Καμιά καρδιά ανθρώπινη δε γλυτώνει απ’ τα φυσικά φαινόμενα. Κι υπάρχουν καρδούλες που λαχταρούν από αιώνες τον εμπρησμό και αγαλλιάζουν με την ξαφνική ικανοποίηση της αμνημόνευτης δίψας τους για εκπύρωση.
Αυτός ο κόσμος, δαμασμένος αλλά και εχθρικός όπως είναι, υποχρεώνει τη συναγωγή των ανθρώπινων σχέσεων σε αυτοοργάνωση εναντίον του.
Όταν τα γραπτά μας δεν είναι αλοιφές για υπαρξιακές πληγές και γρίνιες, αλλά ερωτικές επιστολές, σκορπισμένες γύρω απ’ τις αιχμές του σεξουαλικού ενστίκτου, τότε η ποιότητα αυτής της συναλλαγής υπονομεύει την τάξη του κόσμου.
Αν δεν οδηγούμαστε κάθε στιγμή στην πυρά μ’ αυτά που γράφουμε καλύτερα να σταματήσουμε να γράφουμε.
Αν δεν προσεγγίζουμε την αψηλάφητη γραμμή της ερωτικής συγκίνησης τότε δεν μας θέλει κανένας έρωτας και καμιά σπάταλη ύπαρξη που ζητά ανταπόκριση. Που ζητά έναν πύρινο λόγο, καυλωτικό μες στην ιερότητά του. Μες στα ζωντανά και παραβιασμένα σωθικά.
Εκεί που αγωνιωδώς προσπαθούμε να αποστρέψουμε μια στιγμή το βλέμμα απ’ τον έρωτά μας για να γευτούμε τον ήχο του. Το γδούπο του ερωτικού εμβόλου και τον μακρύ λυρικό μονόλογο της μηχανικής των σωμάτων.
Η ποίηση γίνεται ένα απέραντο θέατρο των κορμιών που χρειάζονται το λόγο ως εργαλείο για να γαμηθούν σωστά.
Και τα θηλυκά και τα αρσενικά έχουμε το σημείο διέγερσης στο ακουστικό νεύρο. Όλη μας η φυσιολογία εξαρτάται απ’ το πνεύμα που γίνεται χέρι για τα χάδια και δάχτυλα που διαβρώνουν το πνεύμα εισβάλοντας στις σχισμές του κορμιού.
Εκεί που η φύση φρόντισε να φτάσουν οι απολήξεις των ακουστικών νεύρων. Εκεί που η ερωτική πράξη είναι αποτέλεσμα κάθε λόγου και κάθε ποιήματος, που είναι λόγος και ποίημα και όχι πίτουρα για οικόσιτες καρακάξες.
Αν ο λόγος δεν σε ερεθίζει είναι λόγο βλαμμένος και λόγος μαγαρισμένος απ’ το ναρκισσισμό του γραφιά. Αν όμως ο λόγος σε ερεθίζει τότε σε οδηγεί σε ακατονόμαστε πράξεις.
Σε οδηγεί εκεί, στο λίχνισμα της διέγερσης και στον μελωδικό αναβρασμό της σάρκας που ανακινεί τη λεπιασμένη λάσπη της συνήθειας.
Τίποτε δεν μένει όπως το βρήκα. Τίποτε δεν αφήνω όπως το βρήκα.
Στα χέρια μου φυτρώνουν κρατήρες κορμιών που έχουν στα χείλη τους τη λάβα απ’ τις πνευματικές μου προστυχιές. Που έχουν τον οργίλο σπασμό του ζώου μες στον θηριώδη ερωτικό αδένα του κόσμου. Τους στεναγμούς και τα άλμπουμ φωτογραφιών. Τα κόλλυβα και τα πιεσόμετρα και τους απάνθρωπους πυρετούς.
Και βροντοφωνάζω στα καθάρματα, πως, μέχρι να πεθάνω θα ζω. Θα ζω εν υγεία και ηδονή και όχι στο κελάρι του κλαυθμού μου για να με λυπούνται πετώντας μου κέρματα αποδοχής στην ταμειακή μηχανή αυτολύπησης που έστησα με δανεικά.
Πριν πω το αντίο και θρονιαστώ στις βασιλικές βλεφαρίδες της αιωνιότητας και πριν γίνω απειροελάχιστη στάχτη που θα θρέψει τους μολυντικούς σπόρους, αφήνω να φυτρώσουν πάνω στο δέρμα μου οι εκρηκτικοί έρωτες. Αυτοί οι έρωτες που τους κερδίζει η ζωή μου εις βάρους του ύπνου μου.