Αναμνήσεις ενός εξομολόγου

anamnisis

Εργαζόμουν ως εξομολόγος σ’ ένα χωριό στην επαρχία.

Τα κόκαλα και οι πέτρες τού τοπίου ήτο γυμνά και συφοριασμένα.

Οι χειμώνες έφταναν απ’ τη θάλασσα με το στόμα γεμάτο κρέας και οι νύχτες ήταν αχόρταστες και κακοφορμισμένες, όλο δαιμόνια και μισοκοιμισμένα καβούρια.

Τα καλοκαίρια όμως ήταν γεμάτα λυγμούς και κορμιά εκφυλισμένα απ’ τον πυρετό των ονειρώξεων και της τρέλας.

Ο καύσων της Μεσογείου τρυπά τις κοιλιές και σουβλίζει, σκοτώνει, γελά. Η λίγδα και το λίπος που φέρνει ο αέρας μοιάζουν αλειμμένα πάνω στις σάρκες, στίλβοντας κάθε βραδυφλεγή πόρο καθώς ίπτανται αυτές γυμνές στ’ απολιθωμένα όνειρά τους.

Πίθηκοι που αμαρτάνουν, φτωχοί και άμυαλοι, μέχρι ο μπόγιας να τους σπάσει το λαιμό.

Κάθε παραθαλάσσιο χωριό το θέρος μεταμορφώνεται σε παλλάδιον τού κήπου των ηδονών, με τη μυστηριώδη σημασία που αφήνουν οι ξερολιθιές με τα ξερόχορτα και τα αγκάθια στ’ αυλάκια τού κύκλου αυτού που οδηγεί στην αποχαύνωση και την αμαρτία.

Μες στο εξομολογητήριο στεκόμουν καθιστός με το κεφάλι σκυφτό και το μέτωπο ιδρωμένο, περιμένοντας να εκφωνήσω τον συμβατικό επικήδειο της συχώρεσης σε όντα φτιαγμένα από λάσπη και χρυσάφι, από τέλμα και αδιανόητες συμφορές.

Μα εκείνη τη μέρα έφτασε στο πένθιμο κουβούκλιό μου το πιο άσπιλο πλάσμα, ολόκληρο θηλυκό και παρθένο, με τη διαστροφή και τη βλασφημία σκορπισμένες μέσα στην αθωότητα που αναδίδει ζεστασιά και μαγεία.

Η ομορφιά ολόκληρη που τη νιώθεις να σκιρτά δίπλα σου εκεί ανάμεσα στο ξύλινο παραπέτασμα που χωρίζει την αγιότητα με τα γαμψά νύχια της τιμωρίας απ’ το χνούδι που ξεπροβάλει στις γενετήσιες σχισμές ανάμεσα απ’ την καρδιά και τα χείλη.

Ακουγόταν σχεδόν το βλέμμα της και τα μάτια της απρόσμενα μαύρα και γλυκά θαρρείς σα να θέλαν να δραπετεύσουν απ’ το καγκελόφραχτο παραθυράκι.

Πάντα η πρώτη στιγμή είναι σιωπή και μοναξιά μα ο εξομολόγος είναι ο οραματιστής που πρέπει να ξεκλειδώσει τα σεντούκια με τις θύελλες και τα πιθάρια με τους διαβόλους.

Η παιδούλα δίπλα μου φαινόταν συνεσταλμένη και ακόρεστη σαν άγγελος που κοίταξε κατάματα το θάνατο.

Ίσως γύρω η τόση σιωπή να με έκανε να ακούω ως και το αίμα στις φλέβες, τις κνήμες και τους μηρούς.

Άκουγα ήχους απ’ το κορμί της κι ένοιωθα τα νύχια της να θέλουν να χορέψουν μ’ ένα αρσενικό τέρας καμωμένο από ατσάλι και σπέρμα.

Άκουγα σιγά σιγά να χαϊδεύει τα μπούτια της και να κουνάει τα πόδια της. Τέντωνε δεξιά αριστερά τα γόνατα όλο και περισσότερο αφήνοντας αυτό τον ήχο που βγάζουν τα κόκαλα όταν χτυπούν στο κούφιο ξύλο.

Τα δάχτυλα σα να προχωρούσαν για να φτάσουν στα χρυσαφένια κρόσσια και την αρμονική τελειότητα τού υμένα που περιμένει κάποιο βράδυ για να ξηλωθεί και να ξεσχιστεί, αρχίζοντας το χορό του αίματος και του υπεροπτικού σφρίγους της νεότητας.

Ήμουν σιωπηλός σχεδόν με τη μισή ανάσα τού πλήθους που περιμένει στην αρένα τον ταύρο να σκίσει με τα κέρατα το παντελόνι τού ταυρομάχου.

Πλησίασα το μάτι εκεί στη μικρή τρύπα που μπορείς να δεις τα κομμάτια τού άλλου σπαρμένα εδώ κι εκεί στο ημίφως και είδα το κορίτσι να αυνανίζεται με το πρόσωπό της κολλημένο στο διχτυωτό πλάι μου και τα μέλη της όλα τεντωμένα και τα μπούτια της ανοιγμένα και τα δάχτυλα χωμένα βαθιά μέσα στο τρίχωμα να ψάχνουν.

Φαινόταν σα να μπορούσα να την αγγίξω κι έβλεπα πως λίγο λίγο ξεγύμνωνε τον κώλο της ψιθυρίζοντας με υγρή φωνή.

-Πάτερ μου, θέλω να σας πω τη μεγαλύτερη αμαρτία μου, αυτή που δε σας ψιθύρισα ακόμα.

Ακολούθησαν δευτερόλεπτα σιωπής, με το καρδιοχτύπι να σχοινοβατεί πάνω στο συρματόσχοινο της κοινής μας αμηχανίας.

Το κορίτσι σα να πρόσταξε σε μένα τον ηδονοβλεψία εξομολόγο ψυχών, λόγια που απαιτούν αγιοσύνη και βαραίνουν πάνω στα σαγόνια και τις χαρακιές της γης που κρατά στη ζωή το σάρκινο λουρί μας δεμένο στο ερωτικό σκίρτημα και στον καυτό άνεμο.

-Η μεγαλύτερη αμαρτία μου Πάτερ, είναι πως αυτή τη στιγμή που σας μιλώ τραβάω μαλακία, έχω τα δάχτυλά μου στο μέλι αυτό που γεύονται οι γλώσσες των αντρών και των γυναικών, στο μουνί μου που δε θέλει σπόρους και βροχή μα δυνατά αλέτρια, δάχτυλα να οργώσουν όλα τα κύτταρα και τις αφρισμένες μου χαίτες, να τεντώσουν και να ξεχαρβαλώσουν το κορμί μου που θέλει να γίνει απέραντο και να απλωθεί μες στο βδελυρό τρούλο της αγκαλιά του θεού.

Πέρασαν τότε, ακόμα μερικές στιγμές με ψιθύρους και βογκητά και σαλεύοντας σα μια δαιμονισμένη που την εξάρθρωσαν ηδονές που αναβλύζουν και φιλονικούνε στην αιωνιότητα, σχεδόν με δυνατή και καθαρή φωνή όλο θέληση και υπεροψία μού είπε.

-Πάτερ, αν δε με πιστεύετε ελάτε να σας δείξω.

Κι αμέσως σηκώθηκε πλατσουρίζοντας μέσα στους γλυκούς χυμούς της ανθρώπινης ζωής, τραβώντας το μαύρο παραπέτασμα που μας χώριζε, ανοίγοντας τα σκέλια της μπροστά σε μένα τον Ιούδα, ενώ με χέρι σταθερό και γρήγορο μαλακιζόταν ακόμα συνεχίζοντας να κρεμάει στα τσιγκέλια των τρούλων οργασμούς σαν σφαγμένους πετεινούς, με το αίμα τους να στάζει πάνω στην αναισχυντία της στέρησης τόσων πιστών που φαρμακώνονται για να κοιμίσουν τη φύση μέσα τους.

Ονομάζομαι Μοναχή Λουκρητία

monaxilou

Ονομάζομαι Μοναχή Λουκρητία. Πρώην αμαζόνα!
Ω θεέ και διάολε, αραχνοΰφαντη είμαι.
Μυρίζω σαν κρυφή καρδιά που υποφέρει.
Στων αντρών τη θέα ανοίγω τα ψαλίδια μου.
Παίξτε ανοιχτά μαζί μου, εσείς
αρσενικά δρολάπια που θα με καταπιείτε.
Των κολπικών υγρών μου μαδήστε την καρδούλα.
Με το μεγάλο τού ποδιού σας δάχτυλο
αιφνιδίως ακροαστείτε τα σπλάχνα μου.
Η αιχμηρή σκληρότητα θα σας κάνει να λάμψετε.
Θα σας κάνει με χίλια σύγκρυα η αδρεναλίνη κομμάτια
κι αφήστε στο βαθύ λαρύγγι μου μέσα
τον τελευταίο λυγμό της λιπόθυμης στύσης σας.
Χύσια ελέω θεού ανελέητου. Λεφτά δεν παίρνω.
Στο τζάμπα. Μεδούλι και αίμα.

Holy Diver

holy

Ένοιωθα σα να με κυνηγούσαν οι όχλοι του Ιησού στον παράδεισο για να μου καρφώσουν στα πλευρά τα φτερά της αγνότητας. Όσο πιο γρήγορα μπορούσα έτρεχα να κρυφτώ πάνω στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων του παραδείσου. Έριξα γύρω μια ματιά και τη στιγμή εκείνη είδα μια κοπέλα γυμνή να φεύγει τρέχοντας προς μια συστάδα τσουκνίδες. Κατέβηκα απ’ το δέντρο σαν βαθμούχος ευγενής, μα ήμουν ο βασιλέας και ο δαίμονας όλης της πλάσης κι ο εραστής ετούτης εδώ της κοπέλας που έτριβε τις τσουκνίδες στο μουνί της βγάζοντας δάκρυα πόνου αλλά όχι χαράς. Ποιητής ουρανού και γης. Ένα τέρας. Ένα πλάσμα διφορούμενο. Ένας θεός που κανείς δεν προσευχήθηκε σ’ αυτόν παρά μονάχα θηλυκές υπάρξεις με κάθε λογής θρασύτητα με τη γλώσσα και τα χείλη και το στόμα αφήνοντας πάνω μου σάλια, αφηνιασμένες ουρλιάζοντας-Δόξα τω θεώ-Δόξα τω θεώ. Με την καύλα να κλυδωνίζεται ανάμεσα στη ζωή και στην ερημιά του θανάτου σε τούτον εδώ τον παράδεισο που φουσκώνουν τ’ αρχίδια μου κι ανεμίζουν οι όμορφες χρυσές κεντημένες πούλιες κι οι κορδέλες κάτω απ’ τα κοριτσίστικα γόνατα ανάσκελες καθώς τις βρίσκει ο σπερματόσπορος απ’ τους μηρούς στο υπογάστριο κι ο ήλιος απ’ άκρη σ’ άκρη σαν θεριό ανήμερο, ο μέγας εξεταστής ο κόκορας που ψιθυρίζει όπως ο μπέης της Αλγερίας στα κορίτσια ερωτόλογα και αινίγματα για την ολάνοιχτη εξοχή της σάρκας και τους αλλόφρονες εφιάλτες. Τη στέρηση που σε φτάνει στο έγκλημα και στον τάφο. Ωστόσο δια παντός θα ακτινοβολείτε κορίτσια ζέστα απ’ τα έγκατα και να ξέρετε πως έχει μια κρεατοελιά ο θάνατος στα κωλομέρια. Σφάξτε τον λοιπόν, την ώρα που σας γαμεί μες στη λάσπη της νύχτας κι ελάτε άσπιλες με τις οσμές σας στο δρόμο μου. Στο δρόμο του θεού. Εκδηλώσεις υποταγής δεν θέλω.

Πρελούδιο

bellissimo-1-900x900

Πάω να συναντήσω τα κυκλάμινα και τη Μούσα
που με θέλει γαντζωμένο στο αιδοίο της, μανούλα.
Στήθος με στήθος να συνθλίψουμε τις ρόγες μας.
Την περεστρόικα τραγανισμένων οργασμών αφού
τα υγρά κόποις κτώνται, στις εξοχές αβέρτα χύνοντας
ανάμεσα στις γάμπες, αναβλασταίνοντας της Οσίας
Παρθενίας τα βαρβάτα χαμομήλια. Δεν προσδοκώ
ανάσταση νεκρών μα στων γυμνωμένων γυναικών
τα λιβάδια ένα θάνατο γλυκό σαν μπακλαβά.

Ισπανική υποχώρηση Ή εγκάρδιος χαιρετισμός στη Betty Tompkins

betty

Τους συνετούς δεν συμπαθώ και της σύνεσης
την ψεύτρα ομορφιά. Γλώσσα τραχιά του πόθου,
σκλάβα που θα με συντροφέψει στην πτώση και
το θάνατο. Ενθυμούμε λυγμούς επικήδειους,
ωραία ζαρζαβατικά και πρωτοβρόχια. Εσένα
ως λαφίνα ραβδωτή με φουσκωτά οπίσθια
και το δάκρυ ως κάτω εκεί στο φύλλο σου.
Την αγένεια του κοινού ρυθμίζοντας, το οικείο
δράμα των καυλωμένων πούτσων, περιμένοντας
τη θεία στιγμή όπου ο ταύρος θα ξεσκίσει με τα
κέρατα τού ταυρομάχου το βρακί με τους ήλιους
και τα άστρα και τις ίριδες.

Η ηδονή άδεται μεγαλοφώνως

viks32

δεν μπορεί να είναι πιο χλωμά της ποιήσεως τα βάθη
τα δωρεάν λαίμαργα βυζάκια τα μεγάλα βρε και τα
μικρά και τα ψεύτικα που καλπάζουν προς τους ροδο-
κόκκινους τοκετούς τις νιφάδες και το λήθαργο της
αγρύπνιας χλευαστικών φιλιών στο νυχτόφως τροφή
των ποντικών και των αναμνήσεων γουρούνες όλο εγκώ-
μια αφόδευσης τού μέσα θεού που έγινε κοπριά και
ελεήμων καπιταλιστής χριστούλης στο εκτυφλωτικό
ηλεκτρόφως της σφαγής και στα διπλά λογιστικά βι-
βλία οργασμών που πέτρωσαν στις γιορτινές μας λαιμαργίες

Αφήνω τώρα εδώ τη διαθήκη μου

135789682511january2013background

Σας δείχνω τα νεφρά μου
κούφια σαν το μεδούλι του γουρουνιού
Το χρήμα και τη φτώχεια να χαϊδεύουν
τη μαλλιαρή χαίτη του εβραίου
που μαδάει την καρδιά του σαν μαργαρίτα
Ένα Ισραήλ από σάπιο αίμα και αποτρίχωση
Σπαθιά φαλλικά ψημένα κάτω από άγουρες μασχάλες
και το βυζί της δασκάλας που γέρασε
με όλο το παιδικό μου σπέρμα πάνω στη ράχη της
από λεία κόκκαλα και προσευχές
Φιλανθρωπίες απ’ την κοιλιά του θηρίου δάχτυλα
όλο δάχτυλα παστωμένα αφρό και σαπούνι και σκατούλια
Σας δείχνω τα νεφρά μου
τα μαργαριταρένια απ’ τον πόθο
Σας δείχνω τον ευτράπελο ποιητικό μου κώλο
ένα μεζέ για τις οσμές της εφηβείας
Ηδονή κρυμμένη στις πέτρες
και στους τεφρούς μαστούς της ειμαρμένης
Βρέφος θα ξαναγίνω, μα τη μήτρα!
πεταλούδα που ξεμπουκάρει με όλη τη λίγδα
απ’ τα χύσια της έμπνευσης στα φτερά της
Αφήνω τώρα εδώ τη διαθήκη μου
μες στη ζοφώδη χλιαρότητα του αφρισμένου σου αιδοίου
Να με θάψουν εκεί που κουρνιάζουν οι μιγάδες
ωσάν ξελεπιασμένοι ήλιοι
γλείφοντας της παπαρούνας την μακάβρια κλειτορίδα
Κοιτάζοντας έναν λαό πεινασμένο
να καταβροχθίζει το σπέρμα του στην ξηρασία
Σας αφήνω το χορτάτο κορμί μου από λύσσα
Τη διαστημική ψυχούλα μου
Του απόδημου σκύλου τα βγαλμένα μάτια

 

Δείπνο εορταστικόν

marion fayolle

Marion Fayolle

 

Να πιπιλίζουν την πέτσα της βότκας τα χείλη.
Ο κουραμπιές δαγκώθηκε σωστά κι ότι πέρασε
επίσης πέρασε σωστά κατά Σεφέρη. Στην πίστα
θείες δυνατότητες. Η τίγρης αγκαλιά και η αμαζόνα.
Ευφραίνεσαι χορταίνεις. Θυμάσαι γάτες και
ποντίκια. Τον έφηβο παραβάτη μες στο χρυσό του κλουβί.
Σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ που με βάζεις μαδημένο
του έρωτά μου μουνί! Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου
στη φάτνη. Σάπιος ευτυχισμένος χριστός. Να σβήσω
μες στη γελοία σιωπή των βυζιών σου, μητέρα,
των εξευτελισμών τη δυσωδία που έρχεται
και στης παρθενίας σου το μυρωμένο απόστημα
να σβήσω τα αχόρταγα σφιξίματα με μια Μαρία Μαγδαληνή
με μια Μαρία βελούδινη σαν κρέμα. Γονατιστή
με το ανοιχτό κοχύλι της απιθωμένο πάνω στους
τάφους των φτωχών που περιμένουν
στη μετά θάνατον ουρά συσσίτια ανίατου οργασμού
εις τους αιώνες των αιώνων

Ο ήλιος στη γυμνή πλάτη

sarkagimno

Μόνο όταν ένα κείμενο ενοχλεί πιάνει τόπο. Αλλιώς είναι άνευρο, άχρωμο, άχρηστο. Έτοιμο να το παρασύρουν τα νερά της συμπαντικής λήθης και τα απόνερα της ανθρώπινης κατάστασης.

Γιατί η καρδιά της αλήθειας χτυπά εκεί που οι άνθρωποι υποφέρουν, εκεί που στερούνται τη χαρά για να τη γεύονται σε περίσσια άλλοι δυνατοί μαστραπάδες γεμάτοι με όλη τη δύναμη της τσιφλικάδικης αριστείας.

Το μάντρωμα των ανθρώπων και η ανθρωποβοσκή που έπεσαν απ’ τον ουράνιο θόλο ως κληρονομικό δικαίωμα είναι κοινωνική συνθήκη και νόμος του συντάγματος.

Το κατηχητικό και η κερδοσκοπία συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα μα η ανυπακοή στο κακό είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος της εμπορικής επιχείρησης που οι αστοί ονομάζουν δημοκρατία, κωλοτρίβοντας πάνω της μέχρι και τα τελευταία σιχαμένα μουνόπανα του ναζισμού.

Ο αιώνας που πέρασε όμως ρίζωσε για τα καλά μέσα στο γήινο ανθρώπινο κύτταρο το φαρμάκι που θα κάψει τα σπλάχνα του γραφειοκράτη, που είναι το στήριγμα και η θεραπαινίδα του καπιταλιστή.

Το φαρμάκι αυτό που είναι γραμμένο στα βιβλία και στις κοριτσίστικες θηλές.

Μα που βρίσκεται η πληγή σου;

andr

Η σκέψη και ο λόγος δεν μπορούν να χωρέσουν τα σωματικά υγρά και την αιχμηρή σκληρότητα του θανάτου που τα κάνει να λάμπουν.

Το Σώμα βρίσκεται εκτός λόγου, αφού η ένδοξη προστυχιά του παραδέρνει ανάμεσα στις εκκρίσεις και τις κρίσεις του.

Η ληθαργική μας φύση, πότε μαγεμένη απ’ την εκτυφλωτική γοητεία του ήλιου και πότε έκθετη στα μυρωδάτα σκοτάδια της διοχετεύει μέσα στον ιδιόρρυθμο κοσμικό πανζουρλισμό την αλήθεια της και τα μυστικά της.

Μιαν αλήθεια καμωμένη από σουβλερή γλώσσα και θριαμβευτικό σάλιο έτοιμη για το πιο διεστραμμένο τσαλαπάτημα, πάντα στοιχισμένη με την ποίηση που πορνεύεται και αιμάσσει όταν το απαιτούν οι περιστάσεις και οι δολιότητες.

Όταν προσπαθούν να μας κλείσουν το στόμα τα κουτορνίθια και οι φασίστες, με όλη την αναισχυντία της βρωμερής τους φύσης για εξουσία, το Σώμα κυρτώνεται φορτισμένο και δυνατό έτοιμο να μεταμορφωθεί σε Σύμπαν.

Παλεύει δηλαδή να κερδίσει τον εαυτό του και τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί ο λήθαργος των πολλών σε εγρήγορση.

Οι ποιητές και οι καλλιτέχνες-που μοιάζουν με μύγες που στριφογυρνούν και φυτοζωούν μες στο θαμπό γυαλί της κοινωνίας των άρτων και των θεαμάτων-είναι αυτοί που ζητούν συνδαιτημόνες και συντρόφους μακριά απ’ τις προκατασκευασμένες και ασφαλείς απόψεις.

Είναι αυτοί που πρέπει να προχωρήσουν γυμνοί και παθιασμένοι μέσα στο κουζινάκι του διαβόλου που αποφάσισε να εκτεθεί, παίρνοντας πολύ στα σοβαρά την ανθρώπινη υπόσταση, βιώνοντάς τη άκρως σπαραχτικά και εξουθενωτικά.

Ο ποιητής δεν θέλει τίτλους στην αγορά και πελάτες, αλλά απαιτεί συνάντηση ανθρώπων για γιορτή και κραιπάλη.

Μια κραιπάλη ερωτικής φύσεως όπου τα πλάσματα ως επαναστατημένα όντα γίνονται δάσκαλοι και μαθητές, δηλαδή εραστές.

Μακριά απ’ το τραύλισμα του διαμορφωμένου κατεστημένου λόγου και τους ξύλινους κόπανους της ακαδημίας που φτιάχνουν ζωές ρημαγμένες από τα άγχη της αποδοτικότητας και της αποτυχίας, υπάρχει πάντα αυτός που θα σηκώσει τον εραστή του αναφλέγοντάς τον χωρίς διδακτισμούς και ιερές βέργες, αποδιώχνοντας το φόβο του θανάτου, προβάλλοντας την αρχέγονη ομορφιά του Σώματος.

Ω γλυκιά μου Ιερουσαλήμ!

Democratic Nominee for President of the United States former Secretary of State Hillary Clinton

Βαρβάτοι μεσαιωνικοί Σπανιόλοι, ερασιτέχνες ταυρομάχοι οι περισσότεροι όταν τυχαίνει, το έχουν συνήθειο να παραγγέλνουν στον πορτιέρη της αρένας τα φρεσκοκομμένα και ψημένα στη σχάρα αρχίδια ενός απ’ τους πρώτους ταύρους που σκοτώνονται. Δίνουνε διαταγή να τους τα φέρνουν εκεί που κάθονται, δηλαδή στην πρώτη σειρά της αρένας, και τα τρώνε αμέσως κοιτάζοντας τους υπόλοιπους ταύρους να σκοτώνονται. Κι όταν πέρνουν δύναμη απ’ τα γλυκάδια του σκοτωμένου ζώου τραβιούνται στα παστρικά τους χοιροστάσια στις χρυσόφτερες νυφικές παστάδες από βούρκο και κατρουλιά, κάτω απ’ τις κοιλιές των γουρουνιών που γρυλίζουν τρίβοντας τις ρόγες τους στις πέτρες, κι έτσι αρπάζοντας την πρώτη τρισχαριτωμένη πεταλουδίτσα την στήνουν μπροστά στο παράθυρο που βλέπει στις κτήσεις, με τον λαϊκό της κώλο μες στη χρυσή λάσπη γαμώντας τη πολλές φορές ενώ πέφτει μια ψιλή βροχή κι ο θεός τραβάει μαλακία.

Ο διάβολος δουλεύει σκληρά για μας

wUa1ZEaIdifX

Ο διάβολος δουλεύει σκληρά για μας
Δανείζει το σώμα του στον κόσμο
Είμαστε φτιαγμένοι απ’ την ίδια στόφα σώματος
Ο διάβολος κι εγώ
Μα η διαβολοσύνη μας είναι μιαν Αγία
Όλοι το ξέρουν αυτό
Και πριν τελείως εισπνεύσομεν
τις τελευταίες εκλάμψεις του οργασμού
του αιδοίου τα γαϊδουράγκαθα και τα ζεστά ποτά
-αμφίρροποι σχεδόν, μα φαλλικοί-
ξέρουμε τι εστί να γράφεις ποιήματα διαβολικά
τι εστί σφήνα ανδρός
στους αναλφάβητους μηρούς της Αμβρακίας

Όσο για σένα ανάσκελη που είσαι τώρα
-σαν σκύλα του Καρβασαρά
περνά σε λίγο το εξπρές για Αλβανία

In extremis

dago

Υπάρχουν δυο ειδών ποιητές. Οι ποιητές που ακονίζουν τα νύχια τους στις λέξεις και οι ποιητές που λιμάρουν τα νύχια τους με λέξεις, για να δείχνουν στη μικρή αγορά που τους αναλογεί τα όμορφα δάχτυλά τους που καταλήγουν σε στρογγυλεμένα ακίνδυνα νύχια. Αν δεν ακονίσεις τα νύχια σου πάνω στα ποιήματα που γράφεις δεν θα γίνεις ποτέ αυτός ο μάγος που μαυλίζει τους τελευταίους μεγάλους έρωτες, ξαγρυπνώντας πάντα, καθαρίζοντας τα περίστροφα της έμπνευσης, ξεριζώνοντας τα γλοιώδη φλέματα απ’ τα στόματα όσων πουλάνε τα οπίσθιά τους σε αρχοντογαϊδάρους για ένα βραβείο κρατικό, για ένα κλύσμα εκδοτικό, για ένα πουκάμισο γεμάτο ναφθαλίνη και αυταπάτες.

Πορτρέτο τού καλλιτέχνη με περίστροφο

streetart-o4

Ο καλλιτέχνης, την ώρα που αγγίζει το θάνατο με το σεξουαλικό του ραβδί φτάνει την τελειότητα και την τόλμη, εκμηδενίζοντας την αγένεια του κοινού που κλείνει τα μάτια μπροστά στο κτήνος. Ο καλλιτέχνης καλεί σε δείπνο το κτήνος για να το φάει στο τέλος. Όμως κανείς δεν μπορεί να φάει μόνος του ένα κτήνος. Οι θεατές και οι αναγνώστες είναι αυτοί που θα πρέπει να μασήσουν πρώτοι το κρέας του. Διότι αν δε φαγωθεί το κτήνος απ’ τον καλλιτέχνη και το κοινό του θα φαγωθεί ο καλλιτέχνης και το κοινό του απ’ το κτήνος. Και τότε ο καλλιτέχνης θα γίνει ένα κτήνος που θα βγάζει λεφτά, τριγυρνώντας χεσμένος στο τάλιρο, με όλο το βρώμικο χρήμα που μπορεί να διαφθείρει και την πιο αγγελική ψυχή. Να κόβει μονέδα. Τρελά διεφθαρμένα λεφτά. Να τα μαζεύει σε μια γωνιά της θλιβερής του τρώγλης και να μην τ’ αγγίζει παρά μονάχα για να σκουπίζει τον κώλο του.

Ο λιποτάχτης Ήλιος

ilio

Κανείς δε γλύτωσε απ’ του Δράμαλη τη μάχη
Φύσεις νεκρές και παραφύσιν φύσεις
Μονάχα εσύ λιγνό αγόρι όλων των πολέμων
έτρεξες στις αγρότισσες
που περιμέναν την αυγή απ’ τις σφαγές τους άντρες
δωρίζοντας στα ύφαλα της μήτρας τους
ήλιο τρεμάμενο απ’ τα πεδία των μαχών
Εσύ ο λιποτάχτης Ήλιος
το ποίημα της έξυπνης γης
Εσύ ο καθεδρικός ναός των αιδοίων
ο πουτσαράς
ο άπληστος για μέλλον
Εσύ ο πατήρ μου, που κρύφτηκες
στους ιερόσυλους του έθνους καμπινέδες
για να γλιτώσεις το σφαγείο της Κορέας
Τα κοράκια
Το διακορευτή γαμιά αμερικάνο
Τ’ αδέρφια σου με τις ψείρες και τον ασβέστη στα μάτια
Τους άμαχους που ξεγεννούσαν οι κοιλιές των γρύλων τα μεσάνυχτα
κάτω εκεί στα ξεχαρβαλωμένα σαγόνια της γης
που ο θεός ολόκληρος είναι μια νοσοκόμα με σπαρταριστά βυζιά
που αφήνει τον ετοιμοθάνατο
να της χαϊδέψει το μπούτι τη γάμπα και το γόνατο
μια ψυχούλα αφημένη στα ξυλοπόδαρά της
και στα μπιμπίκια της νεότητος

Μελέτη ηλιακών σπασμών

Karel Teige.jpg

Collage 247,1942 by Karel Teige

 

Τα δαχτυλάκια σου, που μελετούν τον ήλιο
ξέρουν τι εστί εμβαδόν μιας νέγρας που διψά
Ξέρουνε το βαρύ λυγμό κορμιών εγχόρδων
Μια τούφα τρίχες ξέρουν πως, τις καψαλίζει
η κάψα ενός θεού με ανοιχτό το φερμουάρ
Ω! σαν πέρλες που βλασταίνουνε πάνω στο
δέρμα των λαών οι σπερματόσποροι, τα χύσια
στους τόσους κοριτσίστικους μελάτους οργασμούς
Αχ! σ’ εξαπάτησα θεούλη μου ξοδεύοντας
τον οίστρο όλων των εκλείψεων
Ξοδεύοντας το τόσο σεξ από πλεονεξία
Φτωχούλης και περίλαμπρος στο μονοπάτι
των νεκρών γυρνώ, μα πάω εκεί σαν το σκυλί
τρεχάλα. Να μου πετάξει ο χάρος τ’ αποφάγια
τού τελευταίου ασπασμού.

Το μεσαίο δάχτυλο

hand

Αρκετοί άνθρωποι αγαπούν το κουτσομπολιό και τρέφονται απ’ αυτό.

Η ίδια η λογοτεχνία είναι πολλές φορές τροφή για κουτσομπολιό, αφού το συγκροτημένο σύνολο των αναγνωστών θέλει να βρει πίσω απ’ τις λέξεις τα βίτσια του συγγραφέα εν ονόματι της κοινής περιέργειας.

Κάθε φορά που ακούγεται η προσωπική φωνή μέσα στα έργα προκαλεί την επιθυμία του κοινού να γνωρίσει το δημιουργό.

Η άνοδος της αστικής τάξης στο προσκήνιο της ιστορίας ήταν στην ουσία η άνοδος των ατόμων και λιγότερο η επικράτηση μιας τάξης συμπαγούς και αδελφωμένης κάτω απ’ την ίδια σημαία ευκαιρίας.

Οι αστοί έβαλαν τις βάσεις για την προστασία κάθε συνθήκης που συνδέεται με το άτομο.

Ατομική ιδιοκτησία, ατομική ελευθερία, ατομική έκφραση, ατομική πρωτοβουλία. Αρχές που αποτελούν στοιχεία ενός πλέγματος προστασίας των αστών απ’ την ίδια τους την τάξη.

Οι αστοί χώρισαν τον καλλιτέχνη απ’ την τέχνη του. Τον αποξένωσαν απ’ το παραγόμενο αποτέλεσμα, αφού, η πνευματική δημιουργία έγινε ιδιοκτησία οικειοποιημένη απ’ τον χορηγό ή τον μαικήνα που θέλει τον καλλιτέχνη άτομο αποκομμένο απ’ την κοινωνία.

Η αυθαίρετη οικειοποίηση του έργου τέχνης προηγείται του δημιουργού.

Οι μεγάλες συλλογές εικαστικών έργων ανήκουν σε εφοπλιστές.

Τα εκδοτικά συγκροτήματα ανεβάζουν και κατεβάζουν μαζί με τις κυβερνήσεις και τους συγγραφείς.

Άλλοι φιμώνονται και άλλοι αποκλείονται και άλλοι θάβονται και άλλοι πατικώνονται στα ένθετα των εφημερίδων ως δύστροπες καλιακούδες που μαγειρεύονται στις κατσαρόλες της εξυπνάδας και της πνευματικής νοστιμιάς που απιθώνεται ως εύπεπτος χυλός για το χριστεπώνυμο αναγνωστικό πλήθος.

Απ’ την άλλη, οι ίδιοι οι δημιουργοί υποθάλπουν με κάθε τρόπο αυτό το διαχωρισμό καλλιτέχνη και τέχνης. Προσώπου και προϊόντος.

Ξεγελασμένοι απ’ το δήθεν αβίαστο ενδιαφέρον του κόσμου και το δήθεν γούστο του κοινού-που στην πραγματικότητα είναι παζάρι και διαφήμιση- επιδεικνύουν σαν τα παγώνια την παρδαλή τους ουρά αδιαφορώντας για τα απαίσια πόδια τους.

Η αστική τάξη υπήρξε έως σήμερα η πιο αναρχική τάξη. Τα ξεχωριστά άτομα κυβερνούν τον κόσμο και τα ξεχωριστά άτομα υπηρετούν το αξίωμα που λέει πως, αν δεν είσαι εσύ θα είναι κάποιος άλλος.

Παλαιότερα υπήρχαν σκοτωμοί για να πάρεις λίγο χώρο σε λογοτεχνικό περιοδικό, ακολουθούντας μιαν επετηρίδα υποτέλειας. Καλά λόγια για το σύστημα και χάιδεμα στ’ αρχιδάκια του άρα κρατικό βραβείο, αφιερώματα, χορηγίες για φήμη.

Αριστεροί που γίναν εν μια νυκτί αντικομουνιστές, σαρώνουν βραβεία και χορηγίες.

Κάθε ταλιράκι υπακοής και κάθε δήλωση μετανοίας πριμοδοτείται με πόντους. Απ’ τον μισάνθρωπο υπάλληλο του ΟΟΑΣΑ και ψετοφιλόσοφο Καστοριάδη μέχρι το Ράμφο και τα πνευματικά τους κουτάβια καλλιτέχνες ζωσμένοι το Εγώ τους κατασκευάζουν μυθολογίες που εξυμνούν τα αμφίβολα ήθη ενός κόσμου σπεκουλαδόρων και μπακάληδων.

Νοικοκυραίων και αστών που φτιάχτηκαν από ένα κρατικό δάνειο-δανεικό κι αγύριστο-ή απ’ τη μαυραγορίτικη πατρική περιουσία, βλέποντας κάτω απ’ τον αριστοκρατικό βελούδινο μπερέ τους να ενεδρεύει το πεινασμένο βλέμμα και το αρπαχτικό στόμα του επαγγελματία νταβατζή.