Για να βρει ένας άνθρωπος το σθένος του πρέπει ν’ αψηφήσει όλες τις συμβάσεις. Να κάνει τις πιο μύχιες σκέψεις του πράξεις, με μιαν υπερφυσική ιταμότητα, όπως θα έκανε ένας θεός της γνώσης, λιβιδικός και συνάμα αγνός.
Όπως η δυσλεξία οδήγησε το Δημοσθένη στην άσκηση της ρητορικής, έτσι τα κουσούρια μας πλάθουν δεξιότητες βλέμματος και θέασης του παρδαλού κόσμου που εξάπτει κάθε κλιμακούμενη αντιμαχία μέσα μας.
Μιλάμε με ευκολία για καταστροφές, εγκωμιάζουμε τους γαμήλιους δεσμούς της οντολογίας με τη μεταφυσική, λαχταρούμε την κάβλα για να μπορέσουμε να ψηλαφίσουμε όλες τις μεθυστικές εκδοχές του βίου μας.
Απέναντι στον ξέφρενο χορό ενός σύμπαντος, του οποίου η βιαιότητα εκπορεύεται απ’ την απειλητική του αδράνεια, ξεσπά αυτή η ακατάσχετη ροή προς το έτερον ήμισυ.
Τρυπώνουμε στις σχισμές του άλλου, γλείφουμε σαν τα σκυλιά το σώμα που μας δίνεται, επιστρέφοντας στη μήτρα της αθωότητας.
Ξέρουμε πια, πως, κατοικούμε ένα περιθωριακό αστεράκι στην άκρη του Γαλαξία.
Ζούμε την εξαΰλωση του μαθηματικού σύμπαντος, το θρίαμβο και την πτώση της οικονομίας, την ανταρσία της βιολογίας, τα αδιέξοδα της ανθρωπολογίας, την αποβλάκωση της φιλοσοφίας μες στις ακαδημίες.
Ζούμε τη μελαγχολία ενός κόσμου γύρω μας που βουτά νυχθημερόν το πνεύμα του σε πράξεις απεγνωσμένης υστεροφημίας.
Ζούμε τα άτεγκτα πολιτικά μορφώματα της νέας δουλείας. Μα εδώ σε μας φτάνει και ο σκόρπιος σπερματόσπορος αυτής της γης.
Οι ανάσες των εραστών που κατατρώγουν τις πλαστικές αυταπάτες ευτυχίας.
Εδώ φτάνουν οι αχτίδες ενός ήλιου ειλικρίνειας και διαύγειας.
Εδώ φτάνουν τα ζεματιστά κορμάκια, μακριά απ’ την εκπαίδευση και την υποκρισία που χαλιναγωγούν τις επιθυμίες και τα νεύματά μας.
Μακριά απ’ τις ουράνιες τοξίνες και τους θεούς. Μακριά απ’ τους λυγερόκορμους στρατηγούς και τους τραμπούκους που η πονεμένη ανθρωπότητα διόρισε υπαλλήλους στο βρακί της.