Όλοι εμείς, τα θνητά όντα, που περιφερόμαστε μέσα σ’ ένα σύμπαν που μας γεμίζει πλήξη, έχουμε την αγωνία να μιλήσουμε, αφού νιώθουμε πως ο καιρός μας λιγοστεύει.
Έχουμε την αγωνία, μέσα στην νεκρούπολη της ανθρώπινης καρδιάς να φυτέψουμε ένα λουλουδάκι απ’ το πάθος μας. Να δείξουμε τις κακοτοπιές και την ηλιόφωτη στύση μας που σκανδαλίζει τους καλούς νοικοκυραίους.
Να ξεσπάσουμε με όλη την αδηφαγία της ερωτικής διάθεσης πάνω στους ανθρωποκτόνους μηχανισμούς όπως οι σφήκες στους ατρύγητους ελαιώνες.
Να σκανδαλίσουμε με όλη την οργανική συνουσία των ιδεών, μυαλά και κορμάκια και να ξεσηκώσουμε ζαλάδες με όλες τις γενναιόδωρες ποιητικές μεταφορές. Με τη φρενίτιδα που σείονται οι ερωτότροπες μήτρες όταν δραπετεύουν απ’ την εξορία της γονιμότητας.
Ξέρουμε πως το σώμα μας είναι διάτρητο, ρουφηγμένο πολλές φορές μέσα στην μικρή υγρή εστία των ανθρώπινων σχισμών.
Ξέρουμε πως το ανθρώπινο σώμα, αυτό το μελλοντικό λείψανο που ευωδιάζει τώρα ερωτική αποφορά και μόχθο, μας είναι γνωστό περισσότερο απ’ τη λογοτεχνία παρά από την ιστορία της ιατρικής.
Και ξέρουμε πως χωρίς τις δικές μας αρρώστιες, η λογοτεχνία θα είχε διαφορετική μορφή. Χωρίς τις δικές μας καύλες η λογοτεχνία θα ήταν φτωχή πεθερά της γραφειοκρατίας.
Οι αρρώστιες και οι καύλες μας συνθέτουν την αρτιμέλεια της λογοτεχνίας.
Οι μεγάλοι κλασικοί πόνταραν στις αναπηρίες και τα πάθη τους, στους φόνους και στους ακραίους έρωτες, στα υπερούσια γαμήσια που η πνιγμένη τους κραυγή έσμιγε με τη λευκότητα των κύκνων.
Εκεί όπου κάθε άσμα γεννοβολούσε στο μέλλον μια επανάσταση.
Ένα καμπανάκι χτυπά φρενιασμένα κάθε φορά πάνω απ’ την υπονομευμένη ζωή του δημιουργού και τον παροτρύνει να βιαστεί γιατί δεν μένει πλέον καιρός.
Ο φυματικός Τσέχωφ γράφει φρενιασμένα για να προλάβει τις αιώνιες αναλαμπές της ανθρώπινης ψυχής που ξεριζώνεται μέσα στο ίδιο μας το σώμα.
Ο Φλομπέρ παθαίνει κρίσεις επιληψίας νιώθοντας να αιμορραγεί το νευρικό του σύστημα, κάνοντας το μόχθο του για τη μορφή να παίρνει το χαρακτήρα εξιλέωσης απέναντι στην αρρώστια του.
Και η οξύτατη διαπεραστική ματιά του Μπόρχες δεν θα έφτανε σε μας ποτέ, χωρίς την ολοκληρωτική του τύφλωση.
Γράφουμε κάνοντας τις πλάνες μας-αυτές τις λατρευτές και δύστροπες ερωμένες μας-διαδοχικές αποπλανήσεις σωμάτων που πασχίζουν να γλυτώσουν απ’ τη πιο σκοτεινή μήτρα του θανάτου εν ζωή, δηλαδή τη σιωπή.