στο Βάσο Γεώργα, στο Θάνο Ανεστόπουλο
Αλίμονο, η γλυκιά ηρεμία που απολαμβάνεις δε θα αργήσει να χαθεί. Ο δαίμονας του πολέμου, ανικανοποίητος απ’ τη σφοδρή λεηλασία θα φέρει γρήγορα την αναταραχή και τον τρόμο μέχρι το μοναχικό σου καταφύγιο. Ήδη οι στρατιώτες του θεού προχωρούν. Τους βλέπω να αναρριχώνται από βουνό σε βουνό και να αγγίζουν τα σύννεφα. Εδώ ο Αλλάχ κήρυξε πόλεμο μέχρις εσχάτων, εναντίον όλων των σατανικών του αντιπάλων. Στη Γερμανία γέροι συνταξιούχοι μας περιμένουν για να τους ξεσκατίσουμε φτηνά. Δε θα πω παρά μια λέξη για την επόμενη μέρα. Είναι η οικογένεια κάποιου που πεθαίνει απ’ την πείνα. Γύρω του μπορείς να δεις το ένα απ’ τα παιδιά του ξαπλωμένο, ακίνητο στα πόδια του, τα άλλα να απλώνουν τα αδυνατισμένα χέρια τους και να του ζητούν ψωμί. Ο πατέρας με βλέμμα απλανές και βλοσυρό, με πρόσωπο ανέκφραστο,-μέσα στη φοβερή ησυχία που δημιουργεί το τελευταίο στάδιο της απόγνωσης,-πεθαίνει ταυτόχρονα από το δικό του θάνατο και από εκείνον των παιδιών του και υποφέρει όλα όσα η ανθρώπινη φύση μπορεί να υποφέρει. Κάποιοι αιδεσιμότατοι και κάποιοι καρδινάλιοι, επαναστάτες παπάδες που αγοράζουν οικόπεδα, μορφωμένοι διανοούμενοι, σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και του κολοβού φιδιού, διαφωτιστές που περιμένουν το κουπόνι για να πληρώσουν το νοίκι στον καπιταλιστή του κουνάνε το δάχτυλο. Του φωνάζουν να μείνει στη χώρα του, να αγωνιστεί. Για το μέλλον. Μα εγώ του λέω φύγε, πάρε γρήγορα τα παιδιά σου, κρύψου στα πιο απομακρυσμένα και απάτητα σπήλαια. Δεν υπάρχει πια ξεκούραση στη θλιβερή αυτή γη. Ναι, θέλω να βάλω αυτό το κομμάτι πάγου στην καρδιά μου. Για πάντα.