Ο προφήτης είναι αυτός που φωτίζει το θλιβερό σκότος της ανυπαρξίας. Πέρα από ζωή και θάνατο, από πολιτισμούς και καρκίνους, δεν υπάρχουν λόγια αλλά ένα είδος ατάραχης και ανυποψίαστης ευτυχίας. Οι μέρες μας είναι μετρημένες στα δάχτυλα του διαβόλου. Εδώ είναι οι διάδρομοι απογείωσης των φτωχών για τον άλλο κόσμο. Εδώ μουδιάζουν τα κορμιά και χάνουν βασανιστικά το οξυγόνο τους πάνω στον ιερό συνωστισμό και το θρησκευτικό οίστρο. Εδώ μένουν τα κουφάρια ως ενθύμια ευλάβειας και αφοσίωσης. Σωροί σκορπισμένοι μετά την ξαγρύπνια και την προσευχή, νικημένοι απ’ το σατανά που δεν πετροβολά αλλά κερδίζει και νικά όταν τον πετροβολούν. Ανάμεσα σε σκόρπιες κραυγές, πτώματα φωτογραφημένα, δια παντός άταφοι νεκροί στο σαμποδρόμιο της πίστης. Ξένοι νεκροί, όχι δικοί μας. Παραδομένοι σε μιαν ατοπία ιεροσυλίας και παρωδίας. Αφού, αντί να αγοράσουν ζωή με την προσευχή εξαργύρωσαν το γραμμάτιο του θανάτου. Πετώντας με μανία πέτρες στον τιτλούχο του Κακού. Στον ρέκτη των αμαρτιών που ο αρμόδιος γραφειοκράτης αποκομιδής ψυχών στοχοποίησε με τελετουργική προσήλωση. Οι νεκροί δεν εγκαταλείπονται απ’ τη θρησκεία τους αλλά αποτελούν το κραταιό της επιχείρημα. Και οι νεκροί είναι πάντα αυτοί που σιωπούν. Παραδομένοι εις τον ατελεύτητον σκώληκα. Στους εργολάβους ομαδικών τάφων. Στη στατιστική.
Month: Σεπτεμβρίου 2015
Κοινοβούλιον
Το κέντρο τους είναι αφόρητο χωρίς σασπένς. Η δεξιά τους είναι μια φάρσα των νοικοκυραίων και η αριστερά τους έχει μασήσει ύφασμα και πετσάκι τσουτσούνας. Το κοινοβούλιο διαθέτει πλέον μισούς μισούς γιοτάδες και αριστούχους στην εκφορά ξένης γλώσσας και στη μιμητική τέχνη. Διαθέτει όχι γέρους με κουστούμι αλλά νεοσύλλεκτους ακτιβιστές της εξουσίας. Αγωνιστές και ποπολάρους που στριμώχνονται για να βγουν στο γυαλί και τόσο εύκολα σαν πορτοφολάδες ξεγλιστρούν στις τσέπες των τηλεθεατών. Οι προβολείς τούς έχουν τυφλώσει αλλά θέλουν να δείχνουν από βασιλική οικογένεια και δεν παίζουν τα βλέφαρα και φυσικά κάνουν ασκήσεις ανταρσίας. Ποζάρουν εκεί στο πηδάλιο του κράτους ως εγγυητές καταθέσεων και ξεματιάστρες του υγιούς ανταγωνισμού. Βγάζουν λόγους σε κυλικεία και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που τα ονομάζουν χώρους δουλειάς. Ακούν στα κρυφά Τζίμη Πανούση και Τζίμυ Χέντριξ. Τον πρώτο ως αριστοφανικό εργολάβο του αντικομουνισμού που προσθέτει πόντους στον εσώτερο αναρχοναρκισσισμό τους και τον δεύτερο ως βραχμάνο της νεότητας που δεν την αποκαθήλωσε η μαστούρα αλλά οι γενικές συνελεύσεις και οι ανοργασμικές επιτροπές. Οι άνθρωποι του κοινοβουλίου δεν έχουν απόψεις και ιδέες αλλά λύσεις έτοιμες και τσίγκινα σπασουάρ. Έχουν δακρυγόνα για τις δύσκολες ώρες και συρματοπλέγματα έτοιμα φορητά για κάθε επεισόδιο συνωστισμού αλλότριας ανθρώπινης ύλης. Έχουν αυτή τη βλαχοτσαχπινιά του Ευρωπαίου όταν γυρίζουν απ’ τις Βρυξέλλες σαν καυλωμένοι κεραμιδόγατοι, πάντα με το φύλλο πορείας στο χέρι μιας άρχουσας τάξης που τους θέλει αναλώσιμους και τους ξεβρακώνει καθημερινώς στο καθιστικό του νοικοκύρη, φανερώνοντας το τεράστιο Τίποτε της δημοκρατίας τους, δηλαδή του στυγνού ιμπεριαλισμού, αυτής της ξύλινης λέξης που σπάει τα κεφάλια των λαών.
Σαρακοστή του θέρους
Θυμάται ο τρυφερός μαστός, ο αγιογδύτης
τη λύσσα που άφηνε ο Ιούλης στα μελίγγια
το σκύλο το λαιμό, πλεξούδα, βούκινο
τη γλώσσα
ν’ αχνίζει θρίαμβο νεωκόρου
αστροφεγγιά
οι βδέλλες να μην ακούν το απεταξάμην
κι η λέξη ολετήρας ολομόναχη
κι η λέξη Ουλάν Μπατόρ να χύνεται απ’ τους χάρτες
να στάζει εκεί μεσάνυχτα απ’ τα σπλάχνα ο αχινός
λιώμα τα κόκαλα
τ’ αεροπλανοφόρα,
οι μπάντες
τ’ αγριολίθαρα,
τα ματωμένα χείλη.
Οι κένταυροι φρενοβλαβείς
να σέρνουνε καθρέφτες μες τ’ αλώνια
γέροντες φαλακροί να αλυχτούν
καπνίζοντας μες το στριφτό τις μαύρες ψείρες.
Και να θυμάται ο τρυφερός μαστός
να έχει μνήμη αντίδωρο της κοσμοχαλασιάς
να έχει ρόγα ορθή μες τις κερήθρες.
Κι εμείς τα μελισσάκια
τη γύρη ν’ αποθέτουμε
στις άσπιλες παρθένες κλειτορίδες.
Οι γάτες του Πάουντ
στην Ισμήνη Λιόση
Δεν ξέρω εάν αυτός ο γέρος που κοιτάζει τις γάτες του είναι σοφός ή φασίστας, ή και τα δυο μαζί, ή αν είναι ένα αρχαίο πλάσμα που ταΐζει τους συντρόφους του. Δεν ξέρω αν είναι λίγο λοξός ή αν φορά την καθημερινή πειθήνια ενδυμασία της συνήθειας. Δεν ξέρω αν περιμένει τα φάρμακά του ή το τσάι του, ή αν είναι θυμωμένος από κάποιο γλέντι τρικούβερτο των τοκογλύφων. Ξέρω όμως πως ο κύριος Έζρα Πάουντ αγαπούσε τις γάτες του και τους Ιταλούς που του ψαλίδισαν τα κοτσάνια και το άνθος του μαζί. Και τα αγκάθια του έπιασαν πάνω σ’ ένα σταυρό σκουριάς. Και η γλώσσα του έγινε ο πολύμορφος δαίμονας και η φωνή του σκυμμένη πάνω στα χαρτιά, κραδαίνοντας το σκήπτρο της γέννας του κακού, και, η Αμερική του μιαν Ινδιάνα σε μινιατούρα, άλλοτε πρατήριο βενζίνης και άλλοτε εμβρυουλκός γυναικολόγου στα ματωμένα σεντόνια της αποικίας. Μα ο γέρος αυτός αγαπά τις γάτες του και τους χαμογελά με το αιώνιο βλέμμα του νάρκισσου που παραδόθηκε σε ξένο χώμα. Όπως μια σκνίπα στο στόμα ενός βουβαλιού κι όπως ο θάνατος που φυτρώνει εκεί που οσμίζεται κέρδος. Στα σπλάχνα των ποιητών που η ακαδημία ψεκάζει με αντισηπτικό και στα ποιήματα που βάζει στη φορμόλη. Κάνοντας πάντα επιδρομές στον απρόσβλητο κόσμο των γάτων. Για να μάθει απ’ τις εφτάψυχες ερωμένες του όλες τις συμφορές και τις παραφροσύνες. Όλα τα χούγια του ποιητή. Την ρυπαρή του τρυφερότητα για την τόσο οικεία μας βαρβαρότητα.
Ζώνη αγνότητας
Ο ποιητής αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη των ποιημάτων του και βεβαίως όχι την ποινική. Την ποινική ευθύνη έχει ο αναγνώστης, που με το αθώον ή το ένοχον της ματιάς του θα κάνει προσθαφαιρέσεις για να βγάλει αποτέλεσμα. Κάθε πράξη μας θέλουμε να έχει αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα της συγγραφής είναι η ανάγνωση. Και το αποτέλεσμα της ανάγνωσης είναι η πράξη. Χωρίς πράξη η λογοτεχνία βουλιάζει και γκρεμίζεται. Και στο δρόμο που δεν έχει γλώσσα δική του δε δίνει φωνή. Κι όταν ο δρόμος της ευχαρίστησης και της ζωής δεν έχει φωνή είναι αδιέξοδος. Ένας στείρος και ιδιότροπος γέρος που του φτάνει η ακαδημία και το προζάκ. Και εδώ βεβαίως ένα ανήθικο σύστημα δεν αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη των πράξεών του. Και ο κύριος Κλίκας για να είναι ηγέτης, αρχηγός, πρωθυπουργός, θεόπαιδο παρά το θεώ κάνει γαργάρα μιαν ομολογουμένως πολιτική δολοφονία. Και οι συν αυτώ Αγιατολαχ δεν ψελλίζουν τίποτε για το φόνο. Για τους φασίστες που περιμένουν τους ποιητές στη γωνία. Για τους φασίστες που ακονίζουν τις ξιφολόγχες τους στα κόκκαλα των κομουνιστών.
Φιλάκια παντού
Είναι η ράτσα συντρόφων που εντός εξαμήνου εμάλωσε με χελιδόνια και σκορπιούς και λοιδορεί τώρα τα μνημόνια που εψήφισε και ταις γλαδιόλες που οι πρώην σύντροφοι εδέχθησαν ως επίθεση αγάπης απ’ το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Με τους δεξιούς καρτουνίστες να προωθούν το γύψο και την γερμανικήν περεστρόικα, αποκλειστικά εις τα δελτία του χάους, με αλεξίσφαιρες ξανθές και κόπτες της δημοσιολογίας, αγορασμένους απ’ το βερολινέζο έμπορο της διαλεκτικής των παιγνίων και των ζαριών.
Με τον Κάτω λαό να θεωρεί κακούργημα την ύπαρξή του. Όπως λέμε τον Κάτω κόσμο. Την εργατική τάξη που μαζεύει σκουπίδια, τρίβει πατώματα, ξεσκατίζει αενάως την αστική διανόηση, αποθέτει ούρα βαθέως γήρατος εις τις καλένδες των καμπινέδων που εγνώρισαν αριστερούς ριζοσπάστες, σαν έτοιμους από καιρό να γράψουν στα πλακάκια με ανεξίτηλο μαρκαδόρο το κινητό τους. Κάνω πίπα, πισωκολλητό, καρφωτό, βιδωτό αγνό μνημόνιο.
Εδώ ο ορθολογισμός είναι σφάλμα και ο σφοδρός αντικομουνισμός των αριστερών θέλει σωματοφύλακα χρυσαυγίτη για να οριοθετεί τους εμφύλιους βρόγχους.
Πλασματάκια που η λέξη σταλινισμός τα καταξιώνει στο φασματοσκόπιο του μέσου όρου. Εκεί που πέφτουν βροχή οι κορώνες από πρώην κνίτες που επανέκαμψαν και κάνουν δουλειές τώρα με το δημόσιο, αμπαρωμένοι στο ψηφιακό σιλό, σχολιάζοντας με όλη την ποιητική της απλήρωτης εργασίας όσους θέλουν άλλη ζωή.
Πλασματάκια που εκκρίνουν υγιή ανταγωνισμό. Ουρλιάζοντας εις άπταιστα νιου τάιμς ρόμαν , ε, ας ψοφήσει το φυματικό σκυλί που το λένε κουκουέ.
Διάφοροι συλλογισμοί συγκλίνουν στη θεωρία της άρρωστης κοινωνίας. Στις κρίσεις αξιών, στους βλάκες και τα λοιπά. Μα ο τυφλοπόντικας που έφτιαξε το μικρό καπιταλιστικό θαύμα οχυρώνεται. Φτιάχνει ένα λαβύρινθο για τις δύσκολες στιγμές συσσωρεύοντας προμήθειες και αυταπάτες.
Ο τυφλοπόντικας θέλει να ζήσει όλη του τη ζωή στο ήσυχο σπιτάκι του, επιζητά ησυχία σε ένα απομονωμένο απρόσβλητο καταφύγιο. Απολαμβάνει ότι συνιστά την ουσία της μικροαστικής απόλαυσης. Ασφαλές σπιτάκι, θαλπωρή, ασφάλεια, την οποία απολαμβάνει ακόμα περισσότερο όταν νιώθει πως έξω τα πράγματα είναι άγρια αλλά μέσα στο σπιτάκι του δεν κινδυνεύει από τίποτε, ελεύθερος να ξοδεύει το χρόνο του κάνοντας κομπόδεμα στέλνοντας σέλφις στο καπιταλιστικό υπερπέραν, χαρούμενος πάντα με τη χαμάρα του.
Βροχούλα
Γιορτάζουμε απόψε το νερό στη δυτική ακτή μας.
Ραγισμένες καρδιές έχουν δει
το μέρος όπου τα πάντα είναι φως.
Η νύχτα δίχως αστέρια σε βοηθά να είσαι ποιητικός.
Να βάζεις νέο λίπασμα μέσα στα σπλάχνα της γης.
Να φαντάζεσαι τον έρωτα πέραν του σεξ
ακούγοντας τη Μουσική Των Νερών του Χαίντελ.
Να διαβάζεις ανάμεσα στις αναπνοές
τα μυστικά των κοριτσιών.
Τη μύχια ρίζα κάθε γύμνιας
που σε κάνει μη βίαιο ποιητικό αντάρτη.
Κυνικό αχόρταγο ρεαλιστή.
Μπουκαδόρο στις πιο αραχνοΰφαντες μήτρες.
Σκυλόψαρο στα πιο ανήλιαγα βάθη
μεταξύ Λευκάδος και Παξών.
Δοκιμαστή μαντολάτου.
Δοκιμαστή ύλης υγρής Ιονίων νήσων.
Δοκιμαστή φραγκοσυκιάς.
Δοκιμαστή συντέλειας.
Δοκιμαστή φιλιού.
Δοκιμαστή πάχνης που αφήνει στο εσώρουχο
ο ευσπλαχνικός κατακλυσμός της συνουσίας.
Σκορβούτο
Όταν η ποίηση αρχίζει και εξατμίζεται μένει μόνο το κατακάθι μιας καινούργιας γραφειοκρατίας. Ασεξουαλικές αλλά παθιασμένες αναγνώσεις. Υπέροχα κριτικά σημειώματα για το πως μπορείς να μυρίσεις τα γεμιστά που ψήνονται στο φούρνο του τρίτου στίχου. Αναλύσεις και παράλληλα κείμενα, αλλά κυρίως το κρακ της λογοτεχνικής κοκαΐνης, πασπαλισμένο με συναίσθημα και ρομαντικό ίστρο. Το ανώτατο δικαστήριο των λογοτεχνών δε μπορεί να συγχωρήσει τη δράση. Του ποιητή δεν πρέπει να του σηκώνεται και της ποιήτριας δεν πρέπει να της τρέχουν τα υγρά μέσα στο ποίημα. Συμμαζέψτε τις εκκρίσεις σας, ουρλιάζει ο κύριος Περιοδικόπουλος των περιοδικών, που τα έχει καλά με την κυβέρνηση και το θεό. Και ευτυχισμένος δουλεύει στο γραφειάκι του και σαπίζει σ’ αυτή τη φάμπρικα κατασκευής καταραμένων της μιας σεζόν, όπου κάθε ευτυχία απουσιάζει και κάθε ψώνιο ακονίζει τη δίψα του για χαζοχαρούμενη αυτοκαταστροφή. Κυρίες και κύριοι όση αιθυλική αλκοόλη και να ψεκάσετε το συκώτι σας, όση νικοτίνη και να μπουκώσετε τους αεραγωγούς και τις φλέβες που οδηγούν στον εγκέφαλο, δεν πρόκειται να γράψετε ποίημα της προκοπής. Διότι για να γράψετε χρειάζεται να είστε καθαροί και αμόλυντοι σαν αχρησιμοποίητη σερβιέτα. Σαν έτοιμοι από καιρό να απορροφήσετε τα έμμηνα ενός ολόκληρου κόσμου που πάλλεται και σπαρταρά. Που δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου τσαχπίνη και δαφνόφυλλα, αλλά ηδονούλα για να βγάλει τη στιγμή. Άσεμνος με τους σεμνούς και λάγνος. Ακαταπαύστως εν στύσει.
Δέλτα Αχελώου
Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, και, αιφνιδίως μια πιο ευχάριστη και αλλοπρόσαλλη ιδέα εισβάλει ξαφνικά στη σκέψη μου, το μυαλό μου προσκολλάται αμέσως εκεί και ξεχνά το βιβλίο, ενώ τα μάτια μου ακολουθούν μηχανικά τις λέξεις και τις γραμμές. Αποτελειώνω τη σελίδα χωρίς να την καταλαβαίνω και χωρίς να θυμάμαι αυτό που διάβασα. Κι ίσως αυτό συμβαίνει γιατί το μυαλό έχοντας διατάξει το σύντροφό του, το σώμα, να κάνει την ανάγνωση, δεν το ειδοποίησε καθόλου για τη μικρή απουσία που θα έκανε. Κι έτσι το σώμα συνέχισε την ανάγνωση που το μυαλό δεν πρόσεχε πια. Και βεβαίως οι αναπνοές, ο αέρας, το οξυγόνο με αναστατώνουν, με όλους αυτούς τους κυτταρικούς βανδαλισμούς την ώρα της ανάγνωσης. Την ιερή ώρα της συνουσίας με τα πιο ανίερα σύμπαντα. Με τα πιο πεισματάρικα σκέλια της φαντασίας. Και ξέρω πως η αναπνοή είναι μιαν αργή μορφή δηλητηρίασης και πως, αν αναπνέω για πολύ καιρό, θα πεθάνω. Και θα πεθάνω ακούγοντας χτυποκάρδια απ’ τα σιφώνια, την ώρα που ακονίζουν τα κορίτσια στους μπιντέδες την αγρύπνια τους.
Femen
Όταν διαολίζομαι με τους συμπολίτες μου καταφεύγω στους μεγάλους συγγραφείς. Αυτούς δηλαδή που αγαπώ όχι γιατί ήτο ρομαντικοί, λυρικοί, ποιητικότατοι, αλλά γιατί το έργο τους είναι ένα κριάρι της αρβανιτιάς που το ’σκασε απ’ το μεγάλο μαντρί για να ζήσει ελεύθερο και πεισματάρικο σ’ ένα κατσάβραχο. Είναι αυτοί που τα βάλαν με τους θεούς, δηλαδή τους πρόστυχους ανθρώπους που επινοούν θεούς και δαίμονες για να ευνουχίσουν τον καυλωμένο όχλο. Ο αδελφός εν Αληθεία Αντρέας Λασκαράτος βάζει έναν πατέρα να ορμηνεύει το παιδί του ως εξής:
Ο φρόνιμος άνθρωπος παιδί μου, έτσι κάνει τις δουλειές του. Ο όχλος είναι ένας γάιδαρος όπου πρέπει να ξέρεις να τον καβαλικέψεις για να προβατείς με τα πόδια του και να μη χαλάς τα δικά σου. Η κυβέρνηση είναι ένα μεγάλο τυρί, που, για να μπεις μέσα και να το φας πρέπει να πας κωλοσυρτά και γλυφτά να κάμεις την τρύπα αρχίζοντας απ’ τη μούργα.
Και φυσικά εσύ που θέλεις να γίνεις κυβέρνηση αφήνεις το λαό στις πλάνες του. Βυθισμένο στα σκατά της ορθοδοξίας και μισοπνιγμένο στο βόθρο των εθνικών συμβόλων. Και φυσικά στη σκοταδιστική μας πολιτεία κανένας σύλλογος δεν καταδικάζει το σκοταδισμό. Την εκμετάλλευση από τους αγύρτες που κάθε τόσο περιφέρουν πόδια, χέρια, νεφρά και κεφάλια αγίων εις την αχόρταγη δια παραμύθια της Χαλιμάς επικράτεια. Στην μικρή μας σκατούπολη ο σύλλογος εμπόρων και ο σύλλογος ιατρών και ο σύλλογος καθηγητών και ο σύλλογος δικηγόρων και ο σύλλογος λοιπών άλλων, δεν βγάζουν άχνα για την απατεωνιά των παπάδων που περιφέρουν πριονίδια του τιμίου ξύλου για να σνιφάρουν οι πιστοί.
Διαβάζω συχνά τους αγαπημένους μου συγγραφείς που πολέμησαν απροκάλυπτα την ιδιοκτησία και τον πουλημένο γάμο. Τη θρησκεία και τους κλαψομούνηδες νομπελίστες. Όταν ο Ηλίας Πετρόπουλος επισκέφτηκε τον Γιάννη Σκαρίμπα στην Χαλκίδα έγραψε:
Ήταν άνοιξη. Το δρομάκι και το σπίτι του Σκαρίμπα
γεμάτα αυτοφυείς ανθισμένες κίτρινες μαργαρίτες.
Το σπίτι δίπατο. Ανέβηκα στο πάνω πάτωμα.
Μια μεγάλη ταράτσα και το μικρό διαμέρισμα
του Σκαρίμπα, με θέα προς την πόλη.
Η πόρτα ανοιχτή. Ο Σκαρίμπας, όπως πάντα,
καθότανε διπλοπόδι στο ντιβανάκι του, ανάμεσα
στο παράθυρο και στο τραπέζι.
Στάθηκα στο κατώφλι και του είπα ποιος είμαι.
Πετάχτηκε όρθιος. Ήταν κοντούλης και μικροκαμωμένος.
Μα όταν άρχισε να μιλάει. μεταμορφώθηκε σε θεό.
Του είπα ότι μου αρέσει ο μαχαλάς του και ρώτησα
πότε αγόρασε το σπίτι. Αμέσως ξέσπασε.
Θα ήτο σκάνδαλον! – μου απάντησε – δεν έχω σπίτι,
μένω με ενοίκιο. Και λίγο αργότερα, προσέθεσε:
μισώ την ιδιοκτησία, τι με πέρασες Σεφέρη;»
Στο σπίτι μου τα κουφώματα είναι όλα από τίμιο ξύλο
Διάφοροι αντίχριστοι και αναρχικοί αγύρτες εβγάζουν χολή και όξος όταν καταφτάνουν στην πόλη μας ιερά λείψανα και τιμαλφή αγίων και οσιομαρτύρων. Βυσσοδομούν και τρομοκρατούν τους ιερείς μας που με ηρωισμό και θρησκευτική προσήλωση ιερουργούν πάνω απ’ το σκήνωμα των αγίων μας. Στο Αγριόνιον πόλη της αθεΐας και της ακολασίας, τάγματα αθέων αμολούν μουνόψειρες και άλλα παράσιτα εις τας εκκλησίας όπου εκτίθοντο τα μυροβόλα λείψανα. Οι ιερείς μας τρελαίνονται αφού τα μικροσκοπικά πλάσματα του διαβόλου τρυπώνουν εις τας πλουμιστάς των γενειάδας. Αφηνιάζουν, γίνονται όργανα του σατανά και φωνασκούν ακαταλήπτως, φοβίζοντας γριούλες και γέρους, αποσυντονίζοντας βηματοδότες και τινάζοντας στον αέρα καθετήρες. Ειδικά εκπαιδευμένοι κρετίνοι της αναρχίας, εφοδιασμένοι με μάνικες και καραμούζες, ορμούν εις τα ιερά καταστήματα και ουρούν εις τα ρείθρα των μανουαλίων, με αποτέλεσμα οι πιστοί να γλιστρούν και να υφίσταντο απίστευτη κλωτσοπατινάδα με τραγικά αποτελέσματα. Όταν μας επεσκέφθη απολειφάδι του δεξιού όρχεως του αγίου Σουλπικίου ένας γνωστός αναρχικός της πόλεως το έκλεψε και το παρουσίασε ως μεζέ σε γνωστό ουζερί του Αγριονίου. Μαζί με τη μαρίδα και την τυροκαυτερή ο ανυποψίαστος συμπολίτης μας εκατάπιε και το τεμάχιον του δεξιού όρχεως του αγίου μας. Ντετέκτιβ του εξωτερικού στρατολογήθηκαν για να λύσουν την ανίερη ετούτη κλοπή. Αμέσως ανακάλυψαν το μακάβριο γεγονός. Βρήκαν τον συμπολίτη μας που χαμογελούσε συνεχώς κάνοντας καλές πράξεις -αφού είχεν καταπιεί τον ζωοποιό όρχι-και τον οδήγησαν βιαίως εις την κεντρική κλινική της πόλεως όπου με επαναληπτικά κλύσματα περίμεναν την ηρωική έξοδο του όρχεως. Αγωνία κατέκλυσεν το χριστεπώνυμο πλήθος που είχεν στρατοπεδεύσει εις την είσοδο της κλινικής, περιμένοντας τα χαρμόσυνα νέα. Και ω του θαύματος, ο όρχις εξέβαλεν την ενδεκάτη πρωινήν. Οι πιστοί γεμάτοι εφορεία και αγαλλίαση ζητωκραύγαζαν περιμένοντας να προσκυνήσουν τον θαυματουργό όρχι που δυστυχώς πια δεν ήτο μυροβόλος. Πλείστα τέτοια περιστατικά, λαβαίνουν αδελφοί μου χώρα, κάθε φορά που τα κεντρικά πολυκαταστήματα του Αγίου Όρους θα μας στείλουν εν ιερόν κειμήλιο των θησαυρών των. Σήμερα που περιμένομε εις την πόλη μας το τίμιο ξύλο οι άθεοι οργανώνουν εις την κεντρικήν πλατείαν αλλόκοτα σεξουαλικά όργια και γυμνιστικές τελετές. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος καταδικάζει ετούτες τις ακολασίες. Οι αριστεροί μας βουλευτές πρωτοστάτες στον αγώνα κατά της αθεΐας και της αναρχίας, δήλωσαν πως θα υπερασπιστούν έως τελευταίας ρανίδος το τίμιο ξύλο και εφόσον εκλεγούν θα ιδρύσουν το Υπουργείο ιερών λειψάνων και σκηνωμάτων δια την προστασίαν των σε αλεξίσφαιρη γυάλα, σε ειδική θυρίδα εις την Εθνικήν τράπεζα.
Οικοκυρικά
Η πρώτη ύλη μας είναι το χρήμα. Η σπλήνα μας είναι χρήμα. Τα νεφρά μας είναι χρήμα. Τα χείλη μας με τα μικρούλικα χνουδωτά βρύα είναι χρήμα. Τα γεννητικά μας όργανα είναι χρήμα. Τα έμμηνα είναι χρήμα. Οι εμμονές είναι χρήμα. Τα δάκρυα είναι χρήμα. Τα βυζιά είναι χρήμα. Υπάρχει όμως κάτι το απροκάλυπτα λαθεμένο σ’ αυτή καθεαυτή την έννοια του χρήματος. Χρειάζεσαι όλο και πιο πολλά χρήματα για να αγοράσεις όλο και πιο λίγα πράγματα. Το χρήμα είναι σαν την πρέζα. Η δόση που σε φτιάχνει τη Δευτέρα δε σε φτιάχνει την Παρασκευή. Κι ολόκληρο το κορμί μας που παράγει χρήμα γίνεται βλαμμένο και αποκρουστικό. Φτάνει στα άκρα. Ματώνει, σέρνεται, υπομένει. Κι έπειτα μέσα στην άγρια νύχτα όταν κλείνουν τα λαμπάκια του παγκόσμιου Λούνα Παρκ και μένει ολομόναχο με το καυλί στο χέρι και τη μήτρα στον αφρό, περιμένει τα χάπια, το αλκοόλ, τη μαστούρα, για να βγει για λίγο απ’ τη γραμμή παραγωγής. Για να μυρίσει λίγη αληθινή ζωή καμωμένη από σβουνιές και υγρά ακολασίας.
Ιερά κολονοσκόπησις
Ποιος υποψήφιος είναι ο πιο κατάλληλος για το ανώτατο αξίωμα της χώρας, σήμερα που η μεγάλη μας δημοκρατία απειλείται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς; Τι θα απογίνουν τα ελληνόπουλα με 23% φιπιά; Οι νέοι επιστήμονες που πάνε στη Σουηδία που θα προσεύχονται εκεί στον άθεο βορά; Οργή, φόβος, σεξουαλική επιθυμία, εμετός, ύπνος, εφιαλτική αφόδευση. Το έθνος περνάει δύσκολες ώρες. Η ορθοδοξία βάζει το χέρι της. Παραχωρεί τους οίκους του Θεού στους φτωχούς έλληνες. Γεμίζει τις εκκλησίες, γάμοι αναβάλλονται, βαφτίσια ακυρώνονται, κηδείες γίνονται στο πόδι. Ο αρχιεπίσκοπος παίρνει τα ηνία της χώρας. Κράτος και εκκλησία γίνονται ένα. Μια συσκευή ακτινών λέιζερ προβάλει τα χαρακτηριστικά όλων των υποψηφίων πάνω στο πρόσωπό του κι έτσι φαίνεται σα να είναι η ενσάρκωση όλων των υποψηφίων. Ο λόγος του αρχιεπισκόπου μεταδίδεται στο σύμπαν. Αυτή τη σκοτεινή ώρα της δημοκρατίας, λέει, πρέπει να κάνουμε μεταρρυθμίσεις. Να πάρουμε γενναίες αποφάσεις. Να δημιουργήσουμε μιαν ιερή συμμαχία, μια σταυροφορία εναντίων των αθεϊστικών δυνάμεων του διεθνούς κουμμουνισμού. Μιαν οικουμενική κυβέρνηση όπου θα αναχαιτίσουμε αυτές τις δυνάμεις που θέλουν να μας καταπιούν. Τι θα κάνουμε αδερφοί; Θα προσφέρουμε τον αμόλυντο παρθένο κώλο μας στον εχθρό; θα παραδώσουμε τις αυτοκρατορικές μας μήτρες στις αφρικανές μαϊμούδες και στα πατρινά καρναβάλια και στους Σύριους πολυγαμιστές; θα κάνουμε τα κομποσκοίνια μας στρίνγκ; Και την αγία μεταλαβιά βερμούτ; θα καταργήσουμε τα κατηχητικά μας και θα ξυρίζουμε τις μασχάλες μας; θα πουστέψουμε εντελώς; Γι’ αυτό εν Χριστώ αδερφοί, η εκκλησία είναι ο μόνος εγγυητής των ευλογημένων μνημονίων. Μόνον εμείς μπορούμε με τη βοήθεια του θεού να κάνουμε μεταρρυθμίσεις, να βάλουμε την παναγία μπροστά. Να κάνουμε τους Αγίους μας υπουργούς και τους οσιομάρτυρες διοικητές οργανισμών, τους διάκους μας γραμματείς υπουργείων και τις θεούσες μας αξιολογήτρες της αμαρτωλής δημοσίας εκπαιδεύσεως.
Κατάστρωμα
στο Βάσο Γεώργα, στο Θάνο Ανεστόπουλο
Αλίμονο, η γλυκιά ηρεμία που απολαμβάνεις δε θα αργήσει να χαθεί. Ο δαίμονας του πολέμου, ανικανοποίητος απ’ τη σφοδρή λεηλασία θα φέρει γρήγορα την αναταραχή και τον τρόμο μέχρι το μοναχικό σου καταφύγιο. Ήδη οι στρατιώτες του θεού προχωρούν. Τους βλέπω να αναρριχώνται από βουνό σε βουνό και να αγγίζουν τα σύννεφα. Εδώ ο Αλλάχ κήρυξε πόλεμο μέχρις εσχάτων, εναντίον όλων των σατανικών του αντιπάλων. Στη Γερμανία γέροι συνταξιούχοι μας περιμένουν για να τους ξεσκατίσουμε φτηνά. Δε θα πω παρά μια λέξη για την επόμενη μέρα. Είναι η οικογένεια κάποιου που πεθαίνει απ’ την πείνα. Γύρω του μπορείς να δεις το ένα απ’ τα παιδιά του ξαπλωμένο, ακίνητο στα πόδια του, τα άλλα να απλώνουν τα αδυνατισμένα χέρια τους και να του ζητούν ψωμί. Ο πατέρας με βλέμμα απλανές και βλοσυρό, με πρόσωπο ανέκφραστο,-μέσα στη φοβερή ησυχία που δημιουργεί το τελευταίο στάδιο της απόγνωσης,-πεθαίνει ταυτόχρονα από το δικό του θάνατο και από εκείνον των παιδιών του και υποφέρει όλα όσα η ανθρώπινη φύση μπορεί να υποφέρει. Κάποιοι αιδεσιμότατοι και κάποιοι καρδινάλιοι, επαναστάτες παπάδες που αγοράζουν οικόπεδα, μορφωμένοι διανοούμενοι, σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και του κολοβού φιδιού, διαφωτιστές που περιμένουν το κουπόνι για να πληρώσουν το νοίκι στον καπιταλιστή του κουνάνε το δάχτυλο. Του φωνάζουν να μείνει στη χώρα του, να αγωνιστεί. Για το μέλλον. Μα εγώ του λέω φύγε, πάρε γρήγορα τα παιδιά σου, κρύψου στα πιο απομακρυσμένα και απάτητα σπήλαια. Δεν υπάρχει πια ξεκούραση στη θλιβερή αυτή γη. Ναι, θέλω να βάλω αυτό το κομμάτι πάγου στην καρδιά μου. Για πάντα.
Μαύρα τακούνια
Ο Σάντ υπήρξε αχόρταγος αναγνώστης ιατρικών πραγματειών. Μυρίστηκε νωρίς και προαισθάνθηκε οτι ο λόγος γύρω απ’ τις διαστροφές εγγράφεται στο σημείο όπου συναντάται η επιστήμη με το δίκαιο. Η αστική τάξη φοβόταν πάντα την κλοπή και το φόνο περισσότερο απ’ τις σεξουαλικές παραξενιές. Ωστόσο η διαστροφή λειτούργησε ως ανελέητο φόβητρο. Το φρενοκομείο διαδέχεται τη Βαστίλη για να προφυλάξει την κοινωνία απο ενδεχόμενη ελευθεριακή μόλυνση. Οι διαστροφές περνούν απ’ τον αριστοκράτη στον αστό κι απ’ τον αστό στον προλετάριο της μπριζομένης ευχαρίστησης. Επιπλόφιλοι συναγελάζονται με συμφορόφιλους και κοπρολάγνοι κόβουν την πρωτοχρονιάτικη πίτα στο Ανόβερο. Πτωματόφιλοι Ολλανδοί διοργανώνουν φεστιβάλ στην Αλάσκα. Γεροντόφιλες ευρωπαίες βγάζουν περιοδικό στο Μπρίστολ. Έλληνες διανοούμενοι δίνουν ραντεβού στο Ποτάμι, ψαρεύουν πέστροφες για να ταίσουν τον πολιτισμό. Να μοιράσουν την πίτα. Τα κρατικά βραβεία. Τις επιχορηγήσεις. Να εφαρμόσουν τους εφαρμοστικούς. Να φερμάρουν αβάδιστα κι αβασάνιστα νεαρό κρέας. Να μοιράσουν πεντάμηνα ξεροκόμματα στα σκυλιά. Να μοιράσουν σωσίβια στους πνιγμένους και μπακλαβά στις υπάκουες νοικοκυρές. Η διαστροφή είναι πια μια ακίνδυνη διασκέδαση με πολιτικό υπόβαθρο. Στη γλώσσα του πορνογραφικού μας βίου, Μοτέρ! Γυρίζουμε! σημαίνει διείσδυση.
Ψυχούλες
Ο βίος μας είναι διπολικός. Aπ’ τη μία κατάθλιψη, λύπη, τραγωδία κι απ’ την άλλη χαρά, ξεφάντωμα, έκσταση. Απ’ τη μία αγαμησιά κι απ’ την άλλη ευλογημένη καύλα και έρως εις την νι. Ο βίος μας είναι διαβολικός. Δυο κόσμοι πλάι πλάι που συχνά είναι ένας. Μα το παιδί του διαβόλου ξέρει να ξεχωρίζει τους δυο κόσμους. Από εδώ η ανία, οι μικροαστικές έγνοιες, η καθημερινότητα κι από κει το θαύμα. Το μέγα θαύμα της ζωής. Το να νιώθεις το θαύμα όταν ανατριχιάζεις. Όταν γελάς. Όταν χύνεις. Χύνω σημαίνει οδηγώ τη φύση μου από κατάθλιψη, λύπη και τραγωδία στη φύση μου από χαρά, ξεφάντωμα και έκσταση. Χύνω ασκόπως. Γράφω ασκόπως. Μαγαρίζω τη σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Πρακτορεύω ανίατες ποιητικές ασθένειες. Κι όλο αυτό το γλυκερό ακαδημαϊκό σκατούλι το κάνω κοπριά για το χωραφάκι μου. Δεν πολεμάω. Δεν παλεύω. Δεν θέλω να νικήσω, δεν θέλω να ηττηθώ. Παρακολουθώ τον εξουσιαστή να διεισδύει αλλά να μην αφήνει να διεισδύσουν άλλοι σ’ αυτόν. Παρακολουθώ τον περιφερειακό μας φαλλοκρατικό καπιταλισμό να αργοπεθαίνει. Να βουλιάζει με τα προεδρικά του μέγαρα και τα καμπαναριά του. Με τα φοβισμένα ζευγάρια που πολλαπλασιάζονται στο σκοτάδι κάτω απ’ τα παπλώματα.