Νήσος Αστυπάλαια

 

stayros

Δεν γίνεται να μην ειπώ για το σταυρό σου
Το τατουάζ στην πλάτη σου
Δεν γίνεται να μην ειπώ για το γυμνό λαιμό σου
Εγώ ο βάρβαρος τουρίστας
Ο στεριανός αρσενικός
Πισώπλατα επιμένω εξ’ αρχής να σε φωτογραφίσω
Να σε μοιράσω στους πιστούς
Να δουν τι εστί Βυζάντιο, φρενίτις
Να δουν στη στέγη σου να σκαρφαλώνουνε κατσίκια
Τα δάχτυλα να διορθώνουνε στον όρθρο τα μαλλιά
Κι όλες τ’ ανάσκελα οι σχισμές. Τα κεκραγάρια
Υπό Ιακώβου Πρωτοψάλτου
Υπό Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού
Υπό Ιωάννη του Γλυκύ
Υπό οσίου φαλλού ιερομάρτυρος
Ω να ‘ξερες τι κοσμοχαλασιά εις τα μετόπισθεν
Τι σπέρμα κροταλίζει στους καβάλους
Τι νήσος Αστυπάλαια
Τι κάτω κόσμος που αλυχτά και σε μυρίζει
Άλαλος
Ανάβοντας κεριά στα μανουάλια σου
Παλεύοντας μια ολόκληρη ζωή για να χωρέσει
Στην έσχατη τρυπούλα σου
Να ενωθεί με το θεό
Το θέρος
Στα μαύρα σπλάχνα εκεί μπουκάροντας
Στα μαύρα σωθικά
Δια παντός
Διακορευτής
Αστήρ διάτων

Δονούσα

dono

στον Τέο Ρόμβο 

Με λόγια τρυφερά θα κατακτήσουμε
τις κάτω χώρες, θα εισχωρήσουμε
στα εσώρουχα, θα φέρουμε το μέσα έξω.
Με λόγια τρυφερά θα πάρουμε το πλοίο
της γραμμής για τα ζεστά νησιά και τα
υγρά χείλη, το πλοίο της γραμμής για
τη Δονούσα και το λυρισμό, εκεί όπου
δονούνται τα κορίτσια και ψάχνουν
κάποιον να ρουφήξει το ζουμί τους,
να τους πει δυο λόγια τρυφερά όπως
εμείς, να σκύψει πάνω απ’ την άβυσσο
ιδρωμένος και ξεδιάντροπος. Τελάλης
έρωτος, ιερεύς του σεξ, μάγιστρος του
γαμησιού και των γρίφων, άρχων κατά
συρροή της νήσου Καύλας, χύνοντας
αβέρτα εις το Αιγαίον πέλαγος χυμούς
στα τέμπλα εκεί στον αφαλό τους και
πιο κάτω ανάμεσα μηρών κι εκεί παντού
σαλεύοντας ο αρχάγγελος φαλλός
σπέρνοντας εις την αμμουδιά κρινάκια
χύσια ελέω θεού ελέω παντοκράτορος,
πάμφωτο χάος για τις νυφούλες που
προσεύχονται στον ήλιο. Τα τρυφερά
αφήνοντας μουνιά τους βορά
στα τρυφερά μας λόγια.

Βότκα

afpbooze02102012

Έγραψε ο πανοσιολογιότατος των γραφών Αντρέας Λασκαράτος στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς, πως ο χριστιανός όλον το χρόνο υποκρίνεται χριστιανικότητα, και μόνον εις το κρυφό είναι αντίχριστος και άθεος. Και θα μπορούσα κοινωνικώς να επεκτείνω τούτη τη φράση για το νοικοκύρη. Λέγοντας πως ο νοικοκύρης όλο το χρόνο υποκρίνεται νοικοκυροσύνη και μονογαμία, και μόνον εις το κρυφό είναι ανοικοκύρευτος και καυλωμένος μπανιστιρτζής. Και λέγοντας επίσης πως ο αριστερός όλο το χρόνο υποκρίνεται αριστεροσύνη, και μόνον εις το κρυφό είναι νεοφιλελεύθερος, ατομιστής, παρτάκιας, αριβίστας, υποκριτής. Αλλά βεβαίως ζούμε σε καιρούς που το κρυφό γίνεται ευκόλως φανερό και η τέχνη του να γαληνεύεις τις μάζες με παραμύθια πέρασε στα χέρια του ακαδημαϊκού της διαφήμισης. Κι εδώ φανερώνονται όλα με μιας, περνώντας το γυαλί της τηλεόρασης πάνω απ’ τα πράγματα και τα πρόσωπα και τις περισπούδαστες καταστάσεις και τις κλαψομούνικες αναλύσεις. Περνώντας το μπουκάλι της βότκας μπροστά απ’ την καλόγρια θα δεις μιαν αφηνιασμένη θηριοδαμάστρια με πέτσινα εσώρουχα να μαστιγώνει αλυσοδεμένα αρσενικά. Ο μαγικός φακός φανερώνει το κρυφό. Ξεβρακώνει. Και το ξεβράκωμα επιταχύνει τις εξελίξεις. Τουτέστιν αποδομεί. Κι όπως αναφώνησε γέρος σοφός εις ορεινό χωρίον, εφέτος σύντροφοι ψηφίσαμε περισσότερες φορές απ’ όσες γαμήσαμε.

Α΄ Χαιρετισμοί

a xer

Τετ α τετ με τους δανειστές στο ξενοδοχείο που διαμένει το κουαρτέτο

Σία Κοσιώνη

 

Χαιρετίζω τις ερωτικές μας ειδήσεις
και τον πορνογραφικό μας βίο.
Τη Μπι μπι μπο με το βουβό της λυγμό στο σκάι.
Χαιρετίζω την τούρλα του μετεωρολόγου.
Τη ματιά του χωροθέτη που μοντάρει αποκαΐδια.
Χαιρετίζω τους ψυχάκηδες νέους της βόνταφον
που σμίγουν στη διασταύρωση μοναξιάς και αμεριμνησίας.
Χαιρετίζω τη θετική ενέργεια για κουνέλια.
Την αμίτα μόσιον το άμπερ αλέρτ,
τα γκέι αντριλίκια με γλυκάνισο και παρά φύσιν αγαμία.
Χαιρετίζω τα αδέσποτα που με περιθάλπουν.
Χαιρετίζω τα τσιγάρα, το αλκοόλ, τον ανέφελο ουρανό.
Χαιρετίζω τους μάγκες που τα κονομάνε απ’ τα ψώνια.
Το νεορομαντισμό. Τους νέους ατάλαντους λογοτέχνες.
Τα φιλόδοξα κοριτσάκια εν μέσω καύσωνος.
Χαιρετίζω τη ριζοσπαστική αριστερά
που από καυτή γκόμενα έγινε νευρασθενική γριά.
Χαιρετίζω το Ναπολέων Βοναπάρτη
που φύτρωσε εκεί που κατούρησε ο επαναστάτης.
Χαιρετίζω το γραφειοκράτη που ξεφύτρωσε εκεί
που έχεσε η κεντρική επιτροπή.
Χαιρετίζω εσένα βασανισμένη ανθρωπότητα
με τις αλυσίδες σου από παλιόχαρτα.
Όλα είναι δικά μας και είναι μπροστά.
Αβιταμίνωση, αναιμία, προσφυγιά, παχυσαρκία.
Εν το Παν.

Μεταθανάτιο

hyhy

Τώρα είναι λιγότερο σκληρή η ξενιτιά.
Καταραμένοι γονείς, δέντρα, θάνατος.
Αντίσκηνα. Γη της επαγγελίας. Ήλιος
θάλασσα βυζιά. Βρέφη μελανιασμένα.
Εμπνεύσεις για τον οίστρο λογοτεχνών
που τους κούρασαν τα κοινά και
μαγειρεύουν τώρα ποιητικό λαπά
και αραβικά παϊδάκια για να ταΐσουν
στην πανσέληνο λύκους νοικοκυραίους.
Μικροαστούς που αλυχτάν και διψάν
για συγκίνηση και φρέσκο ετοιμόγεννο δράμα.
Νύχτα που τρεμοσβήνει. Πουδράροντας
το πρόσωπο η εγγλέζα για να βρει γαμιά.
Μοχθηρή τουμπανισμένη κοιλιά σαν
τεράστια κολοκύθα ξεβρασμένη στην Κω.
Σύριοι ποιητές δραπετεύουν με φουσκωτά
για το Μόναχο. Με διευθύνσεις και τηλέφωνα.
Βρεγμένες ατζέντες. Συστατικές επιστολές
του Σατανά. Χειρόγραφα στιχάκια.
Σαν έτοιμοι από καιρό να ξεσκατίσουν
το διαφωτισμό και τα χρυσά παιδιά του.
Της Ευρώπης το αμερικάνικο όνειρο.
Της Ευρώπης το μαγαρισμένο μουνί.

Μεγαλυνάριον

αζ

Δεν μπορούμε να εξημερώσουμε τις μύγες αλλά μπορούμε ευκόλως να τις οδηγήσουμε στα σκατά. Μπορούμε μέσα στον ορίζοντα εξαπάτησης των αναγκών μας να πιστέψουμε πως η βαρβαρότητα είναι μια κάποια λύση. Μπορούμε να εκλέξουμε βουλευτές αλλά δε μπορούμε να εκλέξουμε ανθρώπους. Μπορούμε να κάνουμε υπομονή και να λουφάξουμε στην λευκή γενειάδα των σοφών, στα αποφθέγματα, στις σέλφις και στο φραμπαλά του λιτού βίου. Μπορούμε να δούμε τον υποψήφιο σωτήρα μας να μας υπόσχεται πως θα μας μείνει πιστός. Και μπορούμε να θυμηθούμε πως μας είχε υποσχεθεί το ίδιο πριν μας απατήσει με τον τραπεζίτη και τον καπιταλιστή. Με τον αρχιερέα και τον μεσίτη. Με τον αρχιεπίσκοπο και το Ραβίνο. Με τον εφοπλιστή και το βιομήχανο. Με τον δημιουργικό επιχειρηματία και τον οραματικό φεντεραλιστή. Με τον φωτισμένο μακελάρη και τον επίτροπο αχαλίνωτων οργασμών της οργάνωσης Κεφάλαιο Α.Ε. Και μπορούμε να δούμε τον υποψήφιο σωτήρα μας σαν χοιροβοσκό που μαζεύει τα γουρούνια του. Που φωνάζει τους ψηφοφόρους του να έρθουν να παραλάβουν τα ρουσφέτια τους. Τις αυταπάτες τους.

Ραβασάκι

rabas

Δέχεσαι την ομορφιά απ’ τα χέρια ενός παιδιού ή ενός τρελού όταν δεν έχεις γεράσει ανεπανόρθωτα. Όταν μπορείς να περπατήσεις χιλιόμετρα για να απολαύσεις τη δροσιά μιας πηγής. Και μπορείς να ταπεινωθείς όσο ο ανειδίκευτος εργάτης στον οαέδ, ώσπου να σου δώσει το θηλυκό που ονειρεύτηκες τα κλειδιά της καρδιάς του και τα υγρά της κλειτορίδας του. Εδώ δεν λογαριάζονται οι πρωτοπορίες και οι φιλήδονες συστατικές επιστολές. Εδώ μελετούμε εμβριθώς το ντε Σαντ όχι δια να καυλώσουμε αλλά δια να αποδώσουμε δικαιοσύνη. Να γλυκάνουμε λίγο τα πεισιθανάτια απωθημένα που βγάζουν οι φτωχοί στον Κυβερνοχώρο. Να τους κάνουμε λίγο παμφάγους με το ποιηματάκι. Να δοκιμάσουν λίγο τη χαρά με τη γλώσσα, να μάθουν τι εστί πλούσιος και τι εστί σουπερνόβα. Και τι εστί αδιαλλαξία της ηδονής. Και τι εστί να τρως χαλβά με τα χέρια. Να γλείφεις δάχτυλα. Να τρώει ο Ένας τον Άλλο κι ο Άλλος τον Ένα.

Ο Εγώ

o ego

Σπούδασα στο Πάντειο αμοραλισμό
υπογλυκαιμία συμφέρον. Έγινα
κριτικός ηθικιστής και φιλοκατήγορος.
Ρομαντικός λάτρης της ανθρώπινης
ιδιομορφίας. Βήχω σαν τον εργοδότη
μου και βήχω σωστά. Καλλιτεχνικές
απόψεις άλλων απηχώ, τις φράξιες
συντονίζω των αστών που αναρχίζουν.
Γκροτέσκο επιχείρημα και γκέι αντριλίκι
της ανερχόμενης γενιάς ο Εγώ.
Ο σεμιναριάκιας, ο σεσηπός. Ο αντιερωτικά
ερωτικός, ο διδάκτωρ που μαστιγώνει
ψωλές. Ο φέρελπις κατηχητής τού
μπουρζουά, ο Εγώ. Ο για πάντα Εγώ.
Ο αθώος Εγώ ιδιώτης, της μαμάς και
του μπαμπά το σπιτίσιο πορνό.
Υπάρχω κι όσο υπάρχω διοικώ.

Βαριά βιομηχανία

biomix

Η αγάπη για όλους και για όλα.
Η αγάπη στα δίκλινα δωμάτια
και η αγάπη η ζωγραφισμένη
στους αναπτήρες. Η αγάπη στην
αναπνοή του άλλου και η αγάπη
στα σπλάχνα του άλλου.
Η ανυπάκουη αγάπη και η ομαδική
αγάπη. Η αγάπη για τους ανθρώπους
και όχι η αγάπη για το δονητή.
Η αγάπη για το ζωντανό κορμί
και όχι η αγάπη για τη μυροβόλο
σήψη. Η αγάπη για τα φιλιά πάνω
στις ρόγες και η αγάπη για τα φιλιά
στην κοιλιά. Η αγάπη για τον έρωτα
και η αγάπη για τη βροχή. Η αγάπη
για τον Τάλι Κάπφερμπεργκ που
φούνταρε στο μεγάλο ποτάμι της
Αμερικής κάνοντας το τάμα του
λέγοντας πως: Το να αυνανίζεσαι
είναι ανθρώπινο, το να γαμάς θεϊκό.

Εδώ, θεός ειν’ ο μαστός

ninh

Τα τόσα σοβαρά της ωμοπλάτης
τα τόσα εύφλεκτα στο αγκάλιασμα
όλα κατάλοιπα Παξών-Αντιπαξών
νύφης που ξέχασε απλωμένο σε αρμυρίκι το βρακί της
κι έφυγε δια παντός γυμνή απ’ τα λιθάρια
δια παντός αλατισμένη
δια παντός ως το μεδούλι σκύλα
δια παντός κακόφημη
όλο γλυψιές
μαστούς μεγαλομάρτυρες
οσίους μαστούς
μαστάρια

Μπικουτί

mpikoyti

Ξέρει η μανούλα αυτή που βγάζει τα ανήσυχα κουταβάκια να αρμέξουν υπεραξία, πως αν διαταράξεις την ομαλή ροή της αφήγησης θα υπάρξει ρηγμάτωση. Και τα κουταβάκια θ’ αρχίσουν να φαντασιώνονται ρήξεις και γριούλες που ξεπουλάνε το παρελθόν στα παζάρια, ανίατες ασθένειες, συμπλέγματα μετακατοχικά, ασπρόμαυρα πένθη. Ξέρει επίσης πως μεσολάβησε μια ολόκληρη εποποιία του αμερικανοτσολιά, απ’ τη γριούλα μέχρι το σημερινό τρέντι νιάτο της θετικής διάθεσης και της κινητής και ακίνητης μπριζωμένης ευχαρίστησης. Ξέρει με τι μειλίχιο κατεστημένο φονταμενταλισμό πρέπει να χτίσει τους νέους διδάκτορες, που ανάμεσα στη χαλαρότητα και την επαναστατική γυμναστική του επιχειρήματος θα βάλουν τρικλοποδιά στους ψωραλέους και άρρωστους προλετάριους, εμποδίζοντάς τους να εισβάλουν στα χειμερινά ανάκτορα της αστικής καλοζωίας. Ξέρει η μανούλα αυτή πως η ομαλή ροή της αφήγησης θέλει συνεχώς ορμόνες και βιταμίνες. Ξέρει πως ο στρατευμένος μικροαστός στην κοινή μιζέρια της πόλης αγαπά πλέον τη φωτογραφία του φεγγαριού κι όχι το φεγγάρι. Την ευκρίνεια, τα μεγκαπίξελ, την αναπαράσταση του χωριού μέσα στο καθιστικό. Την γκάβλα της οθόνης κι όχι την γκάβλα της ζωής. Τα νερόβραστα πολιτικά κολοκυθάκια που βράζουν στη χύτρα κάποιου συγκροτήματος, ομαδούλες του κώλου με χιούμορ, αστείρευτη μαλακιούλα και λιτό βίο.

Τουριστικόν ιντερμέδιο

touri

Ω γεροξεκούτη που καταπλάκωσες την ομορφιά.
Δεν θα το ρίξω στο σονέτο ακόμη. Φράσεις
στιχομυθία ακανόνιστη μια πειραγμένη και φιλήδονη
λουλουδιασμένη Ιτιά. Ω Κίναιδε, προσφυγικοί
καταυλισμοί, ο οργασμός του Μίνσκι που σκοτώνει.
Ξερολιθιές εκεί που επενδύσαν λεφτουδάκια οι φτωχοί.
Μια νήσος φαλλική ενοικιαζόμενη. Διαβάζουν το
Μονόγραμμα οι μισθωτοί, διπλώνουνε πετσέτες,
ιεροκρυφίως χύνουν μέσα στο μουνί. Ποιητικώς ορθά.
Κι ο βασιλεύς της ζούγκλας τηγανίζει καλαμαράκια γόπες
μαριδούλα, τα εξεγερμένα χτυποκάρδια οργανώνει
τα ντιρλαντά ντιρλανταντά.

Η Πλατυτέρα Των Οργασμών

iplat

Ρίγη κραιπάλης
βολοδέρνουν στο μαγιό σου.
Λιοπύρι εγώ, ατίθασο.
Βαρόνος των οσμών σου.
Ερπετολόγος σάρκας, ρίγος.
Λιπαντής ανεμιστήρων.
Σακάτης θερινών ανασκαφών
κάποιου υπνοβάτη αφαλού.
Μαμούνι στο μουνί μιας ταξιθέτριας.
Πλήρης ευχύμου στύσεως.
Ένας κακόφημος αλγόριθμος υγρών
μπρος στην ψυχούλα της σχισμής σου.
Μπρος στην σχισμούλα της ψυχής σου.
Ορθόδοξη ανελέητη θεούσα
πλατυτέρα οργασμών
με σαλιωμένο δάχτυλο σπιρτάδα. Εσύ.
Τώρα τα έπαθλα βυζιά σου θα προσφέρω
βορά στους αναγνώστες μου.
Στους κάφρους λίγης θαλπωρής ποιητικής.
Στους ιεχωβάδες της θηλής σου.
Που όλο ξαμώνει η γλώσσα τους γλειψιές.
Που όλο ονειρεύονται οι πρίαποι
να εισχωρήσουν με το δούρειο φαλλό τους
στο σφαγείο σου.

Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω

lok

Κουρκούτεψα ως κουτέλι Αυγουστιάτικα
και περιμένω σύκα νοστιμότατα να μου
δώσουν δυνάμεις, να αντέξω το χάος, την
ηδονή σε φέτες που μου προσφέρει η
σχολή της Νοικοκυράς, να αντέξω την Ιλιάδα
που πέρασε, το έπος του πλανητικού χωριού,
τις νερόβραστες ονειρώξεις με σπαθάτες
γκόμενες και να μου βγει λίγο πολιτισμένη
ατμόσφαιρα και λίγος φιγουρατζίδικος
ναρκισσισμός, να πω έναν λόγο καλό για
την παρά φύσιν κοινή μας μοίρα.

Εκεχειρία

trabn

Λυρικός ή τραγικός ή φλούφλης
και φιλόδοξος αστός! Εδώ να
καταχωρηθεί του στίχου η χασμωδία.
Σεντόνια που κρύβουν την κοιλιά της.
Σαγιονάρες και άλλα τιμαλφή. Χείλη.
Αχ, χείλη υγρά, μοτίβο εξπρεσιονιστών
και υπερβόρειων γαμιάδων. Εδώ
ο ρομαντισμός ανθεί, παρέκκλισις
η ηδονή. Ω ναι βγάζει ποιηματάκια
ερμαφρόδιτα ο μπούλης. Να τα
διαβάσει η μαμά ο μπαμπάς η γειτονιά.
Να χαρούν υγεία ευαισθησία αλτρουισμό
αιμομιξία. Ουχί τους μύκητες τους
έρπητες δολίων, αλλά σεβάσμιο φεγγαράκι
της ποιήσεως, χούγια καθαρότατα
όχι σαπρά βαβελικά. Ολίγον τι εταιρία
λογοτεχνών, αριστερά του κέντρου,
ολίγον Ιεζεκιήλ, ολίγον αναρχία της
σκουριάς όχι ξεδιάντροπη φαρμακερή
και κλειτορίδα ορθή εις τις επάλξεις.
Όχι φαρμάκωμα του Εν Αρχή είν’ ο Λόγος
μα βαρεμάρα πλήξη και σφοδρή αγαμησιά.

Σκοτεινοί κράχτες

καφενειο

στη χάρη σταθάτου 

Αν υπάρχει κάπου μαγεία αυτή βρίσκεται στη φυλή που δεν ελέγχει την αναπνοή της. Στα όντα που δεν μάθαν ανάγνωση και χειραψία. Στα όντα που συνθέτουν πάνω στη γλώσσα κι όχι πάνω στη σελίδα και που η ποίησή τους είναι το παραπέρα της πραγματικότητας. Σκέψεις μακριές και προτάσεις σύντομες. Το ανήσυχο σπάταλο χτυποκάρδι των καλοκαιρινών μηνών. Να παίρνουμε την επιθυμία κατά γράμμα και να γινόμαστε αυτά τα όντα που επιθυμούν αενάως. Αυτά τα όντα που δεν κρύβουν την πρωινή τους στύση, το γέλιο τους και το θυμό τους. Αυτά τα όντα που αντιστέκονται περισσότερο και υπακούν λιγότερο. Παίζοντας και κράζοντας και αλαλάζοντας, κάνοντας ενέσεις σε μαξιλάρια και ασκήσεις απελπισίας στο βραδινό κρυφτό. Στα όντα προ κινητού και προ τεχνολογίας. Προ κοινωνικής ανασφάλειας και προ συλλογικής νεύρωσης. Στα όντα προ χριστιανών του ελληνικού δημοσίου και προ πεινασμένου πρωκτικού πάθους για συσσώρευση πλούτου και δύναμης και σεξουαλικής κυριαρχίας. Στα όντα που η Ζωή και η Τέχνη ταυτίζονται και αγαπούν και λατρεύουν με τον πιο αντιχριστιανικό τρόπο. Καθαρίζουν τα σκατούλια της μύτης κάτω απ’ το τραπέζι, κλάνουν μπροστά στις κυκλώπειες ακροπόλεις του καθωσπρεπισμού, εκεί όπου αόρατες δυνάμεις σου χειρουργούν το σφιγκτήρα και καταφθάνουν δάσκαλοι ψυχολόγοι ιερείς πυρηνικοί επιστήμονες, για να σου πουν να σφίγγεις τα μπούτια σου για να μη φαίνεται η κιλότα σου και να μη λες πάντα αυτό που σκέφτεσαι και να κρύβεις επιμελώς αυτό που εξαγριώνει τους άλλους. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάντα ένας καλός Έλλην γαμπρός μια καλή νοικοκυρά νύφη ή μια τρανσέξουαλ αυταπάτη. Αν υπάρχει κάπου μαγεία αυτή βρίσκεται στα όντα που μπορούν να παίξουν με το σώμα της μητέρας τους. Το σώμα που τα γέννησε και τα έθρεψε. Είναι αυτά τα όντα που όταν χάνουν το τεκμήριο παιδικότητας μέσα στον σοβαρό ενήλικο κόσμο συγγράφουν. Ψάχνοντας συντρόφους και συνδαιτυμόνες για να συνεχίσουν το παιχνίδι που άφησαν στη μέση. Το βίαιο, το άγριο, το αγαπησιάρικο. Όχι το πολιτικώς ορθό, αυτό που προστατεύει η κυρία Κατεστημένου με τα παρδαλά της τσοπανόσκυλα.

Βρέφη στον υπόνομο

brefi

Νομίζω πως ο μόνος αληθινός θεός είναι ο Χρόνος. Και χωρίς να θέλω να αμολήσω καμιά βαριά φιλοσοφική μπούρδα νιώθω το θεϊκό χάδι του Χρόνου. Νιώθω αυτό που μου προκαλεί ευχαρίστηση και φθορά. Νιώθω την εξουσία του πάνω μου. Σέβομαι αυτό το θεό που μου χαρίζει στιγμές αθροισμένες στον κοινό συλλογικό μας Τόπο. Αυτό τον θεό που μας έπλασε μέσα στον απειροελάχιστο λαβύρινθο της αιωνιότητας για μια απειροελάχιστη στιγμή μέσα στο διαρκώς φωταγωγημένο άπειρο σκότος. Ο Χρόνος, δηλαδή η άπειρη μεταβολή της ύλης που μεταμορφώνεται, δεν θα χωρέσει ποτέ ολοκληρωτικά στα συρτάρια της επιστημονικής γραφειοκρατίας. Κανένας επιστήμων δεν θα μπορέσει ποτέ να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί ο Χρόνος είναι ο δημιουργός της ζωής και του θανάτου. Και πως ο θάνατος και η ζωή είναι οι προβολές του πάνω στην ύλη. Ο θεός Χρόνος είναι πανταχού παρόν. Ευλογημένος γιατί δημιουργεί δια της φθοράς. Δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν σκέφτεται. Μονάχα υπάρχει και η απόδειξη της ύπαρξής του είμαστε εμείς. Πλάσματα θεϊκά αφού είμαστε κομμάτια του. Και πλάσματα μονίμως και διαρκώς προσηλωμένα σ’ αυτόν. Ο Χρόνος μας αλλάζει. Μας πλάθει. Ο Χρόνος μας έκανε από ένα μηδαμινό μονοκύτταρο αστρικό σκατούλι- αμολημένο ίσως από κάποια άλλη δυναμική του έκφραση-μεγάλους και τρανούς ανθρωπάκους. Καλούς κακούς εγωιστές έξυπνους βλάκες πνευματώδεις και μαλακοκαύληδες. Σε αντίθεση με τους φθονερούς και δόλιους θεούς που δημιούργησε η διαστροφική και άρρωστη φύση του ανθρώπου για να υποτάξει την υγιή και καυλωμένη, ο Χρόνος δεν ενδιαφέρεται για το δημιούργημά του. Δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή του. Γιατί ο Χρόνος δεν διαθέτει ούτε αίσθηση ούτε νου. Μονάχα άπειρη και άφθαρτη διάρκεια. Αυτή που αν τη νιώσεις στο πετσί σου γίνεσαι βαθιά ηδονιστής με την πιο αθώα σημασία και την πιο βαρβάτη ανθρωπιά. Γίνεσαι ηδονιστής της μοιρασιάς και ιεραπόστολος της καύλας. Της καύλας που δικαιούνται να νιώσουν όλα τα πλάσματα του θεού Χρόνου. Όλα τα πλάσματα που σφάζουν οι πούστικοι θεοί των ανθρώπων με χαρτονομίσματα με ελεημοσύνη και υποκρισία. Όλα τα πλάσματα που τους πετσοκόβουν τα στομάχια τις τσουτσούνες και τις κλειτορίδες. Όλα τα πλάσματα που τα γεννάνε οι μάνες τους κατευθείαν στον υπόνομο για να γλιτώσουν μια για πάντα απ’ τα αληθινά σκατά των ανθρώπων.

Καλοκαιρινές διακοπές για πάντα

santon

Σας φέρνω πυρκαγιές απ’ την Καλιφόρνια
και ξυρισμένα αμερικάνικα μουνιά. Γερμανικά
λουκάνικα και μπύρα. Σας φέρνω φρέσκες ορδές
ποιημάτων, θεμελιωμένα δικαιώματα για σύνταξη,
διαστροφές. Όλα καλά και όλα φίνα. Σας φέρνω
θηλαστικά που ζευγαρώνουν δίπλα στις μύγες
και κοριτσάκια κατοικίδια ζώα για τον έμπορα.
Για να ξεσκάνε Ολλανδοί οικογενειάρχες και Κύπριοι
αγωνιστές στο Σόχο. Σας φέρνω τα ιερά κόπρανα
των προγόνων μου χίλια δολάρια το κεφάλι.
Σας φέρνω γλώσσες κομμένες στα σακιά και λίβελλους.
Λέπρα και πεντακάθαρα νεφρά για να ξαναζήσουν
τον ίλιγγο της μέθης πλούσιοι Αυστραλοί και
καυλωμένοι Γάλοι. Σας φέρνω την πλήξη
και τη ρουτίνα και το θάνατο. Σας φέρνω ονόματα
και διευθύνσεις. Σκοτωμένους με χατζάρα, ντουφέκι,
μπόμπα, δηλητήριο. Σας φέρνω όσους γλύτωσαν
και κρύφτηκαν σε αμπάρια και φορτηγά. Σας φέρνω
όσους ονειρεύονται έναν ανθρώπινο ύπνο.
Βρέφη, αρχαία σκυλιά σας φέρνω τις σάρκες
του συγγενή μου που τον καταβρόχθισαν τα κοράκια.
Σας φέρνω τα μεταξωτά βρακιά του Νάρκισσου,
τα χέρια, τα μάτια, τα αυτιά και τ’ αρχίδια όσων
ξέρουν καλούς τρόπους. Σας φέρνω τα στομάχια
που μας κατασπάραξαν. Σας φέρνω αναμνηστικά
τσολιαδάκια απ’ τη χώρα των λωτοφάγων. Σπασμένα
κρανία και άντερα απ’ τον πόλεμο της Τροίας.
Επιστρέφω στον τόπο μου. Στην Ιθάκη, στον Ελαιώνα,
στην αρχαία Αγορά, στο πεδίον του Άρεως. Στους Δελφούς,
στην Πίνδο, στα βοσκοτόπια. Επιστρέφω ρακένδυτος
στα ζαχαροπλαστεία της πατρίδας. Βλέπω τους
φοβισμένους μνηστήρες να καταβροχθίζουν λουκουμάδες
και πάστες. Να περιμένουν από ώρα σε ώρα το κακό
να τους βρει πάνω στη γλύκα. Να περιμένουν το βλέμμα μου
από ώρα σε ώρα να τους συντρίψει.

Ποίημα γοερό

poii

Σας αγαπώ ακόμα πιο πολύ στιγμές της εξορίας μου
Έσχατη κυρά μου που δε σου περίσεψε σεξ για μένα
Μα εγώ έχω ακόμα τη γλώσσα σου στο στόμα μου
Και πως γίνεται να σε βλέπω στο καθρεφτάκι μου
Στον ουρανό που σχεδιάζει ο διάβολος της μνήμης
το χνουδάκι σου, που με πάει στους αφρούς σου,
στο λαχάνιασμα, που με πάει την ώρα που ξυρίζομαι
στο φύλο σου, εκεί που ανθεί η λεπτεπίλεπτη λειχία.