Η Ζωίτσα και ο λεοντόκαρδος Θανατούλης

laskari.jpeg

Ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος δεν ήταν ούτε παλιός ούτε καλός. Ήταν απλά αντιδραστικός.

Τα μετεμφυλιακά δόγματα της κομμουνιστοφάγου δεξιάς έλαβαν σάρκα και οστά στο σινεμά που πιπίλιζε την επιθυμία της μεσαίας τάξης για μεγαλεία.

Καρικατούρες ανθρώπων, σπίτια με δούλες και υπηρέτες, αφεντικά δύστροπα αλλά με κρυμμένη ανθρωπιά και ευαισθησίες, σεμνοκαυλωμένες κοπέλες και άλλα σημεία και τέρατα της εποχής.

Στο πανί έπαιζε δράμα ή κωμωδία μα στο διπλανό δρόμο γινόταν μια δολοφονία. Ο λαός γελούσε ή έκλαιγε, διασκεδάζοντας την φτώχεια του με λατέρνα και φιλότιμο μα στην ασφάλεια βασάνιζαν ανθρώπους.

Ήταν η εποχή που το πρωτόγονο λάιφ στάιλ με τους χασάπηδες παραγωγούς και τους παρδαλούς σκηνοθέτες τρύπωνε μια και καλή στη λαβυρινθώδη λαϊκή συνείδηση που δεν μπορούσε να συνέλθει απ’ τις φονικές σφαλιάρες και τη βαρβαρότητα των πολέμων.

Ο κόσμος και ο κοσμάκης ξαναγινόταν νοικοκύρης και το πρότυπο του πρωτευουσιάνου μεσουρανούσε στον καθημερινό μπερντέ κάτω απ’ τον οποίο κάποιοι έκρυβαν και ξέπλεναν τα εγκλήματά τους.

Έκτατα στρατοδικεία και πολιτικές δολοφονίες, φτώχεια και κακομοιριά. Χωριά παρατημένα στους χίτες κι ένας κρατικός μηχανισμός παραδομένος στην αναίσχυντη ελληνική αστική τάξη.

Ο φτωχός, πλην τίμιος νέος, που με τη δουλειά θα προχωρήσει μπροστά. Ο καλός και ο κακός. Ο όμορφος και ο άσχημος. Τα δίπολα της συμφοράς και της χαζοχαρούμενης αμερικανιάς που φυσούσαν μέσα απ’ τα κλιματιζόμενα επιχορηγούμενα πάνσεπτα δώματα.

Χορηγίες και ιδρύματα που ο θείος Σαμ με άκρως χειρουργικό τρόπο διακονούσε στην ελληνική μπανανία.

Το δολάριο και τα ναυτάκια. Η πουτανιά σε όλο της το μεγαλείο. Οικογένειες, παπάδες και χωροφύλακες.

Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος υπήρξε το κινίνο του λαού στα χρόνια της χούντας. Το μεγάλο σχολείο που έθρεψε γενιές νεοελλήνων που τα’ χουν παντελώς χαμένα. Τέκνα της κλαδικής του πασόκ, νοσταλγοί του Μεταξά, αριστεροί που αυτομόλησαν στο κέντρο, κεντρώοι που γέμισαν τη μπάκα τους και έγιναν στρατιώτες της ελεύθερης αγοράς, σάπιοι διανοούμενοι νεοορθόδοξοι έτοιμοι να πουλήσουν τη μάνα τους για τα μαγαρισμένα φράγκα.

Σαββόπουλοι και λοιποί που πουλούσαν με την οκά επαναστατικό ρομαντισμό σε νέους που νόμιζαν επανάσταση το να μη φοράς σουτιέν.

Σαββόπουλοι και Δοξιάδηδες που μπορούσαν εν μια νυκτί να εκτελέσουν καλλιτεχνικά και ηθικά μια Φρίντα Λιάπα ή ένα Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Μα στο τέλος, οι εργάτες αυτού του σινεμά ξεψυχούν μες στα καθιστικά μας.

Ζωίτσες πρησμένες απ’ τα μπότοξ, Αλίκες βυθισμένες στην κατάθλιψη, Δημήτρηδες αλκοολικοί κι οι Μπάρκουλοι εκμηδενισμένοι, μακριά απ’ τα κορίτσια, ξερνάνε μέσα στην χέστρα της τηλεόρασης όλη τους την κακοζωία και όλους τους κλασμένους μύθους και τα παραμύθια της παραμυθιασμένης μας ζωής.

American dream

trumpusa

Τα θαύματα κοστίζουν. Κοστίζουν σε ζωή, σε ομορφιά, σε νιότη, σε αθωότητα, σε χαρά και ελπίδα.

Οι επαγγελματίες θαυματοποιοί ξέρουν πόση εργατική δύναμη χρειάζεται για την υπέρβαση των ορίων. Για να φτάσεις το θαύμα πρέπει να λιώσεις την τάξη εκείνη που δεν έχει συνείδηση της δύναμής της.

Τα οικονομικά, τα πνευματικά και τα άλλα λοιπά θαύματα έχουν πόνο και αίμα. Στηρίζονται πάνω σε μια νοσηρή αντίληψη περί ανθρωπισμού και σε μια ηθικολογία της στάνης.

Πόσα τράβηξε άραγε ο άνθρωπος στο όνομα του ανθρωπισμού απ’ τους ανθρώπους, ανατινάζοντας πολλές φορές το Είναι του μέσα σ’ ένα ανυποχώρητο και αμείλιχτο σπάραγμα, όπου, χάνει τον έλεγχο του μυαλού και του κορμιού του σφαδάζοντας και ουρλιάζοντας!

Πόσες φορές οι βρωμερές θρησκείες δεν εξέθρεψαν απέχθεια για τη σεξουαλικότητα, εκφυλίζοντας την ανθρώπινη φύση, φτιάχνοντας μηχανές παραγωγής θαυμάτων και υπάκουους καταναλωτές μεταφυσικής βλακείας!

Μα όταν ο κοινωνικός εμφύλιος φτάνει στο αποκορύφωμά του, διαπιστώνει κανείς, πως, η πλειοψηφία δεν τον ήθελε.

Η πλειοψηφία είναι βουβή. Σμιλεμένη απ’ τους θαυματοποιούς του τηλεοπτικού άμβωνος. Πολίτες που έχουν υποστεί λοβοτομή κάθονται μέσα στα οικογενειακά ενδιαιτήματα εγκλεισμού παρακολουθώντας άλλους ανθρώπους, αλλού, μέσα σε κελάρια, ενώ οι βόμβες μεταμορφώνουν τις πόλεις σε ωκεανούς φωτιάς.

Ο Φύρερ που δεν απέκρυβε τους σκοπούς του μιλούσε για μια γιγαντιαία πάλη που δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε.

Οι καπιταλιστές ξέρουν πως τα μεγάλα εργαλεία πολέμου και οι υποκινητές του ολέθρου αναδύονται μέσα από θριαμβευτικές πλειοψηφίες με εκλογές και δημοκρατίες. Και στον επίλογο γράφονται οι ιστορίες και οι λογοτεχνίες.

Μελωμένα δράματα των λεγόμενων αθώων πολιτών που θα διαβάζονται αργότερα στην παραλία.

Εκεί όπου θα λούονται οι απόγονοι των νικητών και των νικημένων.

Μόνο κάποιες γυναίκες θα μένουν πίσω, αβοήθητες, αναζητώντας στα ερείπια μια χούφτα αλεύρι και λίγες πατάτες. Γέροι που σκαλίζουν τα αποκαΐδια των σπιτιών τους. Άντρες εξαντλημένοι, σαν τα σαλιγκάρια που έχασαν τον προορισμό τους και θάβουν τώρα μέσα στους υγρούς λάκκους τους νεκρούς τους.