sikorskaMargarita Sikorskaia 1968 ΕΣΣΔ

Τα δόντια μου γνώρισαν στις ρόγες σου
τον πόνο του θεού, το βογκητό τού σύμπαντος.
Κι η γλώσσα στην έρημο του χρόνου της
αγέραστη μπροστά στις αχτίδες του ήλιου
και στις σκιές. Κι ο καθρέφτης δείχνει πάντα
δυο κορμιά στο σιωπηλό γνώριμο σκοτάδι μέσα
να αγναντεύουν τα αιδοία τους, τον αίθριο καιρό
και τον σπερματόσπορο τού εικοστού πρώτου αιώνα.

Άλογα και στρατιώτες του παγκοσμίου πολέμου της ηδονής
τα χείλη στη φωτισμένη κρύπτη των σκελιών. Αλέθοντας
των Αγίων Πάντων το ξενύχτι, την ώρα που οι σκλάβοι
δραπετεύουν απ’ το αμερικάνικο μπρέκφαστ
για τη φωλιά της ξενύχτισσας κουκουβάγιας.

Αγαπώ σημαίνει πως είμαι ο μεγαλοδύναμος
όταν σε αγκαλιάζω, πως είμαι ο κανίβαλος φαλλός
ένας φαρσέρ
ένας εμπορικός αντιπρόσωπος οσμών
χαμένος σε μικρές άγνωστες πολίχνες.

Συνωμοσία των πυρήνων της άσβεστης φωτιάς

sklavos

Όσες φορές κι αν βάλεις τα δάχτυλά σου πάνω στο χαρτί της φωτογραφίας για να δεις και να καταλάβεις με την αφή τον πόνο των ανθρώπων, τόσες φορές θα χρειαστεί να γεμίσεις το όπλο σου.

Κι όσοι από μας δεν διαθέτουμε όπλο θα πρέπει να οπλίσουμε τα λαρύγγια μας για να ουρλιάξουν ώστε να σπάσει η πούστικη συνωμοσία σιωπής.

Σήμερα, που οι κωλοτρυπίδες της πολιτικής ορθότητας καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται ανθεί και βασιλεύει το άγιο δουλεμπόριο.

Σε ορυχεία, σε σπίτια, σε μαγαζιά, σε πλοία, σε βιομηχανίες και σε θερμοκήπια, άνθρωποι ξεψυχούν και σακατεύονται.

Ευυπόληπτοι επιχειρηματίες αγοράζουν κορμιά για να προχωρήσουν τον κόσμο μπροστά και να προοδεύσει η οικουμένη.

Ελευθερία τού επιχειρείν και ελευθερία ο δυνατός να μας γαμεί όλους έχοντάς μας ως πολύτιμα τιμαλφή στην κοιλιά τού καπιταλιστικού επιταφίου, με όλα τα χρώματα και τα αρώματα της δουλείας.

Ως τα ψηλά κάστρα των ερειπίων, μέχρι εκεί που τα χιόνια των προβάτων κελαρύζουν λιώνοντας πάνω στις πέτρινες στέγες, αλλά και μέχρι τα πυρωμένα αγκάθια τού αφρικανικού ήλιου η βαρβαρότητα ως ταύρος αχόρταγος και αδίστακτος κερατίζει την κόκκινη σημαία του θανάτου.

Μανάδες με μαύρα μαντήλια στα λευκά τους μαλλιά και κόρες με όλες τις πληγές του πόνου αφορμισμένες στα ηλιοτόπια του λαιμού και της πλάτης.

Η ανάδυση του νέου φασισμού που πότε αναρχίζει μέσα στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό στρατώνα και πότε συντηρεί με στρατό και αστυνομία την εκμετάλλευση.

Ο λυσσασμένος αντικομουνισμός που βλέπει φαντάσματα στους κόκκους τού αέρα και στις αχτίδες τού ήλιου κουνάει το δάχτυλο στην εργατική τάξη λέγοντάς της πως μια παστρική μαλακία και μια φασολάδα απ’ τα χέρια του παπά είναι αρκετή.

Μα υπάρχει πάντα η στιγμή όπου οι κολασμένοι της γης έρχονται με ποδοβολητά για να βάλουν το σταυρό στον κώλο του παπά και να στείλουν στα υπέροχα Γκουλάνγκ κάθε φθονερό κάθαρμα που θέλει λεφτά και εξουσία.

Κι αυτό δεν είναι θεία δίκη μα επανάσταση. Μια επανάσταση που θέλει οργάνωση και πίστη στον κοινό σκοπό. Μια επανάσταση μακριά απ’ τους ρουφιάνους της αριστερής μελαγχολίας και τους μαγαρισμένους αναρχίζοντες αστούς.

 

Σκωπτικόν ανάγνωσμα περί ασυμμετρίας

ladylyingdown

Κάθε πράγμα αξίζει επειδή είναι μοναδικό. Ο σφιχτοκούραδος χριστιανισμός χώρισε τη σάρκα από το πνεύμα, μα ο ρομαντισμός ανήκει εξολοκλήρου στον κόσμο της σάρκας. Κι αυτή τη μοναδικότητα της σάρκας τη διυλίζει με μιαν άκρως φυγόκεντρη δύναμη.

Το ερωτικό φρόνημα μέσα στην άπειρη έκτασή του γίνεται μελαγχολικό, άρα επαναστατικό, αφού, η μελαγχολία το οδηγεί στη δίνη της εξέγερσης.

Μιας εξέγερσης κοινωνικής, όπου ο ανθός του κύματός της είναι παροξυσμικός και βίαιος απέναντι στα μεταφυσικά ερείσματα κάθε ανέραστης θεολογίας.

Σήμερα που η τρυφερή σάρκα των εραστών φαγώνεται λίγο-λίγο απ’ τα σκουλήκια της αγοράς και τους δαιμόνους της αριστείας που εμπορεύονται ακόμα και την πορδή τους, ο ρομαντισμός μοιάζει δυσοίωνος και ακατέργαστος στα χέρια τού ψηφιακού τελάλη.

Νοσταλγία για τα ονόματα που αμίλητα πορεύονται μακριά μας και πόνος ψυχής, τουτέστιν, ο πιο ανερυθρίαστα απόλυτος σωματικός πόνος.

Μα ούτε μια σταγόνα από το αίμα τού έρωτα δεν πάει χαμένη.

Ξέροντας πως, το σιωπηρό του βάθρο, όπου εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι ανθρώπινες σάρκες, είναι καταβαραθρωμένο απ’ την αρχή, πλημμυρισμένο από ένα κύμα μοχθηρής αδυναμίας κι από μια μελέτη θανάτου.

Κάθε σώμα-μέχρις εξαντλήσεως-ζητάει να δαπανήσει όλη του την περιουσία για να ελευθερωθεί απ’ τα δεσμά της βίας.

Η πάλη πάνω στα κρεβάτια του κόσμου ετούτου είναι μια ιεροσυλία που διαπράττεται σ’ ένα σύμπαν όπου δεν υπάρχει θεός και Αρχή, αλλά η Θεά Αναρχία.

Η άρνηση της Αρχής, δηλαδή ο αντίποδας και η αναίρεση του καθωσπρεπισμού, ως η μόνη οδός αληθείας και ηδονής που αναλογεί στον άνθρωπο για να μην ξεπέσει ως πλάσμα πουλημένο στο χρήμα και στη χρησιμότητα.

Σε μια ηθική που κάνει το σώμα να χάνει την αξιοπρέπειά του και σε μια θρησκεία που κάνει το σώμα να χάνει την ιερότητά του.

 

Ο έρωτάς σου έχει το σχήμα των χεριών μου

soman

Η ψευδαίσθηση ελευθερίας που μας προσφέρει ο έρωτας αποτελεί μέρος της ίδιας της φύσης του. Είναι αποτέλεσμα της ιδιόμορφα υπερκαθορισμένης σχέσης του με την πραγματικότητα.

Κανένας έρωτας δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την πραγματικότητα.

Με όση καταναλωτική βουλιμία επιτάσσει το πάθος αρκούμαστε στα γλυκόπικρα αθύρματα μιας επηρμένης αίσθησης, που, συνωθεί γύρω απ’ το πτώμα του ενικού αριθμού τον πληθυντικό των μικρών δεσποτειών.

Η ερωτική ατμόσφαιρα δονείται από την κίνηση του απορυθμισμένου εγωισμού, που ξαναβρίσκει μετά την προσωρινή διαταραχή μια νέα ισορροπία στις συνθήκες και στις συμβάσεις που ακολουθούν το σφετερισμό.

Διότι κάθε ερωτική χειρονομία συνίσταται στο να σφετερίζεσαι μαζί με το σώμα και την ταυτότητα τού άλλου, πράξη κανιβαλική και αποτρόπαια.

Μα ο κανιβαλισμός είναι η δεύτερη φύση μας σκορπισμένη μες στην πολυώνυμη επικράτεια των βλεμμάτων, παροχετεύοντας την αρχική επιθυμία σε μια πληθώρα γεύσεων χωρίς ούτε μια ανάμεσά τους να χάνει το δριμύ της άρωμα.

Όπως όλα τα ειδεχθή και χαρμόσυνα πράγματα που μας συμβαίνουν έτσι κι ο έρωτας αρχικά τοποθετεί το ομοίωμά του στη φαντασία μας.

Η φαντασία μας τον ζεσταίνει και τον κάνει να ζήσει δίνοντάς του μια προσωπικότητα.

Και φαντάζει ολωσδιόλου φυσικό το ότι ο έρωτας είναι εγγεγραμμένος στη μοίρα του. Πότε νέος που κόβει τις φλέβες του και πότε γέρος χεσμένος και ασθενής.

Μα ο έρωτας δεν πεθαίνει ποτέ αλλά ζει δια της θανατώσεώς του.

Είναι ο μεγαλειότατος τσαρλατάνος που απ’ το χαρούμενο ηδονισμό και την κραιπάλη των ενστίκτων ξεπέφτει στη μοναξιά, στην αγωνία και στον τρόμο.

Μες στο αβυσσαλέο βάθος των αποθεμάτων του ο έρωτας είναι το απόλυτο και απεριόριστο ξόδεμα όλων των δυνάμεων. Το σημείο μηδέν, όπου ο άνθρωπος ξεσχίζεται και μένει μόνος με το ξέσχισμά του.

 

Εγκώμιο του βιογραφισμού

eklonm

Ένας ψευδοπροφήτης είμαι των αγρών και λιμασμένος σκύλος. Ένα φλεγόμενο φάντασμα. Το φεγγαράκι του Οκτωβρίου αγαπώ, υπέροχο στο όρος Πουθενά των ερωτικών αδένων και των Άνδεων το ξεπαρθενεμένο υπογάστριο. Λιανισμένος απ’ τα χέρια σκληρών γονιών επιστρέφω στους βωμούς που δε στέγνωσαν απ’ το αίμα, τα χέρια τους που πνίγουν όνειρα, οι γλώσσες τους που βγάζουν αγκάθια και εχθρούς, σφαγμένα μοσχαράκια και μισθοφόρους να περιδιαβαίνουν στις πόλεις, άτεγκτοι, μελαγχολικοί, φορώντας το πρόσωπό μας στο βάθος του εφιάλτη, παραμονεύοντας με τα μαύρα σπαθιά και την άπειρη απληστία να κόψουν σύκα και ομφάλιους λώρους, γλυκομίλητα κορίτσια και φαλλούς του Διονύσου, γύφτικα σκεπάρνια και αίμα απ’ το μουνί της νύφης, δονητές για τα μουσεία του Βερολίνου, στύσεις και καταιγίδες φιλιών, βασίλεια παιδικότητας μες στη γουργουριστή κοιλιά του Jumbo από χάλυβα και κινέζικο οργασμό. Εκεί στην κοιλάδα των ονείρων και τη φαραωνική λάμψη των παλαιών ένδοξων ημερών με τα διαμελισμένα κουτάβια και τις πτοημένες κραυγές και τις ατελείωτες αδηφάγες αράδες διαταγμάτων, με τα σκατά της διάνοιας φυτρωμένα στα πεδία των μαχών και στα άσυλα, λουλουδάκια της βίας αδιάφορα στ’ αμυδρά παραγγέλματα του αυγινού φωτός.

Στο λουτρό της αγάπης και στην μπανιέρα των παθών

gogen

Είμαι ένα πελώριο ον που ψηλαφεί τις σκιές.
Της επιθυμίας διαβαίνω τον μάταιο ύπνο.
Ανάμεσα σε χιλιάδες στοιχειωμένες στιγμές
το φάντασμα βλέπω της γυναίκας που αγαπώ.
Κι έπειτα διασχίζω το διάδρομο για να φτάσω
στο λουτρό της αγάπης και στην μπανιέρα των
παθών. Με το πελώριο σώμα μου κατορθώνω
να κάνω το έντομο του έρωτα να παραλύσει
από φόβο μες στο μαύρο σιφόνι και μ’ ένα βίαιο
παπούτσι το λιώνω στο πάτωμα. Κατόπιν, νίπτω
τας χείρας μου κι επιστρέφω μες στη νύχτα αργά
κουνουπάκι κι εγώ των ισχυρών βροχών και των ονειρώξεων.

Στον ποταμό Γιορδάνη των παθών

dadaa

Ούρα μπαρούτι αστροπελέκι και σιωπή
καθώς τη γέφυρα εδιάβηκα του γυμνού
σου κορμιού εχθρικό σκοτάδι διασχίζοντας
γέλια κραιπάλες αντίφαση κι ένα παράλογο
κάβλωμα του αντρικού μου μέλους που οι
ακαδημαϊκοί το απέδωσαν στις κακές παρέες
στη μαμά και στο μπαμπά που με μάθαν
γυμνισμό και οχτωβριανή απ’ τα γεννοφάσκια
που με μάθαν να πιπιλίζω το βυζάκι της ζωής
και να βλέπω τα ζεστά σου κωλομέρια σαν
δυο βραστά αυγά στρουθοκαμήλου την ώρα
που γράφω το ψυχο-dada ποιηματάκι μου
για να γλυκάνω τις μούσες που με μούσκεψαν

Οδόντων και Μαστών

mastos

Ολόκληρο το βάρος του κόσμου πέφτει πάνω στους μαστούς. Λίγο μετά την κρίση τρέλας των σωμάτων οι μαστοί γίνονται σκληροί και αποτρόπαιοι, κουβαλώντας όλες τις παράδοξες ιδέες στα χείλη του θεού.

Όσοι γευτήκαμε το μαστό κι όσοι γευόμαστε το μαστό είμαστε θεοί.

Το δεινό και το αβρό κορυφώνονται στην ίδια ιερή στιγμή. Με μια διαφορετικής ποιότητας απεραντοσύνη κι ένα θυμό δημιουργικό που χρησμοδοτεί ως τα όρια της ερωτικής απόλαυσης.

Μέχρι η αφωνία της καρδιάς να γίνει έξαρση των αποχρώσεων που γκρεμίζονται στο υπεριώδες φως των μακρινών οριζόντων.

Όμως ο γεμάτος μαστός με γαλαξιακή ουσία απορροφιέται από τις κοσμικές έγνοιες και ξαναγυρίζει νυσταγμένος στην αργή πτώση του, θρέφοντας όμως πάντα το πολυπρόσωπο αδημιούργητο Είναι μας.

Στο χείλος του μαστού στέκεται η σταγόνα της αλήθειας, μετέωρη στην αποτρόπαιη ηρεμία της συνήθειας που ο μαγνητικός της θάνατος είναι πιο δυνατός απ’ όλα τα πεπρωμένα.

Αγαπώ τους μαστούς, αυτά τα τεθλασμένα βυζάκια κι αυτά τα θαυμάσια στήθια που τραμπαλίζονται μες στη βαρυτική υπεροψία ενός χωροχρόνου που μας θέλει δεμένους σφιχτά, σεξουαλικούς μέχρι το μεδούλι και δυνατούς τόσο μέχρι να περάσουμε το ζεστό μας πτώμα στην αντίπερα όχθη.

Συναντιέμαι με τους μαστούς όπως συναντιούνται οι πειρατές και οι ξιφομάχοι σ’ ένα πεδίο τιμής όπου η ατιμία έχει τον πρώτο λόγο και η γλώσσα, οι ρόγες, οι σχισμές περιτριγυρίζονται απ’ τα φαντάσματα της νίκης και της ήττας.