Βλέπω τον χίπικο εαυτό μου από ψηλά
Και τον κοιτώ και τον χαίρομαι
Όπως βγαίνουν τα ψώνια απ’ το σώμα τους
Κοιτώ κι εγώ τον σπουδαίο μου εαυτό
Και τον κοιτώ και τον χαίρομαι
Τ’ αρχίδια μου ελεύθερα
Χωρίς λεφτά τσέπες και πορτοφόλια
Ας πούμε τώρα ένα τραγούδι αδέρφια
Κάτω οι κλαψομούνηδες οι διανοητές
Κάτω το πάνω
Και μη φυτεύεται άλλα δέντρα άνθρωποι των γραφείων
Και μη γαμάτε με πιστοποίηση
Και μη γράφετε άλλα ποιήματα
Και μη με συγκινείτε άλλο
Τώρα ακούω φοβερά βελάσματα
Για να αρμέξω πάω, το Σύμπαν
Από εσάς δε βγαίνει τίποτε
Ούτε σπέρμα απ’ το πουλί σας
Ούτε ζουμί
Και μη ξεχάσετε να βάψετε τα μαλλιά σας
Να ξυρίσετε το στέρνο σας
Να διαβάσετε βιβλία
Εγώ ο σφετεριστής σας υπολήπτομαι
Και κλέβω φρούτα από τους φράχτες
Και δροσερά ουσιαστικά από τους κράχτες που με κράζουν
Περάστε κυρίες μου
Ω εσείς, με το ξεδιάντροπο μαύρο σας μουστάκι
Πάνω απ’ τα κάτω σας χείλη
Ξέγνοιαστες και γυμνές
Μαλλιαρές και αφράτες
Κι εγώ θα σας διαφημίσω εις τα πέρατα της γης
Για σας γράφω κυρίες μου τζάμπα
Δεν εκδίδω και δεν εκδίδομαι
Κυρίες μου σέρνομαι στην άμμο
Κάνω τσουλήθρα στους αμμόλοφους
Τρώω το ψωμοτύρι της μαμάς
Και πνέω τα λοίσθια
Ώσπου ο σφυγμός μου να μη λειτουργεί
Ώσπου να νιώσετε εσείς θεραπαινίδες μου
Τι εστί νεκρός από την καύλα
Και μπάμ και κάτω να πας τι εστί
Πάνω στην άμμο την υγρή
Και κάτω απ’ το ζεστό ήλιο
Όπως το επιθυμείς
Month: Οκτώβριος 2015
Φράχτες, παλούκια και καραμπίνες
Κάθε εθνική επέτειος είναι μια ημέρα ντροπής για το ανθρώπινο είδος. Και οι μέρες της ντροπής είναι πολλές για το ανθρώπινο είδος.
Μέσα στο βόθρο των εθνικών συμβόλων κάθε έθνος ζει το μελιχρό του σκοτάδι. Την αλλόκοτη λαχτάρα για μια ψυχόρμητη σύνδεση με το παρελθόν.
Μούμιες του άρρητου και αινιγματικού παρελθόντος βάζουν τα νυφικά τους και μας υποδέχονται στην εκκλησία της μνησικακίας.
Στο βάθρο της αυθάδειας και της σκευωρίας κατά της ζωής. Στο θεατρινίστικο πένθος που το διακωμωδούμε σπαραχτικά μέσα στις καθαγιασμένες εκδηλώσεις.
Οι μνήμες και τα μνημόσυνα σκόρπια μέσα στην αυτοσχέδια αφθαρσία της πολεμοκάπηλης ρητορείας. Με όλα τα αφόρητα παροράματα του κάλπικου ηρωισμού. Της αστείρευτης μεγαλοστομίας ανθρώπων που σήμερα διακονούν μεθοδικά το ξεπάστρεμα πληθυσμών.
Την προσαρμογή σε μια ζωή στοιχισμένη στη λαιμαργία της τάξης που διαχειρίζεται την ανθρωποβοσκή. Που η επαναστατική της σκέψη έχει εγκατασταθεί στο παχύ της έντερο. Που η επανάληψη και ο μαϊμουδίστικος διδακτισμός έχει γίνει έξη. Και η παπαγαλία κάθε εθνικόφρονης μπούρδας καθεστώς.
Σήμερα τα ευρωπαϊκά έθνη υψώνουν φράχτες και ηλεκτροφόρα σύρματα. Στον Έβρο οι φράχτες κάνανε δουλειά. Απεδείχθησαν αποτελεσματικοί. Τα βγάλαν τα λεφτά τους.
Και βεβαίως οι μιαροί λαθρομετανάστες τώρα μπουκάρουν απ’ το Αιγαίο. Όμως εκεί δεν μπορούμε να φράξουμε τη θάλασσα. Εκεί ψαρεύουμε πεθαμένους για να τους δείχνουμε στα δελτία.
Ανάμεσα απ’ τις εθνικιστικές μας φανφάρες και τις συμπαθητικές αριστερές φατσούλες που γλείφουν το σκατό του παπά και του εφοπλιστή για το καλό του λαού και του έθνους, σκοτωμένα βρέφη φωτογραφίζονται για τα εξώφυλλά της Αυγής λίγο πριν γίνει χρυσή για πάντα.
Λίγο πριν παραδώσουμε και το πιο ελάχιστο τεμάχιο ανθρωπιάς για να σώσουμε το τομάρι μας. Γιατί αυτό επιτάσσει ο σαδιστικός εθνοκεντρισμός μας. Να διαπραγματευόμαστε την ύπαρξή μας με το μεγάλο κτήνος που βγάζει άκοπα λεφτά απ’ την τραγωδία.
Καμιά πρωτοβουλία για να σταματήσει ο πόλεμος. Καμιά διαδήλωση για την ειρήνη. Απέραντη υποκριτική ελεημοσύνη και λεφτά. Λεφτά. Λεφτά. Μόνο λεφτά. Και όπλα. Για να φυλάμε τα λεφτά και τα παιδιά μας. Τα παιδιά μας που τα μαθαίνουμε να φέρνουν νέα λεφτά. Πολλά λεφτά.
Με τον τρόπο του Γ.Σ
Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά
«στο φέρετρο του ακούμπησε η Ελλάδα»
Αυτός πού ακούμπησε,κανείς δεν λέει…
Θωμάς Γκόρπας
Ο Σεφέρης με μια συναισθηματική ντρίπλα αθωώνει το δικτάτορα Μεταξά. Ο Σεφέρης υπήρξε γλείφτης των Άγγλων. Γράφει ο μεγάλος μας ποιητής για το ίνδαλμά του «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Ο Σεφέρης στα ημερολόγιά του έγραψε μια μεγαλοπρεπέστατη μπούρδα. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι η δουλική συμπεριφορά ενός νομπελίστα αλλά ο τρόπος με τον οποίο η άρχουσα τάξη γράφει την ιστορία του τόπου. Εδώ υπάρχει μόνο ο λαός και ο Μεταξάς. Ο Ηγέτης που η βασίλισσα Σοφία τον φώναζε χαϊδευτικά Γιαννάκη αφού ήταν γνωστό στα ανάκτορα πως ο μέγας δικτάτωρ είναι κακιά αδερφή.
Οι βιογράφοι του Μεταξά δεν αναφέρουν φυσικά το πάθος του για τα αγοράκια και το αβυσσαλέο μίσος του για τους κομουνιστές. Ο Μεταξάς είναι για τους αστούς ηγετική φυσιογνωμία αφού, ως υπάκουο ανθρωπάκι, απ’ τη μια έδειχνε τα δόντια του στο λαό με τις φασιστικές του φιέστες και τους ανθρωποκτόνους νόμους κι απ’ την άλλη έκανε τα χατίρια των Άγγλων που τον καιρό εκείνο ήταν παντοδύναμοι και διατεθειμένοι να σκορπίσουν χρήμα για να αναστηλώσουν τις καταρρακωμένες τους αποικίες.
Ο φασίστας Μεταξάς ήταν τόσο βολικός με τους Άγγλους αφού τους άνοιξε την μεγάλη πόρτα για να καθίσουν στο σβέρκο του λαού για τα επόμενα χρόνια. Οι Άγγλοι γνώριζαν ακριβώς την έκβαση της γερμανικής κτηνωδίας την οποία μαζί με τους απελευθερωτές Αμερικανούς είχαν υποδαυλίσει και επιχορηγήσει ιεροκρυφίως. Το αποκορύφωμα ήταν οι εκτελέσεις των διαδηλωτών απ’ τα πολυβολεία της Μεγάλης Βρετανίας του πολυτελούς αυτού μπουρδέλου στο οποίο διασκέδαζαν οι πλούσιοι ή έκλειναν δουλειές.
Μανιωδώς οι ιστοριογράφοι της Δεξιάς, τουτέστιν οι χαμάληδες της εξουσίας που έδωσαν γη και ύδωρ για να γίνουν ακαδημαϊκοί, παλεύουν να ξεπλύνουν το δικτάτορα απ’ τα εγκλήματά του. Αυτό το λάτρη του Χίτλερ, αυτό το πουλέν της ακροδεξιάς.
Ο Μεταξάς είναι περασμένος στα βιβλία ως έμπειρος στρατιωτικός που προετοίμαζε το λαό να πολεμήσει. Έναν λαό ξεσχισμένο απ’ τους πολέμους, την πείνα και την εξαθλίωση. Έναν λαό που υπήρξε η μπίλια στο φλιπεράκι του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων της εποχής. Έναν λαό που έπεφτε πάντα θύμα των γητευτών του. Έναν λαό που τον ξέσκισαν χρησιμοποιώντας τον για να διώξουν το γερμανικό φασισμό και μετά του κατέβασαν τα παντελόνια αφοπλίζοντάς τον με τον πιο σαδιστικό τρόπο.
Οι αντάρτες που κλαίνε ξέρουν. Το κλάμα αυτό είναι η πιο αντρίκια τους στιγμή. Είναι η κορύφωση της τραγωδίας. Είναι αυτοί που έβγαλαν το φίδι απ’ την τρύπα και τώρα περιμένουν το δράκο να τους καταπιεί. Τον αλαζονικό αυτό δράκο της καπιταλιστικής μηχανής που με το πρόσχημα του εμφυλίου ξεκλήρισε το κίνημα απ’ τους τελευταίους υπερασπιστές του.
Το δράκο που δε δίστασε να δοκιμάσει στο Γράμμο τις πρώτες ναπάλμ, κάνοντας την αρχή του νέου κύκλου αίματος και σφαγής.
Μετά το Γράμμο το Βιετνάμ, το Λάος, η Καμπότζη, η Κορέα και δε συμμαζεύεται. Όποιος δεν γουστάρει το θείο Σάμ τρώει σκατά και βόμβες. Οικονομικούς αποκλεισμούς και ρουκέτες. Όποιος είναι απείθαρχος και δεν παράγει κρέας για τα στομάχια του κεφαλαίου καταδικάζεται στη φτώχεια, στον αποκλεισμό και την κακομοιριά. Σήμερα που μέχρι και οι πέτρες ξέρουν την αλήθεια, η Καθημερινή πήρε τη σκυτάλη της αγιοποίησης του Μεταξά.
Βέβαια η αριστεροδεξιοκεντρώα πονηρή Καθημερινή δεν θα αναφέρει πουθενά πως ο στρατός βρέθηκε απροετοίμαστος χωρίς πολεμοφόδια, με απαρχαιωμένα πολεμικά μέσα, χωρίς οχυρωματικά έργα, μπροστά στη θηριώδη φασιστική μηχανή. Βεβαίως δεν θα αναφέρει πουθενά πως όταν τον Απρίλη επιτέθηκε η ναζιστική Γερμανία, μέσα σε λίγες μέρες δόθηκε η εντολή για συνθηκολόγηση άνευ όρων, ενώ ακόμα ο στρατός και ο λαός πολεμούσαν. Δεν θα αναφέρει πουθενά πως η κατοχική κυβέρνηση ήταν συνέχεια της Μεταξικής χούντας.
Κι όλες αυτές τις συναισθηματικές μαλαγανιές του Σεφέρη, μαζί με άλλες, χωνεμένες στις προχειρογραμμένες αγιογραφίες της Καθημερινής που διαβάζει ο περήφανος μικροαστός πάνω απ’ τη χέστρα του. Αυτός ο αραχνούφαντος Ελληνάρας, που καμαρώνει το παιδάκι τους στις στρατιωτικές παρελάσεις, που άφησε παρακαταθήκη ο γενναίος και ηρωικός Μεταξάς. Αυτός ο μικρομεσαίος που δεν αναρωτιέται για τίποτε.
Αυτός που θέλει αξιοκρατία αλλά καταπίνει αμάσητη κάθε συστημική αφήγηση. Αυτός που θέλει ηγέτες με αρχίδια για να του κάνουν τη δουλειά. Για να επιβάλουν την τάξη. Αυτός που περιμένει τώρα το στρατό σωτηρίας των συμμάχων για να σωθεί απ’ τους πρόσφυγες. Το ΝΑΤΟ. Τους ευρωπαίους εταίρους. Την τρόικα. Το κουαρτέτο. Το τριο μπελκάντο.
Motherfucker
Όταν ήρθε η ώρα για μια έστω πρόχειρη και ανοργάνωτη ανταρσία, οι χιπστεράδες των αγορών προώθησαν επαξίως το θεόπαιδο, που ήτο δασκαλεμένο και έτοιμο από καιρό να λιπάνει τις ερωτογενείς ζώνες του λαού με αριστερά γλυκόλογα. Χωρίς τη γραβάτα του υπερφίαλου δεξιού καραβανά, που θυμίζει τον εφιάλτη των θαμμένων κατακτήσεων που σήπονται θλιβερά και καταφθείρονται αβοήθητες.
Εδώ που οι ευγενείς αισθήσεις του νέου πολιτικού προσωπικού ήταν το δόλωμα για τα νάματα της συμπάθειας των ελαχίστων αθώων, που ως θύματα μεθυσμένα απ’ τις περικοπές και τις αλλότριες κωλοτούμπες περιφέρονται κλωτσώντας δέντρα και πέτρες.
Εδώ που οι λυγμικοί διάλογοι της γκρίνιας προωθούν την πολιτική σπαραξικάρδια θρασυδειλία μιας στημένης διαπραγμάτευσης. Μιας ασύδοτης και υποχθόνιας κατασπατάλησης δυνάμεων. Οι ντόπιοι ηγεμόνες και βαρόνοι ξεπλύθηκαν εν μια μνημονιακή νυκτί και τώρα είμαστε έτοιμοι να μπούμε με καλάσνικοφ στο Βερολίνο. Με το θεόπαιδο στο άρμα του και την πρώτη κυρία των ολυμπιακών σπασμών βιδωμένη στους ακατάσχετους πατριωτισμούς.
Εδώ το ντόπιο κεφάλαιο μες την εγκαρδιότητα και την ευσπλαχνία μοιράζει μπομπότα και ελπίδα. Δυναμωτικό ζωμό ανάπτυξης μες το γοβάκι της σταχτοπούτας των αγορών και μπόλικο χριστιανικό αντιπερισπασμό ελεημοσύνης μέσα στην αρχιερατική μήτρα.
Μείγματα για να ξεθυμαίνουν οι πόνοι της μεγάλης αρρώστιας του ανεόρταστου βίου. Πουλώντας ουράνιους παραδείσους και επίγειες κολάσεις. Σπέρνοντας πραγματικούς και φανταστικούς εχθρούς για να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους. Παγιδεύοντας τη μια και μοναδική ζωή σε απειράριθμες τάσεις αυτοκαταστροφής και φθοράς.
Το τελευταίο στάδιο της καπιταλιστικής θρησκείας που θέλει νεκρούς και αφανισμένους. Που κατασκευάζει τρόμο στα εργαστήρια διακηρύσσοντας μια φιλελεύθερη αθεΐα των αγορών και των κεφαλαίων, που είναι όμως πάντα μασκαρεμένη θεολογία της σφαγής.
Happy Hour
Ακούω συχνά από διάφορα παπαγαλάκια και από μετανοημένους αριστερούς χριστιανούς πως αν ο καθένας μας ήταν σωστός και συνεπής και υπεύθυνος δεν θα φτάναμε ως εδώ. Αυτή η μεγαλοφυής μπούρδα η οποία απλώνεται χρόνια τώρα στις κουβέντες και στις όρθιες αναλύσεις, παρουσιάζει το πρόβλημα της κοινωνίας ως πρόβλημα των ατόμων που την αποτελούν. Αν τα άτομα ήταν σωστά λοιπόν, όλα θα πήγαιναν καλά και θα δούλευαν ρολόι. Οι συνθήκες, τα περιβάλλοντα, οι ιστορικές αναφορές, οι παραδόσεις λείπουν μεγαλοπρεπώς από τον ιδεοληπτικό αφορισμό του μαλάκα. Ο μαλάκας δεν βλέπει ταξικά συμφέροντα και ανθρώπινο πόνο. Δεν βλέπει την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων αλλά το άτομο. Και φυσικά απαιτεί, το άτομο, να πειθαρχεί και να κάθεται στ’ αυγά του. Ο ίδιος μαλάκας επιδιώκει τη μέγιστη ιδιωτική ευτυχία. Χωρίς να μπορεί να καταλάβει πως η ατομική του ευθύνη είναι να βελτιώσει την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων και να γκρεμίσει απ’ το βάθρο του το φασιστικό παραλήρημα της εξουσίας που μας θέλει όλους διεφθαρμένους λουφαδόρους και διαπλεκόμενους. Το άτομο που έχει γίνει εαυτόφωτο κοινωνικό σκατό δεν μπορεί να πάρει χαμπάρι τα εγκλήματα που συντελούνται δίπλα του. Η αβιταμίνωση και η αναιμία των άλλων δεν είναι δικό του πρόβλημα. Τα παιδάκια του, το σπιτάκι του και το μουνί της αδερφής του περιφραγμένο με συρματοπλέγματα μη το γαμήσουν οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι, οι Αλβανοί, οι Αφγανοί, οι Πακιστανοί και δε συμμαζεύεται. Κι είναι αυτός ο Έλλην λεβεντομαλάκας που δεν διεκδικεί ζωτικό χώρο για τα παιδιά του. Που έχει συμβιβαστεί με τη μακάβρια συνθήκη, το να ζει με τα τέκνα του στο ίδιο σπίτι λόγω ανεργίας, λόγω φτώχιας, λόγω κρίσης, λόγω κακομοιριάς μέχρι αυτά να σαπίσουν και να γεράσουν και να μαραθούν πετώντας τη νεότητά τους στον καιάδα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και λοιπά άλλα νόστιμα και πενιχρά. Είναι αυτός που επιβάλει στα τέκνα του την κακογαμία, κρατώντας τα φοβισμένα μέσα στο πατρικό σιλό. Το μπουντρούμι της μιας και μοναδικής άποψης.
Selfie
Μου αρέσουν τα ζωντανά πράγματα. Οι φωτογραφίες είναι πεθαμένα πράγματα. Ακόμα περισσότερο πεθαμένες είναι οι αυτοπροσωπογραφίες του κώλου. Στιγμές που πέρασαν και δε θα ξαναπεράσουν ποτέ. Η φωτογραφία της στιγμής που δεν έχει μέσα της τέχνη αλλά το άγχος της στιγμής για ανταπόκριση, είναι το τεκμήριο που φέρει ψυχαναγκαστικά σπαράγματα του παρελθόντος. Η σπουδαία μούρη μας θα πρέπει να δραπετεύσει μέσα απ’ την αμήχανη κρυπταισθησία του βίου και να τρυπώσει μέσα στην αχνιστή πομφόλυγα του ψηφιακού μη βιωμένου χρόνου. Εκεί που πετρώνουν τα χαμόγελα και οι γέροι ποιητές παλιμπαιδίζουν εκδίδοντας τη Μούσα τους. Εκεί που απελπισμένοι εργένηδες πέφτουν μέσα στο παστίτσιο τους και τα οιδηματώδη τους γεμιστά φωτογραφίζοντας τις σαθρές αυταπάτες της καλοζωίας τους. Εκεί που κορίτσια και μεγαλοκοπέλες απαθανατίζουν τα προσωπεία τους, ψάχνοντας απελπισμένα αντρικό χάδι για να το ποτίσουν δάκρυα και τρυφερότητα με τον πιο επιθετικό και εξ’ αποστάσεως ερωτισμό. Εκεί όπου ανθρώπινα ράκη και ξεγελασμένα πλάσματα κορδώνουν τον τεθλασμένο τους εαυτό. Απειράριθμοι νάρκισσοι με τη δαιμονική διάθεση ενός γελοίου που εκλιπαρεί τον κάλπικο θαυμασμό του απαραλόγιστου κριτή. Μέσα στην ψηφιακή αιμομιξία το γυάλινο ψυχρό μάτι του θεού παρακολουθεί τους ελεύθερους αλυσοδεμένους. Τα κουνέλια που διακονούν τον εφαρμοσμένο αισθησιασμό του διαφημιστή. Φαντασιώσεις σαν προστατευόμενες οχιές μέσα στα άυλα γρανάζια της πληροφορίας. Εκεί όπου ο υπερσεξουαλισμός της ατάκας και της ακατάσχετης φωτοδιάρροιας δεν μεταδίδει έρπητες και μύκητες. Ασφαλισμένοι πίσω απ’ το διακόπτη, μακιγιαρισμένοι με όση σχιζοφρένια μας επιτρέπει η συνήθεια. Πρακτορεύοντας πρόσωπα και κορμιά. Παιδιά, νύφες, εγγόνια, φίλους, συγγενείς. Μπούτια, βυζιά, κωλομέρια. Όλα ατάκτως ειρημένα στον καιάδα της δικτύωσης. Το τσουκάλι με τα βίτσια των φτωχών που ανακατεύει χαρμόσυνα ο Κύριος Καπιταλιστής για να πιεί το ζουμάκι τους. Για να λαδώσει το εντεράκι του με άγουρο μπριζωμένο κομουνισμό απ’ τα κάτω. Σπλήνες και εντόσθια εραστών. Απλήρωτη εργασία, εθελοντισμό, μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Νυχτερινό
Μας δίδαξες κορίτσι μου, τι εστί ορθοδοξία
τι εστί οιστρηλασία
χαλασμός!
Μας δίδαξες πως γλείφουν το κουφέτο
Τι συλλαβίζει ο καταχθόνιος σπασμός
στην πρώτη τάξη της ζωής και του θανάτου
Πως θρύψαλα ο στηθόδεσμος
Πως η διχάλα σου σκορπά τα νεοσύλλεκτα υγρά
Πως αγριεμένο υδρόβιο ο φαλλός
Μας δίδαξες εξάψεις, δαγκωνιές
Πως μπαίνει το αστικό
σαν δούρειος ίππος στο Αγγελόκαστρο
Κι ο ήλιος πως χοροπηδά πάνω στις λαμαρίνες
Μας δίδαξες στις χούφτες μας βυζί
νυχτόβιο αφαλό
Πως ξεψυχάνε τα φιλιά μέσα στις στέρνες
Μας δίδαξες κορίτσι μου μια νύχτα
πως πιάστηκε στ’ αγκάθια το βρακί σου
κι έμεινες δια παντός γυμνή
δια παντός ξεβράκωτη
δια παντός καυλιάρα
όλο σχισμές και στόματα και κόγχες
Σκατό και αντίδωρο
Είμαστε το αποτέλεσμα μιας αρμαθιάς χαμένων ωρών και καταστροφικών μεγαλείων που βλάστησαν δίπλα στην υπερφίαλη αδυναμία μας και την γκροτέσκα αθωότητά μας. Είμαστε οι γριές με τα άδεια τενεκεδάκια έξω απ’ το νεκροταφείο του Κεραμικού που ξεπουλάνε τα υπάρχοντά τους και βγαίνουν στη ζητιανιά για να αγοράσουν φτυάρι για το λάκκο τους. Είμαστε όντα που όταν ερχόμαστε σε ρήξη με τις αναμνήσεις μας μεγαλουργούμε. Ηδονιζόμαστε και γαληνεύουμε μέσα στις λεπτομέρειες και τις απειροελάχιστες απολαύσεις. Αδίστακτοι δολοφόνοι, δούλοι του χρήματος, φτωχοί και ρακένδυτοι, έκλυτοι και φοβισμένοι, ρουφιάνοι και οξύθυμοι, ηδονοθήρες και στερημένοι. Στοχαστικοί και ανήσυχοι, σχεδιάζουμε πως θα πουληθούμε καλύτερα. Πως θα αγοράσουμε σήμερα φτηνά άλλους για να τους πουλήσουμε αύριο σε καλύτερη τιμή. Πάντα με το χαμόγελο του πωλητή, το φερετζέ του δυτικού φαλλοκρατικού καπιταλισμού που σου χαμογελάει μόνο όταν θέλει να σου πουλήσει κάτι. Δηλαδή να σου αρπάξει κάτι. Είμαστε άνθρωποι σε σκηνές και σε κοντέινερς, σε βάρκες και σε καρότσες, που θέλουμε ψωμί και ζέστα. Είμαστε απελπισμένες πλούσιες κυρίες που κάνουμε αγαθοεργίες ή γαμιόμαστε με το σκύλο μας όταν ο σύζυγος πάει να βγάλει λεφτά. Είμαστε εργάτες στη βιομηχανία όπλων, υπάλληλοι του θεού της μνησικακίας, ήρωες και απελπισμένοι, χοντρέμποροι και λιανέμποροι. Ματαιόδοξοι που συγκαλύπτουμε με λέξεις αυτό που δε μπορούμε να αλλάξουμε. Μαθημένοι να φλυαρούμε και να μιλάμε εξ’ ονόματος άλλων. Αφημένοι σαν εύπλαστος πηλός στα χέρια του απατεώνα. Κοιτάζοντας σαν χάνοι τους σπουδαίους και τους άριστους, τους βραβευμένους και τους ειδικούς. Τους καλοσιδερωμένους και τους καλοχτενισμένους που όταν σου βάζουν κωλοδάχτυλο τα βάζεις με το κωλοδάχτυλο κι όχι μ’ αυτούς.
Μικρά αλητεία
Διαβάζω το Βιγιόν με τα γυαλιά μου
Στη γυάλα τα ψαράκια μου βρεγμένα
Φορώ και διαλεχτά μανικετόκουμπα
Ω ναι, κόμης Λωτρεαμόν είμ’ από μέσα
Μα εγώ από εδώ βλέπω το Νίτσε
να βουτάει παξιμαδάκια
μες το κατράμι της κολάσεως του Δάντη
Γελάδια του θεού κι άμυαλοι σύντροφοι
Κανείς τους δε μαθαίνει τη ζωή από το ποίημα
Ένα φυρμός ανηγεμόνευτος
Μάρκος Αυρήλιος τρέλα ανακάτωμα
Κι είναι τα φίδια πλεχταριές και οι οχιές ζωνάρια
Open mind
Η γραφή απευθύνεται σε όλους, ακόμα και η πιο στριφνή και η πιο προσωπική. Γράφουμε για να πυροδοτήσουμε την επιθυμία. Αλληλογραφούμε με γνωστούς και αγνώστους μέσα σε εικονικά συστήματα, με την αδιακρισία του κοσμοπολίτη που περνά δίπλα απ’ τις θηριωδίες του πολιτισμού, πηγαίνοντας σε μια νήσο απότοκη, φανταστική. Αλληλογραφούμε με τον Άλλο σε κοινή θέα. Στο ανίερο κενό, εκεί όπου όλοι μπορούν να μας ακούσουν και να φανταστούν ότι το κάλεσμα απευθύνεται σ’ αυτούς. Ο πρώτος και ο τελευταίος αναγνώστης της επιστολής μου είμαι εγώ. Η αλληλογραφία είναι ύψιστη λογοτεχνική πράξη. Γι’ αυτό δεν την δέχονται οι ταχυδακτυλουργοί της ακαδημίας και οι φαλλοκράτες καπιταλιστές. Και γι’ αυτό τη σνομπάρουν οι μικροαστοί που κωλοτρίβονται στη γραφειοκρατία. Αλληλογραφώ με τους φίλους και τις φίλες μου γράφοντας ποιήματα. Μικρότατα δελτάρια και επιγράμματα. Αλληλογραφώ καθημερινώς όπως αναπνέω καθημερινώς και όπως τουρλώνομαι καθημερινώς. Δεν προορίζω τις επιστολές μου για το λογοτεχνικό εικονοστάσι των φιλολόγων. Οι φιλόλογοι είναι συντηρητικοί άνθρωποι. Καταλογογράφοι και ταξινομητές. Σφάζονται για τις λογοτεχνικές επετηρίδες και ξιφουλκούν εάν ο Σεφέρης έπινε το τσάι του πριν ή μετά το πρωινό χέσιμο. Και φυσικά κανείς φιλόλογος δεν μπορεί να καταλάβει την ελευθεριακή πορνογραφία του Εμπειρίκου. Τον έρωτα του Φλωμπέρ για την κωλοτρυπίδα, ο οποίος αγανακτισμένος γράφει στο Γκι Ντε Μωπασάν, «παραπονιέστε φίλε μου πως ο πρωκτός των γυναικών είναι μονότονος. Δεν έχετε παρά να μην τον χρησιμοποιείτε».
Ο μυστικισμός του διαβόλου
Όποιος δεν πεθαίνει είναι θαμμένος ζωντανός.
Ο διάβολος είπε αυτό, πως κάθε μέρα που περνά
δίχως χορό είναι μια χαμένη μέρα.
Ο διάβολος είπε πως τα ζευγάρια έχουν δυο χέρια,
δυο πόδια, μια ψυχή. Είναι άγριοι βράχοι και τέρατα,
ο απαγορευμένος λυρισμός και ο ανέσπερος
χημικός ύπνος της Οξφόρδης. Ο διάβολος είπε
ζήστε το Φθινόπωρο στα λαγκάδια και το χειμώνα
χιόνι αγριόχορτα και φράχτες. Λουλούδια λευκά
ματωμένα έγκατα κοριτσιού μαύρο φεγγάρι
χύσιμο στο σκοτάδι στη μαύρη αιωνιότητα λεκές
οι βολβοί των ματιών της, στ’ άγκιστρά της εγώ
είπε ο διάβολος, τα Μανεκέν ζεστά νεκροτομία
ξυρισμένα μουνάκια πλημύρα του αίματος
πλημύρα της αγάπης, ζεστά στη θειαφένια τους χάρη
θλιμμένα κουδούνια, φαλακρά, γυμνωμένα, μανεκέν
αποτρόπαια. Εγώ είπε ο διάβολος όταν πέφτω
στα πόδια της και τη γλείφω, όταν κανείς άλλος
μόνον εγώ είπε ο διάβολος, η Πατρίς μου τα νέα
κορίτσια στην παλιά Αραβία. Γυμνό που κατεβαίνει
μια σκάλα σε καμπίσιο κωλάδικο. Ατζέντες στηθόδεσμοι,
στο κλουβί της γυμνότητας κορίτσια εκκλησιές
αποφάγια και σκόνη. Κι είπε ο διάβολος πως
τίποτε πια δε μπορεί να πληγώσει το διάβολο
και πως είναι δώρο η ζωή που δε φοβάμαι
ν’ ανοίξω, κορίτσια που λαχταράμε το καλοκαίρι
και τα γλείφουμε σαν καλαμπόκια στον ύπνο μας
σαν δροσερά παγωτά και λευκά υποβρύχια.
Ωραίες κυρίες που μας μάτιασε ο ίσκιος τους
τα ινδιάνικα κόκκινα χείλη, οι ηλιόφλουδες
τα σαρκώδη πλοκάμια είπε ο διάβολος, μουσκεμένα
απ’ το σπόρο, τοπία υγρά, κοπανούν τους μηρούς
για να κάνουν αέρα κοριτσάκια βακχίδες και
παλιές ηδονές. Χώμα είπε ο διάβολος χώμα
μέσα στα σπίτια που ζήσαμε γυμνοί και μονάχοι
αιωνίως γυμνοί και μονάχοι
Turkish March
Βάλτε μπροστά το Χικμέτ τα κόκαλα
το αίμα. Τον οργασμό ολοκληρωτικά.
Βγάλτε τη γυναίκα απ’ τη μπούρκα
απ’ τον εαυτό της. Ένα κύμα έκστασης
απλώστε σε όλο το σώμα της. Στα νεύρα
στα αγγεία. Βάλτε ρέουσες συλλαβές
να συμμετέχουν στην πράξη. Εκείνο
τον οθωμανικό σκοπό που κάνει τους
μυς της λεκάνης να συστέλλονται.
Βλέννα ροδαλή ουσία λιπαντικό
ολοκληρωτικά χαρμόσυνο. Κράνη
στρατιωτών σε σταύρωση με την κοιλιά
γεμάτη γαμήσι, με τον καμικάζι σπλάχνο
σκασμένο τροχό. Αχ Τούρκοι, αδέρφια μου
τα κοτόπουλα της πεδιάδας μέσα σε
σελοφάν για το Μόναχο. Στα χωράφια
κορίτσια πόλεμος και τρακτέρ. Αχ Τούρκοι μου
εραστές και αδέρφια μου, μανούλες μου
είναι η γέννηση κι όχι ο θάνατος η απώλεια.
Το ξέρω. Κι εγώ άφησα ένα δέρμα εκεί.
Ο Χαρούλης τραγουδάει απόψε στα παλαιά σφαγεία
Σερσέ λα φαμ
Ο αέρας έχει φωνή. Ψιθυρίζει, μουγκρίζει, σφυρίζει, ουρλιάζει, βουίζει. Και τα αέρινα πλάσματα έχουν τη φωνή του αέρα. Μένουν γυμνά για να τα φάμε με το βλέμμα. Ανοίγουμε το στόμα για να τα καταπιούμε. Και διαθέτουν ένα λυρισμό που τραυλίζει. Πρωτίστως είναι πολιτικά όντα. Σκυλιά που ξεπέρασαν τις φοβίες τους και δε ρουφάν την κοιλία τους στη φωτογραφία. Τα αέρινα πλάσματα ψάχνουν όχι την αλήθεια αλλά την ευτυχία. Την καύλα που δε φοράει πανοπλία και δεν έχει κάνει μανικιούρ. Φτιασιδωμένα πλάσματα, ξεδιάντροπα, μονίμως ερεθισμένα ποζάροντας δίπλα σε αγριοβιολέτες και φρύγανα, σε δώματα που φέρουν το ακαταλόγιστο των στοιχείων της φύσεως. Κορμάκια που γνωρίζουν πως δεν έχει νόημα να αντιμάχεσαι το αναπόφευκτο. Και πως ο έρωτας δεν είναι απολύμανση αλλά εκατό βελόνες κι εκατό παραμάνες μπηγμένες στα πλευρά. Και πως η φύση μας χάρισε τον αντικατοπτρισμό για να βλέπουμε τον έρωτα στα μάτια μας και τις βεντάλιες για να διακωμωδούμε τα πάθη μας.
Χρυσή βροχή
Όταν δεν έχω καθόλου μπλε χρησιμοποιώ κόκκινο έλεγε ο Παύλος Πικάσο, ιερεύς του απελευθερωτικού ερωτισμού και των αγίων διαστροφών, που, στην τέχνη είναι αρετές και ευλογίες. Εκφράσεις της ζωτικής ορμής του δημιουργού που είναι λυσσασμένος με τη ζωή και δεν ακούει τους βλαμμένους που μιλούν για πορνογραφία εκεί που ο καλλιτέχνης βλέπει τη φύση γυμνή και φυσική κι όχι ένα φασκιωμένο απολειφάδι της προόδου και του πολιτισμού.
Στο μεσαίωνα και σε όλους τους μεσαίωνες ο άντρας που πήγαινε στον πόλεμο για σφαγή κλείδωνε το μουνί της γυναίκας του στο κλουβί για να κελαηδεί μόνο γι’ αυτόν. Προτιμούσε αυτή, η σύζυγος, η ερωμένη, η πουτάνα, η νοικοκυρά, να πεθάνει από μόλυνση και σήψη παρά να γαμηθεί.
Και βεβαίως οι σύγχρονοι μορφωμένοι γονείς ως επίδοξοι ανθρωποδιορθωτές παραγεμίζουν τα μυαλά των παιδιών τους με σκατά και φοβίες και μίση και προτιμούν να κάνουν τα παιδιά τους καταθλιπτικά παρά να τα αμολήσουν ελεύθερα έξω απ’ το σπίτι.
Κάθε περιορισμός έχει μια βασική αρχή. Να μη γαμήσεις και να μη γαμηθείς. Να μην αγκαλιάσεις τον άλλον. Να μην κολλήσεις πάνω στο κορμί του άλλου. Να μην μπεις μέσα του. Να μην μπει μέσα σου.
Ο Πικάσο ζωγράφισε την Γυναίκα που ουρεί φανερώνοντας την επιθυμία μιας θαλασσιακής παλινδρόμησης, την έκφραση δηλαδή ενός πόθου επιστροφής στο χαμένο αρχέγονο ωκεανό. Ο Πικάσο ήξερε ως δαίμονας πως αυτή η παραστατική ουρολαγνική στάση είναι το Ηρακλείτειο Τα πάντα ρει, και είναι το κομμάτι μιας θηλυκότητας που εξουδετερώνει το πολεμοχαρές φύλλο και το επιθετικό πνεύμα.
Είναι το φυσικό ξαλάφρωμα και η ευχαρίστηση, όχι για να ναυαγήσουν τα άπειρα μοναχικά όντα, αλλά για να γίνουν ένα και να βρουν τη γαλήνη μέσα στην υγρή σοφία. Κι εδώ ο διαβολεμένος καλλιτέχνης υπογραμμίζει με όλο το κόκκινο και το μπλε πως η γυναίκα είναι το μέλλον του ανδρός και πως η αμοιβαία ανταλλαγή των υγρών τους είναι η τελετουργία δια της οποίας εκρέουν τα κακά. Γι’αυτό όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί, ανταλλάξτε υγρά. Χρυσή βροχή.
Ποίημα Εξοχικόν
Εγώ είμαι ήρωας του είπα και του τόνισα το Εγώ
Δυόσμο μάζευα, αυτός αντίδια
Αυτός μου χίμηξε ως
Αλαφροΐσκιωτος καλός
Όλο λίπος και κόκαλα
Για τη σύζυγο μάζευε χόρτα
Δίπλα στα υγρά μπακακάκια
Για μιαν όμορφη
Που κατούρησε εδώ
Μιαν ωδή της αξίζει μου είπε
Λιθαράκι ζεστό για εμάς
Τους φαλλικούς Λανσελότους
Αφρός, ύφαλα, αλισίβα
Να γουρμάσουν οι φίλιοι καρποί της
Του λέω, οι λύκαινες
Με τα οχτώ τους βυζιά και τις ρόγες
Ναι μου λέει
Σωστά ομιλείς
Ο κυκλοθυμικός των αγρών
Να υπομένομεν πρέπει κι εμείς
Οι τρελοί
Τρώες να γίνομεν και λαγνικοί
Τη διαιώνια τέχνη των δούρειων ίππων
Προσμένοντας
Γύμνια γυμνής
Τις δεσιές
Το ξαλάφρωμα
Το ποιηματάκι των σπλάχνων αυτής
Πεθαίνω σαν βδέλυγμα
Αρκετοί συγγραφείς περνούν στην αθανασία, δηλαδή στη δημοσιότητα, όταν έχουν μπει ήδη στον αγύριστο του γήρατος. Κι όταν η αθανασία, δηλαδή η δημοσιότητα, χαρίζεται σ’ ένα γέρο είναι πράξη καταδίκης παρά ευλογίας. Όταν ο Δίας χάρισε στον Τιθωνό την αθανασία χωρίς όμως να τον απαλλάξει απ’ τα γεράματα ο Μίμνερμος χλευάζοντας τούτη τη θεϊκή πράξη αναφώνησε: Τον δυστυχή! Του δώρισαν οι θεοί μια αθάνατη δυστυχία! Για το γέρο σοφό συγγραφέα που τον μαγάρισε η φθορά, η νεότητα είναι βδέλυγμα. Ο λαός είναι βδέλυγμα, αφού ο λαός είναι αιωνίως νέος. Αιωνίως απερίσκεπτος και αιωνίως αηδιαστικός, αφού οι επιλογές του είναι επιπόλαιες και αλαζονικές. Αφού η νεότητα διαλαλεί και κραυγάζει: ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας, σε αντίθεση με τον αθάνατο σοφό γέρο που διακονεί το Μέτρον Άριστον. Μα εδώ στην πραγματικότητα παλεύουν δυο ισχυρές ηθικές δυνάμεις. Από τη μία ο Όμηρος ο οποίος υμνεί τον κόσμο, το φως, την ιερή μέρα και την ιερή νύχτα κι απ’ την άλλη ο Πλάτων που αθετεί τον κόσμο εν ονόματι του Επέκεινα. Που απαγορεύει στον άνθρωπο ακόμα και να πεθάνει. Που απαγορεύει στον άνθρωπο να είναι αηδιαστικός και τερατικός. Κακομαθημένος και αμαρτωλός. Αχόρταγος και ζημιάρης. Σκασμένος για ηδονές και τρυφή. Ναρκομανής και πορνικός. Απολίτικος και μαλάκας. Εδώ ο Πλάτων πετάει τον Όμηρο στα σκυλιά. Έξω απ’ την πολιτεία του, αρνούμενος τη θνητότητα του ανθρώπου και το θανατόληπτο ήθος του, που λέει πως, δεύτερη ζωή δεν έχει. Εδώ ο σοφός γέρος διανοούμενος βδελύσσεται το λαό. Το λαό που κλάνει, που φτύνει, που ξύνει τ’ αρχίδια του. Που ξέρει πως κάθε μέρα είναι και μια νέα φτυαριά χώμα και πως η ιδανική Πολιτεία μυρίζει ανθρώπινο κρέας. Το λαό που ξέρει πώς αν δεν μεταμορφωθείς όπως ο Οδυσσέας, το μεγάλο τέρας θα σε καταπιεί αμάσητο. Και βεβαίως ο γέρος σοφός διανοούμενος ξέρει πως κατά βάθος ο λαός δεν είναι ένα πράγμα. Καλός ή Κακός. Διεφθαρμένος ή αδιάφθορος. Και ξέρει πως οι αυτοκαταγγελίες και τα πικρά μηδενιστικά αισθήματα είναι κούφιες ρητορείες για μαραγκιασμένες ψωλές. Ηρωισμοί και μεγαλοστομίες των καθαρών έναντι των μιαρών και των σιχαμένων. Και ξέρει πως ο άνθρωπος προτιμά τα μικρά από τα μεγάλα, τα κοντινά από τα απόμακρα και θυσιάζει τα πάντα στη σκέψη ότι το σήμερα είναι η πιο σπουδαία μέρα της ζωής του. Και πρέπει να φάει να κοιμηθεί και να γαμήσει χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κάποιον αρχιερέα και σε κάποιον χωροφύλακα και σε κάποιον θεό που πιστεύει εις έναν Ροκφέλερ ποιητή ουρανού και γης. Αρχιτέκτων της ιδανικής Πολιτείας και της ιδανικής ανθρωποβοσκής.
Δοκίμιο για το θάνατο στην Ανατολή
Θα μας ξεβολέψουν οι βολεμένοι
θα μας προσφέρουν βουβό λυγμό
φασολάδα με ψωμί κι ελιές
παπούτσι από τον τόπο μας μπαλωμένο
σπίρτα να κάψουμε τα μυαλά μας
δωρεάν κινητή τηλεφωνία
δωρεάν καυσαέρια, δωρεάν χυμούς
μέλι γάλα σερβιέτες, δωρεάν αποσμητικό
δωρεάν καθρέφτες για να ξυρίζουμε
τις γάμπες μας, δωρεάν στυλό για
να σβήνουμε στο ημερολόγιο τις
μέρες που χάσαμε, τις μέρες που
ήρθε ο Ξέρξης στη Σαλαμίνα με
τους Πέρσες του και τα μεταξωτά του
βρακιά, τις μέρες που γίναμε φτωχοί
συγγενείς ηλεκτροφόροι απλησίαστοι
περιμένοντας στα φανάρια το φως
περιμένοντας να ασελγήσουν πάνω μας
το ίδρυμα Λάτση με τα πετρελαιοφόρα του
ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
ο σύλλογος πολυτέκνων ο δικηγορικός
σύλλογος, ο ιατρικός σύλλογος, ο σύλλογος
χαρτογράφησης όσων κοιμήθηκαν δίπλα
στα σκατά τους και δίπλα στα σκατά των
παιδιών τους και δίπλα στα σκατά των
γωνιών τους και δίπλα στα σκατά των
φίλων τους. Ο σύλλογος των καλών
ανθρώπων που μας περιθάλπει και μας
ελεεί και μας φωτογραφίζει στο κρεβάτι
των γονιών μας στην κρύα γη αγκαλιά
με τους πεθαμένους αγκαλιά με τη μαμά
και το μπαμπά που περιμένουν τη βροχή
μες το υποχθόνιο δώμα τους.
Δεσποινίς έμπνευση
Έλα κοντά μου δεσποινίς
να ψαύσω τις μασχάλες σου.
Να φάμε μέλι φρυγανιά
τα πρωινά μας χούγια.
Να μας βγάλουν βούκινο
τα βούκινα. Κόκκινους
πορφυρούς και λερωμένους.
Έλα κοντά μου δεσποινίς
στην αγορά και στα σεντόνια
των πολλών. Στα βλέμματα
στα μαγαζιά να σου ψωνίσω
αγάπη, να σου ψωνίσω υγρά
της μετρητοίς, ανδρών επιφανών
αιμοδιψή αγκομαχητά, να σου
ψωνίσω άπαντα αυτοκτόνων
γλυκασμούς χάπια για τα νεφρά
λάβδανο για τις Μούσες.
Έλα κοντά μου δεσποινίς
να σου γνωρίσω σκύλους
αρχισυντάκτες, έπεα πτερόεντα
μανούλες δίχως δόντια.
Έλα κοντά μου βυζαρού αγέρωχη
δεσποινίς αχόρταγη έμπνευση
να σου γνωρίσω τον κόσμο
να σου μάθω τη λάσπη
να νιώσω σπουδαίος εραστής
ως τα τρίσβαθα. Όλο γλώσσα
αγρύπνια και πάθη. Να είναι
αιωνίως Αύγουστος.
Αιωνίως μπήχτης.
Το λιοπύρι εκεί κάτω.
Ω δεσποινίς μου ψωμί ζυμωτό
θα σε φάω ολόκληρη μέχρι να σκάσω.
Όλο θαύματα κάνοντας
καυλωμένα ποιήματα γράφοντας
ώσπου ν’ αγιάσω.