Κάτω απ’ τον ήλιο

venus

Στη γλωσσική μας δραστηριότητα υπάρχει μια παρόρμηση θανάτου, ή αλλιώς, μια σιωπηλή δύναμη η οποία διαρθρώνει τον παρορμητισμό μας προς έναν κώδικα κοινωνικώς αποδεκτό.

Οι μηχανισμοί αυτολογοκρισίας είναι δεμένοι στους τροχούς των αισθημάτων μας και στην τελειωτικά φθαρμένη μας φύση απ’ τον εκφυλισμό του σεξουαλικού ενστίχτου.

Οι αυτοαποκαλούμενοι ποιητές νοιάζονται αποκλειστικά και μόνο για το πώς θα αρέσουν κι όχι για το πώς θα ευχαριστήσουν ή για το πώς θα ευχαριστηθούν.

Η ηδονή αποστειρώθηκε με χειρουργικό τρόπο απ’ την ακαδημία και το κατεστημένο της βιομηχανίας του θεάματος.

Η καύλα θα εκφραστεί με αρλούμπες και θα πιαστεί στα δίχτυα μιας βίωσης αναμφισβήτητα αγχογόνου και καταθλιπτικής.

Οι λέξεις αντί να γίνουν πνοή για τα αγγελικά φλάουτα της συνουσίας και της βίας που έχουν ανάγκη τα κορμιά για να υπάρξουν, γίνονται φίμωτρα των συν-θλιμμένων και αποδιοπομπαίων ζωντανών.

Ο Βιτγκενστάιν τελειώνει το «Tructatus logico-philosophicus» με μιαν αντιδραστική αποστροφή που λέει: «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει».

Όμως η επαναστατική σκέψη που μαθαίνει απ’ τη ζωή των μυρμηγκιών και των σκύλων, έχοντας μιαν άκρως φυσιοκρατική θέαση των πραγμάτων, λέει χωρίς περιστροφές: «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς γι’ αυτά πρέπει να μιλάει».

Ο Βολταίρος μπορούσε να εκφράζει μερικές από τις πιο προχωρημένες ιδέες του στέλνοντας επιστολές στη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, τουτέστιν μιαν από τις πιο δυνητικές του αντιπάλους και φαντασιωτικές ή πραγματικές ενδεχομένως δημίους των απόψεών του και της ίδιας του της κεφαλής.

Ο Λένιν ανέπτυσσε εντατικές επαναστατικές δραστηριότητες στη Βέρνη της Ελβετίας, την πρωτεύουσα του διεθνούς καπιταλισμού, μέχρις ότου οι συνθήκες του επιτρέψουν δι’ ερυθρού τάπητος, να περάσει τα σύνορα της Φινλανδίας και να μετατρέψει την Αγία Πετρούπολη σε Λένινγκραντ.

Ο Αντρέας Εμπειρίκος κάτω απ’ τη μουσούδα του καθεστώτος των Σεφέρηδων έγραφε για ψωλίτσες και μουνάκια και παγκόσμια ερωτική δικαιοσύνη, χαράσσοντας πάνω στα φλεγόμενα όνειρα-που η σκουριά και η τεφρώδης άμμος του μεγάλου πολέμου κιτρίνιζε δια παντός-την ουτοπία του και την προσωπική του μυθολογία.

Και δεν πρέπει ακόμα να παραλείψω να πω, πως, τα πάντα σ’ αυτή την πόλη των ιδεών, της αποχαύνωσης και του καύσωνα, συμβάλουν στο να δώσουν στη λάμψη της κάτι το τόσο αισθησιακό ώστε, όταν περνούν απ’ τους πυρακτωμένους δρόμους τα κορίτσια, οι γυναίκες και τα θηλυκά, σαν κύκνοι που διασχίζουν τον αέρα, πολλές φορές βλέπουν τους πούτσους μας να σηκώνονται μες στα παντελόνια.