Στα κρυφά σταυροδρόμια της γλώσσας με τη φαντασία και την ηδονή, ξεπετάγονται τα αινίγματα.
Κλειδώνω, μανταλώνω μα ο κλέφτης μέσα είναι. Δεν σφίγγω τίποτε στη χούφτα μου, μα ιδού ο κλέφτης του Πύργου των ιδεών και των αχαμνών.
Ο αντίχειρ ως δαχτυλοσκόπος οραμάτων, το πέος και η βάλανος συνώνυμα του μάνδαλος.
Στο παιδικό παιχνίδι-αίνιγμα μπορείς να ανακαλύψεις πως ο Δούρειος Ίππος ήτο φοράδα της γειτονιάς, έτοιμη για την ιερή και θεία τέχνη της διείσδυσης.
Μπορείς να καταλάβεις τι εστί Μάνδαλα όταν βρεθείς στον κύκλο ή τη σφραγίδα που σε περιέχει, που είναι ασφαλώς ένα προγεννητικό ή θηλυκό αρχέτυπο ή κλείστρο.
Φίλημα μανδαλωτό, γινόμενον με τη γλώσσα προέχουσαν εις τις παρειές των οδόντων. Αιδοίον μέλος κατεγλωτισμένον και μανδαλωμένον.
Μες στη σαγήνη της επανάληψης, την τόσο αποχαυνωτικά ερωτική, μια τρύπα βουλώνει και ξεβουλώνει με διάφορους τρόπους.
Μια τρύπα όμως που ξεκλειδώθηκε σαν Λόγος, με την οντολογία που άρχισε απ’ τον Παρμενίδη και τους άσωτους υιούς, τους γραφομανείς που θέλαν να υπολογίσουν το εμβαδόν της ποίησης που χωρά στο κορμί.
Το αόριστο ολοκλήρωμα της ελληνικής γλώσσας και σκέψης, στην οποία δεν υπάρχει πολύς τόπος για μαγείες και μεταφυσικές, παρά ερωτήματα και αποκρίσεις, διαλεκτική, Έρως, Λόγος, Υγρά.
Σύμφωνα και φωνήεντα που οι χριστιανοί, οι γνωστικοί και οι ψυχαναλυτές τα μάντρωσαν στο παχνί της πίστης και της υποταγής.
Λέξεις που δε θα τις βρεις στα λεξικά, μονάχα στο σπασμό πάνω τού σώματος που τις γεννά.
Λέξεις όπλα από ήλιο στροβιλίζονται και η φωτιά θα καταπιεί τη φωτιά, δείχνοντας τον έσχατο δρόμο της επιθυμίας γεμάτο θηρία φυτά και πέτρες.
Θάλασσες από αλάτι και εκκλησιαστικά όργια, όντα που θα γεννήσουν τις θυγατέρες τους στο βυθό μέσω πέους και ορθού εντέρου, μέσω του ατέλειωτου αριθμού εξόδων του δέρματος, όπου ως δρόσος πρωινή μαζεύονται οι εμπύρετες σταγόνες, ο ιδρώτας της δουλειάς, η αγωνία κι οι ευωδιές του έρωτα που μας συνδέουν με τον κόσμο.
Κάτω απ’ το ακάθεκτο φως λύνουμε αινίγματα. Η άνοιξη είναι θανατηφόρα. Κανείς δεν της δίνει σημασία.
Ακόμα κι εγώ ο μισοκοιμισμένος μηχανικός, δειλός και βαρύς απ’ τον ύπνο μες στη χλωμή πρωινή αχλή με όσο πορνικό λυρισμό μου προσάπτουν οι γραφειοκράτες, καρφιτσώνω λέξεις στο υπερπέραν απ’ την άσκοπη περιπλάνησή μου στις μυρουδιές σου.
Στο μανταλωμένο σου μουνί, όπου μέλλων και παρελθών χρόνος αλλάζουν διαρκώς μορφή. Κι η ζωή συμμετέχει στην παράλογη μεταμφίεσή της, κι η λέξη διασπάται μες στην απατηλή μνήμη της και το άγνωστο σε κρατά απ’ το αυστηρό του χέρι και ο έρωτας σε ζαχαρώνει με τις υποσχέσεις του.