Σχεδίασα λυγμό ο βάρβαρος, εγώ
ώρα καταστημάτων
ώρα που η γλώσσα της η δούλη του θεού έγλειφε πάστα.
Ζουλάπι εγώ κι αυτή μια καταβόθρα
μιαν ερωμένη όλο χείλη και βυθούς
ίδιο ανάχωμα εραστών
γύφτων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στον αφαλό της
σε πανηγύρια
οι αλητάμπουρες νεκροί
πάντα προξενητές Κυκλάδων
πάντα εγκέλαδοι
ταμπουρωμένοι στα Ταμπάχανα
πάντα με δόντια και μαλλιά και αστροπελέκια
μπλεγμένα εκεί στα μπούτια της
στο τάμα που αφήσανε στην Τήνο
κι έπειτα με το πλοίο της γραμμής
τραβώντας μαλακία στο κατάστρωμα
κουφέτα ψωμοτύρι
κι άγριο παραθέρισμα στα χνώτα του πελάγους
στα χνώτα μιας ξανθιάς αλλοδαπής ξεροψημένης
ω! έμπνευση σχεδίασα ολονύχτιο λυγμό
δόκανα της αγάπης
να πιάσω αυτή τη μπέιμπι σίτερ των σπασμών
αυτή την Άπω Ανατολή
ω! μέσα της θα με βρουν θεέ τα περιπολικά
τα ξημερώματα
μέσα της δια παντός
αφού υπήρξε αυτή για μένανε
ενός λεπτού υγρή
ενός λεπτού δαμάλα