Παραφυλάω να σε δω γυμνή μες στο κλειστό μου μάτι
όπως παραφυλά ο σκόρος τις ονειρώξεις
Τα χείλη σου έτοιμα, έντρομα
μορφάζουν μαύρο τοκετό και σάλιο
Η Πρέβεζα κορδώνεται με μπουκωμένο στόμα
αντίς περίστροφο ηδονή
ψωλή αλατισμένη
Κοιτάζουμε τη θάλασσα μα βλέπουμε τον ουρανό
Ουρί του ατελέσφορου υγρού μας παραδείσου
Περνά ο Δυοβουνιώτης ο ληστής, εδώ κοντά
Περνά ο ένδοξος ματάκιας
όπως περνά το πρωτοβρόχι απ’ το σπλάχνο σου στη γλώσσα μου
Η οχτωβριανή! φωνάζει ο γκαστρωμένος ο καιρός
Και να, που ξεγλιστρά ο πέπλος σου στον ιερό σκοπό του