Τάδε έφη Ζαρατούστρα

Lou Andreas-Salomé, Paul Ree and Friedrich Nietzsche in Jules Bonnet studio, Lucerne 1882

Lou Andreas-Salomé, Paul Ree and Friedrich Nietzsche in Jules Bonnet studio, Lucerne 1882

 

Οι μεγάλοι παλαβοί του ερωτισμού τού εικοστού αιώνα ανακοίνωσαν γραπτώς και προφορικώς πως είναι απαράδεκτο η κοινωνία να περιορίζει τη σεξουαλική απόλαυση εντός νομικών μορφών εν είδει συμβολαίου.

Ζωγράφοι, ποιητές, φιλόσοφοι, θηριοδαμαστές-ως εργατικοί και ακαταπόνητοι στοχαστές-άρχισαν να καταγράφουν την ιστορία των πραγμάτων που δίνουν χρώμα στην ύπαρξη.

Τι μπορούμε να μάθουμε για τον κόσμο; Από τη γέννηση ως το θάνατό μας πόσες σάρκες μπορεί να ελπίζει το βλέμμα μας ότι θα σαρώσει; Πόσα τετραγωνικά εκατοστά Γης θα έχουν αγγίξει οι πατούσες μας; Πόσες μικροεπιδρομές σε εξαϋλωμένα ερείπια και πόσα ρίγη περιπέτειας θα μας συντρέξουν;

Οι μεγάλοι ερωτικοί είδαν τη ζωή όχι σαν το πρόσχημα μιας απεγνωσμένης συσσώρευσης, ούτε σαν ψευδαίσθηση κατάκτησης, αλλά σαν επανεύρεση ενός νοήματος που χάθηκε μέσα στις πληροφορίες και στους οδηγούς επιβίωσης.

Όλοι τους συνέταξαν ιδιοχείρως – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – το πολυτάραχο, ανατρεπτικό, σκοτεινό, πένθιμο ή και μακάβριο σενάριο της ζωής τους.

Όλοι τους βρέθηκαν στο πλευρό των ανθρώπων που δεν είχαν να χάσουν τίποτε εκτός απ’ τις αλυσίδες τους.

Ο ναζισμός αλλά και ο ύστατος νεοφιλελευθερισμός ως δυναμική της εξέλιξής του, δεν εφευρέθηκε απ’ τους μεγάλους τρελούς του ερωτισμού αλλά απ’ τους πλέον απεχθείς, ανιαρούς, απωθητικούς μικροαστούς που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Ο Himmler ήταν ένας φιλήσυχος αγρονόμος που παντρεύτηκε μια νοσοκόμα. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεννήθηκαν μέσα απ’ τη μικροαστική συζυγική φαντασίωση μιας νοσοκόμας κι ενός αρχιτέκτονα ορνιθοτροφείων. Στην κλίνη όπου η συμβολαιογραφική πράξη της μονογαμίας γεννάει τέρατα.

Απ’ την άλλη, οι ερωτικοί ποιητές άρχισαν να ορίζουν τον έρωτα με υγρές λέξεις και σημεία χαραγμένα στη λευκή σελίδα.

Να τον ονοματίζουν και να τον χαράσσουν όπως εκείνοι οι παλιοί χαρτογράφοι που γέμιζαν τις ακτές με ονόματα λιμένων, με ονόματα ακρωτηρίων και όρμων ώσπου στο τέλος η ξηρά να χωρίζεται απ’ τη θάλασσα με μια ανάσα.

Βλέπω τώρα την ποιήτρια της ζωής και του αλιτήριου βίου Lou Andreas-Salomé να μαλακίζει τις ψωλές δυο φιλοσόφων. Μόνο η ποίηση και η γυναίκα μπορούν να καταλαγιάσουν την αντρική ορμή για κυριαρχία και σφαγή. Να γίνουν αυτό το ερωτικό άλεφ, ο τόπος όπου είναι ταυτόχρονα ολόκληρος ο κόσμος ένα ερωτικό αλφάβητο που συνομιλεί με την αιωνιότητα.

Βλέπω τώρα το λιμάνι και το φάρο. Το οροπέδιο πέρα και το λόφο.

Εδώ στη Santa Mavra βλέπω μια μαούνα φορτωμένη χαλίκι να οργώνει το κανάλι. Παιδιά παίζουν μπάλα στην παραλία. Άντρες και γυναίκες χαίρονται τη γύμνια τους και τις ζεστές δαγκωνιές του ήλιου.

Ο αρχαίος μελισσοκόμος και μπανιστηρτζής Σπύρος Σταματέλος κατεβαίνει απ’ το χωριό Τσουκαλάδες καβάλα στο γάιδαρό του, διασχίζοντας τις σκιερές δεντροστοιχίες της ερωτικής όασης του μέλλοντος.

Ήταν χθες, ήταν αύριο

eklici

Ταξιδεύω πάνω σ’ ένα πλοίο για τη νήσο της Ηδονής. Τη νήσο Νυχτέρι των χαροκαμένων και τη νήσο Σπλάχνα μιας Σούλας κομμώτριας πεταμένα σε κάδο. Κι εσείς φαρμακόγλωσσοι, να ξέρετε, μόλις που ανασαίνω. Μόλις που ψιθυρίζω στα κορίτσια λαδερά φαγητά και λαδερά λόγια. Ταξιδεύω πάνω σ’ ένα πλοίο. Το πλοίο είναι η κατεξοχήν ετεροτοπία. Στους πολιτισμούς δίχως πλοία στερεύουν τα όνειρα. Η κατασκοπεία αντικαθιστά την περιπέτεια και ο καταναλωτισμός αντικαθιστά την ηδονοβλεψία. Η αστυνομία αντικαθιστά τους πειρατές και ο στρατός τους ιχνηλάτες. Βρίσκομαι στο χωριό Χελιδώνα, εδώ που προσάραξε το πλοίο μου την εποχή του κατακλυσμού. Ακροκέραμα στη βαθιά κρήνη λιωμένα απ’ τα άλατα των βουνών. Σπαθιά γυαλισμένα με λάδι κρεμασμένα στην ψησταριά του χωριού. Γυαλισμένα κορμιά. Εις έσχατον όριο. Διψασμένα για αίμα. Λάμες. Ζόφος των νικητών. Συνουσία. Αγάπη. Μέτρον άριστον. Καραβάνια τρελών πιερότων με αφράτα σαρίκια μες στο πένθος της σκόνης ενός χαμού δίχως τέλος. Μαύρη σελήνη ξανά και τοπία θολά με διαβάτες. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος τρόπαιο Φλωρινιώτη ζωγράφου. Αγαπούμε δια τού βλέμματος τις ολόγυμνες που δεν έχουν ονόματα. Οι χλοερές μασχάλες μάς συγκινούν. Κι η σωτηρία παραμένει πάντα μια σκοτεινή πόρτα, αφού η ελπίδα κατέστη το δέλεαρ της αδράνειας.

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ Β.Μ

lastlet
Έχασα τους καλλίτερους φίλους μου
Τον Οκτώβρη του 17
Την ώρα που άστραψαν όλα τα δρεπάνια
Αποκεφαλίζοντας τα πορφυρά στάχυα της Σιβηρίας
Και μοσχοβόλησε ο αέρας πιστόλια και μαχαίρια
Κι ακουστήκανε οι ένδοξες τρουμπέτες
Κι ακούστηκε το αίμα να κυλά
Σαν λύκος μες’ τη νύχτα
Κι άρχισαν να ξεπηδούν απ’ την καινούργια μήτρα
Ο άνεμος κι η θύελλα
Γλείφοντας του κόσμου το κορμί
Αφήνοντας της ηδονής τα χνάρια πάνω του
Σπέρνοντας της εξέγερσης το πάθος
Ίδιο με το αγκάλιασμα του δρεπανιού
Ίδιο με του σφυριού τη δύναμη
Εκείνη την τραχιά κι ωραία στιγμή της πράξης.
Φεύγω λοιπόν κι εγώ όπως μου πρέπει
Νέος ακόμα στο κορμί
Με του τελευταίου μου έρωτα το δέρμα
Σαν κάποιος που έκανε το χρέος του
Φεύγω και
Χαιρετίζω τις γυναίκες
που μέλλονται να γεννηθούν
για να στοιχειώσουνε
τον ύπνο των αρσενικών.
Χαιρετίζω τις τρομοκρατικές οργανώσεις
του μέλλοντος
την κατάργηση των τάξεων, των θρησκειών,
των στρατών, των σωμάτων ασφαλείας.
Χαιρετίζω το θάνατο των εθνών.

Ω! θάψτε με
με τη γλώσσα έξω απ’ το χώμα.

1992

Ελαιώνες

Αγριοπερίστερα νεκρά που τα γλύφουν ποντίκια.
Αυτή είναι η πόλη μας.
Με τα μπαρ και τα εγκλωβισμένα της θηρία.
Και τα θερινά της σινεμά
που ξεφυτρώνουν σαν επιληπτικά πεδία
μέσα στο αχόρταγο καλοκαίρι.

 

Ποίηση-Αντώνης Αντωνάκος.
Μουσική, παραγωγή, κοντραμπάσο-Ηρακλής Ιωσηφίδης.
Mastering: Απόστολος Σιώπης.
Το εξώφυλλο είναι ένα κολάζ του Γιώργου Μπογιατζίδη.
Στην ηχογράφηση χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά κοντραμπάσο, ηλεκτρικό και ακουστικό.
Από το άλμπουμ του 2018 «Ελαιώνες».
Download στο http://www.xeilialouloudia.gr/

 

Μεγάλη Παρασκευή Ή Μουνί με ακάνθινο στεφάνι

moniaknthod

Μη διστάζεις να αντιμετωπίσεις τα υγρά σου σαν μια αγέλη ζώα.

Ζούνε εντός σου σε άγρια κατάσταση.

Αλληλοσπαράσσονται, αυτοακρωτηριάζονται, πολλαπλασιάζονται στην τύχη.

Ποίμαινε το κοπάδι των υγρών σου.

Γίνε ποιμένας σ’ ένα κοπάδι ζώα που ζούσαν άσκοπα ως τώρα, σε αταξία.

Χάρη στα μάγια σου κάντα να υποταχθούν στην ερωτική γνώση.

Χάρη στα μάγια σου κάντα να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχουν, υπάρχουν σαν καθρέφτες τού εαυτού σου.

Κάθε ερωτική μπουκιά έχει τη γεύση των προγόνων μας.

Μουνί ονειροπόλο, αναρτημένο απ’ τα τσίνορα του ήλιου, με τα υγρά σου χείλη και τα τονωτικά σου χαμόγελα, γονιμοποίησε με το σπέρμα μου τη μήτρα του πυραχτωμένου σου μυαλού.

Ξεγέννα ένα βρέφος με τη μυρουδιά της ελευθερίας που είναι από αίμα και τη μυρουδιά της δικαιοσύνης που είναι από φρέσκο χώμα.

Ξεγέννα ένα βρέφος που θα είναι ο γιός και η κόρη μου, ευτυχισμένο μες στην απανθρωπιά των παιδιών.

Ξεγέννα ένα βρέφος απληροφόρητο από θάνατο και φρίκη, ωστόσο ζωντανό.

Ένα βρέφος που θα λαχταράει να ξαναγίνει άστρο και ασφόδελος.

Ηλίθιο χαμομήλι που κοιτάζει τον ήλιο καθώς ξεμπουκάρει μες απ’ τα κρανία όσων σακάτεψε η γλυκιά οιμωγή της φθοράς.

Αγκαλιά κάτω απ’ το ντουζ

ntoyz

Η φιλία και ο έρωτας είναι ετεροθαλή αδερφάκια. Όταν κάποτε ρώτησαν τον Breton και τους υπερρεαλιστές γιατί γράφουν, αυτοί απάντησαν «Γράφουμε για να βρούμε φίλους».

Το βέβαιο είναι πως όταν γράφεις βρίσκεις καινούργιους φίλους, μα αρκετές φορές χάνεις τους παλιούς.

Και είναι συνήθως αυτό το μέλημα για την ύπαρξη, που πολλές φορές γίνεται καθαρός πόνος και ζουλάπι που ενδίδει στην παράβαση για να βρει τη λύτρωση που δεν υπάρχει.

Αυτά τα μυστηριώδη υποκείμενα που τριγυρνούν ασκόπως στα θολά κοσμικά νερά της λαγνείας έχουν έναν κρυφό σκοπό. Να εξαπολύσουν τον έρωτα εκεί που καταπιέζεται, παραμερίζεται ή απλώς ετοιμάζεται να εκραγεί σ’ όλη του τη δόξα.

Η φιλία και ο έρωτας είναι το αντίβαρο της πραγματικότητας που οι ρομαντικοί το βάφτισαν ουτοπία.

Η φιλία και ο έρωτας για να βγάλουν ρίζα πρέπει να ποτιστούν απ’ τις ποιητικές ιδέες που ποτέ δεν ολοκληρώνονται και μένουν ανοιχτές, μετέωρες, όπως η αρχέτυπη σπηλιά που η πόρτα της είναι μια μαύρη τρύπα, ένα αόρατο παραπέτασμα όπου όποιος μπαίνει πρέπει να γδυθεί από τις έτοιμες ιδέες και τις προκαταλήψεις και να οδεύσει γυμνός προς το σατανά, που όλα τα θέλει αλλιώτικα, στρεβλά, αλλαγμένα, υποψιασμένα και καταδιωγμένα.

Η φιλία και ο έρωτας σε οδηγούν από μια βαρετή καθημερινότητα σ’ έναν κόσμο θαυμάτων.

Μα είναι φορές που αυτός ο κόσμος των θαυμάτων κατρακυλά στην απόλυτη αποξένωση και στην αποστέρηση κάθε φυσικής ωραιότητας.

Αν δεις βαθιά το μεδούλι, κάτω απ’ το σπλάχνο της γραμματοσειράς, θα βρεις έναν εαυτό ψυχολογικά κλονισμένο, συναισθηματικά και πνευματικά ασταθή, που σχεδόν πάντα ταλαιπωρείται από υπαρξιακές και καλλιτεχνικές αγωνίες.

Θέλουμε να γίνουμε θεοί-γαμώ την παναγία σας- δηλαδή παντοδύναμοι σκύλοι.

Οι μυθικές φιγούρες των αρχαίων κυνικών που σουλατσάραν και πηδούσαν εδώ κι εκεί όπως τους έσκαγε στην κούτρα επιζητώντας τη συνουσία και το σκάνδαλο.

Ο σκύλος κοροϊδεύει τον πολιτισμό, αυτόν τον πολιτισμό που σκέφτεται με τα λεφτά του και γαμάει με τα λεφτά του κι απ’ την ευωδιά της ερωτικής κλίνης ξεπέφτει στο γρασάρισμα των μεντεσέδων του μπουρδέλου.

Όμως αυτός ο σκύλος, ο ανυπόταχτος, είναι επίσης και ένα ζώο που υποτάσσεται, εκγυμνάζεται, μαθαίνει να δίνει το χέρι.

Είναι το ζώο που κυρίως αγαπούν και κυρίως φοβούνται οι άνθρωποι, ταυτόχρονα.

Ο ποιητής είναι ο σκύλος που πότε δίνει το χέρι του και πότε δαγκώνει.

Υπάρχουν ποιητές σκυλάκια του καναπέ που πιπιλίζουν με τη γλωσσίτσα τους την ανία της άρχουσας τάξης και το τσουτσούνι του μεγάλου Ποσάδα των ποιητικών επετηρίδων περιμένοντας μιαν ανταμοιβή, ένα κόκκαλο με φιόγκο ή μιαν επιδότηση για να ανοίξουν μαγαζί πουλώντας τα πνευματικά περιττώματα των φίλων και των εραστών τους που αύριο θα είναι εχθροί τους.

Υπάρχουν ποιητές που ουρλιάζουν κλαίγοντας με αναφιλητά, που μέσα στον παροξυσμό τους ξεσπά πολλές φορές ένα γέλιο ασυγκράτητο.

Κι αυτό είναι που μας κάνει να ξαναβρίσκουμε το θάρρος μας.

Εραστές και φίλους, πληγωμένα πουλιά που ψάχνουν την αγκαλιά μας σ’ αυτόν τον αεροκρέμαστο κόσμο.

Ερωτική μηχανική πάνω και κάτω άκρων

dio

Ο άνθρωπος πουλάει το κορμί του για να αγοράσει χρόνο, γλώσσα, εργαλεία, όπλα, κυριαρχία.

Σ’ έναν κόσμο όπου η επιβίωση δεν επιτρέπει ανάπαυλα, η τεμπελιά δεν έχει καμία θέση. Και μένει εκείνη η μελαγχολία στη μνήμη του ματιού που πάντα λυσσάει από επιθυμία και για στιγμές έξω απ’ το χρόνο.

Μας εξαπατούν λέγοντάς μας πως για να χορτάσουμε πρέπει να καταβροχθίσουμε τη Φύση, μα καταβροχθίζοντας τη Φύση καταβροχθίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Η ανθρωπότητα εξαπατήθηκε από τις μάσκες των θεών που έφτιαξε για να τρομάζει το Χρόνο, πέφτοντας στην παγίδα.

Τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο απ’ το να σπάσεις τα καλούπια. Μα δυο γυμνά κορμιά μπορούν να σπάσουν τα κούφια καλούπια.

Οι εξαρτημένοι πολιτικοί απ’ τα σκατούλια των πλουσίων, οι μαφίες, οι πράκτορες της δίωξης, η αστυνομία, οι εκκλησίες και τα μήντια δεν θέλουν ανθρώπους αλλά εργαλεία και πιστούς.

Οι λέξεις τους δεν μπορούν να πουν όσα λέει ένα σώμα.

Οι λέξεις τους είναι μαγαρισμένες από πετρέλαιο, απόδοση, αριστεία. Μα δυο γυμνά κορμιά γνωρίζουν περισσότερες λέξεις, τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο, αναγνωρίζοντας το μεγάλο και ρυθμιστικό χέρι της Φύσης που δεν έχει αρχές και εξουσίες, ανακαλύπτοντας ένα δράμα επιβίωσης όπου τίποτε δεν προκαθορίζεται.

Δυο γυμνά κορμιά γνωρίζουν ότι το πρόσωπο της Φύσης λάμπει από χαρά παρακολουθώντας τον αγώνα για επιβίωση, διασκεδάζοντας μπρος στις τόσες συσσωρευμένες αντιφάσεις.

Γνωρίζουν πως καμιά θεολογική ρύθμιση δεν καθορίζει τις πράξεις και το ήθος των ειδών, παρά μιαν αιωνίως ατέρμων μεταβολή ωθεί κάθε ζώο σε προσαρμογή, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε αφανισμό ή σε μεταμόρφωση.

Δυο γυμνά κορμιά λιώνουν μέσα στην ανακουφιστική σχάση της συνουσίας, αναγνωρίζοντας άφθονα νοητικά σπέρματα στα ερωτικά ήθη, χωρίς να πολυσκοτίζονται για την αρχέτυπη καταβολή τους.

Όπως η γλώσσα δεν σχεδιάστηκε για να μεταδίδει πληροφορίες έτσι και ο λόγος δεν δημιουργήθηκε για να φυλακίσει το ένστιχτο.

Το άνοιγμα ή η σχισμή ανάμεσα στα δυο ημισφαίρια του ανθρώπινου οργανισμού είναι ο τόπος στον οποίο οδηγούμαστε τυφλά.

Εκεί θέλουμε να χώσουμε τη μουσούδα μας, βυθίζοντας όλο μας το Είναι κάθε φορά στα ερωτικά όργανα, που περιμένουν τη βουκέντρα τού βλέμματος για να ερεθίσουν και να ερεθιστούν.

Τώρα τραβάω μια χαρακιά, έναν μεσημβρινό πάνω στο φλοιό της γης, ανάμεσα σ’ αυτή τη σχισμή που χωρίζει τις δυο πλευρές του σώματος και το άνοιγμα που χωρίζει τη Μαδαγασκάρη απ’ την Αφρική.

Γράφω τις λέξεις που θα σπάσουν το κούφιο καλούπι, βυθισμένος στη μαγεμένη άχρονη αθωότητα που στέκεται απέναντι στην εκμετάλλευση και στη σκλαβιά.

Γράφω ανακαλύπτοντας τη μυστική τοπολογία των πραγμάτων.

Τα ψηλαφώ, τα χαϊδεύω, τα οδηγώ σε οργασμό.

Ξέρω πως δυο γυμνά κορμιά ενδίδουν στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, προκειμένου να διατυμπανίσουν πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος.

 

Το Αρχαίο Ον

to arxaio on

Απ’ τη μέρα ετούτη θα βγάλω ζουμί.
Σε κρατώ γερά ήλιε. Τρέχουν τα σάλια μου.
Έγχορδα λαμπρά χαιρετούν εμένα. Το Αρχαίο Ον.
Ένα ύπουλο λευκό σύννεφο
κρύβει την κοριτσίστικη ευφυΐα σου.

Απλώνω πάνω στον κρόκο σου τις μνήμες.
Γουργουρίζει η κοιλιά όπως πάντα. Το πνεύμα
αχόρταγο καταπίνει το μπλε σου βασίλειο.
Οι εχθροί με εγκωμιάζουν.
Οι κρύες καρδιές γίνονται θερμές.

Κάνω σχέδια για το μέλλον σου. Ήλιε.
Μαθητευόμενος μάγος. Γλιστρώντας
απ’ τη ματαιοδοξία στην οργή της πιο έσχατης σκέψης.

Τώρα μπορώ να σε λέω μανούλα
που νανουρίζει το τέκνο της
από κόκκαλα και μυστικές σταλιές της ζωής.

Μπορώ να σε λέω γλυκό γαμήσι με κομμένη ανάσα.
Ποτίστρα τού μηδενός. Όλο πυώδη αποστήματα.
Ευτραφείς κοριούς ακρίδες κάμπιες μέλισσες και σφήκες.

Ήλιε σαρκοφάγο φυτό. Ήλιε που βαράς ντενεκέδες
κρατώντας το τέμπο. Ρίξε ένα γερό κλάμα για μένα.
Κάθομαι στο χορτάρι ο άγριος. Μουσκίδι.
Μου φαίνεσαι στρυφνός και ταραγμένος. Έλα
έχω την πιο τρελή τύχη με σένα.

Καύλωσα και πέθανα. Όπως σε κάθε ποίημα.

 

Ελαιώνες

Ποίηση-Αντώνης Αντωνάκος.
Μουσική, παραγωγή, κοντραμπάσο-Ηρακλής Ιωσηφίδης.
Mastering: Απόστολος Σιώπης.
Το εξώφυλλο είναι ένα κολάζ του Γιώργου Μπογιατζίδη.
Στην ηχογράφηση χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά κοντραμπάσο, ηλεκτρικό και ακουστικό.
Από το άλμπουμ του 2018 «Ελαιώνες».
Download στο http://www.xeilialouloudia.gr/

Όλοι κάτι πουλάνε
Στις μέρες μας
Ελπίδα
Απελπισία
Ελεημοσύνη
Ύφος
Στυλ
Έργο σπουδαίο
Εργολαβίες
Αρετές
Εφιάλτες
Μα εγώ δεν αγοράζω τίποτε
Τον ήλιο μονάχα που καντηλιάζει
Τους ελαιώνες
Μοναχά με τα μάτια
Κι ας με τυφλώνει

iraklis