Το θρησκευτικό νόημα του ερωτισμού βρίσκεται μέσα στην πλήρη ακινησία του ήρεμου Μέτρου της ηδονής.
Στους ψιθύρους εκτός χρόνου και χώρου που θέλουν να γίνουν χώρος και χρόνος, που θέλουν να κερδίσουν μέσα σ’ αυτή την παχύρευστη ροή του σπέρματος έναν ρόλο ουσίας.
Ολόκληρη η ζωή μας είναι φορτισμένη με θάνατο, γι’ αυτό περιμένει όλο αγωνία μαζί με μας στη στάση του λεωφορείου τη γκάβλα να κάνει το πρώτο ή το δεύτερο βήμα. Το παραστράτημα σε μια χαρά που δεν την αφιονίζει το καθήκον μα την ξεσηκώνει το απέραντα χαρμόσυνο γέλιο της συνάντησης.
Οι συναντήσεις ανήκουν στο διονυσιακό κόσμο, δηλαδή στο γαμήσι και στις ακαθαρσίες του.
Συναντώ σημαίνει συνευρίσκομαι. Συνευρίσκομαι σημαίνει γίνομαι ο θεός της παράβασης και του γλεντιού.
Παράβαση απ’ τις θνητές έγνοιες και την ανθρωποβοσκή που θεμελίωσε την εργασία ως μηχανισμό εκφυλισμού της τάσης του ανθρώπου για ελευθερία. Και γλέντι, ώστε, αυτό το θρύμμα της χαράς να παραδοθεί ατόφιο στις κραιπάλες και στις τόσες αδόκιμες δοκιμές θανάτου.
Ο πολιτισμός έδεσε τη σεξουαλική έξαψη στο αμάρτημα, προσδίδοντας στον ερωτισμό μιαν έξαλλη και απελπισμένη βία.
Ο πολιτισμός έκρυψε την ηδονή κάτω απ’ το χαλί της εκκλησίας και του εμπορίου.
Όσοι μιλούν ανοιχτά και επισήμως σήμερα για την ηδονή είναι ψυχίατροι ή κρεοπώλαι σαρκός κάθε χρώματος.
Γι’ αυτό οι ποιητές γράφουν ποιήματα και οι έφηβοι στολίζουν την περίλαμπρη κόμη των γεννητικών τους οργάνων με χύσια.
Γι’ αυτό τα λόγια μας έχουν κάτι απ’ την παθιασμένη ευφυΐα της ευχαρίστησης και της τρέλας, αφού μπορούμε να διακρίνουμε μέσα στα τόσα αδιάκριτα βλέμματα των ερωτιάρικων ζώων γύρω μας το πένθιμο νόημά τους.