Στη Σάντα Μαύρα εκεί
σε μια ταβέρνα, στη Λευκάδα
έμπλεξα με τον παπά-Άρη τον ιερέα,
καλό κρασί και τον Αρχίλοχο παρέα.
Μες το κρασί και μες το χάος,
ρωτάει: «Είσαι χριστιανός;»
Ήταν καλός παππούλης, πράος,
ε, είπα, ας μη φανώ κακός.
Του απάντησα με ψυχραιμία
δείχνοντάς του το κρασί:
Ετούτο εδώ είναι ευλογία
που δε ρωτάει για θρησκεία.
Αγρότες ήτο οι πρόγονοί μου
και οι γονείς μου δούλοι
εγώ, το εγγόνι, στην ψυχή μου,
πιστεύω μόνο τους μπεκρήδες.
Βαρέθηκα μα το στανιό
την κρατική σφαλιάρα,
ναούς ν’ αλλάζω και προφήτες.
Έτσι κι εγώ τράβηξα πέρα,
από θεούς κι από αγιογδύτες.
Και αποκρίθηκε ως άγγελος Κυρίου
-αφού το σκέφτηκε αρκετά-
απήγγειλε ολίγο Αυγουστίνο,
μουρμουρητά, χριστιανικά
μα εγώ στ’ αυτιά μου
άκουγα μονάχα Αρετίνο.
Στα μάτια του παπά μια σπίθα.
Τρεμόσβηνε σα ναν φακός.
Γελώντας μες από τα στήθια:
«Κρίμα, να γίνεις χριστιανός»
Την πόρτα κοίταξα να φύγω
μα είπε ο παπούλης: «Στάσου!…
Κάτσε να πιούμε ακόμα λίγο.
Για την χριστιανική καρδιά σου!»
Μα ευθύς ξέχασε τα θρησκευτικά του,
ψυχούλες που έχωσε στο λάκκο.
Κι έβαλε τα ελληνικά του,
Έπινε… με τον Αντωνάκο…!