Photo by Rimaldas Viksraitis
Ω νύχτα-Ya lail-
με το καλαμένιο σου φλάουτο!
Οι ιστορίες που πιστεύουμε
είναι οι ιστορίες που φτιάχνουμε το πρωί
σκαλίζοντας τις στάχτες σου
Η κουζίνα μου βρίσκεται μέσα στην τρυφερή σου καρδιά
Η καρδιά σου
ακούει βραχνούς κόκορες να λαλούν στο σκοτάδι
Κόβω μια φέτα καρπούζι
και βλέπω τα χείλη και τα φρύδια σου
Τα μαύρα κουκούτσια σφηνωμένα
στο ζαχαρώδες κόκκινο κορμάκι σου
Τον ήλιο κρυμμένο ανάμεσα στις φασολιές και τα κολοκύθια
Τις κότες να περιμένουν τ’ αποφάγια τους
Τα παιδιά μου παρατημένα στους αγρούς
να τους φέρω χρυσά κέρματα με σοκολάτα
Τη γυναίκα μου
όμορφη σαν το υγρό μάτι της αγρύπνιας
να αναιρεί τη χαζή ανταρσία μου
να γράφω ποίηση
να θυσιάζω κατσίκες και τράγους για τοπικές Αγίες
να βγάζω λίγα λεφτά
ίσα ίσα για τις φακές
και το φόρο για τους αποικιοκράτες
Μπορεί να είμαι ο τρελός του χωριού
Μπορεί να είμαι ένας χαζός
που κρατά δυο κλωστές και δυο λέξεις
Μια μαύρη και μια λευκή
Μια μέρα και μια νύχτα
Περιμένοντας την αυγή για να τις ξεχωρίσω
Κοιτάζουμε τώρα ο ένας τον άλλο
χωρίς να βρίσκουμε λέξεις για τη δυστυχία που μας ενώνει
Είμαι ακόμα θαμμένος στην καρδιά σου
Ω νύχτα-Ya lail-
με το καλαμένιο σου φλάουτο!
Δεν ξέρω πια να αγαπώ
Ή μάλλον ξέχασα
Χαζέ μας αντάρτη, τρελλέ του χωριού, συνέχιζε να μας ξεχωρίζεις τη μέρα από τη νύχτα. Ξέρεις δεν ξέχασες, ξέρουμε δεν ξεχάσαμε ν΄αγαπάμε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!