Γυρνάμε κουρασμένοι από τις άγονες δοξασίες και τις περίπλοκες ερμηνείες του κόσμου.
Στρέφουμε την προσοχή μας προς την καθαρή στιγμή της ύπαρξης με όλο το διαβολικό ζωηρό Εγώ μας. Μα ο νους δε βρίσκει ανάπαυση.
Η πραγματικότητα, ακόμα και στις πιο όμορφες και ευνοϊκές της εκφάνσεις, δεν ικανοποιεί στο βάθος, την ανήσυχη φύση μας.
Η αντιπαλότητα μεταξύ των φυσικών πραγμάτων και του ανθρώπου αφήνει το αίμα της στο καθιστικό μας. Απέναντι στο απύλωτο στόμα του καλλιτέχνη, δεν κατορθώνει να σταθεί παρά το αδηφάγο στόμα του θεατή.
Στη χαώδη και θεολογικά ανυποστήρικτη ζωή μας έχουμε την υποχρέωση να βρούμε τη δική μας φωνή και να εφεύρουμε τα δικά μας άσματα σωτηρίας. Θα πρέπει να γίνουμε οι ιερείς της δικής μας ανάστασης και οι καταστασιακοί που δεν παπαγαλίζουν το παρελθόν αλλά προεκτείνουν την καύλα τους στο μέλλον.
Ακόμα κι όταν γινόμαστε ποιητές τεράτων, μονόφθαλμοι διαμορφωτές μορφών και πραγμάτων που ζευγαρώνουν το ψεύτικο και το αληθινό σε ένα.
Σε καιρούς πολέμου και κοινωνικής βίας οι μεγάλοι καλλιτέχνες ξεπηδούν μέσα απ’ τη συστημική συναγωγή.
Είναι αυτοί που έχουν τον πλούτο και τα εργαλεία, αλλά και το καλλιτεχνικό θράσος να κατουρήσουν τον υπουργό του πολιτισμού που κάθεται στα μπροστινά καθίσματα.
Να ανακατέψουν τα γιδόσκατα του μαντριού με τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ.
Να πάνε τον ερωτισμό ως την τελευταία λάμψη της μεμψιμοιρίας που υπαγορεύουν οι οικονομικές σχέσεις.
Αν δεν ξαναγίνουμε διαλεκτικοί ξεφεύγοντας απ’ τις διπολικές διαταραχές του καλού και του κακού, του όμορφου και του άσχημου, είμαστε καταδικασμένοι να ξεπέσουμε στην παραμυθία και την ύπνωση.
Αν δεν προβάλουμε τους σαρκώδεις χαρακτήρες μας πάνω στα κείμενα, εξωθημένοι στην πιο οργιαστική τελετουργία, θα χάσουμε τη μια και μοναδική ευκαιρία να δημιουργήσουμε σχέσεις αμοιβαιότητας και χαράς.
Η χαρά και η ευχαρίστηση δεν εγγράφονται σε καμιά οιδιπόδεια κατάσταση προεφηβικού κλαυθμού αλλά είναι πάντα τα ζητούμενα της πρωτοπορίας. Της ερωτικής μας νιότης που απ’ τις κρυφές εκλάμψεις της δραπετεύει στην καθημερινότητα.
Η τέχνη ή θα γίνει καταστασιακή ή θα πεθάνει και μαζί της θα πεθάνουμε κι εμείς.
Οι καλλιτέχνες είναι καλλιτέχνες κάθε μέρα στην πορδή και στο σάλιο τους. Στον τρόπο που βλέπουν και στον τρόπο που οδηγούν τους άλλους να βλέπουν.
Πέρασε ο καιρός της διακόσμησης και ο καιρός των αναλλοίωτων πραγμάτων. Τώρα, εν πικρία και ζόφω, περιμένουμε τη γενιά που θα πάρει το μπαλτά και θα εισβάλει στα μουσεία, σπάζοντας τις συμπαγείς μορφές από μάρμαρο ή πορσελάνη.
Κομματιάζοντας τα μπιμπελό της αναγέννησης και τα μαυσωλεία της Κυριαρχίας.
Θρυμματίζοντας κάθε αναπαράσταση και κάθε μορφή. Ανθρώπους, καμήλες, κριάρια, φίδια, ελέφαντες, αγγέλους και διαβόλους, θεούς και δαίμονες και υπάκουες θεραπαινίδες, όρθιες ή ξαπλωμένες, ασάλευτες μορφές που φρουρούσαν τον ύπνο των αυτοκρατόρων.