Λουλουδάκια του αγρού

lalao

Τις τόσες εκδοχές τού έρωτά μας
σου διαβιβάζω εγγράφως. Αχ!
πες πως είμαι ψυχικάρης και πες πως
είμαι ερπύστρια, τσουλί, φτυστός
επιλοχίας και σκυλόψαρο. Tα Νίψον
ανομήματα μη μόναν όψη έκαμνα
γαργαλήστρες. Μαντάρω τώρα το
καλτσόν σου αχαμνή αγάπη,
βαρύοσμη λοξά υγρά και λόξα, αφού
βλαστήμησα νταούλια κι αφού η χάρις
τ’ ουρανού μ’ έκανε σφυροδρέπανο
στην πλάτη σου το κόκκινο βρακί σου
για να δρέψω. Να ξεκοιλιάσω Καίσαρες
Βαρόνους Φρύνους και τσιλιαδόρους
γέρους καταστασιακούς που γέρνουν
σε κοριτσίστικα βυζιά, βυζιά κινίνα. Ω ναι
το τοπικό κογκρέσο σου με διόρισε
φρικιό και λαίλαπα, πατημασιά φαλλού
μέσα σε τόσες άρρωστες καρδούλες.
Σου διαβιβάζω εγγράφως αυτό το Αχ!
που έσκουζα καθώς χυνόμουν μέσα σου,
έξω σου, παντού, κι έλεγες και ξανάλεγες
Αχ! Τι τενόρος θεέ μου!

Δηλωσίας

dilosias

Θα γίνω ο γλείφτης σου.
Το έχω ξαναπεί.

Τα ερωτικά σου χείλη και οι μικροστεναγμοί
δεν αφήνουν περιθώριο για λόγια και κουβέντες.

Θα γίνω ο γλείφτης σου. Το έχω ξαναπεί.

Ορκίζομαι στα γογγύλια και στα ρεπάνια
στη ζεστούλα σου φωνή απ’ τα έγκατα
στις φτέρνες και στους χαρταετούς
στα κορίτσια και στις γάμπες τους.

Τρόπος του λέγειν ορκίζομαι
γιατί οι όρκοι
είναι μια τελείως μαραμένη και ζαρωμένη ζωή.
Της αχράντου ψωλής μου μόνο σέβομαι τη σκληρότητα.
Είμαι ευαίσθητος
ένα πληγωμένο πουλάκι, γι’ αυτό,
θα γίνω ο γλείφτης σου
και το ξέρεις καθώς κρατώ την κοιλιά σου
κι ακούω να γουργουρίζει η ψυχούλα των σπλάχνων σου
και κάνω να ξεριζώσω με τα ίδια μου τα χέρια
τόσες τσουκνίδες τόσες απελπισίες
και τόσους πλατωνικούς έρωτες
και τόσες σβουνιές νοσταλγίας.

Ο έρωτας μας κάνει κακούς και ανώριμους.
Κι ο ανεκπλήρωτος έρωτας βλαμμένους.

Θα γίνω ο γλείφτης σου.
Θα σου βυζάξω το δάχτυλα και τις ρόγες.
Θα σου διαβάσω το ποίημα
που έγραψα για σένα από γεννησιμιού.
Να με προστατεύει και πέραν του τάφου
η τόση προσήλωση στο μουνί σου.

Άλση σπηλιές και λιμνούλες με κύκνους
στους τεθλιμμένους προσφέρουν παρηγοριά.
Μα εγώ θα γίνω ο γλείφτης σου.
Το έχω ξαναπεί.