όσο κι ο φόβος.
Όσο και τα σημάδια απ’ το μαγιό στους ώμους.
Το γαλακτώδες βυζί σαν στάμπα αγνότητας
πάνω στο μαυρισμένο δέρμα. Τα πετάμενα
πλαστικά που σμιλεύει η άμμος, μάτια υγρά
σαν τη μελίγκρα που ρουφά το ρόδο
και σαν τα μάτια ελαφιού που ξεθάρρεψε
στο φρέσκο χιόνι και στο πρώτο φιλήδονο κορμί.
Ας υμνήσουν οι ουρανοί τη δόξα σου χρόνε
τούτη τη λυμφατική σφαίρα της αμφιβολίας
και της πλήξης. Την ανορθόδοξη γύμνια
απ’ τα σκέλια κοριτσιού που όλο μπρούμυτα
βυθίζεται στην πυρωμένη άμμο
και στο υπερκόσμιο κουκούλι της ηδονής.
Νύχτα θαμμένη στην κατσαρόλα της μαμάς
και στα ποιηματάκια τοίχου. Νύχτα κόκκινα
χείλη που περιμένουν φιλί, νύχτα μεγέθυνση
του χρόνου και του χώρου σμίκρυνση,
σε μετρώ και σε βρίσκω υγρή, ιδιότροπη,
με όλο το κοριτσίστικο αιματάκι των σπλάχνων σου
και τον κηφήνα θάνατο στην κερήθρα σου.
Σάρκα αποξεχασμένη, σπέρμα αγνό
μες τη φθορά και τους κιρσούς, τα κόπρανα,
τα ούρα, μες τις θερμοπηγές της Αιδηψού ταμένη
με τα λιπόσαρκα γκαρσόνια γύρω γύρω
να στολίζουν τη μαραμένη σου ομορφιά
και τις ρυτίδες. Χρόνε γκρίζα πεθαμένη ύλη,
συντρίμμι αεροπλάνου στο όρος Όθρυς,
πειραματόζωο, εκτόπλασμα, που όλο
στο νου μου φέρνεις θανατερά συμβάντα,
πόλεμο, στειρότητα, αναιμία, δυσκοιλιότητα,
βλεννόρροια, ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη,
μηνιγγίτιδα, γραφειοκρατία, εργατικό ατύχημα,
φουγάρα, εργοστάσια, κοπέλες με τρίχες
στα πόδια της ΧΑΝ, φανατικούς σκυλάδες,
σχολικές αίθουσες, την παναγία λιγωμένη
στο σαλονάκι του μπουρδέλου, τους θεραπευτές
του καρκίνου, τους χρηματιστές, το να ονειρεύεσαι
καλύτερες μέρες και να γίνεσαι λιώμα,
το να πεθαίνεις από λόξιγκα ή από κλύσμα.
Χρόνε εγώ ο αδέσποτος σκύλος σε παλεύω.
Με τις αδέσποτες σκύλες μου. Τις ποιήτριες.
Ω χρόνε, εμάς μας καυλώνουν τα εμβατήρια.
Στοίχισε εσύ τους θνητούς στις ουρές
κι άσε εμάς τα παλιόσκυλα να γαμιόμαστε.
Εγώ, ο λαπάς
Το σκαρπίνι φορώ του ελάσσονος.
Διαβάζω χορικά των δανειστών,
αγγλικό δίκαιο, τον Έλιοτ για πάντα
στη μαύρη λάσπη. Πρακτικά συνεδρίων
ποιητών που καταλάγιασαν στη δίνη
των ρηχών ανταποδόσεων. Εγώ ειμί
η αλήθεια, η βορβορόφιλος χαρά,
η στενωπός τού κράτους των ηρώων.
Εγώ ειμί οι νόμοι κι οι θεσμοί. Τέκνο
γεωχαρές, Μήδειας, Μεσσαλίνας και
Βρουγχίλδης. Το εσώτατο πυρ της
συγκινήσεως διασαλεύοντας. Εγώ
ειμί ο λαπάς για το στομαχάκι τού
έθνους των εφήβων, ο ακονιστής
της διαρκούς σύγκορμης στύσης.
Τού μέσα και τού έξω ο δολοπλόκος.
Εγώ ειμί ο υπέρτατος κριτής των
ακατάσχετων εκκρίσεων. Εγώ ειμί
ο γλωσσοπλάστης της σχισμής,
ο ακαριαίος. Εγώ ειμί η αιμορραγία
τού κατευνασμού των σπλάχνων,
το προκαθήμενο αιματάκι στη σερβιέτα.
Ο ελάσσων ήλιος. Ο πιο σεσημασμένος
των μηδαμινών. Ο πιο οιδιπόδειος της
χαράς. Ο πιο υπονοούμενος της γύμνιας.
Το σχολείο έξω απ’ το σχολείο
Το σχολείο είναι έξω απ’ το σχολείο, εκεί όπου οι κοινότητες είναι πολλές κι όχι μία. Έξω απ’ τη θεσμική παιδαγωγική και τη θεσπισμένη διδακτική πράξη. Το σχολείο είναι έξω απ’ το σχολείο, ενάντια στην κανονιστική και οιδιπόδεια ακολουθία που εξωραΐζει τη συγκρουσιακή σχέση δασκάλου και μαθητή. Το σχολείο είναι στο δρόμο. Στη σύναψη των σχέσεων. Στα υλικά δίκτυα. Το σχολείο είναι έξω απ’ τα κτήρια που εκφράζουν τις οιδιπόδειες σχέσεις. Σχέσεις που συμβάλλουν στην υποτακτική πολιτική κουλτούρα, την εξέγερση ή τον θυμό, την επιθετικότητα και το δόλο, τον ανταγωνισμό και τη στέρηση. Το σχολείο βρίσκεται μακριά απ’ τους δασκάλους και το μαυροπίνακα, το θλιβερό τους καβούκι. Το σχολείο είναι έξω απ’ τα ντουβάρια. Έξω απ’ τις μυοσκελετικές ανωμαλίες της καθήλωσης επί συνεχούς εξαώρου σε στάση άκακου καθιστόζωου. Το σχολείο είναι έξω απ’ το στρατωνισμό της μοναδικής άποψης. Μακριά απ’ τους επαγγελματίες διευθυντές και τα μαντρόσκυλα της κρατικής εκπαίδευσης. Της ιδεολογίας που γίνεται κυρίαρχη μέρα με τη μέρα. Λεπτό με το λεπτό. Της ιδεολογίας που θέλει τους ανθρώπους ρομπότ. Της ιδεολογίας που θέλει τα σχολεία πρότυπα ή αλλιώς δεν τα θέλει καθόλου. Πρότυπα σχολεία για ανθρώπους πρότυπα. Αφού τα ρομπότ δεν πεινάνε, ούτε νιώθουν φόβο. Δεν ξεχνούν ποτέ τις διαταγές και αδιαφορούν αν πέφτει νεκρός ο διπλανός τους στη μάχη. Το σχολείο είναι εκεί που κάποιος περνάει καλά. Εκεί που διασκεδάζει. Εκεί που η χαρά έχει τον πρώτο λόγο. Γιατί, όταν η χαρά λείπει απ’ τη γνώση η γνώση στάζει δηλητήριο. Βερμπαλισμό, διδακτισμό και ακατάσχετη φλυαρία. Το σχολείο είναι έξω απ’ το σχολείο. Μακριά απ’ το δάσκαλο που μιλάει πολύ και ακούει λίγο και βαθμολογεί το βαθμό πρόσληψης της εξουσίας του απ’ τους υποτελείς και κουνάει το δάχτυλο αντί να το βάλει στο χοντρό του κώλο.
Σύντομη ιστορία της ανθρωπότητας
Είμαστε μια παράξενη οικογένεια. Ο μαύρος Αδάμ και η μαύρη Εύα. Σ’ αυτό τον κόσμο όπου τα πράγματα γίνονται από υποχρέωση ή από κομπορρημοσύνη εμάς μας αρέσουν οι ελεύθερες και άσκοπες ασχολίες. Οι ασήμαντες δουλειές. Δεν φοράμε φίμωτρα. Δεν έχουμε μεταξωτά βρακιά. Δεν είμαστε φτωχοί ή πλούσιοι. Φυλακισμένοι ή άρρωστοι, καλοί ή κακοί. Δεν είμαστε πρωτότυποι, δεν έχουμε τεχνολογία και μηχανές. Κυνηγάμε για να φάμε κι όχι για να σκοτώσουμε. Έχουμε τον τρόπο να κάνουμε τον ήλιο μαύρο και την νύχτα να φλέγεται. Είμαστε απλοϊκοί και άξεστοι. Οι πρόγονοί μας είναι ποτάμια, δέντρα, δάση, λιβάδια. Είμαστε σκόνη, ένα τίποτε. Όλα όσα φτιάχνουμε τα παίρνει ο άνεμος. Τα παιδιά μας έχουν πολλές μητέρες και πολλούς πατεράδες. Εδώ απ’ τους πόρους των αντρών ξεπηδούν γυναίκες και απ’ τον ιδρώτα των γυναικών άντρες. Όποιος πεθαίνει γεννιέται κι όποιος γεννιέται παθαίνει. Η καλή και η ανάποδη μπερδεύονται. Κανείς δεν κάνει κουμάντο κι ούτε ποιό είναι το πάνω και το κάτω ξέρουμε. Εδώ δεν υπάρχει ιεραρχία και τρέλα. Ο κόσμος είναι ακυβέρνητος και ο θεός είναι το σπέρμα μας. Δεν έχουμε καθεδρικούς ναούς με το λευκό Αδάμ και τη λευκή Εύα. Δεν έχουμε πάπα και παπάδες. Βατικανό και αρχιεπισκοπή και μπόκο χαράμ. Είμαστε ο μαύρος Αδάμ και η μαύρη Εύα που ζευγαρώσαμε με το ουράνιο τόξο και σκορπίσαμε πολύχρωμοι στον ορίζοντα. Γιατί ακόμα κι οι πιο λευκοί απ’ τους λευκούς είναι δικά μας παιδιά. Κι ας αρνούνται να θυμούνται την κοινή μας καταγωγή, γιατί ο ρατσισμός προκαλεί αμνησία, κι ας αρνούνται την ελευθερία για τα κλουβιά, γιατί η συνήθεια προκαλεί δούλους. Είμαστε ο μαύρος Αδάμ και η μαύρη Εύα που τα λευκά μας παιδιά μας έβαψαν λευκούς και μας έκαναν εχθρούς. Και οι καρποί της χαράς έγιναν απαγορευμένοι. Και επινόησαν την αιώνια ψησταριά της κόλασης οι Άγιοι και οι θεολόγοι. Τα διεστραμμένα μας παιδιά έφτιαξαν ένα τέρας που μυρίζει θειάφι και κρατάει τρίαινα κι έχει ουρά, κέρατα, νύχια και οπλές ζώου, πόδια κατσίκας και φτερά δράκου. Τα διεστραμμένα μας παιδιά για να διορθώσουν την πίστη χρησιμοποίησαν κολάρο με καρφιά, σιδερένια φίμωτρα, πυρακτωμένες τανάλιες, πριόνια που σ’ έκοβαν στα δυο αργά, εκκρεμές που έσπαγε κόκαλα, πυρωμένη βελόνα που τρυπούσε τις κρεατοελιές του διαβόλου, μαστίγια με γάντζους και λεπίδες, τανάλιες που έσφιγγαν τα βυζιά των γυναικών, φωτιά στα πέλματα, φάλαγγα, σιδερένια νύχια που έγδερναν τη σάρκα, φυσερό για το στόμα των αιρετικών και τον κώλο των πούστηδων και το μουνί των γυναικών που είχαν εραστή το Σατανά. Είμαστε ο μαύρος Αδάμ και η μαύρη Εύα και ξέρουμε πως το πεπρωμένο μας κάνει κομμάτια, σαν να είμαστε από γυαλί, κι αυτά τα κομμάτια δεν ξανασμίγουν ποτέ.
Περιμένοντας το δοσατζή
Οι πάλαι ποτέ ένδοξες αποικίες και οι κάποτε εξωτικές χώρες, που και μόνο τ’ όνομά τους ήταν μαγεία, έγιναν τώρα νησάκια για να γαμάν οι πλούσιοι και να παίρνουν μάτι οι φτωχοί. Αποθήκες καλοπέρασης ζευγαριών, που η μικροαστική τους ευτυχία τα επισκέπτεται για να μελώσει τον πρώτο μήνα του ευλογημένου έγγαμου βαρετού βίου. Μαζί βέβαια και το καουτσούκ, ο χρυσός, ο ψευδάργυρος, το πιπέρι, ο καφές και τόσα άλλα προϊόντα για το ευκατάστατο στομαχάκι του αστού της Δύσης. Ιθαγενείς, έρμαια του Λονδρέζικου λόμπι και της Παρισινής ιντελιγκέντσιας. Των όπου γης πλαστών συναισθημάτων φιλανθρωπίας και ψηφιακής οδύνης. Ανθρώπων που δεν εκπολιτίστηκαν αλλά απλώς άλλαξαν συνήθειες. Εκεί που έτρωγαν με τα χέρια τώρα τρώνε με μαχαίρια και πιρούνια. Εκεί που είχαν κεριά έβαλαν ηλεκτρικές λάμπες. Εκεί που είχαν ράφια για το τουφέκι τώρα έχουν τη Βίβλο και περιοδικά για το κυνήγι και το νόμιμο φόνο. Άλλοι, αντί για ρόπαλα αποκτήσαν ρεβόλβερ. Κι άλλοι αντί για τον ήλιο απόκτησαν τον Ιησού Χριστό χωρίς να ξέρουν τι να τον κάνουν. Οι πιο εκφυλισμένοι θα πάρουν ένα όπλο για να πάνε να πολεμήσουν τους κακούς. Να σφαχτούν για έναν πολιτισμό που δεν τους έφερε παρά μιζέρια και εκφυλισμό. Ανικανοποίητοι, ζηλόφθονοι, με όλη τη λέπρα του ανταγωνισμού περιμένουν τον καρκίνο. Την τηλεόραση που φέρνει θάνατο. Τους νόμους που φέρνουν θάνατο. Τον ηλεκτρισμό που φέρνει θάνατο. Τα βιβλία που φέρνουν θάνατο. Την αναπνοή που φέρνει θάνατο. Το γαμήσι που φέρνει θάνατο. Τη σκέψη που φέρνει θάνατο. Την ελεημοσύνη που φέρνει θάνατο. Τα λεφτά που φέρνουν θάνατο. Ετοιμοθάνατοι ξεζουμισμένοι Ρουμάνοι για ένα πιάτο φαί σε πτηνοτροφία της Αχαΐας. Σε θερμοκήπια της Κατοχής. Πακιστανοί στα κάτεργα της φράουλας στη Μανωλάδα. Αγνώστου ταυτότητας ανθρώπινα αντικείμενα στις οικοδομές, στα μεγάλα έργα, στους δρόμους, στις γέφυρες. Για ένα ξεροκόμματο στις χώρες της ελευθερίας, με την ένδοξη ιστορία και τους ένδοξους κατοίκους, τους περήφανους, τους ηρωικούς, που γκρινιάζουν όταν βλέπουν το χοντρό παλούκι του καπιταλισμού στον δικό τους κώλο, μα όταν αυτό το παλούκι έμπαινε βαθιά σε άλλους κώλους αλλοδαπούς οι ευγενείς αυτοί νοικοκυραίοι είχαν ανάπτυξη, ολυμπιακούς αγώνες, χρηματιστήριο, δάνεια, κάρτες, γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια, τελετές και ευρώ. Ήταν απασχολημένοι με τα πλαστικά τους παιχνίδια και τα μπετά των εργολάβων που τσιμένταραν τις χαλαρές συνειδήσεις. Εδώ το υπερώο της Ευρώπης. Σας ομιλούν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι ελληναράδες. Περιμένοντας το δοσατζή.
Όπως με δασκάλεψε ο Νίτσε
Γράφεις ωραία ποιήματα, εσύ μωρό μου, για το θάνατο
μα εγώ συνηθίζω το χορό, όπως με δασκάλεψε ο Νίτσε
και λυπάμαι
που δε μπορώ να κρύψω την ποιητική μου στύση
από σένα, σεμνή θεούσα της ποιήσεως
που με αγαπάς και με συμπονάς
και με συμβουλεύεις και με κακολογείς
σκοτεινό και φιλήδονο
και πως πάω χαμένος με τόσο ταλέντο
κι άκλαφτος, αλλά
γράφεις ωραία ποιήματα, εσύ μωρό μου, για το θάνατο
μα εγώ συνηθίζω το χορό, όπως με δασκάλεψε ο Νίτσε.
Χέρια
Μην ψάχνετε δικαιοσύνη στις εικόνες. Στις μεγάλες ταχύτητες. Στα μεγάλα και στα μικρά κανάλια. Στα μαύρα και στα άσπρα τετράγωνα της μουχλιασμένης σκακιέρας. Κάτω απ’ το πέπλο της βαρβαρότητας δεν μπορεί να καμώνεσαι τον άσπιλο. Να ζεις αγκαλιά με το βρικολακιασμένο παρελθόν και τη νοσταλγία. Να αρνείσαι να πεθάνεις με φυσικό θάνατο. Να βρομίζεις μέσα στην ασφάλεια που σου προσφέρει η ακινησία. Να προσφέρεις γη και ύδωρ στο παρδαλό σύστημα που μας εκπολίτισε όλους με φόνους και μίσος. Να υπερασπίζεσαι τα συρματοπλέγματα που προστατεύουν τις αυταπάτες σου. Και με όλη τη χριστιανική σου αγάπη να χρησιμοποιείς μια αρμαθιά από δυστυχισμένους ανθρώπους για να σε ξεσκατίσουν. Χωρίς άδεια παραμονής, χωρίς υπόσταση, χωρίς μέλλον. Είναι οι ξένοι που τους χύνουμε βενζίνη στα μαλλιά και τους ψήνουμε στα κάρβουνα κι απ’ τις δυο μεριές όταν τελειώνει η σεζόν. Πακιστανοί, Σύριοι, Ιρακινοί που τους λιανίζουμε με την μηχανή του πουρέ. Η Ευρώπη που κρύβει κάτω απ’ το χαλάκι τις βρωμιές. Τα περισσεύματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τους λαθραίους που δεν τους θέλει κανείς. Η Ευρώπη με τους ευσυνείδητους εργάτες της που γεμίζουν βόμβες, που κατασκευάζουν υποβρύχια και πυραύλους, όχι για τα δικά τους κεφάλια αλλά για τα κεφάλια των άλλων. Και μετά ουρλιάζει αυτή η πολιτισμένη Ευρώπη, να πάτε σπίτια σας μουνόπανα, μαύροι σκύλοι, πακιστάνια του κερατά. Εσείς που μας τρώτε τις δουλειές και μας γαμάτε τις γυναίκες. Εσείς που πουλάτε το νεφρό σας για να βγάλετε εισιτήριο για τα κάτεργα της Ευρώπης. Και πνίγεστε στο γαλανόλευκο Αιγαίο. Στη χώρα μου που έγινε ένας κουβάς από έντερα. Από ποντικούς και ψείρες και πτώματα. Πόδια και δόντια σκόρπια στα χαρακώματα του Έβρου. Δηλώσεις και προοίμια και πρωτόκολλα. Δίδυμους στραβοπόδαρους και ευνούχους φαλακρούς και ατσάλινους φράχτες. Και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Χριστιανική επιστήμη και δηλητηριώδη αέρια και πλαστικά εσώρουχα και πλατινένια δόντια. Όλα τυλιγμένα σ’ ένα μεγάλο χοντρό κομμάτι κιμά. Θέλουμε λεφτά κι εργατικά χέρια για το τηγάνι μας. Θέλουμε μέλλον για μας χωρίς να θέλουμε μέλλον για τους άλλους. Γι’ αυτό μαραζώνουμε μέσα στο ίδιο μας το λίπος. Γι’ αυτό σβήνουμε μέσα σε μια λαδερή κηλίδα. Γι’ αυτό απευθυνόμαστε πάλι και πάλι για να αγοράσουμε μια ψευτοζωή από δεύτερο χέρι στην εταιρία «Φόνος, Θάνατος, Όλεθρος και Σία». Με όλο το ένδοξο παρελθόν μας και το αρχαίο κλέος πρωτοκολλημένο στην πράξη θάνατος και καταστροφή του πλανήτη Γη, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του δυνατού και του αδίστακτου. Του μορφονιού που τα γαμάει όλα.
Σημειώσεις στον κόρφο της
Δεν μου αρέσουν οι μάντρες, τα φρούρια, τα παλάτια, τα μνημεία, οι φυλακές, οι εκκλησίες, τα μουσεία, τα δημόσια αγάλματα των σπουδαίων νεκρών. Δε μου αρέσουν οι πολεμιστές, οι φύλακες, οι ιερείς, οι στρατώνες, η ιεραρχία. Δε μου αρέσει ό,τι συμβολίζει το φόβο μας για τη ζωή. Κι όλες οι δομές είναι χτισμένες πάνω στο φόβο. Ο φόβος φυλάει τα έρμα κι ο φόβος τρώει τα σωθικά. Με φόβο θα ποτίσει η μανούλα το βλαστάρι της, όχι τόσο για να το προφυλάξει απ’ τα ατυχήματα και τους κακούς, αλλά για να το μυήσει στην εξάρτηση. Γιατί ο φόβος είναι πρωτίστως εξάρτηση. Σε φοβίζω για να σε ελέγχω συναισθηματικά. Απ’ την αραχνοφοβία μέχρι τη γαμησοφοβία ένα μικρό αγαθό τερατάκι κρύβεται από πίσω. Ένας προστάτης που διαιωνίζει την εξουσία του σπέρνοντας φόβους. Η μαμά, ο μπαμπάς, ο δάσκαλος, ο λοχίας, ο σύζυγος, μια στρατιά νταβατζήδων, σαν έτοιμοι και πρόθυμοι από καιρό να σου χώσουν το παλούκι του φόβου στον τρυφερό σου κώλο. Να σε μυήσουν σε μια χυδαία συνθήκη που σε βγάζει έξω απ’ τον κύκλο της ζωής. Να γίνεις υπάκουος και πειθήνιος. Να ακούς τους ανωτέρους, τους μεγαλύτερους, τους σοφούς. Να πνίξεις τη δική σου αισχρή φύση που αμφισβητεί και αμφιβάλει. Που γράφει στ’ αρχίδια της το μέσο όρο και το μέσο πολίτη και το μέσο τακτοποιημένο κενό. Σε μαθαίνω να μισείς τον άλλον και το διαφορετικό, να γλείφεις το αίμα απ’ τις σελίδες της ιστορίας με τους αλλόθρησκους μιαρούς σκύλους κι έπειτα σου παραδίδω μαθήματα αγάπης και χρηστομάθειας. Μιας αγάπης πλαστής, προγραμματικής, που η γραφειοκρατία όλων των θρησκειών την έχει στα συντάγματά της για ξεκάρφωμα. Η αγάπη δεν είναι το αντίθετο του μίσους περισσότερο απ’ ότι ο θάνατος είναι το αντίθετο της ζωής. Η βαθιά φτώχεια των ανθρώπων του μισαλλόδοξου πολιτισμού μας είναι η φτώχεια της εσωτερικής ζωής. Οι μπλεγμένες ζωές με τα καλώδια του ανταγωνισμού. Ο σοφός που σου κουνάει το δάχτυλο κι ο γείτονας που σου βγάζει το μάτι με το νυστέρι της υποκρισίας. Εδώ σ’ αυτό το βασίλειο των ανταγωνισμών και των καταναγκασμών βασιλεύει η κοινωνική ειρήνη. Δηλαδή η παύση των εχθροτήτων, η ανακωχή, η ανάπαυλα, το αποκοίμισμα. Μια ειρήνη-διάλειμμα, μεταξύ των μεγάλων κακών. Των πολέμων δηλαδή με σπαθιά, πυρηνικά όπλα και πανέξυπνες βόμβες. Μια ειρήνη που προετοιμάζει το νέο κακό αφού ανακατεύει την πίσσα όλων των ένδοξων σφαγών του παρελθόντος. Δεν αρχίζει να ζει ο άνθρωπος θριαμβεύοντας πάνω στον εχθρό του, ούτε αρχίζει να αποχτά υγεία κάνοντας θεραπείες και διαλογισμό. Η χαρά της ζωής είναι κοντά στη Φύση κι όχι στη φυσιολατρία. Κοντά στο γαμήσι κι όχι κοντά στη στέρηση και τους φόβους και την αναπαραγωγή έξυπνων, μορφωμένων και πιστών δούλων. Οι αρρώστιες μας είναι όλα εκείνα που μας δεσμεύουν. Ιδανικά, πίστη, ελπίδα και άλλες περισπούδαστες αρλούμπες κρατούν το χέρι τού ετοιμοθάνατου νοικοκύρη. Γιατί η ζωή θέλει εραστή κι όχι νοικοκύρη. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να φτάσεις στο τέλος. Να γίνεις στάχτη στα μάτια της. Να της βουρτσίσεις τα δόντια και να της κόψεις τα νύχια. Να φας τις μύξες της και να πιείς τον αφρό της. Να την παντρευτείς χωρίς προφυλάξεις, ολόκληρη. Και χωρίς υπουργείο άμυνας και χωρίς αρχιεπισκοπή και χωρίς χυδαιότατη υποκρισία αλλά βαθύτατο ερωτισμό. Καύλα.
Autostop
Με βρήκε ο ωραίος ήλιος του πρωινού να βήχω
Όχι σε γιοταχί μα σε νταλίκα
Βενζίνα μύριζε η καμπίνα
Ντομάτες μεταφέραμε στην ασπρουλιάρα Αθήνα
Της επαρχίας μου τα βιβλικά αποφθέγματα εγώ
Η τέχνη είναι αυτοκαταστροφική μου είπε ο σοφός φορτηγατζής
Νόμοι παντού αποταμίευση βουρτσάκια τουαλέτας
Μονάχα οι καθαροί θα πάνε στον παράδεισο
Μου λέει ο αυτεξούσιος ο λούμπεν
Καπνίζοντας τους συνειρμούς σαν άσπιλη αμνάδα
Μάρτυς μου ο φαλλός
Αρχίζω να ζω και να αναπνέω εδώ στο γραφείο μου.
Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Εδώ γύρω από ζαμπόν τσάι και τυρί
και φαντασία και μπέρμπον.
Ο Σατί βγάζει το άχτι του ως οικοδόμος ψυχών κι εγώ
σε ξεφλουδίζω πάθος των άλλων που πας χαμένο.
Μάρτυς μου ο φαλλός κι η περεστρόικα
των κοριτσιών της πορνογραφίας.
Οι γλώσσες που αναβλύζουν ανεμπόδιστα
σάλιο και τρέλα.
Λαγνεία απ’ τα έγκατα.
Παλίνδρομα υγρά.
Υπεροψία και μέθη παλλακίδας.
Ποίημα που θυμίζει κότα.
Όλο λαρυγγοσπασμικές επικλήσεις
για ένα πράγμα απερίγραπτα κωμικό.
Τουρλώνοντας η έμπνευση τον κώλο της
για να γεννήσει το λεκιασμένο της αυγό.
Μερικές ευλογίες
Τα πράγματα που είναι ωραία και νόστιμα είναι τα χείλη το στήθος οι γλουτοί το αρσενικό και το θηλυκό φύλο.
Γράψτε με φυσικό τρόπο και χωρίς δισταγμό. Μην αφήσετε τίποτε πίσω σας ούτε πέντε στίχους ούτε μια αράδα.
Η σεξουαλική επιθυμία είναι απεριόριστη: θέλει όλα τα θηλυκά.
Προέλευση του Κόσμου, πάλι το θηλυκό!
Ο άνθρωπος αφήνει το θηλυκό και επιστρέφει στο θηλυκό.
Το μεγαλύτερο προνόμιο του ανθρώπου δεν είναι η σκέψη, αλλά η επιθυμία της ακατέργαστης σκέψης που δημιουργήθηκε από το όραμα του γυναικείου φύλου.
Αγάπησε με φυσικό τρόπο και χωρίς δισταγμό. Κράτησε απ’ το ζώο το ένστιχτο που δεν έχει φόνο κι απ’ τον άνθρωπο το ένστιχτο που δεν έχει υποταγή.
Η μόνη εξωτική χώρα είναι το θηλυκό. Μόνο και μόνο γι’ αυτό αξίζει να ταξιδέψεις.
Αυτό το, θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους είναι η πιο ακαταμάχητη ποιητική προστυχιά.
Η μεγάλη απόσταση από τη φύση είναι η αιτία όλων των δεινών: τη θρησκεία, την ιδιωτική περιουσία, το γάμο και το βιασμό.
Ευτυχία σημαίνει πως υποστηρίζω χωρίς κανένα περιορισμό την τελική νίκη κατά των απαγορεύσεων και των προκαταλήψεων.
Oἶον τὸ γλυκύμαλον
Σουλατσάρω
όχι διαχρονικός αλλά αχρονικός
με το άλφα τόσο στερητικό σα σύνδρομο
και την οχλοβοή γραμμούλα γραμμούλα
ρουφηχτά και αυτόβουλα
και σκέφτομαι εκείνο το ξεμυάλισμα που υπέστην
τη ζέστη που τα καλοκαίρια εμπαινόβγαινε
στις μασχάλες και τις κλειδώσεις
και με στραπατσάρισε οντολογικώς
κι με έκανε ωραιότατο παραμυθά των χυμών μιανής
κι όχι αρνάκι στα φιλοσοφικά κρεματόρια
χειμαδιό
τέκνο που πάει γυρεύοντας
κι όλο δραπετεύει στο βαθύ υπνάκο της
ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της φαντασίας
λιανοτράγουδα μιανής σχισμής νυφούλας
οἶον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρωι ἐπ΄ ὔσδωι
και λοιπά και λοιπά