Κλειδώνω, μανταλώνω μα ο κλέφτης μέσα είναι

mandalo

Στα κρυφά σταυροδρόμια της γλώσσας με τη φαντασία και την ηδονή, ξεπετάγονται τα αινίγματα.

Κλειδώνω, μανταλώνω μα ο κλέφτης μέσα είναι. Δεν σφίγγω τίποτε στη χούφτα μου, μα ιδού ο κλέφτης του Πύργου των ιδεών και των αχαμνών.

Ο αντίχειρ ως δαχτυλοσκόπος οραμάτων, το πέος και η βάλανος συνώνυμα του μάνδαλος.

Στο παιδικό παιχνίδι-αίνιγμα μπορείς να ανακαλύψεις πως ο Δούρειος Ίππος ήτο φοράδα της γειτονιάς, έτοιμη για την ιερή και θεία τέχνη της διείσδυσης.

Μπορείς να καταλάβεις τι εστί Μάνδαλα όταν βρεθείς στον κύκλο ή τη σφραγίδα που σε περιέχει, που είναι ασφαλώς ένα προγεννητικό ή θηλυκό αρχέτυπο ή κλείστρο.

Φίλημα μανδαλωτό, γινόμενον με τη γλώσσα προέχουσαν εις τις παρειές των οδόντων. Αιδοίον μέλος κατεγλωτισμένον και μανδαλωμένον.

Μες στη σαγήνη της επανάληψης, την τόσο αποχαυνωτικά ερωτική, μια τρύπα βουλώνει και ξεβουλώνει με διάφορους τρόπους.

Μια τρύπα όμως που ξεκλειδώθηκε σαν Λόγος, με την οντολογία που άρχισε απ’ τον Παρμενίδη και τους άσωτους υιούς, τους γραφομανείς που θέλαν να υπολογίσουν το εμβαδόν της ποίησης που χωρά στο κορμί.

Το αόριστο ολοκλήρωμα της ελληνικής γλώσσας και σκέψης, στην οποία δεν υπάρχει πολύς τόπος για μαγείες και μεταφυσικές, παρά ερωτήματα και αποκρίσεις, διαλεκτική, Έρως, Λόγος, Υγρά.

Σύμφωνα και φωνήεντα που οι χριστιανοί, οι γνωστικοί και οι ψυχαναλυτές τα μάντρωσαν στο παχνί της πίστης και της υποταγής.

Λέξεις που δε θα τις βρεις στα λεξικά, μονάχα στο σπασμό πάνω τού σώματος που τις γεννά.

Λέξεις όπλα από ήλιο στροβιλίζονται και η φωτιά θα καταπιεί τη φωτιά, δείχνοντας τον έσχατο δρόμο της επιθυμίας γεμάτο θηρία φυτά και πέτρες.

Θάλασσες από αλάτι και εκκλησιαστικά όργια, όντα που θα γεννήσουν τις θυγατέρες τους στο βυθό μέσω πέους και ορθού εντέρου, μέσω του ατέλειωτου αριθμού εξόδων του δέρματος, όπου ως δρόσος πρωινή μαζεύονται οι εμπύρετες σταγόνες, ο ιδρώτας της δουλειάς, η αγωνία κι οι ευωδιές του έρωτα που μας συνδέουν με τον κόσμο.

Κάτω απ’ το ακάθεκτο φως λύνουμε αινίγματα. Η άνοιξη είναι θανατηφόρα. Κανείς δεν της δίνει σημασία.

Ακόμα κι εγώ ο μισοκοιμισμένος μηχανικός, δειλός και βαρύς απ’ τον ύπνο μες στη χλωμή πρωινή αχλή με όσο πορνικό λυρισμό μου προσάπτουν οι γραφειοκράτες, καρφιτσώνω λέξεις στο υπερπέραν απ’ την άσκοπη περιπλάνησή μου στις μυρουδιές σου.

Στο μανταλωμένο σου μουνί, όπου μέλλων και παρελθών χρόνος αλλάζουν διαρκώς μορφή. Κι η ζωή συμμετέχει στην παράλογη μεταμφίεσή της, κι η λέξη διασπάται μες στην απατηλή μνήμη της και το άγνωστο σε κρατά απ’ το αυστηρό του χέρι και ο έρωτας σε ζαχαρώνει με τις υποσχέσεις του.

 

Γεμιστά με πλαστικό πιρούνι

gemista

Είμαι θυμωμένος. Έδωσα κλωτσιά σε μια κολοκύθα. Και σε μια γλάστρα που είχα κερδίσει σ’ ένα χορό του δρόμου. Άντε κι εσύ καριόλα είπα καθώς την κλωτσούσα.

Κωλοπράγματα άψυχα, δεν ξέρετε τι είναι να αγαπάς δίχως χορτασμό. Δεν είναι απελευθέρωση. Είναι σκλαβιά.

Γλέντησα και πήδηξα στη ζωή μου πάνω κάτω σαν μαϊμού. Κανένα όφελος μόνο το ξερό μου κεφάλι έσπασα.

Ντύθηκα από έρωτα γυναίκα για να τρυπώσω σ’ ένα γυναικωνίτη. Ξέχασα το θεό και τους ανθρώπους μπροστά στα γυμνά μπούτια. Πεθύμησα να τα φάω και να τα ξεπαρθενέψω.

Στον ύπνο μου ο διάολος έφερνε κεράσματα. Κοψίδια ορεχτικά του γάμου. Και κάποιες νεράιδες από σοκολάτα. Σχισμές όμορφες λογίων λογιών νόστιμες.

Τώρα βουρκώνω αφού μου κόστισε ακριβά η ομορφιά. Αλλά κατάφερα να τη φέρω μέχρι τα ρουθούνια και να την τρίψω με τα δάχτυλα πάνω στην άνθησή της.

Τώρα κάτι μαραμένες κυρίες μου φέρνουν φαγητό. Ωραία η λύπηση και την έχω συνηθίσει. Έχει το νόημα που έχει στην τραγωδία ο χορός. Αντί για απελπισία μου φέρνει χαρά.

Δεν θέλω να μ’ αγαπούν θέλω να με λυπούνται.

Τρώω τα γεμιστά με πλαστικό πιρούνι όπως τότε που ήμασταν δυο κι είχαμε μια καρδιά.

Δεν το εγκρίνουν οι άνθρωποι να κοιμάσαι κάτω από γέφυρες. Να πιάνει ψείρες το πουλί σου και ο κώλος σου ξεραμένα σκατά. Να τον παίζεις για να κοιμηθείς αφήνοντας σαν τ’ αποπλύματα λεπρών τα χύσια σου πάνω στις τρίχες. Και τις λίγδες απ’ τα ποδάρια μες στα χαρτόκουτα.

Οι ώριμες κυρίες που μου φέρνουν φαγητό δεν ζητάνε τίποτε από μένα.

Δε με φωνάζουν και δε με λένε τομάρι ψειριασμένο.

Και με ρωτούν όταν με βλέπουν λυσσάρικο και θυμωμένο να σπάω το νοικοκυριό μου που είναι όλο μισό μέτρο γύρω απ’ το στρώμα. Με ρωτούν τι γνώμη έχετε περί αμαρτίας; Α εγώ είμαι υπέρ κορίτσια τους λέω σαν μουλάρι που βγάζει αφρούς.

 

Κατάσταση πολιορκίας

xana

Αφού είσαι γυμνή και ουράνια λέξη
Γυναίκα απ’ το πλευρό τού ανδρός
Μάχιμη
Που τρυπάς σα το σερσέγγι τα βασίλεια
Αφού με καταβρόχθισες αφού
Με στόλισες νυχιές και κόλπα κολπικά
Το μάταιο ύπνο μου
Οδηγώντας στο ξημέρωμα
Της τέχνης μου τους εχθρούς
Έναν έναν σβέλτα λιανίζοντας
Είπα να ξεστομίσω
Τον ερχομό της ομορφιάς σου
Μια για πάντα
Κι απ’ τις έξι ξυπνώ
-Ελεεινός κι αξιαγάπητος-
Να γευτώ
Τις μυστικές σταλιές σου
Να μυρίσω
Μουνίλα και λυρισμό
Λίγο όπιο απ’ το μισοσβησμένο ήλιο

Χρυσανθίς Ή Χρονικόν πεοληχείας

xrisan

Πεθαίνει ο θεός σα μαδημένο ψάρι
Σπαράζει σπαρταρά σε ουράνια σκούρα
Μες στις ροές των άστρων δείχνει
Τ’ ατροφικά βυζιά του από τη σούρα

Το ευγενές εμπόριο των ηδονών ανθεί
Χτυπούνε οι καμπάνες που αγγάρεψες βαριές
Γελοία κορμιά καλοθρεμμένα ξεγεννούν
Οι μήτρες οι χρυσόδετες των θεωρητικών

Όμως με συμπονά ο ζηλιάρης έρωτάς σου
Ανοίγουνε οι μπουκαπόρτες του κορμιού
Ντελίριο χιλιοκολασμένο η γραφή
Η τόση ως το μεδούλι αχόρταστη αναρχία μου

Υπάρχω υπάρχω ανύπαρχτος υπάρχω

Το σπέρμα πέφτει άφωνο κι η δίψα
Τ’ αφήνει να γλιστρήσει στο λαρύγγι σου
Να φτάσει απ’ τις νταντέλες των χειλιών
Στ’ άσπλαχνα σπλάχνα

Μιαν άσκοπη ζαριά της ηδονής

Εκδρομή στον Κάτω κόσμο

ekdromi

Κάτω απ’ τη φούστα σου είμαι φίδι
Και στο μπούτι σου επάνω φυσιοδίφης οργασμός
Σκαλίζω στα τέμπλα σου την έκλειψη του ήλιου
Και θα πεθάνω αμετάλαβος ένα πένθιμο βράδυ
Θα χοχλάζει το κόλλυβο
-Η οργή ενάντια στην αδυναμία-
Θα με κλαίν οι ρέγκες
Και κάποιες όμορφες που δε με συνάντησαν
Θα με ποδοπατούν σα ζώο
Θα εποπτεύουν οι νοσοκόμες του Κάτω κόσμου
Τους γλυκούς χυμούς
Τα μαστάρια σου θα βελάζουν
Οι τριχούλες σου θα ουρλιάζουν κι αυτές
Τα ξαπλωμένα μας κορμιά θα βλασταίνουν
Τρελές τρελές σταγόνες χύσια
Θα πιλαλάει η καρδιά στον αλαζόνα δρόμο που πάει παντού
Θα σκαλίζει πάνω στα οστά η ηδονή
Τα τελευταία βλαστήμια
Το στόμα μπουκωμένο μαλλιά και αιδοία
Ανοιξιάτικη λάσπη ποντικάκια του αγρού
Και ανήσυχες κωλοφωτιές
Γύρω απ’ τη φιλάργυρή μου στύση
Και τα σαλιγκάρια ακόμα θα χουν κάτι από μένα
Και τα καυλωμένα γαϊδούρια θα με προσκυνούν
Κι οι λύκοι θα δαγκώνουν αρνιά
Κι οι μπολσεβίκοι θα γαμούν την τσαρίνα
Τ’ ανθισμένα μου έντερα
Θα τα βόσκουν οι κατσίκες τού γείτονα
Την ώρα που θα λιγοθυμούν τα φιλήδονα κοριτσάκια
Πάνω στο κατούρημα
Ποτίζοντας την ξεχαρβαλωμένη φύση με χρυσή βροχή

Μετάλλιον ανδρείας

metlion

Οι λέξεις στολίζουν τη γελοία σιωπή του έρωτά μας
Σαν αθλήτριες ιδρωμένες
Με το αλατάκι να σμίγει κοντά στα φρύδια
Και τα τρυφερά στόματα

Ανδραγάθησα στη μάχη
Έλαβα μετάλλιον ανδρείας
Από γλώσσες ομορφονιές

Ένας άκακος άνθρωπος υπήρξα
Βρήκα ενδιαφέρον στα μουσκίδια μόνο μέσα
Τα χαράματα
Σκύλος και γλείφτης
Με όσα ψυχικά προσόντα απαιτεί η θαρραλέα τέχνη

Τού να καυλώνεις δίχως υπεκφυγές
Σαν θάνατος

Πεδία μαχών και κρεβάτια

rx_image_39

Αναγνωρίζω στον καθρέφτη το άνθισμα
της ομορφιάς. Είναι δικός μου αυτός ο βαρύς λυγμός.
Μπρούμυτα σε περιμένω. Δίχως λέξεις και δίχως ρούχα.
Με την άκρη του ματιού
βλέπω στην τηλεόραση μανούλες
κάτω απ’ τις κοιλιές των βομβαρδιστικών.
Το βυζί πασαλειμμένο με σάλιο και αίμα.

Στη λαμπρή μοναξιά των ποιητών
πλάι πλάι στη βραδύτητα των συλλογισμών για την ανθρωπότητα
ακούγεται μια πορδή.

Κάμποσοι γέροι είναι
φαρμακόγλωσσοι και χαρούμενα σαρκοβόρα.
Γράφουν άρθρα για τη Γαλλία και τους γερμανούς.
Τις πείνες και τη μπομπότα.
Την εκδίκηση του πολιτισμού. Τα οδοφράγματα
και το ηθικό σθένος.

Οι μύγες κάθονται πάνω στα κατρουλιά του ουρανού.
Οι μύγες
που αγαπούν τον ήλιο και οι μύγες
που φχαριστιούνται τα φρέσκα σκατά. Το σπέρμα
της ανθρώπινης καρδιάς.

Τώρα πηγαίνω εκεί που τα κοιμισμένα μάτια γλιστρούν στο θαύμα.
Οι νύμφες φροντίζουν τα κοπάδια. Ο άνεμος
κι αυτός από γέλια ξεδοντιασμένα. Τα κοριτσάκια
κι αυτά γαλατένια.

Κυλιέμαι κι ανατριχιάζω.
Πεδία μαχών και κρεβάτια. Υμένων
που κρυφά απ’ όλους πασαλείβουν τις δονούμενες σχισμές.

Κινίνα Εξαρχείων

exarxeia

Αυτή η περιοχή ήταν κάποτε γεμάτη ρωμαλέα παιδιά. Το γυναικείο Σώμα έβρισκε εδώ μια καυτερή πιπεριά για να τρίψει στις ρόγες του.

Η λαϊκή του Σαββάτου, σχεδόν με μιαν αφέλεια παιδική, διατηρούσε τα σεξουαλικά υπονοούμενα των βλάχων που ροβολούσαν απ’ της Λαρίσης το ποτάμι και τα γλυκά αγγουράκια των Θηβών.

Η οδός Καλλιδρομίου μύριζε γιασεμί και πληθυντικό ευγενείας.

Τα ερωτικά παγοθραυστικά της επαρχίας πρόσφεραν τα ερωτικά τους όργανα σε λογοτέχνες και μπακάληδες, χωρίς υπεροψία αλλά βουτηγμένα στη μέθη, ανωνύμως πάντα, χοροστατούντων κάποιων μητροπολιτών, μεταμφιεσμένων σε κορίτσια με πονηρούς σκοπούς.

Οι κρανοφόροι δεν είχαν αγοράσει ακόμα γκαρσονιέρα στην περιοχή και ο λόφος του Στρέφη ήτο γεμάτος ανωμάλους λογίους και βρετανικό LSD, ενισχύοντας τα φωναχτά ή αντιθετικά χρώματα της μικροαστικής πλήξης.

Η αναρχία ήταν περισσότερο ποίηση και στύση του αυθορμητισμού.

Οι βρικόλακες αγόραζαν τα ρετιρέ τους έχοντας άλλοθι καλλιτεχνικόν και λεφτά στην άκρη για δεύτερη μπριζόλα.

Κάτι γκαρσόνια με χιούμορ αφήναν χρυσόσκονη πάνω στους τοκετούς της διανόησης που φλίπαρε ανάμεσα σε ούζα και χαβαλέ, ψάχνοντας καινούργιες χορηγίες Φορντ και ευκαιρίες στα μεταχειρισμένα αυτοκινητάκια που κουβαλούσαν κάθε Κυριακή οι μαντράδες στο Σχιστό.

Η ακολασία διαβιούσε σιδερωμένη και κολλαριστή, λίγο πριν φτάσουν τα καράβια με την πρέζα και την κάνουν αγνώριστη.

Η Τρικούπη και η Σόλωνος άρχισαν να οριοθετούν ένα ερωτικό ντελίριο του πεζοδρομίου. Πιάτσες τού μέσα κόσμου που εβγάζαν το μέγα και αόρατον ηθικόν τους στον ήλιο, που, τον έκρυβε η νύχτα των ντροπαλών αρσενικών.

Όμορφοι επαρχιώτες αθεράπευτα νυμφομανείς, αφήναν πίσω τη μανούλα και τα χωράφια για να κερδίσουν λίγη αιωνιότητα, σχηματίζοντας ένα μοχθηρό πρόσωπο μέσα στη ζούγκλα του ανταγωνισμού, σαν πιθήκου, χαραγμένο με μίσος, κακία και απόγνωση στα ανήλιαγα στενά από κάτουρα και αμμωνιακή σήψη.

Εκδότες και πιστολάδες μέσα σε σουβλατζίδικα που θεράπευαν λοξούς γόηδες απ’ το ξενύχτι.

Επαναστάτες αγκιστρωμένοι στο θαυμασμό τού εαυτού τους πετούσαν τις μπροσούρες τους στον ακάλυπτο, σουρωμένοι και δυστυχισμένοι που δε γεννήθηκαν στην Αμερική.

Το Rock έγινε το κινίνο για όλες τις παθήσεις μαζεύοντας Τάταρους της Κριμαίας και πιστολάδες του Τέξας σε γιαπιά, γιορτάζοντας τα κούλουμα της αναρχίας που γινόταν καθεστωτική και αφόρητη αφού με τα πρώτα φράγκα δραπέτευε στην οδό Σκουφά και στα Κολωνάκια με όση αυτοδηλητηρίαση και αυτοσαρκασμό απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Οι υγιείς δραπέτευαν στα νησιά κάνοντας τον αντικομφορμισμό τους ιδεολογία απλώνοντας πάνω στο εθνικό πτώμα το έμπλαστρο της πολιτικής οικολογίας.

Οι έμποροι ναρκωτικών άλλαξαν μάσκα, αγκαλιάζοντας τον Καστοριάδη και τον Στίνα, φυτεύοντας ολλανδική μαριχουάνα στους φαντασιακούς ντενεκέδες τού καπιταλιστικού παραδείσου.

Οι χιπστεράδες αγόραζαν με τα λεφτά τού μπαμπά ξύλινα σπαθιά κυνηγώντας ψυχεδελικές πεταλούδες στα ρουμάνια της Ζωοδόχου πηγής, σκορπώντας την τέφρα φιλελεύθερων ραβίνων στα μουστάκια νεαρών παιδιών που τα ξεπάστρεψε η πατρική αγάπη.

Τώρα σήμερα εδώ οι αναρχίζοντες αστοί χτυπάνε τα κουταλοπίρουνά τους στα πιάτα, με τον κυνισμό τού επίτιμου πράκτορα της περιοχής, περιμένοντας τα ψίχουλα της αμερικάνικης πρεσβείας για τα τελευταία πληρωμένα άρθρα στην εφημερίδα των συντακτών, κατατροπώνοντας τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, δίπλα σε υπόγεια με μισότρελους πρόσφυγες, αποθεώνοντας τη φολκλόρ ιδεολογία τους που καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Τα γλυκομίλητα κορίτσια μπροστά στο θεό

laven

Με τις νύμφες τρέχω στο γαλανό κοχύλι μέσα.
Τους κουβαλώ νερό, ψωμί, τυρί και φρούτα.
Καμιά φαντασία στο μάκρος των ποδιών τους.
Ο ήλιος που μας κοιτά σκυλί χαμένο στην έρημο.

Κι ο θάνατος της παρθενιάς όμορφο ζώο. Σφαγμένο
με μάτια τρελά στων φτωχών ανθρώπων μέσα τα σπίτια.
Λουσμένος εκεί, ο λαός, από δέρμα και λαμπρή μοναξιά.
Κι εγώ ανόητος, όλο τσίμπλα και χείλη τόσο κόκκινα
από αγάπη, όσο τα Ιεροσόλυμα από παπαδίστικη πουστιά.

Μια τούφα τρίχες αγαπώ και μια καρδιά αναμαλλιασμένη.
Ποθώ το λόξυγκα της έγερσης του έρωτα. Τον ήχο
της ψωλής που την παντρολογούν οι ποιητές με την νεότητα.
Κοριτσάκια μέσα στα τσόφλια τού Ιερώνυμου Μπος και
γυμνά τρυφερά στόματα. Βλέφαρα που σκεπάζουν μια
φλαμουριά λίγο πριν κόψει αλυσίδα στα χέρια σου
η δική μου πάλλουσα καρδιά.

Το βασίλειό μου για ένα άλογο

946194_rx_Witkin_WITJP10667-300

Θα σου δείξω πως έχασα το δρόμο μου για το λαβύρινθο.
Πάντα με τα αιδοία γαντζωμένα
στη διθυραμβική γκριμάτσα του οργασμού.
Όλο εργασία και χαρά. Και τέτοια που λεν τα βούρλα.

Τολμώ και κάνω θλιβερές σκέψεις. Αν πέσω
ξέρω πως θα μου εκφωνήσουν τον πιο συμβατικό επικήδειο.
Βάλτος από χρυσάφι και ηδονές
ομολογημένες απέναντι στην οργανωμένη βλακεία.
Τέλμα εκεί που κατουρά μιαν όμορφη το ηλιοβασίλεμα.

Δεν περιμένω τίποτε άλλο. Η ποίηση
είναι όλο συμβατικότητες. Οι ποιητές είναι φιλαλήθεις ψεύτες.

Το βασίλειό μου για ένα άλογο, ανέκραξε
το μουνί της φοράδας.

Οι ποιητές δεν απογοητεύονται
απ’ τις μικροέγνοιες. Άλλοι απαγγέλουν
τις πελώρια ηλίθιες σκέψεις τους. Άλλοι αγοράζουν κλουβί
για να στριμώξουν το διεφθαρμένο άπειρο
που χορεύει το χορό της κοιλιάς.

Δεν είμαι πια εγώ αυτός που κλαίει.
Βλέπω.
Στρατιώτες-ποιητές που διεξάγουν έναν ψευτοπόλεμο.
Ώσπου να ρθούν εν μια νυκτί. Σύζυγοι.
Τέκνα. Συγγενείς. Σηκώνοντας το καπάκι της χέστρας.
Πετώντας μες στη καταβόθρα συλλογές ποιητικές,
εκθέσεις και φιλόδοξα δοκίμια.

Γράμματα, ημερολόγια και κασέτες με ερωτικά αναφιλητά.
Απ’ τα παλιά ξεχασμένα πηγάδια.

Φροϊδικό ιντερμέδιο

Bernard Buffet

χάρισμα εις τον Bernard Buffet

Θα μιλούσα γι’ αυτές τις ψηλοπόδαρες αδυναμίες μου.
Το χιόνι και τον άνεμο. Τα βλέμματα των φτωχών
που τρυπώνουν σ’ ένα κομμάτι μυρωδάτο κρέας. Τις θηλές
που δεν τις έπιασε στη γλώσσα του κανένα στόμα.
Τις κοπελίτσες που τραντάζουν τις νύχτες τους με το δάχτυλο.

Θα μιλούσα αλλά δεν είμαι πλέον εγώ. Αναρωτιέμαι
ποιος είναι αυτός ο Εγώ κι ποιος αυτός ο Εσύ.
Μα ακόμη και τα ζώα και ο Μπετόβεν κι εγώ
νιώθουμε στον ύπνο μας να γλιστρούμε στον ίδιο γκρεμό.

Το παίζω συχνά μηχανικός προβολής των ψυχών. Μα η ψυχή
γουργουρίζει μέσα στην κοιλιά και τους όρχεις μου. Φασίστρια
πολυτελείας. Ο ανοιξιάτικος κώλος της απομακρύνεται
ποδηλατώντας. Και τον βλέπω.

Αχ! αυτή η ψυχή που δραπετεύει στους αγρούς.
Είναι η ψυχή μου.

Απ’ τον καιρό της εφηβείας είμαι ο τσαρλατάνος των οργασμών.
Μουσκεύει ακόμα το βρακί μου. Μα οι ψυχαναλυτές
το κάνουν με βραδύτητα. Σε αυνανίζουν όχι με έπαινο
αλλά με το θριαμβευτικό μακρινάρι της σιωπής.

Ω ναι. Βλέπω τώρα την κωλοχαράδρα σου ψυχή μου.
Και πόσο άτρωτος είμαι.

Σκέφτομαι. Όταν θα ξεκαθαρίσει το πράμα με τις στάχτες
τα σκουλήκια και τα χώματα. Δεν θα’ μαι πια το μικρό αγόρι
που κατεβάζει το βλέμμα του στο μουνί σου μπροστά
γλυκιά μου μανούλα.