Ελληνικό καλοκαίρι

ελληνικο καλοκαιρι

Λατρεύουμε και αγαπούμε το ελληνικό καλοκαίρι. Σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειας μυρίζεις το πυρωμένο χορτάρι και τη γύμνια, συμφιλιωμένη με ότι υπερβολικά αβέβαιο γεννά η μέθη της έκθεσης στο λιοπύρι.

Άμεσος, ολικός, τρελός αισθησιασμός, κυριευμένος από πάθος για τα αραβουργήματα της φύσης που τα βαραίνουν ο χυμός και το αίμα.

Εδώ, σπαραχτικά βιώνει ακόμα και το πιο ασυνάρτητο ον, την κεφαλαιώδη ένδειξη αυτής της ανάκτησης του ενστίκτου που νικά όλα τα συστήματα, όλες τις έριδες, παραχωρώντας αυθόρμητα, στην προσωπική ερμηνεία του κόσμου, αυτού του είδους την απροσωπία με την οποία διατηρούνται η συνέχεια και η αρμονία της φύσης στο διάβα των αιώνων.

Ακόμα πιο συγκινητικό είναι να ξαναβρίσκουμε ζωντανή την ικανότητα ν’ αγαπούμε και ν’ αγκαλιάζουμε φλογερά τα πράγματα. Να τους δινόμαστε ξεχειλίζοντας ως την πιο αληθινή μας στιγμή.

Στα αρχαία νεκροταφεία που έχουν φρέσκους νεκρούς και στις πεζούλες με τις σαύρες που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία.

Με τις καρτ ποστάλ που συμφιλιώνουν καυλωμένα γαϊδούρια με το θεό. Δηλαδή τη γυναίκα που βρήκε το δρόμο της μέσα στο θέρος.

Έτοιμη να ψηθεί κάτω απ’ τον ήλιο και να γευτεί την εμπειρία γέννησης της καύλας, να θρέψει αυτό το σπογγώδες βλάστημα με το φως και το άπειρο. Να μοιράσει στην πλάση γύρω τη θεϊκή της ύλη. Μες στο βαθύ της ύπνο πάνω στην άμμο χωρίς επιθυμίες, ρουφηγμένη ολόκληρη και ακέραια με τα χείλη της ν’ αργοσαλεύουν στην παλμική κίνηση της αναπνοής της.

Το ελληνικό καλοκαίρι είναι ο καπνός που ανεβαίνει σπειροειδώς απ’ τις καμινάδες των ανθρώπινων πόρων μαζί με πυκνά στρώματα υγρασίας και ιδρώτα κορμιών.

Είναι το παχύ λίπασμα που στρώνει τους γλοιώδεις βυθούς του πελάγους.

Είναι η βαθιά αναρχία της θεϊκής φύσης που αντανακλά την ουσία της στη σάρκα μας. Διότι δεν υπάρχει τίποτε δίχως σάρκα. Η σάρκα περικλείει το Όλον. Και το μέγα Τίποτε.

Γαϊδουρόγαλο

γάλα-γαϊδούρας-

Αρκετοί τύποι, αρσενικοί και θηλυκοί και αρσενικοθήλυκοι γράφουν για να σκοτώνουν όμορφα την ώρα τους. Το να σκοτώνει κάποιος την ώρα του δεν θεωρείται έγκλημα και δεν διώκεται ποινικά.

Σκοτώνω την ώρα μου σημαίνει γράφω το βιβλίο της πλήξης και της μονοτονίας της ζωής μου. Την πληκτική και μονότονη ζωή μου δεν φτάνει που την ζω και την βιώνω τόσο μονότονα και πληκτικά, την καταγράφω κιόλας για να τη μάθουν κι άλλοι.

Και ετούτη εδώ η ανατριχιαστική δραστηριότητα μπορεί να κάνει ως και τους όρχεις του Αγίου Βιλεαρδουίνου να σκιρτήσουν από ιερή αγανάκτηση μέσα στη γυάλα τους στο παρεκκλήσι του Αββαείου στο Ουέστμινστερ.

Μα το χειρότερο είναι σύντροφε αναγνώστη της εκδοτικής σκυλοτροφής, πως, θα πρέπει να υποστείς επί μακρόν τις αναμνήσεις και τους εφηβικούς έρωτες μιας κυρίας ή ενός κυρίου που σήμερις αντί να γαμηθούν αμφοτέρως ή να τον παίξουν ιδιοχείρως, μας σκοτίζουν τα νεφρά και την ουροδόχο κύστη κάνοντας το κατούρημα ακόμα πιο βασανιστικό.

Χιλιάδες αντίτυπα επικής μαλακίας γι’ αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί σε δυο γραμμές ή ακόμα δυο λέξεις. Θέλω πούτσο! Να δυο λέξεις αληθινές αντί για έναν χαρτοπολτό που μυρίζει τσιμεντόλιθο και θα χαρίσει ακόμα ένα ταξίδι του Καστανιώτη στις Μπαχάμες.

Και βεβαίως μπορεί ένα τέτοιο επικό μυθιστόρημα θράσους και λογοδιάρροιας να αποδοθεί με τρεις λέξεις. Θέλω τρελό πούτσο! Κι ίσως αυτές οι τρεις λέξεις έκκλησης και απελπισίας πιάσουν τόπο και η αγαπημένη συγγραφέας των μπεστ σέλερς βρει επιτέλους χαρά στα σκέλια της.

Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι το γεγονός πως μια κυρία παραστρατεί στις αναμνήσεις και στην εμετική ονειροπόληση, αλλά, πως έρχεται και χέζει πάνω απ’ το ανοιχτό μυαλό του κάθε φουκαρά όπως χέζει ο κατηχητής στα κεφάλια των παιδοπροβάτων.

Πως η ζωή ξεγλιστρά και γίνεται σαπουνόπερα θλιβερή και γελοία. Πως ταυτιζόμαστε με το δράμα ενός μαλακισμένου ζευγαριού της μαλακισμένης μεσαίας τάξης φτάνοντας να αναπαράγουμε με ψυχαναγκαστικό τρόπο τις συνήθειές του.

Να φωτογραφίζουμε τα καλοζωισμένα μας παιδάκια ή τα φαγητά που μαγειρέψαμε, να τα πακετάρουμε στα μέσα κοινωνικής αγαμίωσης για να τα δουν οι φίλοι μας που δεν είναι φίλοι μας και οι γνωστοί μας που μας είναι άγνωστοι.

Αγαπητή φίλη και αγαπητέ φίλε που γνωρίζετε γραφή και ανάγνωση, σας δηλώνω με τα πλήρους γνώσεως και θυμηδίας, πως έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου τα χιλιοφωτογραφημένα σας παιδάκια και το φαγητό που μαγειρέψατε σήμερα. Χέστηκα αν θα φάτε, αν θα γαμήσετε ή αν θα βγάλετε τα παιδάκια σας στο κλαρί.

Μπορείτε την πληκτική ζωή σας αντί να την κάνετε απελπιστικά πιο πληκτική να της προσφέρετε ένα θείο δώρο. Γαϊδουρόγαλο. Φίνο και θρεπτικό. Πρωί μεσημέρι βράδυ, γαϊδουρόγαλο κι όλα θα παν καλά.

Πορτραίτο του θέρους που έρχεται

dark

Μας άνοιξε η Άνοιξη την πόρτα
να εισβάλουμε στο θειάφι και τη
γύρη. Εμείς οι Δυτικοί σκυλόφραγκοι
να πάμε κατά πάνω εκεί στον τράχηλο
της Πίνδου, να πάμε στα νησιά και
στους Μολάους, εκεί στη λάμψη
και τον κρότο των εφήβων. Ν’ αφήσει
η γύφτισα στις σερνικές παλάμες μας
ζουμί απ’ τα εσώψυχα, βυζάκι τυλιγμένο
σε πολύχρωμο υφαντό, να κολατσίσει
ο γλωσσοπλάστης εαυτός τη μέγγενη
της μέσα αναρχίας. Να μαγαρίσει η ωχρά
σπειροχαίτη των ανέμων τις σαρακοστές
ν’ αρχίσει γλυκασμούς ο ασίκης των
αγρών με το υπερπέραν. Να ασελγήσει
ο αλέγρος αγριόχοιρος σε μια κουφάλα
δέντρου. Γδυτός να βγει από τα τέμπλα
ο Δαρείος, τ’ αδέρφι μας ο Πέρσης με
τις τσούπες του να βγει απ’ το βρακί του.
Τα εντόσθια του Μάρτη να τα φάνε τα
σκυλιά, να βρέξει χώμα κόκκινο της
Δαμασκού επάνω στα βυζιά της Παναγίας.
Να πεταχτούν τα κοριτσάκια σαν
χρυσόψαρα από τις κολυμπήθρες.
Να ουρλιάξει Απεταξάμην ο ανάδοχος
σπασμός. Να βγει απ’ το βαθύ Απριλιάτικο
ρουθούνι της Γραικίας το Μαγιάτικο σκουλήκι
ο δικαιούχος όλων των νεκρών.

Κόφτης

koftis

Της κυβερνήσεως οι προεστοί έχουν αναλάβει την γκομενοβοσκή βουλευτών ακτημόνων της περεστρόικα του ευρωπαϊκού οράματος.

Οι μανούλες που κλαίνε και οδύρονται, κάθε που, τα ψηφίσματα λειτουργούν ως μαντολάτα και πιπίλες εις το έρεβος της λαϊκής καταβόθρας, ξέρουν πως ξηλώνεται η φόδρα του κοινωνικού κράτους που φεύγει.

Ξέρουν πως ο μπουρζουάς χωνεύει και ρεύεται με πάθος ότι του χάρισε η εργατική χήνα με το συκώτι της.

Ξέρουν οι μανούλες της ευρωπαϊκής οικοδόμησης την ανατομία του μικροαστού και τις ντρόγκες του.

Ξέρουν πως ο περήφανος ελληνικός φαλλός του Πανός που εθριάμβευσε στις ραχούλες και τα βουκώλια, μεταλάχθη εις μπάμια Μπογιατίου με λιλά και κρόταλα δια να κάνει κονέ στις αγορές.

Ακαδημαϊκοί σπουδαγμένα παιδιά με γιλέκο και κόνιδα, εβάλαν σκαρπίνι και υποκάμισο δια να γίνουν διαπραγματευταί, πιστεύοντας πως θα στολίσουν με κρόσσια δόξης λαμπρής τον καθιστικόν τους οντά.

Πως θα προσφέρουν εις τον κομματικό τους στρατώνα νταμίρα Ολλανδίας και ο οπιοσυνταξιούχος κύριος Γιάγκος θα μπορεί να παίρνει φάρμακα και ζαρζαβατικά για τα γηρατειά του.

Πως απ’ την κρατική κυλίστρα τους θα προσφέρουν άρτο και θεάματα εις τα πλήθη, χαρτοπόλεμο μνημονίων, αγνό ορθόδοξο Πούτιν και σπάλα Αγίου Χαραλάμπη δια προσκύνημα.

Μα κατά βάθος εκρέμετο ο κόφτης πάνω απ’ την κιναιδοαριστερή ρητορεία. Την αριστεροδεξιά που έχει θυρεό το φόβο του μικροϊδιοκτήτη μη γίνει προλετάριος και ντροπιαστεί εις τα πέρατα της υφαλοκρυπίδος.

Διότι ο τρόμος του μικροαστού είναι η επιστροφή στο χωρίον, εκεί όπου ο πάππος έβγαζε ψωμί, τυρί κι ελιές και είχεν πολιτισμό δηλαδή ανθρωπιά, παρόλες τις δυσεντερίες, τα εμφύλια χούγια και τις ορφικές του αιμομιξίες.

Ο μικροαστός φοβάται να γυρίσει πίσω να ξαναχτίσει τον πολιτισμό. Να ξαναγίνει κοινότητα και συνεταιρισμός. Να ξαναγίνει καυλωμένος τράγος μες στη βουκολική σοβιετία της υπαίθρου.

Μα προτιμά ο κακομοίρης ανήλιαγο μαγαζάκι σε λεωφόρο να πουλά κινέζικη παλτουδιά, προτιμά ανεργία και τζόκερ, λίγη οικοδομή, λίγη θάλασσα και τη μπύρα μου.

Κι αυτά τα γνωρίζει ο ινστρούχτορας των καταλήψεων και τα μετρά σωστά. Τα γνωρίζει διότι ξεσκόλισε σε παλαιούς των ημερών που την τέχνη της ανθρωποβοσκής την εκάναν νόμο του κράτους των Αθηνών.

Μέσα στον υπερούσιο μπιντέ του λεκανοπεδίου που τόσο προφητικά προφήτεψε ο Χάκκας και τόσο ηδονικά ξεπλένει ο Έλλην καπιταλιστής τις αιμορροΐδες του.

Μνήμη του λαού μου που σε λένε Σκάι

Rubens

Μια νέα και σπουδαία κοινότητα παραφιλικών ατόμων σχηματίζεται στην ένδοξη και ευλογημένη χώρα μας παίρνοντας σάρκα και οστά.

Οι λεγόμενοι συμφορόφιλοι αποτελούν πλέον μετρήσιμο μέγεθος και υπολογίσιμο σώμα ψηφοφόρων.

Οι συμφορόφιλοι αντλούν ηδονή από τα ατυχήματα, τις εκρήξεις, τους πολέμους, τους βιασμούς, τα δελτία ειδήσεων, το άμπερ αλέρτ και το σίλβερ αλέρτ.

Μόλις δουν τροχαίο σταματούν και περιεργάζονται το ερωτικό αντικείμενο του πάθους τους. Κομμένα κεφάλια, χέρια, πόδια, μαλλιά και γάγγλια κολλημένα σε λαμαρίνες τους προσφέρουν κρυφή και φανερή ευχαρίστηση.

Οι συμφορόφιλοι δεν θα ερεθιστούν μ’ ένα γυμνό ανθρώπινο σώμα αλλά με τη συμφορά που το βρήκε.

Οι συμφορόφιλοι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη διαστροφή τους χωρίς την τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι ο διανοητικός τους δονητής που υποβοηθά τη φαντασία τους.

Η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή μέσα σ’ ένα σπίτι ή ένα μαγαζί παιανίζει συμφορές που ήρθανε και συμφορές που έρχονται.

Είναι ο δούρειος ίππος που έχει στην κοιλιά του δημοσιογράφους και αναλυτές. Σήριαλ με νευρωτικούς ηθοποιούς που απ’ τον Άμλετ ξέπεσαν στα δίδυμα παπάρια.

Διαφημίσεις για κινητά και αναψυκτικά που σε κάνουν κούλ. Τηλεπαρουσιάστριες που κλαίνε και οδύρονται για τις συμφορές που μας βρήκαν.

Το κέντρο της ζωής είναι πλέον η συμφορά, το τερατώδες. Αν η είδηση δεν κρύβει τερατωδία δεν είναι είδηση.

Το τερατώδες έχει πάντα μια εντυπωσιακή, για να μην πούμε μυθική πλευρά. Προσφέρεται τόσο για θέαμα όσο και για περιγραφή.

Αναλυτές αναλύουν αναλύσεις. Διαρρηγνύουν τις σωβρακοφανέλες τους και τα στρίγκ τους για το καλό του λαού. Πλακώνονται και βρίζονται προσφέροντας θέαμα στο συμφορόφιλο τηλεθεατή που για να ικανοποιήσει τη διαστροφή του μένει άυπνος.

Πατρικές φιγούρες, παιδόφιλοι μεταμφιεσμένοι σε παραμυθάδες, μας απαγγέλουν τη μεγάλη βίβλο των συμφορών.

Το μεσημεριανό μας γεύμα έχει ξύλο σε διαδηλωτές, καρκίνο της μήτρας, ένφια, γριά που έπαθε ηλεκτροπληξία, ποδοπατημένους σε συσσίτιο.

Το βραδινό μας γεύμα έχει πουτάνες και ναρκωτικά σε καταυλισμό, Αθηνά Ωνάση και στυτική δυσλειτουργία αλόγων, Ζάχο Χατζηφωτίου και καρκίνο του προστάτη. Και φυσικά φρέσκα αμερικάνικα σήριαλ με αντεριές και χυμένα μυαλά, σκέτη καύλα.

Ποίημα γλαφυρό για το επερχόμενο θέρος

glaf

Κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι
βρήκαμε τον έλληνα Ήλιο κατακόκκινο
περιστρεφόμενο μεταμφιεσμένο σε
ηδονοβλεψία να κοιτάζει βυζιά μελάτα
όμορφες σκιές στην κάψα του μεσημεριού
χωρίς αδιαφιλονίκητο μίσος για τους
γερμανούς και τους ευρωπαίους χωρίς
έπαρση σωβινισμό και ύφος ινδιάνου
απ’ την Καρδίτσα και χωρίς χαρτί και
μολύβι και χωρίς κινητό πάντα παρανοϊκός
και αγαπησιάρης ξεψειρίζοντας μπρούτζινες
προτομές σε σαράντα πέντε βαθμούς
υπό σκιάν σε κάμα ανείπωτο ελληνικό
που οι αγγελιοφόροι των αγορών αγνοούν
και οι γλαφυρές ξανθές διαιωνίζουν.

Λόγια για την Εκλεκτική Κληρονομιά

Λαζαρίδου

Χαιρετισμός στη Δήμητρα Λαζαρίδου
(λίγα λόγια για την Εκλεκτική Κληρονομιά)

Κλειστοί τόποι. Μια δυναμοσειρά εικόνων δωματίου που διαβάζονται μέσα σ’ ένα φιλμικό περιβάλλον αναφορών σε καλλιτέχνες.

Προοπτική σκηνοθετημένη πάνω στις λεπτομέρειες, πάνω στη σάρκα της υφής των πραγμάτων, εκεί που αναδύεται μιαν άψογη αυστηρότητα, κλασικοί όγκοι κι ένα ωμό, αλλά ανθρώπινο κάλλος.

Οικίες ορισμένες απ’ το ακυβέρνητο ανακάτωμα του βλέμματος.

Διαμερίσματα εντρυφήσεων σε ονειροπολήσεις, άδειες ντουλάπες, ανοιχτές, έτοιμες να υποδεχτούν το νέο ξετύλιγμα της ιστορίας. Χώροι που η φυσιογνωμία τους καθρεφτίζει το είδωλο της ζωής που τους γέννησε.

Φως, σκοτάδι και πάλι φως χωνεμένο σε όλο το φάσμα της γνωστικής προέλασης που μας υποβάλει η αναπαράσταση.

Ένα βασίλειο θαλπωρής και συνουσίας που το πλησιάζεις με ζωτική ορμή για να το κατανοήσεις.

Σφραγίδες και χαρτιά απλωμένα πάνω σ’ ένα επιτραπέζιο πεδίο μάχης, ένα τόπος που δεν ανήκει σε κανέναν, εδώ όπου οι πάντες συναντιούνται για να κηρύξουν ανακωχή.

Η Δήμητρα Λαζαρίδου βάζει λίγο απ’ το χτυποκάρδι της μες στην ακινησία.

Ατενίζει κτερίσματα του παρελθόντος μες στο εικονοστάσι των αναμνήσεων. Το μικρό οικόσιτο μουσείο που λειτουργεί ως αναφορά δακρύων και φθοράς.
Όλο το φάσμα της ερωτικής μυθολογίας και του νοικοκυριού που ορίζουν τα λευκά στέφανα μέσα στους γκρίζους όγκους του μοναχικού βίου.

Δείχνει, πως, αυτό που έχει κάποια διάρκεια είναι η ιδέα της ενδιάμεσης ζωής.
Ένας ορίζοντας αναμονής πραγμάτων που δεν τα καταπίνει η εσχατολογία και ο δογματισμός.

Ζεύγη που καθρεφτίζονται στο χώρο, αφήνοντας στους τοίχους τα αμυδρά αποτυπώματα της κοινής τους ζωής. Πότε κρατώντας ένα δίσκο ακτίνας ως τεκμήριο ανταμώσεων και ενατενίσεων μελωδικών οραμάτων και πότε ένα τσαλακωμένο χαρτί ως αφήγημα ψυχής και σώματος παραδομένο στο φως της ελευθερίας που σου προσφέρει η κάθε στιγμή.

Η Λαζαρίδου επισκέπτεται καλλιτέχνες αγαπημένους, που λειτουργούν ως γεννήτριες συνειρμών, ξεφεύγοντας απ’ τη στυγνή δικτατορία της εικόνας, για να γλιστρήσει στο λαγαρό μόρφωμα της εικαστικής πνοής.

Να εγγράψει ξανά με το δικό της μέτρο τον ανθρώπινο ορίζοντα πάνω στη φαντασμαγορία της λειτουργικής απάτης των πραγμάτων.

Μέσα στις υπέροχα φωταγωγημένες νεκρές φύσεις της, τόσο απόκοσμες αλλά και τόσο οικείες, που περιμένουν τους νέους ενοίκους να τις στολίσουν και να τις αρματώσουν με ζωή. Με πάθη και ξεροκόμματα ψωμιού. Να γεμίσουν τον κενό χώρο με σιωπηλά ρολόγια, μετρώντας τις φλούδες του άμετρου και αμέτρητου χρόνου.

Με τη συνεχή αίσθηση της συνουσίας, της ιλιγγιώδους φυγής, του εφιάλτη και του ονείρου, που καπνίζουν αμφότεροι το αθόρυβο πούρο τους.

Η Λαζαρίδου τοποθετεί ένα γυναικείο πρόσωπο στο παράθυρο της ποιητικής τού φυσικού φωτός. Δίνοντας το στίγμα της ομφαλοσκοπεί την αίσθηση της προσδοκίας. Κοιτάζουμε και δεν κοιτάζουμε. Βλέπουμε και δεν βλέπουμε. Δεν ζούμε σ’ ένα σύμπαν αλλά σε εκατομμύρια και δισεκατομμύρια που συνενωμένα δεν είναι μεγαλύτερα απ’ το κεφάλι μιας καρφίτσας.

Έχουμε για κατοικία μας τα κουφάρια των ενστίχτων και των αναμνήσεων. Περιστρεφόμαστε μέσα στο γλυκόπικρο κενό που ορίζει τις αποστάσεις και τα εφήμερα μεγέθη.

Οι άνθρωποι πιστεύουν πως το κενό σημαίνει ανυπαρξία. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Το κενό είναι μια άτακτη πληρότητα, ένας κόσμος πυκνοκατοικημένος από φαντάσματα, όπου η ψυχή περιπλανιέται ψαχουλεύοντας.

Η όμορφη κόρη έχει βγάλει τα γυαλιά της μπροστά στον καθρέφτη. Δεν κοιτά το είδωλό της και δεν φλυαρεί το βλέμμα της με το ναρκισσισμό της ομορφιάς και της νεότητας.

Μονάχα πιάνεται σε μιαν απόχη όπου ο αισθησιασμός της εσωτερικής ανησυχίας κυβερνά.

Δεν πουδράρετε, δεν χτενίζετε, δεν βάζει τα σκαρπίνια του χορού, δεν ξεγλιστρά ως νύμφη απ’ τα εσώρουχά της για την ερωτική κλίνη, αλλά αποχτά τον ανθρώπινο ρυθμό του βάρους και της ύπαρξης της σάρκας.

Μέσα στο άδειο επίσης και το κενό που ορίζεται απ’ το σώμα της και μόνο. Μες στο απίθανα πειραγμένο φως του δωματίου που δίνει ψυχή στα πράγματα.

Το ταξίδι εδώ είναι απ’ την αρχή ταξίδι γυρισμού.

Μια λυρική ενδοσκόπηση που η Λαζαρίδου την κρατά στο κάδρο της με ποιητικό τρόπο, αφήνοντας πάντα να διεισδύουν λωρίδες φωτός απ’ τον έξω κόσμο, προβάλλοντας στους τοίχους και στο ανθρώπινο βλέμμα τη γεωμετρική αστάθεια των σκιών.

Την Εκλεκτική Κληρονομιά ανθρώπων και πραγμάτων, χώρου και χρόνου, φύσης νεκρής και ζωντανής ανθρώπινης σάρκας, ύλης και πνεύματος, ανάγκης και ιδιοτροπίας.

Πάντα αφήνοντας το δραματικό στοιχείο να τρυπώσει σαν πολεμιστής σε γυναικωνίτη και να κάνει ελκυστικό και συναρπαστικό το φωτογραφικό της σύμπαν.

Ευλογήσω τον κύριον εν παντί καιρώ

eylog

Όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο πιο αγνότερα ζούμε. Η όραση είναι περίπλοκη υπόθεση.

Μες στην κοινή ψηφιακή λούμπα αδυνατούμε να δούμε όσους εκφράζουν τη συνείδηση των καιρών. Όσους βάζουν το μέσο να δουλέψει αλλιώς.

Μες στα ποικίλα ερεθίσματα και την προγραμματική δυστοπία, οι εχθροί του Κράτους είναι τα γεννητικά μας όργανα, διότι πλέον κράτος δεν είναι το μόρφωμα γραφειοκρατίας και σκοτοδίνης που ξέραμε.

Το Κράτος είναι σήμερα ο τοποτηρητής της πληροφορίας και ο διαχειριστής του κοινού τόπου διήθησής της στις συλλογικές αυταπάτες.

Αυτό που φαίνεται να είναι τζάμπα είναι πανάκριβο. Ο διαφημιστής έχει τρυπώσει πίσω από κάθε οικογενειακή σέλφι, εκεί όπου ο μπαμπάς και η μαμά με όλο τον παιδεραστικό τους οίστρο φωτογραφίζουν τα παιδάκια τους για να τα δει ο γείτονας και ο καμαρότος σχολιογράφος της ψηφιακής ζωής.

Η υποκρισία είναι η μετρική του κυβερνοχώρου. Χωρίς υποκρισία δεν υπάρχει επικοινωνία εξ’ αποστάσεως. Μέσα στο έρεβος του ναρκισσισμού ίπτανται ποικιλοτρόπως η ιερή βλαχιά και η αγία μαλακία.

Κανένα Κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς χαφιέδες. Έτσι κι αυτό το ασύνορο ψηφιακό Κράτος από φάτσες και κωμικοτραγικά βιογραφικά όπου ο καθένας μπορεί να πουλήσει τη μάπα του, χρειάζεται χαφιέδες.

Μόνο που οι χαφιέδες εδώ δεν είναι στρατολογημένοι υπάλληλοι ή πράκτορες αλλά οι ίδιοι οι χρήστες του μέσου. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του, μπορεί να κάνει τον καθένα χαφιέ.

Μέσα στην ιριδίζουσα λεωφόρο γνήσιας και απόλυτης αχρειότητας πριμοδοτείται ο καλοθελητής. Ο ερωτισμός πρέπει να είναι κυβισμένος στην πλήρως ελεγχόμενη τηλεοπτική αισθητική και οι ιδέες θα πρέπει να ανήκουν στο κλειστό διάστημα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς για να είναι αποδεκτές.

Ο αστράγαλος του Αγίου Πολυκάρπου και η κλείδα της αγίας Βαρβάρας δεν είναι πορνογραφία και κακή αισθητική, σε αντίθεση με το μουνί που μας γέννησε και το οποίο κάθε φορά που εμφανίζεται σ’ έναν μη ευλογημένο ψηφιακό τοίχο το κατασπαράσσει ο αλγόριθμος της λογοκρισίας.

Οι διαφημιστές απευθύνονται σε νοικοκυραίους μικροαστούς. Κι οι νοικοκυραίοι μικροαστοί θέλουν μόνο την οικογένεια και το τομάρι τους σε πρώτο πλάνο. Τη σκατόφατσά τους σε άπειρες εκδοχές. Το κόμμα, την εκκλησία, τις καλές δήθεν πράξεις και τον ξεθυμασμένο ρομαντισμό. Τα άλλα τα κρύβουν κάτω απ’ το χαλάκι.

Κάθε αξιοπρεπής νοικοκύρης δεν ανέχεται στον τοίχο του αιδοία και ψωλές, μα κυρίως δεν ανέχεται τις ιδέες των άλλων, αλλά στο διπλανό παράθυρο της ψευτοζωής του μπορεί να τον παίζει βλέποντας ένα βιασμό ή μια ευλογημένη τσόντα απ’ τον κύριο ημών καπιταλιστή.

Ζούμε σε καιρό πολέμου. Όλοι οι καιροί είναι καιροί πολέμου. Πολεμάμε τους πολέμους κάθε είδους.

Όταν ο Νικόλαος Κάλας ρώτησε τον Αντρέ Μπρετόν τι θα πρέπει να κάνει ένας ποιητής σε καιρό πολέμου:«να γράφει ερωτικά ποιήματα» του απάντησε.

Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί απ’ το χριστεπώνυμο πλήθος και τους ανθρωποδιορθωτές. Ακριβώς γι’ αυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους, γράφοντας τους ηθικολόγους στα παπάρια τους.

Περί Λογοκρισίας

mpat

στο Θανάση Μπάθα 

Η ζωγραφική θα μπορούσε να είναι άσκηση ταχύτητας μες στο σκοτάδι. Εκεί που οι ξεχασμένες μελωδίες και τα ευκίνητα πυροτεχνήματα της φαντασίας στροβιλίζονται για να βγάλουν φως απ’ τα σπλάχνα του κόσμου.

Εκεί όπου ο καλλιτέχνης ως ιδεατός ηδονοβλεψίας της ιδιωτικής ζωής όλων μας αποθέτει τον εικαστικό του χαρακτήρα. Ανάμεσα στους στείρους δογματισμούς των θεωρητικών και στους επισκόπους της διακοσμητικής τέχνης. Ανάμεσα στη βαρβαρότητα ενός κόσμου που έχασε το κέντρο του και στον σπαραγμό ενός παρά φύσιν νόμου που επιβάλει η εξουσία.

Τι είναι άραγε σήμερα η λογοκρισία και πως μπορεί κάποιος να την εικονογραφήσει! Είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος ή είναι μια συνθήκη του παρόντος!

Πίσω απ’ το φιλελεύθερο προσωπείο ενός κόσμου που διακηρύσσει συνεχώς την ελευθερία υπάρχει ένας απίθανος μηχανισμός που καταβροχθίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την υποβιβάζει στην πιο υποταγμένη παθητικότητα.

Ένα παιδί μπουκωμένο από γλειφιτζούρια, αποδιωγμένο στην ακόρεστη φιληδονία της ανθρώπινης φύσης. Με το βλέμμα του προσηλωμένο στο μέγα κοσμοκράτορα που του προσφέρει αυτή την θανατερή ευχαρίστηση.

Μέσα στο στόμα του παιδιού, δηλαδή μέσα στο στόμα της αθωότητας, ο Μπάθας έχει αποθέσει την φονική ποσότητα, τις λόχμες του δυτικού πολιτισμού που είναι στρογγυλεμένες και ζαχαρωμένες.

Κλείνει τα στόματα όχι με βία, ξύλο και απειλές αλλά με γλυκιά σχεδόν πατρική αγάπη. Παιδιά τόσο μπουκωμένα από αγάπη και υλικά αγαθά που δεν μπορούν να μιλήσουν αλλά και να αναπνεύσουν σωστά. Να φωνάξουν, να ουρλιάξουν, να παίξουν.

Ένα πρόσωπο μπουκωμένο δεν βγάζει συναισθήματα. Δεν φαίνεται ούτε χαρούμενο ούτε λυπημένο, αλλά στρατολογημένο σ’ ένα βίο που δεν θα ρωτά και δεν θα συνθέτει, αλλά θα κατευθύνεται στην ενήλικη ζωή μπουκώνοντας καριέρα, σεξ, θέαμα και όποια άλλη υπερούσια θεολογία.

Μια γενιά ολοκληρωτικά σκλαβωμένη στην υπερσυσσώρευση καλοζωίας.

Ένας κόσμος ορισμένος απόλυτα απ’ τον καλλιτέχνη που βάζει τα χρώματα να μιλήσουν αλλιώς. Να φανερώσουν την λογοκριμένη επιθυμία που γίνεται κόλαση και παχυσαρκία. Που γίνεται ο αυτισμός ενός καταναλωτικού ολοκληρωτισμού μέσα στο λούνα πάρκ των ρυπαρών θεαμάτων.

Εδώ ο Μπάθας καλλιεργεί τις εικαστικές αρετές μιας πρωτοπορίας που δεν αγωνιά για τα εννοιολογικά νοήματα αλλά για την ουσία, βάζοντας μέσα στο έργο τη σωστή δόση παραφροσύνης που την εμπλουτίζει με οξύτητα.

Κάνοντας μια μαθηματικά υπολογισμένη εκτόξευση κριτικής του πολιτισμού μπροστά στο βλέμμα του θεατή. Υπογραμμίζοντας, πως, αυτή η χαρά της ζωής, επειδή έχει επιτευχθεί με αφύσικο τρόπο, είναι ένα δηλητήριο που καταλήγει να φαρμακώσει ολόκληρο τον κόσμο.

Αφήνοντας να φανεί μέσα στη χρωματική χύτρα των χρωμάτων που σιγοβράζουν μέσα στο συμπαντικό χάος, ένα μικροσκοπικό μόριο του σώματος που παραμένει ζωντανό και ακμαίο.

Ένα κομματάκι της συνείδησης που εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται, ένα τρεμούλιασμα ζωής ολοένα εντονότερο που λάμπει σαν την ψυχρή φλόγα ενός διαμαντιού. Ένα τοπογραφικό της ανθρώπινης ψυχής.

Έναν άφθαρτο και λαμπερό σπόρο χρωμάτων κρυμμένο στην καρδιά της φθοράς και του θανάτου.

Προσφυγή στις καύλες

prosfigi

Διάφοροι σύγχρονοι σοφοί και σοφολογιότατοι της πούτσας μας ταλαιπωρούν με ιστορικές αναλύσεις και γνώμες για το Μεγαλέξανδρο το μέγα Κωνσταντίνο και το σόι τους.

Αν είμαστε γραικοί φαντάροι ή Έλληνες κηροπλάστες. Με πατριωτικό οίστρο και λόγιο βλέμμα κουρδισμένο σε γαλανόλευκο φόντο αναλύουν τα ζοφερά καθέκαστα.

Οι σπλήνες των θνητών που βρέθηκαν μπροστά στις χατζάρες αρμαθιάζονται στη στατιστική μεροληψία του ερασιτέχνη ιστορικού που ανάμεσα σε καφέ και μπουγάτσα λαγάρισε ντοκουμέντα και πηγές άνυδρες με σφήκες και αναιμικά κορίτσια.

Ορθόδοξοι και ανορθόδοξοι χομπίστες των τεχνών και των γραμμάτων προαυλίζουν το ναρκισσισμό τους με ύφος δημογέροντος ιστοριοδίφη απλώνοντάς μας κόκκινες μπογιές και πατριωτικές βελατούρες εις τα μήκη και τα πλάτη της νοημοσύνης μας.

Ποιος έσφαξε, πόσους έσφαξε ο πάκμαν της ιστορίας στα πεδία των μαχών, εκεί που έπαιζαν φλιπεράκι οι κονκισταδόροι και οι ιμπεράτωρες.

Τουτέστιν το χωριό εκαίγετο και οι πουτανείς ελούζουν το διανοητικό τους αιδοίο.

Σβόλοι βλακείας παραγεμισμένοι ψείρες αρχιεπισκόπων που αγίασαν αναμίξ με εθνικόφρονες μπροσούρες λογίων της ημεδαπής αυταπάτης που εδόξασαν τη μπομπότα και το ζόφο εκτοξεύονται στα κεφάλια μας.

Ο καθείς σύγχρονος που έμαθε γραφή και ανάγνωση αλλά και την τεχνική του γούγλ, κάνοντας τη μηχανή αναζήτησης να πετάει σπίθες, όταν δεν κωλοβαράει ανάμεσα στα τηλεοπτικά κολλαγόνα και στο ξεπάστρεμα πληθυσμών δια απευθείας μεταδόσεως, ανακυκλώνει μισανθρωπία, ρατσισμό, κακεντρέχεια, βλακεία, θερμοδυναμική και πανάγιο τάφο, παναγία και Ήφαιστο, Μεγαλέξανδρο και Παπαφλέσσα.

Ένα πάρτι μαλακίας και εξυπνάδας από δωδεκαθεϊστές και αρχαιολάτρες ζευγαρωμένους με απόστολο Παύλο και Μιχαήλ Ψελλό μας σκοτίζουν τ’ αρχίδια καθημερινώς.

Κάθε νεοφιλελεύθερη ψωλή που της φταίνε οι κνίτες και κάθε πρώην συριζαίος της μεγάλης μικροαστικής παράταξης Όπου Φυσάει Ο Άνεμος-που αν τους ξύσεις αμφοτέρων το πετσί θα βρεις Μιχαλολιάκο και Τζήμερο-μας κουνάν το πατριωτικό τους δάχτυλο. Πότε μας προτρέπουν να πάρουμε τα όπλα και πότε να καθίσουμε στ’ αυγά μας.

Άλλοι έχοντας καβάτζα προίκα κόρης αρβανίτισας εκ Περγάμου, σύνταξη πεθεράς, επίδομα παιδοτρίβη, ταυτότητα ποιητού, άλλοι μεγαλοδικηγόροι και μεγαλομηχανικοί και φαρμακέμποροι, που τους σακάτεψε τους καημένους η κρίση κι όχι ο καπιταλισμός, λάβροι θέλουν να σκοτώσουν το δράκο του δημοσίου.

Ιδιώτες που άρμεγαν χρόνια το δημόσιο και τώρα που του στέγνωσαν τα βυζιά θέλουν να το αποκεφαλίσουν.

Διάφοροι τύποι με άποψη και λεφτά του μπαμπά, που αφήναν χρόνια την κουράδα τους στο δημόσιο χώρο πάντα επί χρήμασι τώρα εγίναν ιστοριοδίφες και αναλυτές.

Γι’ αυτό αδέρφια μου εσείς, που δεν σας ενδιαφέρει ο γκόμενος της Αγίας Αικατερίνης και οι αιμορροΐδες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αλλά πως θα ζήσετε σήμερα σαν άνθρωποι κι όχι σαν δουλοπρεπείς μαλάκες, φτύστε τ’ αρχίδια σας και μην ξεχνάτε. Η μόνη λύσις είναι η προσφυγή στις καύλες.

Προσευχή για σκύλους

pros

Η ζωή περνά έξω απ’ το παράθυρό μου. Ο κόσμος περιστρέφεται γύρω απ’ το σπίτι μου.

Κοιτάζω τη λεμονιά μες στο χορευτικό της οίστρο και το διακονιάρη δερβίση που με τον εκλεπτυσμένο του βρυχηθμό την συντονίζει με την ποιητική μου συνείδηση.

Αυτή την μη ακαδημαϊκή ψυχούλα του σκύλου, που ξέρει από βογκητά και δαγκωματιές και χαϊδέματα στο μέτωπο, στην κοιλιά, στους γοφούς.

Ζωή γελοία και απέραντη μέσα σε σιωπές και άλγη αλλά και θεία νοσταλγία μιας γυμνής και μιας τουρλωμένης κόρης.

Ποιος άραγε μπορεί να καταλάβει τον πρωτάνθρωπο εμένα και ποιος μέσα στη γαλαξιακή ελαφράδα της αστρικής πάχνης μπορεί να με συναντήσει;

Και ποιος, αφού, γάτες και σκύλοι, μερμήγκια, εργάτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά θα γίνουμε ένα! Ένας νεκρός, ένας θάνατος, ένας βασιλιάς σ’ αυτό το θηρίο παλάτι του διαστήματος.

Μα πριν φτάσεις εκεί στις μαύρες πέτρες που δε νιώθεται τίποτε, ούτε η οργή ούτε η καύλα, τίμησε στον πλανήτη αυτό και στη ζωή αυτή, τον πούτσο σου και το μουνί σου. Με παρέα ή κατά μόνας στήσε το ερωτικό σου τσαντίρι.

Και πιο κει ένα παράπηγμα, μια παράγκα ένα καμπινέ πάνω απ’ το βόθρο των εθνικών συμβόλων. Απ’ τις πατρίδες και τις σημαίες των κρατών. Χέσε τη δημοκρατία τους που είναι ποδοπάτημα του δυνατού στον αδύνατο μασκαρεμένο και γίνε ρατσιστής με τους ρατσιστές και μισαλλόδοξος με τους μισαλλόδοξους.

Γράψε το ποίημα σου όχι για την κυρία Κατεστημένου και τον κύριο ρυπαρό περιοδικάριο που θέλει τρύπα και Κυριαρχία.

Βλέπω στις αγρυπνίες μου το βλέμμα των ανθρώπων μπροστά στον κατακλυσμό, πριν αρχίσει να ρέει ο Λόγος κι η λογοδιάρροια κι ο εραστής γίνει κλαψομούνης και θρήσκος κι η σύντροφος γίνει βακέτα του διαφημιστή.

Βλέπω το όνειρο των ανθρώπων των σπηλαίων και των ανθρωποφάγων, εκείνων με το διπλό φύλλο και τις κοντές ουρές, εκείνων που τους λεν τρελούς και διεστραμμένους γιατί ζούσαν φυσικά, μακριά απ’ την κακεντρέχεια της μεγαλοφυΐας του πολιτισμού που κτίστηκε πάνω σε στρώματα σφαγής.

Με όλους τους ένστολους φασιστάκους που την αγνή πρωτόγονη ανθρωποφαγία την κάνανε πολιτική επιστήμη.

Που όλη την ποίηση της ζωής που ήταν επιβίωση και ηδονή την κάνανε πλούτο και θεωρία. Βιομηχανία όπλων και διδακτισμό. Αριστεία και λοιμό. Αντισηπτικά, εγωισμό, αγαμία.

Σοφούς που σου κουνάν το δάχτυλο και παπάδες παντός μαντριού που σε γαμούν ασάλιωτα, πότε με ψαλμούς και πότε με σταυροφορίες.

Η ζωή περνά έξω απ’ το παράθυρό μου. Κι είναι η ώρα να βγω να της δαγκώσω τη ρόγα. Να της χαρίσω το ποίημα μου και τη σάρκα μου ως τα τρίσβαθα.

Ύλη αναρχίας ως που να μελανιάσουν οι όρχεις μου.

Μαζί σου τη νύχτα

toys

Αγαπούμε τις φάρσες που λειτουργούν ως ίχνη παραμόρφωσης του καθημερινού και δια βίου ρομαντισμού.

Αγαπούμε τις παγανιστικές ιδέες και το κέφι της ζωτικής ορμής που στοιχειώνουν την ομορφιά.

Με όση λογαριθμική πανουργία διαθέτουμε βάζουμε αφαλούς κοριτσιών να μιλήσουν για τα μελλούμενα, φτάνοντας ως το τελευταίο δεκαδικό ψηφίο του σεξουαλικού λογισμού.

Στο γυναικείο βραχίονα και στα δυο σταυρωμένα γόνατα.

Με όλα τα θρησκευτικά και μυθολογικά προσχήματα αγγίζουμε τη θέρμη που αναδίδουν τα στήθη και τον αντίλαλο απ’ τους βαθύς αναστεναγμούς.

Ερωτευμένες θεότητες, χυδαίες για τον μέσο φορολογούμενο, πραγματοποιούν σπουδές ηδυπάθειας στις σαρκικές ποιητικές γιορτές.

Γιατί κάθε ποίημα που γράφουμε έχει σάρκα και μυρίζει χωματάκι και βροχούλα απ’ τη χώρα της συνουσίας.

Τρελές ιδέες από τρυφερή νόστιμη ανθρώπινη σάρκα.

Δόλο λυρικό που κατατρώγει χωρίς να χορταίνει. Το λουλουδάκι που ανοίγει και το κορίτσι που λούζεται. Και το κορίτσι που ανοίγει σαν λουλουδάκι.

Και φυσικά το κόλπο είναι να μάθεις να πετάς, αφήνοντας πίσω τα κόκαλα, τα εντόσθια, το αίμα και τους χόνδρους, χρησιμοποιώντας μόνο το αμετάβλητο εγώ σου, που είναι πάντα εφοδιασμένο με φτερά.

Τουτέστιν να σου φτάνει να ζεις μες στον ηρωισμό που προϋποθέτει η κάθε αλήθεια και η κάθε ομορφιά και η καύλα της στιγμής.

Εμβαδομετρία Υγρών Γάμου

embado

Κρατώ σημειώσεις στο πετσί μου.
Είναι η ώρα των ασμάτων για τη
νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου
και είναι τα σκυλιά τα αδέσποτα
που με φρουρούν και δεν χρειάζομαι
θεούς και δράκους και είναι τέσσερις
η ώρα τα ξημερώματα ως το μεδούλι.
Περνά το ζοφερό μηχανάκι με τη
Γκόμενα. Πάνε στο μέλι και το γάλα
της μαμάς οι εραστές. Πάνε στα
προξενεία για να προξενήσουν ρωγμές.
Πάνε στα βαλανεία για να βαλαντώσουν
με ρωμαίους εκατόνταρχους και
λιπαρούς ξηρομερίτες πάνε στους
τοπογράφους για να εμβαδομετρήσουν
επιφάνειες υγρά γάμου υγρού γαμήσια
φτερουγίσματα στα χθαμαλά χαντάκια
πάνε εκεί που η νύχτα δεν έχει λέξεις
συνδιαλέξεις κατεβατά περονόσπορο
διανοητές κι ετοιμοθάνατους ήλιους
πάνω πατώντας στη διπλή γραμμή
Αγρινίου-Θέρμου στον άξονα ειδωλολατρών
των λεσβιών Ακαρνανίας Αιτωλίας
τα καθαρά μαθηματικά απογειώνοντας
με αγκομαχητά κραυγές και γέλια
να μάθει ο κοιμισμένος ο ντουνιάς
πως σοδομίζει ένας χωριάταρος μια Λίτσα

Αγάπη μόνο

tremi-klei

Μυρίζω αυτό το λεπτό πυώδες λουλούδι της προσφυγιάς.

Οι τηλεοράσεις έχουν πάρει φωτιά. Τα συνεργεία και οι συνεργοί τους πλάθουν κουλουράκια ηθικής για τους ηλίθιους τηλεπότες.

Οι νεκροβάτες θεατές ανησυχούν για τα παιδιά τους και την ιδιοκτησία τους. Οι πρόσφυγες μπήκαν στα νεκροταφεία και ξηλώνουν μάρμαρα και τάφους. Οι πρόσφυγες έχουν ανοίξει μπουρδέλο στον καταυλισμό, ωρύονται οι καλοί και αξιοπρεπείς δημοσιογράφοι που ζουν στον πολιτισμένο μας κόσμο που δεν έχει μπουρδέλα και πουτάνες.

Οι πρόσφυγες διακινούν ναρκωτικά, κάνουν λαθρεμπόριο, τρώνε, πίνουν, αναπνέουν.

Μα, άθλιοι και κρυφοί κωλομπαράδες του Σκάι και των άλλων ευυπόληπτων καναλιών, οι πρόσφυγες είναι άνθρωποι όπως κι εμείς. Μιαν ολόκληρη πόλη αν την ξηλώσεις και την μεταφέρεις αλλού, πάλι η ίδια πόλη θα είναι. Με τους υπαλλήλους της και τους εργάτες της. Με τους μπράβους της και με τους εμπόρους της. Με τους καλούς και τους κακούς.

Σκεφτείτε ανθρώπους στερημένους νέους που τα έχασαν όλα για να καταλήξουν δούλοι στην Ευρώπη των λαών.

Σκεφτείτε καυλωμένα παιδιά που θέλουν να γαμήσουν και σακατεμένα νιάτα που θέλουν πρέζα για να ξεχάσουν και να ξεχαστούν.

Σκεφτείτε τον εαυτό σας πεταμένο στις λάσπες και τους αγαπημένους σας διαμελισμένους σε φωτογραφίες καλλιτεχνικές.

Σκεφτείτε την ελεημοσύνη των καθαρμάτων της εκκλησίας και του ιερατείου που με μια σακούλα σαβουροτροφής έχουν εκπληρώσει το τάμα της καλής πράξης και τώρα σας κουνάν το δάχτυλο γιατί θέλετε να γαμήσετε και να γαμηθείτε.

Γιατί θέλετε ναρκωτικά για να αντέξετε το άλγος και τον κακό μαύρο αφρό της πίκρας.

Σκεφτείτε μια μικρογραφία αυτού του βρωμερού συστήματος που εσείς υπηρετείτε με πάθος και πυγμή.

Σκεφτείτε πως αξιοπρεπή μουνόπανα και διαπλεκόμενα αρχίδια με την εξουσία, σαν κι εσάς, δουλεύουν για νταβατζήδες, εφοπλιστές, βιομήχανους που όχι μόνο δεν καταλαβαίνουν κρίση αλλά βγάζουν λεφτά απ’ αυτή.

Αξιότιμοι ξεκωλιάρηδες δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι των καναλιών, που διαμορφώνετε τη σκατένια κοινή γνώμη, κωλόπαιδα σπουδαγμένα σφαγή και κυριαρχία, εσείς, υπεράνω κάθε υποψίας νοικοκύρηδες με ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις, οι άνθρωποι έχουν ανάγκες. Κι όταν τους ανθρώπους τους πετάμε σ’ ένα λάκκο σαν τα σκυλιά κάποιοι θα εκμεταλλευτούν τις ανάγκες τους.

Μάθετε γαμημένα όντα με γραβάτα ή χωρίς γραβάτα, πως παντού είναι τα ίδια, η πείνα, η ταπείνωση, η αμάθεια, η διαστροφή, το μαρτύριο, ο δεσποτισμός, η απληστία, ο εκβιασμός, η στρεψοδικία, το μαρτύριο, η απανθρωπιά του ανθρώπου για τον άνθρωπο.

Άθλιοι εσείς ανάμεσα στους αθλίους, στολισμένοι με όλα αυτά τα εξευτελιστικά διακριτικά της κυριαρχίας, σοφές φώκιες και βόδια με γυαλιά και κακία, υπομονετικά γαϊδούρια και μπούφοι , ευνουχισμένοι τρελοί γορίλες και υπάκουοι μανιακοί, που δεν σας ενοχλεί η εκμετάλλευση του αφεντικού σας και το ξεπάστρεμα των ανθρώπων το ονομάζετε γεωπολιτική, βάλτε το χοντρό σας δάχτυλο στον χοντρό σας κώλο. Και γλείψτε το. Με όσο πάθος εκστομίζετε τον μισανθρωπισμό σας.

Φρουτοπία

froyt

Κάθε λέξη περιέχει όλες τις λέξεις γι’ αυτούς που εξέπεσαν στις ποιητικές ωοθήκες του γραπτού λόγου.

Εν αρχή ην η αρρώστια ή η δημιουργία. Μετά έρχεται ο Λόγος και τα λόγια.

Μες στο βολβό του ματιού υπάρχει απιθωμένος όλος ο μόχθος της μελέτης του κόσμου. Μελετάμε όλα τα μη αριθμήσιμα ανθρωποσύνολα εξερευνώντας την ακριβή τους κυοφορία.

Μελετάμε το χωροχρόνο της ερωτικής πράξης και τη μυρουδιά της μοναξιάς. Μελετάμε τη φλεβίτιδα και τον πόνο της καθαρίστριας που ξεσκατίζει τον καλό και πολιτισμένο κόσμο.

Μελετάμε τη ραγισμένη ουροδόχο κύστη των παραμυθάδων που γεφυρώνουν το βαθιά τραγικό με το γελοίο. Τις τρίχες και τα νύχια που μεγαλώνουν μες στη γλαυκή πάχνη ακατανοησίας της φθοράς.

Δεν ερμηνεύουμε την έρημο αλλά τη διασχίζουμε με όση αξιοθρήνητη άγνοια μας χαρίζει το όπιο της ομορφιάς και η λίστα με τα μικροπράγματα.

Ζούμε τις περισσότερες νύχτες μας βουλιαγμένοι μέσα στις περιγραφές και τις μαγγανείες, με τον έσχατο και μικρό εαυτό μας, αλέθοντας τις μαγικές στιγμές της αλητείας και της περιπλάνησης.

Ζούμε ανήσυχοι και απόβλητοι μέσα στα φλογερά εναύσματα του πυρετού της εποχής μας. Ανησυχία νομαδική που αναταράσσει όλες τις πηγές και τη λάσπη τους και τα ανθισμένα φύκια τους και τις μεταξωτές κορδέλες τους.

Ένας χορός της νόησης που αναζητεί πρωτάκουστες ισορροπίες έξω απ’ τη δογματοκρατία και το συμφωνημένο ιμπεριαλισμό.

Αντιηρωικοί τύποι, πρώην ένστολοι κάποιου μικρού ή μεγάλου φασισμού, άθεοι και αποσυνάγωγοι αλλά με μιαν αθεΐα σαρκική και γόνιμη που διακηρύσσει τον πρωτογονισμό της από αντίδραση στην οικουμενική επιδεξιότητα της κυριαρχίας.

Ανοίγουμε το μεγάλο λεξικό της φύσης για να βρούμε το αληθινό νόημα των λέξεων. Καυλώνουμε και πεθαίνουμε διηνεκώς, συμφιλιώνοντας στο χώρο και τη διάρκεια, τους πιο απόμακρους και τους πιο ανταγωνιστικούς κόσμους.

Βιώνουμε μιαν Άνοιξη τραγική, όπως όλες οι ανοίξεις, τότε που ενεργούν ο φόνος και ο οργασμός για να αυξήσουν και να πολλαπλασιάσουν την ενέργεια για γονιμοποίηση.

Τις καύλες του αρσενικού και του θηλυκού, τον ανδαλουσιανό σκύλο της αταξίας, τα πλοκάμια της πιο γόνιμης αναστάτωσης, ρίχνοντας χαστούκια στους εαυτούς μας και στο γούστο του κοινού που το συνθλίβει ο διδακτισμός και η κακογαμία. Οι φόροι και τα σφιχτά σουτιέν.

Περιμένοντας τον Γκοντό

perim

Εμείς, οι οπαδοί της ενδομητρίου ονειροπολήσεως ξέρομε πως οι ανάγκες του ματιού μπορούν να γεννήσουν ανάγκες της νόησης.

Εμείς που μπαινοβγαίνουμε στον ύπνο και τις τέσσερις εποχές κλάνουμε χαρωπά-όπως τα βρέφη τη μαμά τους-τον ακαδημαϊσμό και τους επαρχιώτες μιμητές του, αυτούς που ζουν σε πρωτεύουσες χωρών με νεοναζί και κολοκυθάκια από θερμοκήπια πρώην κονκισταδόρων.

Εμείς, που λίγο θέλομε να γείρουμε δια παντός στα καψοκαλυβάκια θηλυκών που διενεργούν ελέγχους ποιότητας σπέρματος με το βλέμμα, γράφουμε τώρα ποιηματάκια για σαλιγκάρια και Αγίους που αγάπησαν μαύρες τρύπες και ζωή δίχως λεφτά.

Εμείς, που λίγο θέλουμε ακόμα για να γίνουμε βιολιτζήδες σε τσιγγάνικη κομπανία αγαπούμε αληθινά όσους πάλεψαν μόνοι κι αβοήθητοι να τετραγωνίσουν τον κύκλο και τον αφαλό ξανθιάς που επήρε το τιμόνι της ανεκπλήρωτης επιθυμίας.

Μέσα σε κωλάδικα αφθονίας γνωριμιών που επιταχύνουν τις σκοτεινές ζυμώσεις, εκεί όπου αβάδιστα και αβασάνιστα ισχύει το Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος, διάσπαρτα λουλουδάκια λικνίζουν τη λαμπρή γύρη τους στο μουρμουρητό των αντρών.

Μέσα σε χώρους στάθμευσης αδήλωτου σπαραγμού και πόθου που δεν μπορεί να ξεσκολίσει ο συζυγικός φανός, κοπέλες με όλο τον ιμπρεσιονισμό της πουτανιάς περιστρέφονται γύρω απ’ τον άξονα ενός κόσμου που έχει χάσει το κέντρο του.

Η πιο θαυμάσια ευκαιρία που σου προσφέρει η ζωή είναι να γίνεις άνθρωπος. Να αποσυνθέσεις τη γκρίζα ατμόσφαιρα ως γραμματικός των σκελιών μιανής που σε χλεύασε και σε λάτρεψε ποικιλοδώς.

Σάρκες λαμπρές και τεφροί ουρανοί με οδηγούν. Ο άνθρωπος που είμαι τώρα γεννήθηκε απ’ ένα τραύμα. Δεν συνθέτω, δεν μεταθέτω. Χτίζω μ’ ένα μυστρί το μαύρο και το άσπρο. Το αίμα που παραφυλά πίσω απ’ τη σάρκα έτοιμο να ξεχυθεί στο μεγαλειώδες εύρος της σφαγής.

Εκεί όπου οι κοπέλες απ’ τη Γκάνα δεν έχουν άλλη παρθενιά για να προσφέρουν στους φαντάρους και τους αποσυνάγωγους επαίτες της ηδονής. Στα σκοτεινά παρκινγκ που μυρίζουν μουνίλα και κωλοδάχτυλο και νεκρική πίπα, μες στη μουντή ερεβώδη σύναξη των ερωτοφυλάκων, αντιγράφοντας τις πιο πένθιμες γιορτές του έρωτα στην αιωνίως σκοτεινή ληθαργική ζωή.

Εκεί όπου ένα βράδυ θα φτάσει ξανά ο Ιωσήφ με τους μπολσεβίκους του μοιράζοντας την αγάπη, αυτό το κρεμμύδι που έχει ένα εκατομμύριο φλοιούς. Το σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα υγρή προσκυνήτρια στην επικράτεια των χαδιών. Τα κολχόζ από χώμα και σάρκα, χτυπώντας αλύπητα τον υλιστικό και χριστιανικό πεσιμισμό που συναντιούνται κάθε φορά στα μισά του δρόμου για να μας διδάξουν την απελπισία.

Απ’ τις αναθυμιάσεις της καθημερινής ζωής θα πατάξουμε με τα φτερά του διαβόλου στην ευφρόσυνη νύχτα της αγάπης.

Ιερά και Όσια ή ο Βλοσυρός παππούς

iera

Να τα λέω τάχα όλα αυτά και να τα γράφω και να τα σκέφτομαι από μνησικακία, από φθόνο, από κατεργαριά; Ίσως. Ίσως να λυπάμαι που δεν μπορώ να γίνω καλός πατριώτης. Καλός Έλληνας, καλός Ευρωπαίος.

Καλός νεωτερικός αριστερός του τίποτα. Με Χατζιδάκι, Τσαρούχη και Νάνα Μούσχουρη. Ίσως. Ίσως τώρα μέσα στο ζήλο τού να είμαι ολοκληρωτικά ανθρώπινος, είμαι έτοιμος να γεννήσω ένα τερατώδες οικοδόμημα, έναν Παρθενώνα, που ασφαλώς θα ζήσει πολύ καιρό αφού χαθούν οι άλλοι Παρθενώνες, αλλά που κι αυτός θα χαθεί όταν εξαφανιστεί εκείνο που τον δημιούργησε.

Πρέπει να μάθεις να ζεις με τη βρωμιά, να μάθεις να επιπλέεις σαν τα ποντίκια των υπονόμων, διαφορετικά θα πνιγείς, μου λέει ο βλοσυρός παππούς όταν διαβάζω ποιήματά του.

Μου βγάζει ακτινογραφίες για να δει τον καρκίνο μου, τις αυταπάτες που μου κληροδότησε η γενιά του.

Σοφοί άνθρωποι του καιρού που έγιναν κατεστημένο μοιράζοντας συμβουλές και μπομπότα με χαβιάρι. Γέροι με χοντρούς μυωπικούς φακούς που όταν αποφάσισαν να παν με το κοπάδι έπαθαν ανοσία. Και τώρα κουνάν το δάχτυλο απ’ τους τάφους.

Για να σε δέχονται και να σε εκτιμούν πρέπει να εκμηδενιστείς, να μην ξεχωρίζεις απ’ το κοπάδι.

Απ’ την ενορία με τους καρναβαλιστές παπάδες της εκλογικής σου περιφέρειας, απ’ τους καλλιτέχνες βίου ανθόσπαρτου που ψάχνουν δημοσιότητα στα ψηφιακά μαγαζιά. Απ’ τους παχύσαρκους δεξιούς της συμμαζεμένης αριστεροσύνης και κουλτούρας που αυτομόλησαν στην καλοζωία του σαββατοκύριακου διαβάζοντας Αναγνωστάκη και Μιχάλη Κατσαρό σε νοικιασμένα δωμάτια στο Πήλιο.

Ευαίσθητες ψυχούλες που ο ποιητής τους θυμίζει πως κάτω απ’ τα κρεβάτια τους υπάρχει ένα ουροδοχείο.

Γηρατειά και φθορά ανακατεμένα με του τσαρλατάνου αγκιτάτορα τα παστέλια που έχουν κολλήσει στα γελαστά μουστάκια.

Παχύσαρκοι διασκέδασες, μια ράτσα προγενέστερη απ’ τα βουβάλια, κραδαίνουν την κουράδα τους πάνω απ’ την άβυσσο της κοινής γνώμης.

Κρίνε για να κριθείς, γουργούρισε όπως οι μπάκες των επισκόπων πάνω απ’ το τίμιο ξύλο. Η λογοκρισία είναι η πιο ευγενής αλαξοκωλιά λίγο πριν τις βόμβες και τα τανκς, τώρα, που, αποταμιεύουμε πατροκτονίες στα δόλια ποιηματάκια μας.

Τώρα που περνάμε κάτω απ’ τα πυρακτωμένα αγκάθια των επιταφίων, τα ιερά και τα όσια της φυλής που μηρυκάζουν αποτυχημένοι δάσκαλοι και τσαλακωμένοι εγωισμοί που τρύπωσαν στο χαβαλέ της νοικοκυροσύνης πουλώντας λήθη με τη σέσουλα και ναρκισσισμό από φίνο κοφτερό ατσάλι.

Τώρα που τα ντελικάτα τέκνα που έθρεψε το ίδρυμα Φορντ και οι χορηγίες ανάβουν στον τάφο του πολιτισμού που ψόφησε το κεράκι τους.

Όλο και κάποιος βρίσκεται να φροντίσει το πτώμα.

Να συντηρήσει δάκρυα και συμφιλίωση πάνω στα τηλεοπτικά αστραφτερά βυζιά ξανθιάς κόρης που θέλει λιγότερο κράτος, ιδιωτική πρωτοβουλία και γαύρο παστό με σαμπάνια στης μισθωτής σκλαβιάς το διάλειμμα. Στο κολατσιό με φίλους που δεν θ’ αγγίξει ποτέ μες στο δικτυωμένο υπερπέραν.

Ωοθήκες

vou

χαιρετισμός στον Nicolas Gavino

Αληθινός συγγραφέας είναι αυτός που ψάχνοντάς τον στη θέση του θα βρεις έναν άνθρωπο. Έναν ζωντανό άνθρωπο που μπορεί να φλυαρεί ακατάσχετα, πληροφοριακά ή ανόητα.

Ένας βασικός κανόνας είναι να μην υπακούει σε κανένα κανόνα, άρα και σ’ αυτόν το βασικό κανόνα. Να μην υπάρχει χαρακτηρισμένο συγκεκριμένο είδος αλλά να εμπεριέχει κάθε γραφτό του όλα τα είδη. Καμιά συμβατική φόρμα, παρά η δημιουργία μιας ολότητας που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε ανάλυση.

Οι αληθινοί συγγραφείς στον καιρό τους ήταν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Κυνηγημένοι απ’ την κακαδημία και τα περισπούδαστα κυκλώματα. Πολεμιστές και εξομολόγοι της ανθρώπινης ψυχής ψελλίζοντας καυλοπυρέσουσες ωδές στους φλογερούς δρόμους, τσαλακώνοντας τη γλώσσα για να αντλήσουν απ’ αυτή και την τελευταία σταγόνα έκφρασης.

Έννοιες παράλογες και υψηλές, ευπρεπείς και χυδαίες, πνευματικές και απρεπείς, σκληρές και γυμνές, επιθετικές και ηχηρές, κοινότυπες και φανταχτερές, υποταγμένες στη ζωτική ορμή και τη βία της αλήθειας.

Πάντα προσπαθώντας να ξεδιαλύνουν το μηχανισμό των συγκρούσεων που φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον εαυτό του και το σύμπαν.

Ένας δραματικός λυρισμός που εκφράζεται με λέξεις προσπαθώντας να συλλάβει το νόημα της ανθρώπινης μοίρας στη σύγκρουσή της με τους αιώνιους εχθρούς. Τον χρόνο, τον πόνο, τον θάνατο.

Ένας λυρισμός γέννημα θρέμμα μιας δυσαρμονίας που ξεσπά με τους λογοτεχνικούς θρήνους και τις απροσδόκητες κατάρες.

Γράφω σημαίνει θριαμβικά και μεγαλοφώνως διακηρύσσω τη συνειδητοποίηση της πτώσης μου. Εκφράζω τον εσωτερικό μου θρίαμβο επί του εκμηδενισμού.

Μέσα στις καταπιεστικές, καταθλιπτικές και εξευτελιστικές δυσχέρειες που ορθώνει η σύγχρονη ζωή γράφω επιστολές στους συνδαιτυμόνες που καίγονται κι αυτοί όπως κι εγώ.

Οράματα, πεδία μαχών, βομβαρδισμένες πόλεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μέσα στον παγερό τρόμο των σωρών των σκοτεινών πτωμάτων, εκεί στις ακρώρειες της φωσφορίζουσας δυστυχίας σκάει ένα γέλιο χαράς κι ένας αέρας απελευθέρωσης του ανθρώπου με όλα του τα πνευματικά όπλα, που ακόμα κι αν συντριβούν προσωρινά, στο τέλος νικούν πάντα θριαμβεύοντας πάνω στην ήττα και το χρόνο.

Η συγγραφή είναι η τρελή ελπίδα ενός ανθρώπου αποφασισμένου να ζήσει, για τον οποίο η λεκτική γραπτή έκφραση είναι ένα είδος προσωρινής σωτηρίας. Το θάρρος εδώ είναι απαραίτητο όσο και η σκληρότητα.

Δεν γράφουμε για να αρέσουμε αλλά για να επιβιώσουμε μέσα στην παράδοξη ποικιλία ενός κόσμου που στροβιλίζεται χαμένος μες στις έμμονες ιδέες και τα πάθη του.

Η σπουδαία τέχνη υπήρξε στο πέρασμα των αιώνων το κορυφαίο αμυντικό όπλο των ανθρώπων που δεν ήθελαν να σφάξουν και να ξεσκίσουν σάρκες αλλά να προετοιμάσουν τις μελλοντικές νίκες με τον πιο ύπουλο τρόπο. Με τον πιο επιθετικό λυρισμό. Με τον πιο αχόρταγο ποιητικό οίστρο.

Το Μηδέν Και Το Άπειρο

mhden

Είμαστε σπρωγμένοι μες στη φυλλωσιά ενός νυχτερινού θρήνου. Λίγοι μπορούν να μας καταλάβουν και λίγους μπορούμε να καταλάβουμε. Απέναντι σε κάθε συγγραφική ασέβεια η σάρκα κοσμογραφεί το ανθρώπινο πνεύμα που βρωμίζει και σήπεται.

Η σάρκα, θλιβερή στη λογοτεχνία, ασθενής για τη θρησκεία είναι πρωτίστως εύθραυστη. Οι ιμπεράτωρες του θρησκευτικού αλφάβητου μεθόδευσαν το σχίσμα του ανθρώπου από τη φύση. Μνημόνευσαν δολίως κάθε φαντασιακό απόκριμα της επιθυμίας.

Ο Άγιος Αντώνιος σπάραζε απ’ τις γυμνές και τα θηρία που αποχαλινωμένα τάρασσαν τα όνειρά του. Κάθυγρος πεταγόταν απ’ τον ύπνο του γιατί ζητούσε το θηλυκό.

Ακόμα και στην πιο ανυπόληπτη ερημιά και στην πιο μακάβρια απομόνωση ο ερημίτης έμενε απροστάτευτος απ’ τον πειρασμό και τις εφόδους του διαβόλου. Ούτε η σοφία που θα ανέμενε κανείς από ένα θεοσεβές γερόντιο ήταν ικανή τον προστατέψει.

Η φαντασίωση της γυναίκας-θηρίο μαζί με τους θηλυκούς δαίμονες και τις μάγισσες υπήρξε ο κορυφαίος παροξυσμός της χριστιανικής μυθογραφίας.

Η θυγατέρα της Εύας με τις δυο τρύπες ανάμεσα στα σκέλη υπήρξε ο οχετός όλων των διαστροφών. Μόνο ο ρόλος της ως μητέρας, υπό την προϋπόθεση ότι θα τον υποδυθεί με γενναιότητα υπό το βλέμμα της υποδειγματικής παρθένου, της επιτρέπει να εξαγοράσει την αμαρτία της και να σωθεί.

Η εξευτελιστική εικόνα του οχετού, υγρού και βρόμικου τόπου κάθε ακαθαρσίας, αποκαλύπτει το μίσος αλλά και τον καταπιεσμένο πόθο για το άλλο φύλλο, ενός κλήρου καταδικασμένου στην αγνότητα.

Μέσα σ’ ένα αμιγώς κανιβαλικό τελετουργικό το: Λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και τούτο εστί το αίμα μου, πίετε εξ αυτού πάντες…, λειτουργούσε ως θεώρημα πάνω στη σάρκα του αφοσιωμένου στο θεό αρσενικού που υπέφερε το μαρτύριο μιας παρά φύσιν εγκράτειας.

Η παρότρυνση προς το θεοφαγικό όργιο ήταν ο δρόμος που οδηγούσε εκτός ερωτισμού.

Μόνο μια θρησκεία βασανιστών και ιεροεξεταστών μπορούσε να στρεβλώσει τόσο την ερωτική πρακτική μετατρέποντάς την σε κάτι τερατωδώς άσεμνο.

Η θρησκεία εμφανίζεται ως μανιακή παραμόρφωση του έρωτα, σε βαθμό που να μετατρέπεται σε καταπιεσμένη πορνογραφία. Εγκράτεια και πνευματική χωροφυλακή.

Απ’ τον πορνογράφο εξομολογητή περάσαμε αισίως στον πορνογράφο ψυχολόγο. Ο μοντέρνος ιμπεριαλισμός της ομοιομορφίας απαιτεί ανανέωση της εξατομικευμένης κατανάλωσης θείας πορνογραφίας.

Απ’ τα ράσα που δεν διαθέτουν την απαραίτητη σχισμή για να ξεσπαθώσει η σκληρή στύση του τράγου που είναι κρυμμένος πίσω απ’ τις τρίχες του, περνάμε στον αποστειρωμένο γιάπη που δίνει συμβουλές με όλη την υπεροψία του ιεροφάντη της κακογαμίας.

Πάντα με το αζημίωτο και πάντα με μετρητά οι πιστοί λαδώνουν το εντεράκι των υπαλλήλων του θεού, βάζοντας μέσο για να πιάσουν μια καλή θέση στον παράδεισο.

Ευχές Και Άλλες Ωμότητες

eyxew

Εύχομαι συνήθως, στις φίλες και στους φίλους μου καλό Πεθαμό και στους θεούς Καλή Ανάσταση. Οι άνθρωποι είναι ζωντανοί ενώ οι θεοί πεθαμένοι και δια παντός ανύπαρκτοι.

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη έναν αξιοπρεπή θάνατο, δηλαδή μιαν ουσιαστική και αληθινή ζωή. Τη συνένωση του γίγνεσθαι με το Είναι, διότι ο άνθρωπος ζει μια και μοναδική φορά αλλά αν το κάνει σωστά μια φορά είναι αρκετή.

Ξέρουμε πως η ζωή είναι τέχνη κι εμείς οι καλλιτέχνες του βίου μας. Και ξέρουμε πως δεν πρέπει να παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν βγαίνει απ’ αυτήν ζωντανός.

Το να μην παίρνουμε όμως τη ζωή στα σοβαρά δεν σημαίνει ελαφρότητα, αλλά πάθος. Δεν σημαίνει βόλεμα και κωλοτρίψιμο με την εξουσία, αλλά άρνηση της εξουσίας και του βλοσυρού ιερατείου που την διακονεί.

Κοιτάξτε αυτούς που εγκαταλείπουν την οδό της Αρετής και μπήγουν τα γέλια σαν κοκόρια. Και μιλάω για κοκόρια γιατί αυτά τα όντα δεν βγαίνουν με κανέναν τρόπο απ’ τη φύση τους, όχι τόσο από αδυναμία όσο από περηφάνια.

Και μιλάω για κοκόρια αφού δεν μπορώ να φανταστώ αυτά τα πλάσματα να εκστασιάζονται μπροστά στην ίδια τους την αδυναμία και την αμάθεια όπως ο άνθρωπος, ο ευλογημένος και θεϊκά παραμυθιασμένος από κάθε μισαλλόδοξη σκατούλα.

Μες στο φριχτό και απαίσιο ασκήμισμά του απ’ τις πατρίδες και τις θρησκείες ο ανθρωπάκος κάθεται δυστυχισμένος και καταθλιπτικός πίνοντας καφέδες και κλαίγοντας τη μοίρα του. Αλλά κυρίως μοιράζοντας ευχές.

Οι ευχές είναι τζάμπα και ξεστομίζονται εύκολα. Οι άνθρωποι εύχονται βλακωδώς και συνεχώς. Ευχές όλο ευχές. Μαλακισμένες ευχές. Χαζοχαρούμενες ευχές. Ευχές τηλεφωνικές, ομαδικές, διαφημιστικές. Ευχές του κώλου, άσχετες και ψεύτικες. Υποκριτικές.

Σας εύχομαι χρόνια πολλά, υγεία με την οικογένειά σας μου λένε και μου γράφουν. Μα εγώ θέλω να τους ευχηθώ την πιο αληθινή και ουσιαστική ευχή. Σας εύχομαι καλά γαμήσια. Ουσιαστικά και φυσικά και αβίαστα. Και σε σας και στην οικογένειά σας.

Ενυδρείο

prog-4

εικαστική αφιέρωσις στον Harry Holland

Η τόση αναρχία της μυρουδιάς σου αμυδρώς διακρινόμενη απ’ τους νοικοκυραίους.
Δονούμε απ’ τις γυμνές που με κυνηγούν.
Μέσον διαφυγής οι τέχνες που αυθαδιάζουν.
Πολίτες μικροπαντρεμένοι και άλλοι ισοβίως πολιορκημένοι ανατριχιάστε. Αφεθείτε στην αφή. Στον αφαλό που ο κύκλος του αποκρύπτει τα μύρια.
Ο έρως που φωλιάζει στην σύγχρονη τέχνη είναι ιδεοληπτικός.
Και οι όμορφες ξανθές μας χαρίζουν τη χαζομάρα τους από άμβωνος.
Τον τενεκέ με τα λουλουδάκια δεν μπορεί να τον χωρέσει ο ρομαντισμός.
Αμύνομαι στην πλοκή που με σμπαραλιάζει.
Χνώτο σύντομο μέλλον μου, όσοι με νιώθουν είναι μακριά.
Ο λυρισμός ιδιοτρόπως υποτονθορύζει την αγάπη μου για τα απλά και τα κοινά.
Αυθαιρέτως αναποδογυρίζω απόψεις συμπολιτών.
Αρκετοί συμπολίτες μου ψάχνουν αρχηγό.
Οι άνθρωποι επιδιώκουν να αλλάξουν τη ζωή τους αλλάζοντας αρχηγό.
Μα ξέρουμε πως όσους βοσκούς κι αν αλλάξουν τα πρόβατα πάλι θα οδηγηθούν στα σφαγεία.
Βγαίνω απ’ την ήττα μου νικητής.
Ματαιοπονώ, δηλαδή γράφω για να γλιτώσω απ’ την ασφυξία της ερμηνείας.
Ο λαός επίορκος των σκοτεινών φόβων.
Ο λαός θεατής που σκεπάζει τα μάτια του για να μην τον προδώσουν.
Το κοινοβούλιο ένα θέατρο που επιχορηγεί αδρά ο λαός γνωρίζοντας πως οι βρομοδουλειές κλείνονται στο παρασκήνιο και υπογράφονται στο προσκήνιο.
Ο λαός ποτίζει γαλατάκι τις Τραγωδίες όπως ένα υπέροχο σιωπηλό κορίτσι κατουράει στον αγρό.
Όλοι οι ποιητές είναι μαθητές του διαβόλου.
Αλλά μόνο οι αληθινοί ποιητές είναι διαβολικοί.
Ο άνθρωπος οφείλει να είναι τόσο αφελής όσο του επιτρέπει η περιουσία του.
Για να ευτυχήσεις πρέπει να πάρεις ρίσκο ποντάροντας στην ευτυχία των άλλων γύρω σου. Για να δυστυχήσεις τα πράγματα είναι πιο απλά.
Τώρα καπνίζω τα δήθεν συναισθήματα.
Οι ζωγράφοι είναι πλασμένοι δια να αποκρύπτουν.
Δια της απόκρυψης φανερώνεις.
Και βεβαίως η προσπάθεια να τακτοποιήσεις την πολυπλοκότητα σε οδηγεί στην πιο απλή ποιητική πράξη. Το σεξ.
Δανειζόμαστε απ’ τη μνήμη ότι έχει αποξηράνει ο Χρόνος.
Την κυνική πανοπλία συμμαθητών που διέπρεψαν στις επιχειρήσεις.
Σημειωτέον αρκετοί συμμαθητές μου τους οποίους θεωρούσα ηλίθιους δεν με διέψευσαν.
Οπίσω έχει η αχλάδα την ουρά κι ο χοίρος του όρχεις μού είπε ο μοναχός Ησύχιος που δεν βρήκε ησυχία ποτέ.
Αφού λοξοδρομούσε, αφού, στην ασάφεια των ενστίχτων που διακλαδίζονται και ανθούν.
Κοιμηθείτε τώρα για να μην αμαρτάνετε.
Όποιος κοιμάται δεν αμαρτάνει ακόμα κι αν σκέφτεται αμαρτωλά πράγματα.
Δεν κινδυνεύει να φορτωθεί ποινές από τον ψυχολόγο ή τον παπά.
Αφροδίσια και άλλες αντινομίες.
Κοιμηθείτε.
Ελπίζω πάντα σ’ έναν καλόν ύπνο.
Ο ύπνος σε ξεγελά.
Αποξεραίνει τη σκέψη και σε οδηγεί στα γλυκάδια.
Στο σκότος κάτω απ’ τα φουστανάκια.
Στο λαμπρότατο έρεβος.
Εκεί που θριαμβευτικώς ασελγείς.
Τα πιο σπουδαία ιστορικά πρόσωπα της ζωής μου υπήρξαν η μαμά και ο μπαμπάς.
Ο πάτερ μου ιεροκρυφίως μου εδιάβαζε Εμπειρίκο και η μήτηρ μου Τζόυς Μανσούρ.
Οι γονείς μου με οδήγησαν στους ποιητές.
Ο πατέρας μου αποδείχτηκε πιο πονηρός απ’ τον Ιωσήφ κι η μάνα μου πιο καπάτσα απ’ την παναγία.
Μα μόλις έμαθα πως ο πατέρας μου γάμησε τη μάννα μου για να κάνουν εμένα, έχασα κάθε πίστη στην αγνότητα.