Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, μα το παραμύθι δεν τελειώνει ποτέ.
Ο παραμυθάς είναι ο μονάρχης της θαλπωρής τού βίου μας, όπως οι νέγροι στα παρθένα δάση είναι οι φύλακες της νιότης της ανθρωπότητας.
Όπως οι φυσαλίδες της γκαζόζας στο στομάχι μια θηλυκιάς αλεπούς είναι οι εξαίσιες άπειρες φυσαλίδες του χρόνου.
Τα πράγματα είναι όπως είναι, λέει το παραμύθι.
Η λογική είναι τόσο παράλογη και βίαιη και καταστροφική που βρίσκει γαλήνη όταν πλάθει το ζυμαράκι της πανάρχαιας τροφής των ηρώων και των διαβόλων.
Η λογική τού παραμυθιού τρυπά τους τοίχους της ερμηνείας, εκεί όπου ξεμυτίζει κάποιος ποντικός απ’ το ρουθούνι ενός πρίγκιπα για να διακοσμήσει το φιλί του θανάτου.
Αφού ο θάνατος μας στέλνει τηλεγραφήματα ολημερίς, ταχυδρομικές κάρτες με τη φάτσα τού πατέρα που πέθανε και τα χαμόγελα φίλων που τώρα ταξιδεύουν με την αθόρυβη βάρκα τους στο στερέωμα της αιώνιας φθοράς.
Όταν θελήσω θα περάσω απ’ το σπίτι σου, μου ψιθυρίζει ο θάνατος. Κι έπειτα νάτος, μ’ ένα πελώριο αντικλείδι ανοίγει την πόρτα και μου λέει, έλα, ώρα να πηγαίνουμε.
Μα την ίδια στιγμή ο παραμυθάς έρχεται και μου μιλά και με κοιτάζει στα μάτια. Δεν πρόκειται να πονέσεις καθόλου, μωρό μου, λέει. Απλώς ήρθε η ώρα σου, κι αυτό που σου χρειάζεται είναι ένας μεγάλος ύπνος. Υπάρχει απ’ τον ύπνο τίποτε καλύτερο;