Μιράντα

pouta

Γνώρισα κάποτε μια γυναίκα που συγγένευε με την ιερογλυφική τύρφη του καυλωμένου κορμιού. Με το γυμνό της μάτι κατράμι και το μούτρο της λευκό και ανυπεράσπιστο.

Ένα ξέφλουδο δεντράκι, βορά στον επιτήδειο ηδονοβλεψία.

Ήθελε να γαμηθεί με ταξιτζήδες και τεκνά, τουρλωμένη πάνω σ’ ένα βάθρο ή στο πατρικό της κρεβάτι.

Αγαπούσε παράφορα τα αιματηρά ονόματα και τα πράγματα των οποίων η περίσσια έλξη για ζωή λησμονούσε το θάνατο. Στις μικρές επαρχιακές αβύσσους το φιλοθεάμων κοινό θέλει αίμα. Κι αυτή είχε μπόλικο.

Με χάιδευε όταν ήμουν αλλόκοτα άλλος, έφηβος, μια μάζα από μερικά δευτερόλεπτα χυσίματος και ποιητικής αφέλειας.

Λάτρευε τους δαιμόνους που δεν ήρθαν να τη συναντήσουν ποτέ. Φορούσε την κολόνια που κατευνάζει τους τρελούς θεούς και πίστευε πως ο θάνατος δεν είναι τίποτε.

Ζητούσε απ’ τους θεούς της, τους γείτονες και τους βιαστές της όχι μόνο να την κάνουν να δεχτεί τον θάνατο με χαρά, αλλά να τη βοηθήσουν να βρει σ’ αυτόν χάρη και γλυκύτητα.

Ήθελε να τη σπαράξουν τα ξίφη και τα βέλη σαν λιχουδιές.

Μέσα στη μοναξιά που την καταδίκασε το ουρλιαχτό της, βίωνε τη σιωπή και την ελευθερία, την τρέλα για το σεξ και το άγγιγμα του συντρόφου που δεν έφτασε ποτέ.

Αυτή η αποστεωμένη τρυφερή νεράιδα που βίωσε τη στέρηση και το χλευασμό, μέσα στο βόθρο της επαρχίας, δεν υπήρξε ένα ήσυχο ζώο αλλά ένα είδος σκοτεινής θεότητας, κυνηγημένο απ’ το κράτος και τις αρχές.