Σαλώμη

salomi

(απόσπασμα)

Ακόμα φέγγει. Άλλοτε τ’ όνομά μου ήταν Σαλώμη και τώρα Εβραϊκά γρανάζια Α.Ε. Αισθάνομαι να περιστρέφονται οι τροχοί. Τα μικροδευτερόλεπτα με ρυθμίζουν.

Μες στο κεφάλι μου έχω αυτό που πρέπει να βγει. Ο σταυρός στο στήθος μαύρος. Όταν βυθίζομαι στον ύπνο είναι το φως πιο δυνατό απ’ ότι όταν ξυπνάω.

Το όνομά μου ήταν Σαλώμη μα δεν υπήρξα ευτυχισμένη. Η ευτυχία μου ήταν μια γλώσσα που ζητούσε αίμα. Ένα μικρό κουβάρι γλώσσας που ήθελε να τυλιχτεί χορεύοντας γύρω απ’ το λαιμό του Βαπτιστή.

Έβγαζα σχεδόν ετοιμοθάνατη τα πέπλα μου ένα ένα.

Κάθε που ο πόνος ακουγόταν στην καρδιά μου, ψιθύριζα στον Βαπτιστή τον έρωτα της μάνας μου, την καύλα της να γαμηθεί όπως εγώ σκληρά έως θανάτου, να νιώσει τι εστί ηδονή μέσα απ’ την ομορφιά μου.

Το βράδυ εκείνο ζήτησα στ’ αλήθεια, ο ένας από μας να δει τον άλλον. Τα μάτια είχε ο προφήτης ορθάνοιχτα κάτω απ’ τους επιδέσμους.

Ο θεός ήταν στα μάτια του σαν σκεπασμένο θρεφτάρι για θυσία.

Ο πούτσος του μια κρύα μάζα που όρμησε μέσα μου απ’ τη μύτη και το στόμα. Έφεραν ένα λευκό πιάτο. Ο άντρας της μητέρας μου σαν υπνοβάτης μέσα μου, σαν δήμιος εραστής. Όλο έδενε τα πέπλα μου ένα ένα απ’ το σπασμένο χέρι της πίστης του.

Αυτή η σάρκα μου τού σκοταδιού από στάχτη και γλυκό μουνί, από ίχνη ζώου που ξεμπούκαρε απ’ το στόμα τού διαβόλου, ζητούσε ένα μαχαίρι για το σφαχτό.

Ζητούσε να οξύνει την ακοή του απογυμνωμένου που αφουγκράζεται έναν ήχο.

Τώρα, που τόσο απογυμνώθηκα σκαρφάλωσα στο λαρύγγι του την ώρα του οργασμού κι είδα το αίμα να πετάγεται τόσο που δε διέκρινα ουρανό και γη, τόσο που έμεινα σαν άνοιξη υγρή μετά το φόνο απ’ τα μαλλιά να κρατώ τον εραστή της φωνής του θεού.

Απ’ τις κομμένες φλέβες του έβλεπα να στάζει αίμα, ένα τσόφλι παχύ από σκληρό πόθο. Ν’ αφήνει πίσω μια γραμμή τρυφερότητας και καταφρόνιας. Ν’ αφήνει την οσμή απ’ τα τελευταία κόπρανα το λιανισμένο κορμί.

Και το κεφάλι του στα σκέλια μου. Ένας βρόμικος αχνός από άνθρακα και ιδρώτα. Το κεφάλι του άρχισα να βυθίζω στραγγαλισμένο μέσα μου. Να νιώθω τη σιωπή του θανάτου στο πετσί μου.

Μητέρα εγώ τού θανάτου και χασάπισα, τύλιξα με τα πέπλα μου το κεφάλι του Βαπτιστή, να το πετάξω στα σκυλιά. Να χορτάσουν.

Με λένε Μαίρη Λού και Μαύρο Κύκνο

kiknos

Με λένε Μαίρη Λού
Γέρους φωτογραφίζω για να βγάλω το ψωμί μου
Δεινόσαυρους σε καφενεία των Αθηνών
Τον Κύριο Φαλακρό Μαυροκόρακα
Τον Κύριο Ανθολογία Ποιητών Μεσοπολέμου
Τον Κύριο Ανάπηρο Κινηματογραφιστή
Τον Κύριο Υλικά Κατεδαφίσεως
Τον Κύριο Ορμονικές διαταραχές
-πασπαλισμένο Μάη του 68-
Τον Κύριο Κωλοτούμπα Ενταύθα
Με λένε Μαίρη Λού
Ο γκόμενός μου ελέγετο Λουκουμάς Εργένης
Έχει διπλά ονόματα, ακούει τζαζ
Και με πλακώνει στις μπουνιές όταν μεθάει
Των παλαιόθεν Αχαιών μεταφραστής και παπαγάλος
Με λένε Μαίρη Λού
Γέρους φωτογραφίζω μ’ ένα κλικ και περιμένω
Να φύγουν οι δεινόσαυροι μακριά
Να ξεβρομίσει η πόλις
Να βγάλω το μουνάκι μου στον ήλιο
Να ρίξει η κλειτορίς μου ένα βλαστήμι
Σ’ αυτούς τους Ηλιθίωνες τους γέρους
Που ούτε ένα ποίημα δε μου έγραψαν της προκοπής
Κι όλο με μαραζώνουν με αναμνήσεις που δεν έζησαν
Με αναμνήσεις Άλλων
Με κούφιες ρητορείες αλλά γαλλιστί
Με λένε Μαίρη Λού και Μαύρο Κύκνο
Και περιμένω έναν αθίγγανο αρτίστα
Να με γδύσει στο τσαντίρι του
Είμαι παιδούλα, ξέρετε, γεμάτη συνειρμούς
Λογοτεχνίες και τέτοια τα βαρέθηκα
Μονάχα το ταγισμένο κιλοτάκι μου
Θέλω να τού προσφέρω
Το ερωτικό μου ξύγκι
Να το αλείψει με τα δάχτυλα
Στο ημιτελές πορτραίτο τού φαλλού του

Μελάνια

melania-trumpo-593x400

Πόσα ξενύχτια μ’ έθρεψαν, Μελάνια, το ξέρεις.
Πως σου έγλειφα γονατιστός τις καλτσοδέτες
το θυμάσαι
τότε που με διόρισες ρεπόρτερ
στον Πόλεμο Του Κόλπου σου
τότε που μ’ έλεγες χαϊδευτικά
γλυκό μου μαντολάτο
τότε που μ’ έλεγες καλόγερο Σαμουήλ
και τι σπιρτάδα μου έγλειφες να γίνουν όλα Κούγκι
τότε που δούλεψα ως λιπαντής
στη Φάρμα σου στο Κάνσας
και οι καρδιολόγοι του Μεμόριαλ
μου βρήκανε υγρό στο μυοκάρδιο
μου βρήκαν χύσια σου στην αορτή
και στον δεξί μου όρχι μώλωπες
απ’ τον τελευταίο σου σπασμό
πριν φτάσει ο κακούργος ο χαλίφης Ντόναλντ Τράμπ
για να σ’ αρπάξει.
Ω! Μελάνια, το ξέρω
θα ρθείς να σβήσεις τα κεράκια
της χιλιοστής μου εκσπερμάτωσης
στο Γκουαντανάμο.
Θα ρθείς να μου χαρίσεις για ενθύμιο
το πρώτο σου μουνόπανο
την παρθενιά σου να έχω πάντα φυλαχτό
σε κάθε εικονικό πνιγμό του οργασμού μου.

Faber & Faber

faber

Στο δεξιό μηρό σου ορνιθοσκαλίσματα ιχθύων.
Εγώ, γέννημα θρέμμα μπολσεβίκος
μες στο μπολ με τα ζουμιά.
Όσο να πεις μηλίγγι
έφτασε ο Πολυνήσιος γίγας οργασμός
ουρλιάζοντας
πόσο πετσοκομμένη υπήρξε η ψυχούλα μου
πόσο η ψωλίτσα μου ορθή
που εζήλεψε τα χούγια ενός λόρδου
ενός λονδρέζου γητευτή
που καταβρόχθιζε τεκνά ως διορθωτής
στον οίκο faber & faber
στον οίκο απωλείας
μιας χώρας έρημης
δίχως σπληνάντερα
δίχως Βοϊδοκοιλιές και οροπέδια Λασιθίου
μονάχα κάτι χαμομήλια ελέω θεού
για τα τοιχώματα της κόγχης τού στομάχου
μονάχα κάτι αποικιακά συμπλέγματα σε ασανσέρ
με μπάτλερ και βασιλικά βυζίαν.
Ω! σφίγγες αινιγματικές
κι εσείς κορίτσια των Μακντόναλντς της Αμέρικα
που μεταδίδετε έρπητες και μύκητες
στα βλέμματα υπέρβαρων ανδρών
σκύψτε ν’ ακούσετε σεισμούς της Μεσογείου
πως μαλακίζει ο εγκέλαδος το ρήγμα της Ανατολής
πως καβαλάει τη Δύση η λιθοσφαίρα
πως κάνει παρά φύσιν σεξ
με το θωρακικό λοβό της οικουμένης
η Ασία.