Πάντα θυμάμαι μεσόκοπες γυναίκες να συντηρούνται υπαρξιακά ανάβοντας καντήλια στα νεκροταφεία και να αποθέτουν τους ερωτικούς κροτάφους τους δια παντός στο μαρμάρινο παραπέτασμα που περικλείει άφαντα κορμιά και ασκέπαστα από μυστικά και εκπλήξεις.
Νεκροβατούμε στον σταυρικό νυμφώνα ενός μαυσωλείου που το μεγεθύνουν οι θρησκευτικοί φραμπαλάδες και τα στέφανα από καύσιμη ύλη ανοιξιάτικης εσπέρας.
Με τα πορτοφόλια των πιστών να κλωσάνε τις συγκινήσεις, δίκην ερωτικού σπασμού και δίκην σφυροκοπώδους γαμεύσεως.
Κάθε ερωτική επιθυμία τοποθετήθηκε όπως όπως στην κωλότσεπη της φαντασίας και στο πίσω μέρος τού μυαλού και δεν είναι όπως παλιά ένα φτερούγισμα καύλας και μιαν υγράδα που έχει εκκολαφτεί στη ζεστασιά της μασχάλης, εκεί όπου αν μετρήσεις με το ερωτικό θερμόμετρο θα βρεις πυρετούς ανίατους και σακατεμένες ψυχές απ’ την κακή σεξουαλική εκπαίδευση.
Οι δυστυχίες όλες μαζεύονται πάνω απ’ τους τάφους.
Κουφές γυναίκες και κουτσές και στραβές, παραμορφωμένες, που διαθέτουν στιλπνό ξύγκι έγγαμου βίου ή ζωή θρίλερ, καμωμένη από δουλική πρώτη ύλη υπηρεσίας στο σύζυγο στον πατέρα ή στον αδερφό.
Κεντημένες με την ούγια της αποδοχής τού θανάτου φτασμένες εκεί που η φετιχοποίηση της απώλειας φέρνει φράγκα στον παπά και στο δήμαρχο.
Στους ιθύνοντες της προστασίας μιας απονεκρωμένης ζωής και ενός αβίωτου βίου.
Ανάβουν το καντηλάκι τους οι μαυροφορεμένες και οι χαροκαμένες με το σπίρτο που αρπάζει φωτιά απ’ τα μετόπισθεν της ζωής, απ’ την τρέλα που λαγάρισε σαν πειρατική σημαία και σαν λευκό εσώρουχο ερωτικής ανακωχής που θριαμβεύει φυλακισμένο στα μαύρα ρούχα τού πένθους.