Η ιστορία των τόπων ηδονής δεν είναι παρά αποδημία στους τέσσερις ορίζοντες της πόλης. Η λογοτεχνία και οι διαδόσεις εξασφαλίζουν τη μεταβίβαση της φήμης.
Πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, μεταναστευτικά κύματα, επέκταση συνοικιών, εκβιομηχάνιση, ανοικοδόμηση. Μπροστά σ’ αυτούς τους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς η ηδονή επιδεικνύει μια σατανική μακροβιότητα.
Η πόλη αποτελούσε πάντα το φόντο των τόπων ηδονής. Πότε μασκαρεμένη και πότε αφτιασίδωτη η ανάγκη για έρωτα τρύπωνε στην αγκαλιά ενός καθ’ ολοκληρίαν αγνώστου σύμπαντος.
Η νυχτερινή συλλογική συνείδηση της ύπαρξης της πόλης τρέφεται από τη γοητεία και το φόβο ύποπτων ατόμων. Πουτάνες και αδερφές, μαστροποί και νταβατζήδες, νυχτόβιοι, καθάρματα, κακοποιοί. Μια παρέλαση από μυθικές αλλά και αισθητικές φιγούρες της πόλης.
Απ’ το διακανονισμό της εργατικής δύναμης υπό το φως της μέρας περνάμε στην αγορά και την πώληση της ηδονής κάτω απ’ το ισχνό ατμοσφαιρικό φως της αμαρτίας.
Η ηδονή της πόλης εξαρτάται από τη μίξη των ταυτοτήτων, των ρόλων και των κοινωνικών θέσεων. Δεν θα μπορούσε να είναι ατομική ή ιδιωτική υπόθεση διότι τη χωρίζει μεγάλη απόσταση από τη σεξουαλικότητα κι ακόμη μεγαλύτερη απ’ το σεξ.
Η ηδονή της πόλης είναι πρωτίστως πολιτικό ζητούμενο προς εκμετάλλευση. Ο συνδυασμός της ηδονής με το έγκλημα και της σεξουαλικότητας με τη βία αποκτά ποικίλες μορφές.
Υπάρχει πάντα μια περιοχή ενδιάμεση, διάτρητη, εκεί που συναντιούνται οι πλούσιες συνοικίες με τις λαϊκές γειτονιές. Είναι τα κέντρα όπου αυτές οι επικίνδυνες γειτνιάσεις προξενούν ανακατέματα και εξαπατήσεις.
Εκεί όπου η καλή κοινωνία φτιασιδώνεται και φοράει μάσκα όταν κατεβαίνει στον υπόκοσμο της λαϊκής ηδονής. Η εισβολή στο έδαφος του Άλλου προς αναζήτηση ηδονής, επιτρέπει ν’ αλλάξεις δέρμα.
Να περάσεις προσωρινά από τη σκοτεινότητα της παρανομίας στα γιορτινά φώτα, από τα εγκλήματα της νύχτας στις καθησυχαστικές δραστηριότητες της μέρας.
Αλκοολικοί ποιητές του ενός ποιήματος, καταπιεσμένοι ομοφυλόφιλοι, διάσημοι λογοτέχνες που βγήκαν στην πιάτσα, μεταμφιεσμένοι όπως ο κακόμοιρος Ταχτσής που πνίγηκε πάνω στο τσιμπούκι, επαρχιώτες μαστροποί της δεκάρας, ομορφόπαιδα που τα κάρφωσαν πλούσιοι των Βορείων προαστίων, κοπέλες ξεζουμισμένες από ηθικούς νοικοκυραίους, στριμωγμένοι όλοι μέσα στην ερωτομηχανή της πόλης.
Σ’ αυτό το ανθρωπολογικό μουσείο όπου η κάβλα εκχωρείται στο κέρδος. Εδώ σ’ αυτό το πολυεθνικό πάρκο με τις άπειρες ανθρώπινες ιστορίες για τη φθίνουσα ερωτική ανθρώπινη πανίδα.
Εδώ όπου ο ορυμαγδός της ηδονής και της κάβλας, συνεχής και αδιάπτωτος, δεν αφήνει καμιά πιθανότητα για τη λαλιά.