Πεθαίνει ο θεός σα μαδημένο ψάρι
Σπαράζει σπαρταρά σε ουράνια σκούρα
Μες στις ροές των άστρων δείχνει
Τ’ ατροφικά βυζιά του από τη σούρα
Το ευγενές εμπόριο των ηδονών ανθεί
Χτυπούνε οι καμπάνες που αγγάρεψες βαριές
Γελοία κορμιά καλοθρεμμένα ξεγεννούν
Οι μήτρες οι χρυσόδετες των θεωρητικών
Όμως με συμπονά ο ζηλιάρης έρωτάς σου
Ανοίγουνε οι μπουκαπόρτες του κορμιού
Ντελίριο χιλιοκολασμένο η γραφή
Η τόση ως το μεδούλι αχόρταστη αναρχία μου
Υπάρχω υπάρχω ανύπαρχτος υπάρχω
Το σπέρμα πέφτει άφωνο κι η δίψα
Τ’ αφήνει να γλιστρήσει στο λαρύγγι σου
Να φτάσει απ’ τις νταντέλες των χειλιών
Στ’ άσπλαχνα σπλάχνα
Μιαν άσκοπη ζαριά της ηδονής