Κάνω τις ευχές μου πλάι στην όμορφη θάλασσα.
Τώρα με θέλγουν κλαψιάρικα αλλήθωρα ηλιοβασιλέματα.
Οι Κινέζοι έμποροι που επέστρεψαν στο στρατόπεδο της Ευρώπης.
Στα μαυσωλεία επιπλωμένων σπιτιών με άσπρο χρώμα.
Και δράκους πεσμένους στα γόνατα που μαθαίνουν αγγλικά.
Δεν ξεχνώ τις καυτερές πιπεριές και τους συναγερμούς.
Τα κολιέ που έβγαζαν απ’ τις στάχτες οι Γάλλοι διανοητές.
Στις αποικίες. Το αίμα στα εξώφυλλα. Λεκέδες της υπεραξίας
κι ενός αρχιδούκα που ψιθύριζε πάνω απ’ τους χάρτες. Για
το Κονγκό που δε θα το ταξιδέψω ποτέ. Γράφω.
Για τη Σενεγάλη που έχωσε το δάχτυλο στον πρωκτό του θεού.
Τους κανίβαλους που λατρεύουν την παναγία.
Στα μεταλλεία χρυσού. Στα πιθάρια μέσα που μεταφέρουν
βγαλμένα μάτια ανταρτών Αγίων. Έκφυλων.
Κοριτσιών που ονειρεύτηκαν παντρολογήματα και καταιγίδες
φιλιών. Και το ιερό ελάφι της θεάς στραγγαλισμένο
στο σαφάρι Ελβετών γιατρών. Στα κουζινάκια από χώμα
που δε γρυλίζει ο Ταρζάν και τ’ αφεντικό
παραμονεύει με τα χρυσά του δόντια το φαί του κόσμου.