Θα ιδρύσουμε το μουσείο των χαμένων ειδών.
Είσοδος ελεύθερη. Το νόμισμα εδώ θα είναι
η ικανότητα να αντέχεις τον πόνο και τη θλίψη
να παρατηρείς τον αφανισμό σου. Όρνεα με
ψυχρό αίμα θα παίζουν τρελά με χελώνες.
Σαύρες τρυφερές σαν κουταβάκια. Υβρίδια
από λεμούριο και χταπόδι μέσα σε ήρεμους
πράσινους στροβίλους και δίνες. Άρχοντες
του πολέμου θα ξεπετάγονται. Προφήτες που
επέζησαν από την ασθένεια μεγαλομανίας
του Χριστού, θα κερδίζουν οπαδούς και θα
κηρύσσουν ιερούς πολέμους ενάντια σε άλλους
προφήτες και στον άπιστο πληθυσμό. Μαύρες
γυναίκες θα σπάνε τις κόνιδες πάνω στο τρυφερό
τους χνούδι. Θα σηκώνουν τα φουστάνια για να
δείξουν το βαθύ ετούτο ρόγχο του πρωτόπλαστου.
Τους βολβούς των ματιών όσων στοχάστηκαν
βασκανίες και οργασμούς, αμολημένοι γύρω
απ’ το φεγγάρι. Χορεύοντας το χορό της χαοσύνης
ακούγοντας τη μεγάλη μαύρη τρύπα του σύμπαντος
να κλάνει νέα είδη και νέες υπάρξεις, αψηλάφητες
ακόμα απ’ τα σκοτεινά δάχτυλα της γενετήσιας ορμής.
Month: Ιουλίου 2017
Παίγνια ερωτικής νυκτός
Βλέπω την καταιγίδα από σάλια να έρχεται
Μια ζωή απερίγραπτα βρόμικη
έχει τη μυρουδιά από κάτουρα ανεκπλήρωτων ερώτων
Συντάγματα ηδονής και πόνου
Μυρουδιά του μπαρουτιού και μυρουδιά του κώλου
Υπήρξα δειλός καθώς έγδερνα με τα νύχια την ομορφιά σου
Τα χέρια ιδρωμένα τόσο
όσο να βρει κανείς τη λαγνεία της παιδικής ηλικίας
και να πιέσει τη σκανδάλη
να σκοτώσει με το δάχτυλο
η πυρωμένη κλειτορίς
τη φτιασιδωμένη θλίψη στα γυναικεία κρεβάτια
Αχ! νύφες με τρίχες σάρκα και λίπος
Γιατί τα δέκα μικρά σας δάχτυλα είναι και δικά μου
Σας καθοδηγώ τώρα στη ευτυχία
Βλαμμένα κορίτσια
Πληγωμένα από εραστές πους σας χάιδεψαν στα σκοτάδια
Να! δείτε τη μεγαλόπρεπη τρυφερότητά μου
Το βίο μου που τον αφιέρωσα στην πορδή σας
Μονάχος στο καλυβάκι του πόθου
Με τη θηλιά του οργασμού γύρω απ’ το λαιμό μου
Ω! ελάτε να με λυτρώσετε
Κλωτσήστε την καρέκλα κάτω απ’ τα πόδια μου
Θα βρείτε το σημείωμα του αυτόχειρα
στα ετοιμόλογα χείλη του μουνιού σας
Γύρη σκορπισμένη στο ξύγκι του αφαλού
Και σπερματόσπορο παντού
Θεογονία του Νότου
pixography: Apollonia Saintclair
Είμαστε παιδιά του Νότου και της ντροπής
Από γεννησιμιού νοτισμένα όντα, υγρά
Η γη είναι η μητέρα μας
κι ο πατριός μας ράθυμο καναρίνι μέσα στην κάπνα
Χλωμά αρνάκια του εσταυρωμένου
ανεβαίνουν τα δύσβατα μονοπάτια
Θέλω μια νέγρα να μασουλήσω τα στήθια της
σαν ξεδιάντροπος πίθηκος
Θέλω για δόλωμα την ψυχή ενός γουρουνιού
Σβουνιές και γέλια στα μουστάκια των φίλων
Οι εχθροί καρακάξες πέρα στους πέρα κάμπους
Κι ο δαίμονάς μου γουργουρίζει ορφανός
Έχω καρδούλα φιλάργυρη σαν αχόρταγο έμβρυο
Μαύρα έντομα περιμένουν το θάνατο να βγει απ’ το λαρύγγι μου
Σε θέλω
Σε θέλω την ώρα που βγάζεις τη φούστα
Και πέφτει γυμνό μες στο πηγάδι το κολπικό σου φιλί
Και το ρουφάει το φίδι των αποκομισμένων νέγρικων σπλάχνων μου
The Sperm Harvesters
Lydia Holmes, The Sperm Harvesters, 2012. Graphite on paper, 51 x 55 cm.
Συνήθως, μετά την καταδίκη της δωδεκαετούς σχολικής εκπαιδεύσεως βλέπουμε τον κόσμο αλλιώς.
Ασφαλώς μερικοί δραπετεύουν πριν εκτίσουν το σύνολο της ποινής. Ο στόχος πάντα είναι το φευγιό απ’ το σπίτι.
Όσοι έμειναν στα σπίτια τους-μεταφορικώς και κυριολεκτικώς-γερασμένοι πρόωρα από μια γενική και υποχρεωτική απολιθωμένη μόρφωση, που τους απορρόφησε πλήρως, δεν βρήκαν το χρόνο και το χώρο να μάθουν ενδελεχώς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο σώμα τους κι απέναντι στο σώμα του άλλου.
Ασχολήθηκαν με τον κοινωνικό πόλεμο και τον θυμό και τις πομφόλυγες της οικογενειακής άρρωστης συνύπαρξης.
Έμαθαν από νωρίς να αγωνίζονται, δηλαδή να συναγωνίζονται και να ιδροκοπούν σε άθλιες δουλειές ή χρυσοποίκιλτα κάτεργα, ευνοώντας μέσα τους την ανάπτυξη του σαδισμού που είναι ο χειρότερος εχθρός του ερωτισμού.
Βουτηγμένοι μέσα στη λογική του πολέμου μαθαίνουν εύκολα να καθαρίζουν ένα πολυβόλο ή να λύνουν ένα μυδραλιοβόλο.
Κι αν κάποιος δυστυχής συγγραφέας τούς περιγράψει με λεπτομέρειες τις καμπύλες των γοφών μιας κυράς ή το μοναδικό εξαίσιο μουνί της, αποκαλύπτοντας συνάμα κάποιες ενδιαφέρουσες και δελεαστικές ιδιαιτερότητες της παρορμητικής ανατομίας του, τότε θα τον πάρουν απ’ τα μούτρα και θα του επιτεθούν.
Τα αρχιδάκια και τα μουνάκια είναι καταδικαστέα. Ο λαός μπορεί να χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητα μονάχα ως εκτόνωση μέσα στο ιδιωτικό του ενδιαίτημα, αλλά όχι ως πράξη ζωής και έκφρασης.
Γνωρίζω ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα κύρωσης του ήπατος απ’ το άφθονο καθημερνό αλκοόλ γιατί δυσκολεύονται να δραπετεύσουν απ’ το μαντρί της μονογαμικής τους θαλπωρής που τους επέβαλε η θεοκρατία.
Κι άλλους που κάνουν τζούντο, βάδην, δίζυγο, κολύμπι, μόνο και μόνο για να εξαναγκάσουν το σώμα τους να ξεχάσει το γαμήσι.
Με την ηθική που επιβάλει στον άνθρωπο να υπηρετεί την παραγωγή-κι όχι στην παραγωγή να υπηρετεί τον άνθρωπο-το σώμα έχει χάσει την αξιοπρέπειά του.
Με τις θρησκείες- που το πρώτο μέλημά τους είναι πως θα φασκιώσουν τον άνθρωπο-το σώμα έχει χάσει την ιερότητά του.
Η κοινωνία του θεάματος και της υπεραξίας του ανθρώπινου κόπου, έχει δεσμεύσει το σώμα στις δικές της αναγκαιότητες.
Το σώμα προστατεύεται και αποστειρώνεται, αποκλείεται απ’ τους κινδύνους της σεξουαλικής παγανιάς με τελικό προορισμό τον ακρωτηριασμό του και τη μετατροπή του σε μια ενσαρκωμένη ανοησία που παραδέρνει ανάμεσα στις εκκρίσεις και τις κρίσεις του.
Ψυχολόγοι και κρίσεις πανικού και ψυχίατροι και χάπια και αλκοόλ και πρέζα νόμιμη και παστρικιά.
Κι όλα αυτά για να σπρώξει, κάτω απ’ το χαλί της πραγματικότητας, με το σκουπάκι της βιομηχανικής χημείας και της παντοδύναμης ψευτοεπιστήμης της ψυχής όλες τις σφοδρές λειτουργίες του σώματος.
Το χύσιμο του αίματος, του σπέρματος, των ούρων, των δακρύων, των σάλιων. Το λυγμό και το ερωτικό μουγκρητό. Το ουρλιαχτό, την παράκληση, τους χτύπους της καρδιάς, τις στύσεις και τα ξέφρενα χτυπήματα. Τις αισθήσεις και τις λιποθυμίες, τα δαγκώματα και τους τραυματισμούς, τα ερωτόλογα και τις βρισιές. Την ερωτική πράξη και τη φρενίτιδα των εντάσεων της καύλας.
Μια τακτοποιημένη, μετρημένη και σιγουρεμένη ζωή σε βολεύει πάντα σε κάποιο αυτοματισμό του μυαλού και του σώματος.
Γίνεσαι μοιραία ένα εκφυλισμένο πλάσμα που λογαριάζει τον ερωτισμό με όρους συμφέροντος, μη τολμώντας το παραμικρό μετέωρο βήμα στα ερωτικά σπλάχνα του κόσμου που ξεδιπλώνεται γύρω σου.
Περιορίζεσαι φιλάρεσκα σε ρητορείες και διακηρύξεις, που είναι η χειρότερη μορφή σεξουαλικού και πνευματικού θανάτου.
Κι ύστερα ξεπέφτεις στην αγχωμένη μαλακία και στο αγχωμένο γαμήσι και σε μια ευχαρίστηση του καθήκοντος, εγκεκριμένη απ’ την Κακαδημία Αθηνών και την Μητρόπολη των Τράγων.
Πρόσκληση σε γεύμα
Διατί δεν περνάτε απ’ τα μέρη μας
να σας φιλέψουμε μπομπότα;
Ο καθείς βρίσκει το βάρος της ψυχής του όταν χορτάσει.
Εάν απόψεις διαθέτετε και κύρος
εβάλτε τα στο μελανιασμένο σας κωλίον.
Οι μύγες εδώ του βασιλείου μου
είναι κορίτσια της παντρειάς. Τώρα
αλήθεια καθρεφτίζομαι σε ευωδιές της ωμοπλάτης,
σβουνιές από λυσσασμένους πρωκτούς.
Τώρα αλήθεια σας λέω χωρίς να είμαι ειλικρινής.
Ειλικρίνεια δεν διαθέτω αλλιώς δεν θα έγραφα γρι
και οι εφιάλτες αλλόφρονες θα διάβαιναν στα έντερά μου
και στα δάχτυλα μου που εξόχως εξυμνούν
τα μυστικά περάσματα από έρωτα σε έρωτα.
Από τρύπα σε τρύπα, βιασμούς γλυκούς
στο καταχρυσωμένο της ποίησης τοπίο.
Βλέπω στον καθρέφτη μου το δράκο.
Περάστε απ’ τα μέρη μου να σας φιλέψω
ανάσα φλογερή απ’ τα έγκατα.
Στίχους ψημένους καλά στο λίπος τους.
Αν πιστέψετε πως δεν υπάρχει ελπίδα θα σωθείτε.
Ο σκύλος που κατουράει το γρασίδι του γκολφ
Υπάρχει ένας σκύλος ο οποίος τυχαίνει να διαθέτει τη μαγική ιδιαιτερότητα να αντλεί από κάθε πηγή, ακόμα κι απ’ τη δίψα του.
Κι είναι αλήθεια πως αυτός ο σκύλος έχει μια προτίμηση προς το παράλογο και το ακραίο. Το περίεργο, το ασυνήθιστο, το απαγορευμένο.
Είναι αισθησιακός και νοητικός. Σχεδόν αλυσοδεμένος στη βουλησιαρχία των παθών του, αλλά οι αλυσίδες του είναι τα σύρματα της πλήξης όσων τον εκδίωξαν απ’ την κατοικίδια μοναξιά στην αδέσποτη χαρά της τυχαίας συναναστροφής.
Γαυγίζει όταν οσφραίνεται γύρω του τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, αναμιγνύοντας με όση αναισχυντία διακρίνει ένα τετράποδο του δρόμου, τον Έρωτα με τον Θάνατο.
Ψηλαφεί και χαϊδεύει και χαϊδεύεται. Δεν έχει σκύλα δική του, ιδιοκτησία, συγγενείς και έρωτα ενταγμένο στους κώδικες της αναπαραγωγής. Αν συναντήσει στο δρόμο του ένα αδέσποτο μουνί θα το μυρίσει έως παροξυσμού με όλη τη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό και τη λαγνεία. Στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στη διαστροφή.
Τρώει όταν έχει όρεξη και κοιμάται όταν νυστάζει. Τρώει όταν βρίσκει να φάει και κοιμάται όταν χορταίνει απ’ τις φιλοζωίες και τις κλοπές.
Ο σκύλος αυτός κατάφερε να βρει την τρύπα στο φράχτη του πλούτου.
Τις νύχτες τρυπώνει εκεί ψάχνοντας στα σκουπίδια τους κόκαλα με πολύ κρέας και μεζέδες απείραχτους.
Απ’ τους ζεστούς λασπωμένους λάκκους πίνει νερό κι ευχαριστιέται το τρίψιμο και το κατούρημα στο γρασίδι του γκολφ.
Περιαυτολογίες για το Σώμα
Σώμα μόνο και γυμνό
Πάλι μου έδειξες και πάλι είδα
τον τραγανό λυγμό στο λαιμό σου
τους ώμους που ανθούν και κλαίνε
τους νευρικούς κύκλωπες που έφυγαν στην επαρχία
Σώμα σπάω αυγά για σένα
Ετοιμάζω την ομελέτα για τα γαστρικά σου υγρά
Σώμα ξεχάσου σε μπάνια γάλακτος και αμνησίες
Σώμα δίχως ρούχα
Ο ζηλιάρης ήλιος θα φτάσει στις πιο απόκοσμες σχισμές
Μονάχα τα καθρεφτάκια των κολπικών υγρών
θα σπάσει το κύμα της ηδονής
Κι όλα αλαφρωμένα μετά
Για πάντα
Άγρια είναι η ύπαρξη
Τόση φύση απονενοημένη
όλο ψύχρα και εκατόμβες
Μύγες και χωράφια και θάλασσα
Κι ο ουρανούλης ουραγός της μήτρας
Ανέσπερος από ηλικία
Το υψηλό και οργίλο μέτωπό μου εκεί
γιατί επί τέλους είμαι ένα βρέφος εν στύση
Κι η νυχτερινή μου προσευχή περίστροφο
Γράφω απ’ το καλύβι μου πάλι
κι ούτε που ακούω τα καμώματα της ψωλής μου-απόψε-
μόνο της πεινασμένης μοναξιάς μου
το ιερό γουργουρητό
Έργα και ημέρες των ατίθασων κοριτσιών
Όλα τα περιστατικά εναντίον μας
Κάτω απ’ τη νυχτικιά σου διακρίνω
το βλέμμα των δεκαέξι χρόνων σου
σφιχτό και στρογγυλεμένο
Παλεύω την εκφυλισμένη ζέβρα του νόμου
Κόλλες άδειες ριγωτές και τεθωρακισμένα
Της καμπούρας γριάς υπεραξίας τη φρεσκάδα
Τη μάχη της ηδονής με την κοιλιά
Το χλομό λογχισμένο αστεράκι
Ω Μάτι του προσκυνητή που το μασουλά ο ήλιος
Αιδοίο λιωμένο στα νυχτερινά του σάλια
Να, παραμονεύει η ομορφούλα το ψωλόχυμα
Τόση στύση αρσενικοθήλυκη
Λίγο άγουρη οργή γεμάτη χύσι και αίμα
Να, παραμονεύει το άδειο φωτισμένο παράθυρο
Μια τετράγωνη τρύπα που διαπερνά τη θεοσκότεινη νύχτα
Ξανοίγοντας στα ρημαγμένα μάτια μας
ένα κόσμο πλασμένο από κεραυνό και λυκαυγές
Anatomy of love Ή πρόχειρο σχεδίασμα θανατογραφίας
Την τριχωτή τους τρυφερότητα
απολαμβάνουν απόψε οι γραφειοκράτες
Η γλώσσα τους πάντα στα δόντια του θηρίου
-Γαϊδουράκια αλλήθωρα από μανιώδη γαλήνη-
Στη θέση της καρδιάς φύση παχύδερμη παραχαϊδεμένη
Λόξυγκες από βυζάκια αέρας κοπανιστός
Ξαπλώνω μπρούμυτα και χαϊδολογιέμαι
Ότι γράφεται, λέει, κοιτάξτε με μονάχα απ’ την κλειδαρότρυπα
Λίγδα γλυκιά στων ετοιμοθάνατων τον ιδρώτα
Και τα πουλιά στα δόντια της γάτας
Στην καρδιά χτυπημένα και στις σάπιες φτερούγες
Ξυλιασμένα απ’ το κρύο σπέρμα της χαοσύνης
κι απ’ τον αφρώδη φόβο της πτώσης
Παχύ καθρεφτισμένο κήτος στα μεγάλα δάχτυλα της σιωπής
Μετρώντας νεκρούς στα ανάπηρα ροχαλητά τους
Μαύρες πουτάνες του πυρακτωμένου μυαλού
Μουνιά που τηγανίζουν τη φαλακρή θλίψη
Σβησμένα σε γαλλική σαμπάνια και παστρικό κλύσμα
Τις μωρουδίσιες μέλισσες με το θολωμένο μάτι
Σωριάζοντας δαντελωτή γύρη στον ερημότοπο
Κάτουρα του θεού στη σιωπή της νύχτας με τις ανοιχτές γάμπες
Αγάπη στα μπούτια
Πριν το φεγγάρι σκίσει τη φούστα του ουρανού
Ξηλώνοντας την ατέλειωτη νύχτα απ’ το γέλιο του τρελού
Τους άντρες αφήνοντας στο κλουβί τους
Νευρικούς λόγιους με ξιπασμένα χείλη
Αίμα των γάμων στα κρυφά νυφικά της νύχτας
Κοιτάζοντας πως ροκανίζουν ευπρέπεια
Σύζυγοι που εξαγοράζουν τις πενιχρές τους ατασθαλίες με υποταγή
Θάνατοι και μύγες που ξαλαφρώνουν
μες στο μαύρο ρουθούνι του δαίμονα
Voyage Privé
Δουλεύουμε ή εργαζόμαστε για να καταφέρουμε να αποκτήσουμε μονάδες εξαργύρωσης κόπου και μόχθου ώστε να χαρούμε τον αχαρτογράφητο χωροχρόνο της τεμπελιάς.
Για να κατακτήσουμε όλο και περισσότερο χρόνο ελευθερίας, δηλαδή μια πιο ερωτική ζωή, αφού εμείς θα είμαστε οι κύριοί της και όχι το ωράριο, η κοινωνία, ο καπιταλιστής, το καθήκον.
Η έκφραση Εργασία και Χαρά είναι επιλεγμένη με άκρα δολιότητα και υστεροβουλία με σκοπό να μας οδηγεί κάθε φορά ανώδυνα σ’ έναν απογοητευτικό βίο. Σ’ έναν βίο δίχως τεμπελιά.
Διότι, αν χαθεί η χαρά απ’ την αγκαλιά της τεμπελιάς και τρυπώσει στην αγκαλιά της εργασίας το εκφυλισμένο νέο είδος θα κάνει στο μέλλον τα γενέθλιά του σε ψυχιατρικές κλινικές.
Η ταλαιπωρία του σώματος και του μυαλού επί οχταώρου και βάλε, είχε πάντοτε κάτι το άσεμνο και το προγραμματικά δουλικό.
Η προγραμματισμένη δουλεία της εργασίας είναι έξω απ’ την ανθρώπινη φύση που αν καταντήσει να ψάχνει το νόημα αποκλειστικά και μόνο στην εργασία θα χάσει το νόημα της ζωής.
Η τεμπελιά δεν αναγνωρίζει αποστάσεις από την ευχαρίστηση της ζωής αλλά προικίζει την έλκουσα μάζα των νέων στιγμών με δύναμη και ομορφιά.
Φανερώνει την βουβή κλεψύδρα του χρόνου και μαζί της την έσχατη ωχρότητα των διωγμένων εικόνων που ανακαλεί η μνήμη.
Το χρήμα δεν είναι παρά μια επιταγή εξαργύρωσης στιγμών τεμπελιάς. Όσο περισσότερο χρήμα διαθέτεις τόσο περισσότερο χαίρεσαι την ευδαιμονία της χαλαρής ζωής.
Οι πόλεμοι, οι συγκρούσεις, οι τάξεις, είναι αποτέλεσμα της σφοδρής ανάγκης της ανθρώπινης φύσης για τεμπελιά. Μα πάντα κάποιοι απαιτούσαν το δικαίωμα στην τεμπελιά αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτούς.
Το κατώτερο είδος-δηλαδή οι άνθρωποι της δουλειάς και της εργασίας-δεν έχει δικαιώματα πάνω στην τεμπελιά. Η τεμπελιά του είναι ανάλογη της περίσσιας που επιτρέπει η μισθωτή σκλαβιά ή το κρατικό επίδομα ελεημοσύνης.
Η συσσώρευση πλούτου ως εγγύηση τεμπελιάς για το μέλλον πέρασε από τα παλάτια στις φτωχές κάμαρες και στα κουζινάκια που παλεύουν μέρα παρά μέρα με την πείνα.
Ο φτωχός αποταμιεύει για να τεμπελιάσει κάποτε στο μέλλον. Ο πλούσιος ζει απ’ τη σπατάλη και τις αποταμιεύσεις των φτωχών, ο πλούσιος έχει κάνει σπουδή την τεμπελιά.
Ο πλούσιος δεν τρώει σε φαστ φούντ και δεν γαμεί αγχωμένος και δεν στριμώχνεται ιδρωμένος σε άθλια ρούμς του λετ εκτίοντας την ποινή των διακοπών.
Η μεγάλη επανάσταση των φτωχών ήταν πάντα η κλοπή της τεμπελιάς απ’ τα κορμιά των πλουσίων.
Η κλοπή όλων όσων οφείλει να δώσει στον εαυτό του ένα ανθρώπινο πλάσμα που πατάει το χώμα αυτού του πλανήτη. Διότι μόνο η κλοπή της τεμπελιάς απ’ τα σεντούκια όσων την κατέχουν θα ενορχηστρώσει τους κραδασμούς της ανθρώπινης ύπαρξης με το σύμπαν, κάνοντας εμάς, τα πλάσματα από εκκρίσεις αστρικής ύλης, να εργαζόμαστε πυρετωδώς πάνω σε μια παρτιτούρα αποσιωπημένης αρμονίας.
Η Οδός Καρυωτάκη Στην Πρέβεζα
Κάθετη στο λιμάνι εκεί που έδενε η γραμμή
Πρέβεζα-Άκτιο. Κι ο Κώστας δεν ήτο Ζορμπάς
αλλά υπάλληλος. Εφέγγριζε εκεί γυρνώντας
απ’ τις βόλτες. Έχοντας υπό μάλης αλληλογραφία
σκότους. Λαμπρά στοχαστικός και αμφίρροπος.
Να ασκητέψει πήγαινε. Είρων, χλευαστικός
όχι σεμνός και φαύλος νοικοκύρης. Ηδονιστής
της παρακμής. Όχι ακροκέραμο, τέκνο της
παλιγγενεσίας, μα μπουρδελιάρης, πετεινός
ακροτελεύτιος του Αμβρακικού. Εκδότης κάποιας
Γάμπας. Τέτοιος που έβγαζε θειάφι απ’ τα χάδια του.
Τέτοιος που αχόρταγος υπήρξε με τις λέξεις. Πάντα
απ’ τη χλομάδα μιας Μαρίας νικημένος. Πάντα
κομούνι αγύριστο σ’ αιώνιους άμμους ψηλαφώντας
άνθη λευκά του πρωινού και συριγμό αβύσσου.
Φυσιολατρικόν
Τρέχει ποτάμι ο ιδρώτας μου
Η νύχτα υγρή κι απληροφόρητη
Αγαπητή μου ο λαός κλούβιασε
Κουβάρια βιασμών στις γωνιές της τρέλας
Κοριτσάκια μαλλιαρά κι ανύποπτα
Υμνούν τα γερασμένα σπλάχνα των γονιών τους
Μου γράφουν πώς να τις βοσκήσω
Ο κώλος τους πεινασμένος και στοχαστικός
Μάτια αυτιά δόντια μηνίγγια
Όλα τραγανά και ξεχαρβαλωμένα
Θέλουν να δοκιμάσουν το μέλι του γάμου
Τα ερωτικά σκαθάρια τους στη σκιερή ωχράδα του φιλιού
Όλο σάλια και νοστιμιές
Της παρθενίας τον υμέναιο να κάψουν
μαζί με φούστες κάλτσες και σουτιέν
Βρακάκια δίχτυα έσχατα φρύγανα ονειρώξεων
Αυτά τα κομματάκια ευσπλαχνικού χυμού
Αυτά της νεροφίδας τα καμώματα καθώς γλιστρά
σ’ ένα λιμνίσιο ύπνο
γεμάτο ατέλειωτους οργασμούς
Δαγκωνιές και λέξεις μάγου
Αφού σε προκαλούν τα μυστικά μου
και το άρωμα ετούτο της ψυχής που λυσσομανάει
Αφού το κλαψιάρικο δάχτυλό σου με σκλάβωσε
Παραμύθια αχνίζοντας ανάσας δίχως ρούχα
Δίχως σπίτι και δίχως σκυλί ξεμωραμένο από αλητεία
Αγκάλιασε την ανώμαλη ελαφίνα μου
Κι εγώ θα φωτίσω τις γάμπες σου με αναπτήρα
Σου υπόσχομαι ξιπασμένα δαγκώματα στις ρόγες
Θα σε λέω κήτος από σάρκες που οργάζονται
Δαγκωνιές και λέξεις μάγου
Θα σε λέω κάτω απ’ τη φούστα σου θρήσκα τρυφερή καρδιά
Άφησε τις χοντροκώλες τύψεις στα κρυφά παιχνίδια τους
Άφησε τα μερμηγκάκια να ξεχαρβαλώνουν τη ρουτίνα σου
Άφησε το στόμα τσίτσιδο εκεί κάτω να με νταντέψει
Να πεις στο θάνατο
Κοιμήσου μες στο στόμα μου πρίγκιπα της στύσης
Σημείωμα για τον Άσγκερ Γιόρν
Η απροσδόκητη, άγρια έλευση της διάθεσης για τέχνη συμβαίνει πάντα με όρους καταστροφής.
Υπάρχει ένα αξίωμα ανθρωπολογικής κοπής που λέει, πως, δεν θα σκοτωθούμε πριν δοκιμάσουμε τα πάντα.
Ο Γκυ Ντεμπόρ κραυγάζει με τον πιο ψιθυριστό τρόπο: Όμορφα παιδιά, η περιπέτεια πέθανε, καταγγέλλοντας τη γλώσσα σαν ερμαφρόδιτη χώρα του ανθρώπινου Είναι.
Ότι νομίζαμε αινιγματικό αποκάλυψε μια πλαστή ταυτότητα. Ακολούθησε η αγιοποίηση των καταραμένων. Κανείς δεν βρέθηκε να ανατινάξει τον Παρθενώνα, μόνο ίσως να χαράξει με μια πρόκα τ’ όνομά του πάνω στο μάρμαρο.
Ένα παιδί που η αθωότητά του γίνεται βεβήλωση της τερατόμορφης ιερότητας ενός παρελθόντος που έπνιξε την ανάσα του μέσα στους ψυχεδελικούς μας κήπους.
Η σχέση της τέχνης με τα προβλήματα του ανθρώπου είναι σχέση τρόμου, την οποία δεχόμαστε με αγαλλίαση και βουλιμική αγωνία, αφού κατά βάθος είναι σχέση ποιητική.
Η ποιητική της καταστροφής του παρελθόντος για να βιώσουμε το παρόν με όρους χαράς και ελευθερίας.
Ολικοί αρνητές στράτευσης σε αυταπάτες και αιματόβρεχτες θεολογίες.
Ηριάννα σ’ αγαπώ, φιλάω σταυρό
Την εποχή που το κυνήγι των μαγισσών βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, από τα τέλη του 16ου μέχρι και τον 17ο αιώνα, δεκάδες χιλιάδες θύματα οδηγήθηκαν στην πυρά, ως επί το πλείστον γυναίκες.
Το ένα διάταγμα τυπωνόταν μετά το άλλο και οι καρδινάλιοι με τους πάπες έβγαζαν τις ψείρες απ’ τα φτερά των αγγέλων με τη χριστιανική λαβίδα τους.
Οι επίδοξοι κυνηγοί μαγισσών είχαν στα χέρια τους σπουδαία εγχειρίδια, θεωρημένα απ’ τους επιθεωρητές της ηθικής, που ήξεραν καλά από μαγείες και διαβόλους.
Η καύση των ασεβών έγινε παράδοση και ο λαός απολάμβανε το θέαμα με την ήσυχη κοιλιά του και τον ήσυχο κώλο του.
Ο παραδειγματισμός-αυτό το αρχαίο εφεύρημα-λειτουργούσε ως καταπέλτης κάθε αντίστασης, ορθώνοντας μπροστά στα μάτια των νοικοκυραίων την αγωνία των βασανισμένων ανθρώπων που σπρώχνονταν σωρηδόν στις μεγαλόπρεπες πύλες της νοσηρότητας που η θρησκευτική και πολιτική συμμορία είχαν θεσμοθετήσει.
Ανατριχιαστικές και ρεαλιστικές λεπτομέρειες των διαταγμάτων περιγράφαν όλη τη διαδικασία έκδυσης και εξευτελισμού.
Την εξέταση, την ανάκριση, το βασανισμό και την εκτέλεση, μαζί με βοηθητικά σχόλια για τους δικαστές ως προς τον τρόπο που θα απευθύνονται στους φυλακισμένους.
Οι δικαστές ήταν πάντα ακριβοπληρωμένοι υπηρέτες της εξουσίας που έκαναν το καθήκον τους. Ψυχροί και αμερόληπτοι, στηριγμένοι πάνω στα νομικά δεκανίκια, ουραγοί της διαφθοράς των αρχόντων που κατοικοέδρευαν στο μέγαρο Μαξίμου και το προεδρικό μέγαρο της εποχής.
Μια μέρα, ο πάπας Ιννοκέντιος μάζεψε απ’ τους δρόμους μια μικρή και τρισχαριτωμένη πεταλουδίτσα, κόρη μιας μάγισσας που κάηκε στην πυρά γιατί δεν πίστευε στο θεό.
Την κλείδωσε σ’ ένα πολύ στενό και τυφλό χοιροστάσιο, όπου αυτή κυλίστηκε με το βρακί σ’ ένα βούρκο από κατρουλιά αφού σύρθηκε κάτω απ’ τις κοιλιές των γουρουνιών που γρύλιζαν. Μόλις η πόρτα έκλεισε ένας καθολικός καυλωμένος διάκος, την άρπαξε και την έστησε μπροστά στην πόρτα, και τη γάμησε πολλές φορές, ενώ έπεφτε μια ψιλή βροχή κι ο Ιννοκέντιος τραβούσε μαλακία.
Ο ανθρωπολόγος Μάρβιν Χάρις στο βιβλίο του Αγελάδες, γουρούνια, πόλεμοι και μάγισσες, γράφει πως, η εκκλησία και το κράτος ενθάρρυναν με ορμητική χαρά και πάθος την ευρωπαϊκή μανία κατά των λεγόμενων μαγισσών, με σκοπό να αποσπάσουν την προσοχή της τάξης των χωρικών από την πραγματικότητα της μεσαιωνικής πολιτικής.
Καλύτερα ο κόσμος να ρίχνει το φταίξιμο σε κακόβουλες μάγισσες και έφηβους ερασιτέχνες τρομοκράτες για τα κοινωνικά και οικονομικά του προβλήματα, αντί να στρέψει την προσοχή του σε διεφθαρμένους επισκόπους και ανίκανους πρίγκιπες.
Στην τάξη που νυχθημερόν ξεσκατίζει δουλικά, με σέβας και υποταγή.
Καλοκαίρι με τη Μάτση
Εκείνη όμως
κατουρούσε σ’ ένα αρχαίο πήλινο ουροδοχείο
Σωριάζονταν στο πάτωμα και το κατάβρεχε ακατάσχετα
με τα ούρα της
Ύστερα ο ανήρ της ακολασίας τη φωτογράφιζε στο κρεβάτι
Μέρα και νύχτα αλαφιασμένες κόνιδες παραφύλαγαν
Το αιδοίο της ξεμωραμένο τόσο
Ο Αντρέας άνοιγε το φακό για να βρει το υγρό χνούδι
Δυνατοί λυγμοί και μια συστάδα τσουκνίδες
σ’ αυτόν τον πένθιμο πύργο της ηδονής
Η νήσος Άνδρος φαλλική και σκανδαλώδης
Σπυράκια στην ωμοπλάτη
Ο εραστής κανίβαλος έδιωχνε τα κακά όνειρα και τις μύγες
Τριχωτή αλλόκοτη στύση
Ονόματα νυμφών που τα χάρισε όλα στους ανέμους
Άνθιζαν τ’ αχαμνά του στα χείλη της
Ο φωτοφράχτης ύφαινε βολβούς
Το αρρωστημένο μάτι του θεού έφτανε στο μεδούλι της
Μετά λίγοι στίχοι, πλήξη και απεριτίφ
και πράσινο σαπούνι για τις μασχάλες
Δέησις Αγίου Φανουρίου
Επλατάγιζαν τα ρουθούνια σου πάνω στην Άγια Τράπεζα
Ο άγιος Φανούριος μάς έραινε με ιερό ηλεκτρισμό
Ο κόλπος σου από χείλη κόκκινα και υγρά οικεία
Η καρδιά σου από χαλίκια και πυρίτιδα
Η γλώσσα
ευλογούσε του εσταυρωμένου αλαζόνα το ατάραχο βλέμμα
Ήτο δέηση ενός καταπιόνα και μιας βουνοκορφής
Ήτο φυσίγγια σπερματόζωα της εφηβείας
Λίπος λιωμένο χνούδι και νύχια που γδέρνουν
Μέσα εκεί στο ιερό αγκαλιασμένα
τα μέλλοντα κουφάρια μας
Ένα πηχτός ζελές από αρετές αηδιασμένων αγγέλων
Βάραθρα κορδωμένα
Τα χέρια γαντζωμένα στα καπούλια
που θα φιλονικήσουν κάποτε με τη σήψη
Τα πόδια σταθερά πάνω στο καυτό τσιμέντο της πατρίδας
Άγρια σκυλιά ιδρωμένα
Ανάψαμε δυο κεράκια στον Άγιο
Στην αιώνια ερημιά του αποθέσαμε σπέρμα ζεστό
Μακριά απ’ το θριαμβευτικό σάλιο του νεωκόρου
Μακριά απ’ τις σαγιονάρες του καλοκαιριού
Ο χυμός μας μόνο εκσφενδονίσθη
Μπροστά στων αόρατων πιστών τα κομμένα λαρύγγια
Και τα ανάπηρα καυλιά από ατελείωτη ταπείνωση
Μόνο οι λόξυγκες του οργασμού
Μόνο το αλογάκι της Παναγίας ξαπλωμένο στο άσπιλο μπορντέλο του
Καρβουνάκια και χαρτοπετσέτες με σπέρμα
έως λίκνου
Σύνδρομο Susac Ή Αναφορά στο Γκόγια
ω! ευτυχία
το μπουρζουάδικο χαμόγελό σου
θα το συντρίψει κάποτε η τερηδόνα
Η προσευχή του απίστου
δεν έχω σε τι να γονατίσω
μα σκέφτομαι πόσες φορές γονάτισα
μπροστά σε κάτι κυρίες που το εκτίμησαν δεόντως
αφήνοντάς με να προβώ σε ερωτικές ωμότητες
με ότι πρόχειρο διαθέτει το κορμάκι ενός απίστου
χείλη γλώσσα δάχτυλα
καυλοπυρέσσων πύον απ’ τα έγκατα
Αχινούλα
Την είδα την Αχινούλα, την είδα ψες αργά
στον ύπνο μου να έρχεται με αγκαθάκια υγρά.
Είχε σχισμούλα κόκκινη ωσάν τυφώνας
τρυφηλός, χειλάκια ριψοκίνδυνα, είχε κι
ο τράχηλος παραφορά και ίλιγγο. Αχ! η Αγία
μοίραζε κινίνα ερωτικά, ο νεωκόρος σάλια.
Εξ’ ευωνύμων χώνευε μια πέρδικα τη γύμνια
των ανέμων, αλλά, όλα ήσαν του ιδρώτος και
του καύσωνος, οι ανεμιστήρες εδούλευαν στο
φουλ, εδώδιμη αγεωμέτρητη ηδονή, οι
έλικες αποκεφάλιζαν τα φλάουτα του ύπνου.
Τα δάχτυλα ντουφέκια στους κροτάφους μου.
Μα έβγαλα το σλιπ τόσο ευέλικτα κι ο αχινός της
άνοιξε ως είθιστε. Περίμεν’ ο κοσμάκης ελελεύ
και στύσεις θρησκευόμενου αρτίστα. Λυγμούς
και νοσταλγίες, κολάσεις, παραδείσους και
καθρέφτες. Μα αλύχτησα ξανά ξανά ξανά
όπως αλυχτά το άπειρο στα σπλάχνα μιας
παιδούλας. Σου γράφω τώρα απ’ την καλύβα μου
Αχινούλα, χαϊδεύοντας τα τρυφερά σου αγκαθάκια.
Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης.
Κι η ματαιότης μαζί.
Απαγορεύεται στους ποιητές ο θάνατος
Αναζητούμε το αναπόδεικτο και το σκοτεινό. Γι’ αυτό βουτάμε μέσα στην ασυνέχεια της ερωτικής νύχτας, στα δώματα όπου εξαγνίζεται η ακροβασία και ο αγγελικός οίστρος των αιμοβόρων νοσοκόμων που περιθάλπουν τα σεξουαλικά μας οράματα.
Απ’ τους βακχεμένους σπηλαιώνες της Ελλάδας μέχρι τα ρήγματα και τις πλάνες της ερμηνείας ορμούν οι πράξεις που διαλαλούν μια ποίηση εξόχως καταστασιακή.
Μια ποίηση όπου η περηφάνια ταυτίζεται με τη δόξα, την πιο συναρπαστική από τις ψυχικές μας λειτουργίες, την πιο μυστηριώδη ακόμα κι απ’ τη μνήμη, την ηθική, την λήθη και οποιοδήποτε μηχανισμό άμυνας ή καταστροφής.
Αγαπώ τα λυμένα χείλη και τους λυμένους αφαλούς και τους αφρούς από τις λέξεις που στάζουν στ’ αυτιά μας καθώς καταργούμε τις διαστάσεις δίνοντας νόημα στις μορφές που τις κατοικούν.
Απαγορεύεται στους ποιητές ο θάνατος, καθώς η γραφή αναδεύει όλες τις επιθυμίες και πρώτα απ’ όλα την άρνησή τους.
Τα ζεματιστά κορμάκια παραδίδουν τους αδένες τους σ’ αυτό το εικονογραφικό μακελειό μιας τέλειας οιδιπόδειας διευθέτησης.
Αγροί και κρεβάτια πέρα απ’ την καταγωγή του αισθήματος του Κακού.
Λαγνεία εξορισμένη απ’ τις σκαμμένες κοιλιές της δυσπιστίας για τη σαρκική επαφή.
Το ερωτικό ποιηματάκι αν δεν είναι τροφοδότης της ερωτικής πράξης τότε είναι αέρας κοπανιστός και οι ποιητές καταλήγουν ακριβοπουλημένα τομάρια και αποθηκάριοι συναισθημάτων.
Ω! καύσωνα δίπλα σε άδεια τσόφλια καρύδας, τράπουλα του καλοκαιριού και γάμπες κοριτσιών, περιοχές πλημυρισμένες απ’ το διαβολικό ζουμάκι που ποτίζει την κρύα γη, όλο ρωτώ τους απυρόβλητους αμάχους γύρω μου.
Εγώ είμαι που συντηρώ τα φίλτρα του εγκεφάλου σας, αυτά που περιέχουν πολύ σεξ και παράγωγα της πυράς και της βίας.
Εγώ είμαι και ομολογώ πόσο αγαπώ τα στήθη και την αγκαλιά.
Γράφω καυλιάρικα ποιήματα, εξελίσσω τις ερωτογενείς μου ζώνες.
Στοματική, πρωκτική, γενετική. Όλες αυτές τις νοστιμιές και τις άδολες μιζέριες του παιδικού ερωτισμού.
Κάθομαι στα κλαδάκια των ερωτικών συνειρμών κι αγναντεύω τον πληθυντικό οργασμό της ομορφιάς ώσπου ν’ αρχίσει η μεγάλη τραγωδία, όπου εγώ ο μικρός Οιδίπους, θα πάω να συναντήσω τη μοίρα μου.
Εις μνήμη λογίαν
Θυμήσου μνήμη πως σκορπίστηκες εκεί
που ίδρωνε αγίασμα η οσία Αμαρτία, σαν
φανελάκι που ελλοχεύει στο βρεγμένο
της κορμί και σαν βυθός που περιμένει
τα σκυλόψαρα να τα καταβροχθίσει.
Αχ! νυχτόβια πουλιά περαστικές κοπέλες
οι ονειροκρίτες όλοι της γραικίας δεν
σας αναφέρουν πουθενά, μα εγώ που
τόσο αλιτήριος υπήρξα σας κρύβω μες
στο ποιηματάκι μου όπως κρυβόμουνα
μικρός κάτω απ’ τη φούστα της μαμάς.
Ανατομία ερωτικού συμφέροντος
Κοίτα πως σε σημαδεύω στο μεσόφρυδο
ξόβεργες στήνοντας
στον ποταμό που κατεβαίνει ετοιμοπόλεμος
στα αιδοία των Βακχών.
Αχ! το δάχτυλο απρεπώς πετροβολά τη λέξη υγρασία.
Υπήρξα κάποτε ηλεκτρικός ποιητής
Μάζεψα τσάι και ρίγανη σε φονικούς γκρεμούς
Πέρασα όλα τα χαντάκια σου με άριστα
Στο δρόμο για τη Δαμασκό
Σπούδασα
Ερωτική ανατομία και έρεβος
Όλα τα αχανή γλυκάδια της καρδιάς σου
Σκέψεις πάνω στην αισιόδοξη ανθρωπολογία
Ξορκίζουμε τον έρωτα που μας παραφυλά.
Απάτη είναι η ποίησις και αναφυλαξία.
Ρωτήστε τους παλιούς καλούς μαστόρους
τον έκφυλο σπασμό που μας ορίζει, καθώς
περνά η σιωπή με το μαχαίρι και θερίζει.
Γιατί η σιωπή και γιατί ο χρυσός
Κρύφτηκα για με βρίσκουν εύκολα τ’ αδέρφια μου
Ακούω τις νότες του θεού που με ονειρεύεται
Ο αφαλός μου σε κανένα ουρανό δεν είδε φως
Το χωριό που δεν υπάρχει στο χάρτη ψάχνω
Τη μάνα μου, που άφησε το χέρι μου και χάθηκα
Εδώ όπου σμίγουν όλες οι σιωπές
μόνο ο δικός μου θόρυβος ακούγεται
2 ευρώ την ώρα, το ξεσκάτισμα στις αμμουδιές του Ομήρου
Υπάρχει μιαν αισχρότητα στο να δουλεύεις για κάποιον άλλο. Το υπαλληλίκι στον ιδιώτη, που πλέον είναι δουλεία νόμιμη και παστρική, άπτεται του ψυχαναλυτικού διαφορισμού.
Οι καθαρίστριες στα ξενοδοχεία του Αγρινίου, της Καλαμάτας, της Λευκάδας, του Πλαταμώνα αλλά και κάθε φανταχτερής πλαστικοποιημένης λουτρόπολης, πληρώνονται με δυο ευρώ την ώρα, άνευ συμβάσεως και γραπτής συμφωνίας.
Το να ξεσκατίζεις τους κυρίους στις μέρες μας για δυο ευρώ είναι κοινωνική κατάκτηση μιας αριστεράς που αναθεώρησε την επιστημονική επαναστατική σκέψη κρατώντας μόνο στο προσκήνιο τον υποχθόνιο ναρκισσισμό της.
Τη θέση του Εμείς καταλαμβάνει μια τερατώδη αντίληψη του Εγώ, ενός ατομικού Εγώ χωρίς Κόσμο και χωρίς Έρωτα, δηλαδή χωρίς ερώτηση και ερώτημα για την πορεία της κοινής μας μοίρας.
Τα δυο πρόσωπα του διαλόγου διαφοροποιούνται. Αντί για πρόσωπα έχουμε απρόσωπες φιγούρες, εκπροσώπους και διαπραγματευτές, αρνούμαστε δηλαδή τη συνταύτιση του διαλόγου και της αγάπης. Κατάσταση που έχει δημιουργήσει η δύναμη και η ισχύς.
Ο ισχυρός όταν μιλάμε μαζί στο ίδιο τραπέζι ξέρει πως η ισχύς του είναι ο λόγος του και ο λόγος αυτός κηδεμονεύει την κοινωνία που συγκεντρώνει όλες τις δυνατότητες του άγχους και της εμπιστοσύνης, σε μια δύναμη του ξυπνήματος και της αγρύπνιας, δηλαδή στη φροντίδα που θεμελιώνει την Αγορά όλων των συναντήσεών μας.
Οι άνθρωποι αναγκάζονται να ξαναγίνουν σκλάβοι γιατί έπαψαν να συναντιούνται ουσιαστικά.
Οι συναντήσεις των ανθρώπων συμβαίνουν στον Οργουελικό κόσμο όπου λειτουργεί η παλιμπαιδική εικονογράφηση της πραγματικότητας και η αντιστροφή της σημασίας των λέξεων και των φράσεων.
Αν οι σύγχρονοι δούλοι δεν συναντηθούν κάτω απ’ τον ουρανό της κοινής τους γλώσσας, δηλαδή των συμφερόντων τους, είναι ήδη αμετάκλητα καταδικασμένοι.
Αν οι σύγχρονοι δούλοι δεν κατανοήσουν πως η ιστορία τους δεν είναι η ιστορία των κυρίων τους αλλά η δικής τους και πως δεν θεωρείται εργασία το να ξεσκατίζεις μεσοαστούς που απολαμβάνουν τη μίζερη καλοζωία τους ή να μεταφέρεις με το μηχανάκι-κινδυνεύοντας να σκοτωθείς- σουβλάκια και καφέδες σε δίποδα γουρούνια, τότε είναι ήδη αργά.
Περικοπές ερωτικού ευαγγελίου
Σου έδωσα το κορμί μου, επανάσταση
Και τώρα μου έμεινε αυτό το μουδιασμένο στόμα
Μετέωρο
Παίρνω τους δρόμους που είναι πάντα ένας δρόμος
Αυτός που βγάζει ξανά και ξανά εδώ στο μηδέν
Με κερνάνε γλυκόπιοτο θάνατο οι ποιητές της γενιάς μου
Ακούω συλλαβιστά τραπεζώματα στην εξουσία
Ακούω γουργουριστούς επαίνους των σοφιστών
Άνεμοι και χίμαιρες
Γραφεία καταδόσεως ερωτικής επαφής
Γραφεία καταγγελίας λαγνείας
Με τα χίλια μάτια του αίματος η ανθρωπότητα με κοιτά
Μαύρο μεθυσμένο ζουζούνι εγώ κάτω απ’ τη φούστα σου
Είσαι η άβυσσός μου
Η θαυμάσια όψη της σάρκας που γλεντάει την πληγή της
Είσαι η χαρά της ζωής που φωτογραφίζεται για να με καυλώσει
Είσαι εσύ που μούσκεψες το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο
Ζουμιά και αίματα
Βυζάκια και σχισμές για τις ερωτικές μου ιώσεις
Κορίτσι του κόκκινου στρατού των οργασμών
Που είσαι ολόκληρη ένα σφυροδρέπανο
Από την ήβη ως τις μασχάλες
Σ’ αγαπώ τόσο που ξέρω πως δεν υπάρχει ελπίδα
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν έχω διάθεση να σου πω σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν θέλω να πεθάνω για σένα
Σ’ αγαπώ τόσο νηστικός που είμαι για αγάπη
Μα η αγάπη ήταν πάντα ένας αδέσποτος σκύλος
στο κατώφλι ενός κόσμου που θα χαθεί στους αφρούς και τα νέφη
Η αγάπη σμιλεύει με τα δάκρυά της την ηδονή
Η αγάπη πυρπολεί την αγάπη
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Μέχρι να μάθω να ’μαι η αγάπη
Όταν ένας πολιτισμός βρίσκεται στα τελευταία του, φωνάζουν τους παπάδες.
Οι άγιοι πατέρες μοιράζονται στα κρυφά τα δώρα της φύσης. Τις υγρασίες που λυμαίνονται τους ιερούς τόπους κάτω απ’ τα ράσα και τις τούρλες που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της φαρσοκωμωδίας των μυστηρίων.
Η αχίλλειος πτέρνα των δεσποτάδων ήταν και είναι ο κρυφός έρωτας για τα αγοράκια. Απ’ τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα οι ιερείς έκρυβαν κάτω από κελεμπίες και ράσα την τραγίσια τους στύση.
Απ’ την παιδεραστία και το βιασμό της αρχαίας Ελλάδας που αποτελούσαν πολιτισμικές σταθερές περάσαμε στη βυζαντινή λατρεία της παράβασης που ελάμβανε χώρα στις αυτοκρατορικές αυλές.
Το όργιο ήταν κλειδωμένο στα βασιλικά πάνσεπτα δώματα.
Περνώντας απ’ τον αρχαίο πληθυντικό στον σημερινό ενικό η έννοια του οργίου γνώρισε μεγάλες δόξες στους δεσποτικούς καθεδρικούς ναούς της Ευρώπης των καθολικών και τα μοναστήρια.
Από μιαν ανοδική πορεία, τείνουσα προς μια απελευθερωτική υπέρβαση, στα διονυσιακά ή ταντρικά τελετουργικά, η έννοια του οργίου διολισθαίνει προς τη διαφθορά.
Δηλητηριώδης ίλιγγος που συνδυάζει όλες τις ακρότητες της ακολασίας. Προϊόν της ιστορίας των μονοθεϊστικών θρησκειών και του εβραϊκού χριστιανισμού που λειτούργησε ως ιστορικό αφήγημα του περιούσιου λαού.
Οι εκκλησίες των θρησκειών αυτών πολέμησαν με σφοδρότητα την ιαματική πρακτική των ειδωλολατρικών οργίων που ψυχορραγούν μέχρι σήμερα σε διάφορα μέρη του κόσμου, κηρύσσοντας μιαν αντίληψη περί πνευματικότητας θεμελιωμένη στην καταστολή κάθε φιληδονίας, ενοχοποιώντας τη σάρκα και κατ’ εξακολούθηση την ηδονή.
Τα κορμιά των ανθρώπων αγοράστηκαν για να σκλαβωθούν και να παράγουν υπεραξία γι’ αυτούς που κράτησαν το όργιο αποκλειστικά και μόνο για την παρέα τους και το πνευματικό τους κονκλάβιο.
Οι ανθρωποβοσκοί του θεού σε αγαστή συνεργασία με τα αδίστακτα γρεντάλια της εξουσίας έβαλαν τις τσουτσούνες και τα μουνάκια σε κουτάκια, πουλώντας θεολογικό σανό και μετάνοια.
Με τον οβολό των σκλάβων, που με σπουδή κατάφεραν να δημιουργήσουν, έφτιαξαν τους δικούς τους απόρθητους γαμηστρώνες και τα δικά τους ενδιαιτήματα όπου η νηστεία κι η προσευχή πάνε σύννεφο.
Μητροπολίτες που εντύνοντο σαδομαζό σκλάβες χτυπούν τα μαστίγιά τους πάνω στα κρατικά κωλομέρια που μοιράζουν τον πλούτο και κόβουν την ματωμένη πίτα της εργασίας.
Έχουν λόγο για τα κύτταρα της κατσαρίδας και τη στύση των γαϊδουριών.
Με γλυκό χριστιανικό τρόπο κηδεμονεύουν τους σάπιους πολιτικάντηδες για να μπορεί η κάστα τους να έχει αφθονία εις το διηνεκές, αλλά κυρίως να φτάνει τους υποτελείς στη σεξουαλική απελπισία, την ώρα που το αχαλίνωτο ιερό αδερφάτο χτυπάει δυνατά τις καμπάνες, για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά απ’ τους πνευματικούς και μη βιασμούς.
Ένας πολιτισμός που φτάνει στο τέλος του, θαυμάζοντας την αχαλίνωτη ανάπτυξη, δηλαδή την άνευ όρων και ορίων καταστροφή της φύσης άρα και τού ζωτικού μας χώρου, μαγαρίζει πρώτα τον ερωτισμό και τη σεξουαλικότητα.
Στερεί απ’ τους ανθρώπους τον ελεύθερο χρόνο και τον ελεύθερο χώρο και την ελεύθερη ανάπτυξη.
Για την πλειοψηφία των ανθρώπων η στάνη της εκκλησίας κρύβει τα όργια των υπαλλήλων του θεού της αρπαγής του πλούτου.
Διότι οι ιερείς υπήρξαν πάντα οι εγγυητές της ανακωχής του κοινωνικού πολέμου που είναι δίκαιος και ταξικός και αυτονόητος πόλεμος.
Οι ιερείς συντηρούνται μισθολογικά απ’ τη διατήρηση της κυριαρχίας των πλουσίων.
Περιμένουν κάθε εποχή τους πλούσιους κυρίους να τους φωνάξουν για να αναλάβουν δράση.
Ο Karl Kraus έγραψε κάποτε πως: Όταν ένας πολιτισμός βρίσκεται στα τελευταία του, φωνάζουν τους παπάδες.
Η συνήθεια είναι αιτία πολέμου
Ποντάρουμε στις ιδιοτροπίες μας. Έρπει απαλά
ο τραγικός καιρός. Χειροπέδες κομποσκοίνια και
κορσέδες. Η συνήθεια είναι αιτία πολέμου.
Το φλογερό μάτι τρυπώνει στο φλογερό μουνί.
Μια χυδαιότητα ειρήνης μας τρέφει. Λυρικά
κτερίσματα άλλων. Η αγάπη θα χιμήξει κάποτε
να μας βγάλει τα μάτια. Κι ο κόκορας θα παραφυλάει
πότε θα κατεβάσεις το βρακί σου, για να χώσει τα νύχια του
στους πρωτόπλαστους οργασμούς του μέλλοντος.
Μπαλάντα για μια σχισμένη αφίσα
Κορίτσι που ζεις στις αφίσες
Μονάχα οι αμφίθυμοι ποιητές σε συντηρούν
Όλο γενναιόδωρα λογάκια και πετριές
Κάτω από στυγερούς υποτίτλους
Το κορμάκι σου ξεφλουδίζουν
Τη χάρτινη πέτσα των συνειρμών
Ωμές προσταγές για σεξ εξ αποστάσεως
Πακέτα διακοπών για σκλάβους
Χίλια φιλιά κι άλλα χίλια
Ευρισκόμεθα εδώ
στον παραθαλάσσιο ελαιώνα της πατρίδας
γύρω η θάλασσα
ματαιωμένοι αρραβώνες
χαπακωμένοι συγγενείς
Ελλάς Ελλήνων Εραστών και κουβαδάκια
Αχ! κορίτσι που ζεις στις αφίσες
Τις νύχτες
Τι όμορφα που ξεγλιστράς απ’ τα ταμπλό
Κι έρχεσαι στην άμμο και κατουράς
Τι θαμμένη μας καρδούλα
Διαθέτουμε μέλι παραγωγής μας
Διαθέτουμε μέλι παραγωγής μας.
Δάχτυλο για να δοκιμάσετε τη φύση
που βουίζει αδέσποτη στους πέρα κάμπους.
Γύρη απ’ τ’ ανθάκια της ύστατης αγνότητας.
Διαθέτουμε κατάλοιπα της καρδιάς.
Βασιλικό πολτό από αυτοσχέδιες αιμομιξίες.
Χυμό των αγκαθιών και των φονιάδων.
Η πιο ολέθρια φτώχεια είναι να μη ζεις.
Τι άλλο υπάρχει στη ζωή εκτός απ’ τον ήλιο;
Μας φωνάζουν τα πράγματα να πάμε κοντά τους
Μπάνια της Κυριακής και αναρχία
Σύζυγοι τρυφηλοί και μαργαριταρένιοι
Γίνεται πολύς λόγος για το καινούργιο μα το παλιό βγάζει μάτι
Ούτε αφρώδη σύννεφα ούτε αφρισμένα κύματα
Ζέστη μελωδική και γλειφιτζούρια
Σα να μοιραζόμαστε τον ίδιο σπασμό
Τα ίδια φαγωμένα χείλη
Καθώς διαλύουμε την ασπιρίνη στο κουταλάκι
Μουρμουρίζοντας μια φούγκα χαράς και κάψας
Μια σύνθεση για χορωδίες χειλιών
Που ασπάστηκαν τις ωχρές φωταψίες και το λιοπύρι
Πλεκτάνες της αράχνης μεταξύ δυο κορμιών και βάλε……..