Άγγελμα Υγρών και Πανσελήνου

aggelma

Οι ιδέες περνούν ψηλά στο κεφάλι μας. Παραδινόμαστε σ’ αυτές όπως παραδινόμαστε στον πόλεμο.

Το βλέμμα μας ξεγυμνώνεται και ψάχνουμε τότε έναν ηλίθιο τρόπο να περιγράψουμε την αυτοκρατορική αποφασιστικότητα του σύμπαντος.

Να περιγράψουμε τα γουρουνάκια μες στο σκατό τους, τη δυσωδία της ελευθερίας που κατέκτησε ο πόθος του άντρα και το σπέρμα του άντρα και το σάλιο και η γλώσσα του άντρα.

Το να ακολουθήσουμε κατά γράμμα τις λέξεις και τις οδηγίες, τη γνώση που δεν έρχεται απ’ τη σάρκα και το χορτασμένο έρωτα, σημαίνει πως έχουμε κυριευτεί από ισχυρογνωμοσύνη.

Σημαίνει πως αποκτούμε αυτή την παπαδίστικη αποκοτιά, φτάνοντας στη μοιραία στιγμή, όπου το πέπλο της χίμαιρας σκίζεται για ν’ αφήσει στο διεφθαρμένο άνθρωπο τον σκληρό κατάλογο των σφαλμάτων του και των αμαρτιών του.

Αποβλακωμένοι απ’ την ανάγκη και τη σύσσωμη άνθισή της μέσα μας, ροκανίζουμε τα μυαλά μας ή τα αφήνουμε να τα ροκανίσουν οι ατσίδες που ξέρουν καλύτερα από μας πως να κόψουν τον πορφυρό υγρό κρίνο και το γόνιμο γάλα της γυναίκας.

Μα η φύση μας δημιούργησε με ζωντανές επιθυμίες κι όχι με φαντασιακά τεχνάσματα. Δηλαδή η φύση είναι αυτάρκης και, γι’ αυτό δεν χρειάζεται εξουσιαστή. Κι εμείς ως γέννημά της ξέρουμε πως οτιδήποτε βρίσκεται πάνω απ’ τα όρια του πνεύματός μας είναι χιμαιρικό και άχρηστο.

Ξέρουμε πως πρέπει να νιώσουμε και να καταλάβουμε και να βυθιστούμε μέσα στη σάρκα και τη μανιακή της διάθεση για το νέο ερωτοδυόμενο σκάνδαλο.

Όπως η πυρίτιδα που εκρήγνυται όταν της βάλουν φωτιά ένα μουνάκι γίνεται χρυσό λαμπρό ηλιακό, εκηβόλο από ζέστη και φως, σπαρταρά τόσο σοφά που η προστυχιά του ξορκίζει τη μελλούμενη βεβαιότητα της αχρηστίας του.

Ζήτω λοιπόν, η προστυχιά, που είναι φυσική σοφία και πίστη στον ήλιο γιατί τον βλέπεις και τον εννοείς ως το ενωτικό κέντρο όλης της εύφλεκτης ύλης.

Γιατί είναι η ευγένεια του θερμού μυρωδικού ιδρώτα των σωμάτων αφού ο ιδρώτας του έρωτα δεν ζέχνει δουλεία και εκμετάλλευση, ξέχειλος και έσχατος μέχρι ο άντρας και η γυναίκα να χαθούν δια παντός μες στον πρωτοφανή άγνωστο ανεξερεύνητο και ανεξάντλητο οργασμό.

Οδηγός Επιβίωσης Του Ποιητή

odigos

Το ποίημα δεν απαγορεύει τίποτε.
Το ποίημα δε γράφεται για μια ντουζίνα εκλεκτών.
Πρέπει ο ποιητής να διαθέτει περίστροφο λέξεων.
Ο ποιητής πρέπει να αγαπά το καλό φαγητό αλλά και την κακοπέραση.
Έχει να του προσφέρει πολλά.
Ο ποιητής πρέπει να λατρεύει το σεξ.
Ο ποιητής που δεν λατρεύει το σεξ είναι υπάλληλος της ποίησης.
Ως και ο Σεφέρης ήτο φοβερός ματάκιας.
Οι αρετές του ποιητή όταν περνάνε στο ποίημα το ποίημα γίνεται ψεύτικο,
διδακτικό για σχολικά εγχειρίδια.
Ο ποιητής πρέπει να λέει τα πράγματα όπως είναι.
Ο ποιητής πρέπει να αφήνει το ποίημα στην τύχη του.
Ο ποιητής πρέπει να καπνίζει άφιλτρα στην πρώτη του νεότητα.
Ο ποιητής πρέπει να έχει κατά νου τον αδιάκοπο πόλεμο με το φόβο.
Ο ποιητής πρέπει να μυρίζει το μουνί σα να μυρίζει λουλούδι.
Ο ποιητής που δεν ξεπέφτει στο μουνί γίνεται εκδότης.
Η γλώσσα του ποιητή είναι η γλώσσα κατά των ασθενειών του γήρατος.
Ο ποιητής είναι και τη νύχτα ποιητής.
Ο ποιητής δεν βγαίνει στην σύνταξη ποτέ.
Ο ποιητής που δε ρίχνει χαστούκια στο γούστο του κοινού
και γροθιές στο στομάχι του κράτους είναι λαπάς.
Ο ποιητής είναι επαγγελματίας ερασιτέχνης.
Ο ποιητής πρέπει να λατρεύει ότι έχει σάρκα και οστά.
Ο ποιητής στην πόλη των ιδεών γίνεται γραφειοκράτης ή σχολικός σύμβουλος.
Ο ποιητής ξέρει πως οι ιδέες χωρίς τον άνθρωπο είναι σαν καρφίτσες στον κώλο.
Ο ποιητής δε λύνει γρίφους.
Ο ποιητής δίνει φωτιά στις άγριες γυναικάρες.

odi1

Όταν πρέπει να είναι στρατευμένος ο ποιητής θα πρέπει με πάθος να είναι στρατευμένος.
Κι ας μοιάζει με πλασιέ.
Δεν θα πρέπει να δίνει υποσχέσεις στον καθρέφτη του ο ποιητής.
Ο ποιητής που δεν προβοκάρει είναι μαλάκας ποιητής.
Δεν υπάρχει ποιητής κακός αλλά ποιητής που δε διαβάζεται υπάρχει.
Υπάρχουν συνταγές μαγειρικής που βγάζουν ποίηση.
Υπάρχουν κορμάκια που αχνίζουν ποίηση.
Ο ποιητής πρέπει να κοιτά τη γυναίκα στα χείλη.
Γράφω ποίηση σημαίνει εκδίδω με σέβας την ασέβειά μου.
Η ασέβεια του ποιητή απέναντι στην υποκρισία είναι ποίηση.
Αν ο ποιητής δεν είναι βέβηλος του πλούτου θα βραβευτεί απ’ τους βέβηλους της ζωής.
Ο ποιητής δεν είναι στοχαστής.
Ο ποιητής πρέπει να γράφει κάθε μέρα.
Ο ποιητής έχει για εργαστήρια κρεβάτια και αγρούς από καταβολής υγρών.
Η ερωτική διάθεση είναι ο παράξενος ελκυστής του ποιητή με τα πρόσωπα.
Όλα τα πρόσωπα έχουν για τον ποιητή αυτό το εκτυφλωτικό μεγαλείο της μοναδικότητας.
Ο ύμνος του ποιητή είναι ο ύμνος στην πολυμορφία.
Ο ποιητής δεν διαθέτει ατζέντα αλλά μνήμη αλανιάρα.
Ο ποιητής ζει με τα ψίχουλα των βλεμμάτων του κόσμου.
Ο ποιητής που το παίζει πατριώτης είναι ένας σπουδαίος γλείφτης των πελατών του.
Ο ποιητής που γράφει παραδοσιακά έχει κληρονομήσει ένα σκυλί που δε γαβγίζει.
Ο ποιητής που καίγεται για τους νέους τους έχει βάλει ήδη φωτιά.
Δεν υπάρχουν ποιητές στον πύργο τους,
αλλά προικοθήρες στο προικώο τέμενος της μαμής υπεραξίας.
Ο ποιητής είναι το όχημα που μεταφέρει τις αλλόκοτες καταστάσεις στο μέλλον.
Ο ποιητής δεν έχει πίστη.
Ο ποιητής έχει χεσμένα τα εθνικά σύμβολα.
Ο ποιητής δεν πιστεύει στο αρχαίο κλέος.
Καταϊδρωμένα κορμιά αρμενίζουν στην κάμαρα του ποιητή.

Ανάμεσα Βοσπόρου Και Σχισμής

bosp

Υπήρξα μέγας οδηγός και μέγας στρατηλάτης
οικοδεσπότης και παρείσακτος
καταστροφέας και τροφός
Υπήρξα ως πνεύμα κωπηλάτη σε πορνείο
Υπήρξα το σχοινάκι του ταμπόν
σελιδοδείκτης οργασμών
δαμάλι που μουρμούρησε χυσιά στα μαύρα τέμπλα
ανάμεσα μηρών
ανάμεσα Πίνδου και Αδριατικής
ανάμεσα Βοσπόρου και Σχισμής
όλων των κατακρημνισμών ο παις
το πέος
ο πέουλας ο πεπτωκός
ο τρυφερός ο αδηφάγος
Υπήρξα σουβλατζής στη Φιλανδία
Γαλάτης ανθοκόμος
Υπήρξα σπλάχνο κοιμωμένης
και ζητιάνος στο μετρό
Υπήρξα χαρουπιά και τυφλοπόντικας
όμορφος βρωμερός ασβός και εισβολέας
Υπήρξα δάκτυλον μεσαίον μιας υγρής
Υπήρξα νοσοκόμος κλειτορίδος

Περί Αλοννήσου

alon

Θα πάρω στον τάφο μου μερικά μυστικά
τώρα που πιάσανε τα πόστα οι μοναχές
και οι μοναχοί και οι μοναχικοί άνθρωποι
αποχώρησαν για το βυθό και για την
Αλόννησο. Για το νησάκι με τις ταραντούλες
και τα μικροσκοπικά ζωύφια που σκαρφαλώνουν
νυχθημερόν στον κόρφο της γυμνής βασίλισσας
και του γυμνού βασιλιά, του Αδάμ και της Εύας
που ζουν τον έρωτά τους σε μια βραχονησίδα
με τις υπέροχες οχιές και τα υπέροχα όργια
της φύσης, ολημερίς περπατώντας πάνω στην
άμμο, όλο σεξ και καλοζωία και ψητά ψαράκια
της θαλάσσης, στα κάρβουνα του θεού των
γυμνών πραγμάτων γύρω που κατοπτεύουν
τον αργοκίνητο οργασμό της αιωνιότητας
και σέρνονται καταγκρεμνού αλαλιασμένοι
για να δαγκώσουν άβυσσο και νοστιμιές

7 Λίμερικ

 

limerik

Κυρά εσύ που ψάχνεις την αγάπη
Και κρέμεσαι γυμνούλα απ’ τον πούτσο του αράπη
Διάβασε και ξεσκόλισε όλο το κάμα σούτρα
Να δεις πόσο είν’ τονωτικό το χύσιμο στα μούτρα
Κυρά εσύ που καύλωσες για αγάπη

***

Ήτανε μια κυρά απ’ την Κομποθέκλα
Που ήθελε να γαμιέται σε καρέκλα
Κι οι εραστές της πάθαιναν λουμπάγκο
Για να ισιώσουν πλάγιαζαν στον πάγκο
Έτσι περνούσε τη ζωή η κυρά απ’ την Κομποθέκλα

***

Ένα γιαούρτι έτρωγε η κυρά του λιμανιού
Μα ήταν ώρα για το γεύμα του μουνιού
Και τότε έψαχνε η κυρά για να’ βρει πέος
Να κάνει μ’ αυταπάρνηση η φύση της το χρέος
Έτσι βούλωνε τρύπες η κυρά του λιμανιού

***

Κυρά που σ’ έπαιρνε ο στόλος από πίσω
Άσε με τώρα μέσ’ τον κώλο σου να χύσω
Άραχλα όλα μάταια και μαύρα
Μέσ’ το μουνί σου κρύφτηκε μια σαύρα
Κυρά εσύ που μπέρδεψες το μπρός με το ξω-πίσω

***

Ήτανε μια κυρά που γούσταρε ένα αγόρι
Μ’ αυτό πηδιόταν με το διάκο το Γρηγόρη
Στις χαρτορίχτρες έτρεχε να ρίξει τα χαρτιά
Φυρή κι ολοφυρόμενη να βρει παρηγοριά
Αυτή η κυρά που γούσταρε έν’ αγόρι.

***

Ήτανε μια όμορφη κυρά απ’ τη Ζαγορά
Μήλα πουλούσε στην υπαίθρια αγορά
Μα είχε μια συνήθεια να μη φορά βρακί
Κι όλοι οι νοικοκυραίοι ψώνιζαν από κει
Κι έγινε πλούσια η κυρά απ’ τη Ζαγορά

***

Μια φορά κι έναν καιρό η κυρά Φροσύνη
Τρύπωσε μέσα σ’ ένα ποίημα του Δροσίνη
Και το Μαβίλη ενέπνευσε να γράψει ένα σονέτο
Πως ζέσταινε με το μουνί, ψωλές, σα νάταν καμινέτο.
Στης παγωμένης λίμνης τα νερά η κυρά Φροσύνη.

tumblr_nbqqgkoQgb1qg08uio1_1280

Υ.Γ
Τα λίμερικ (limerick) είναι ποιήματα σύντομα, σατιρικά
ή απλώς κωμικά, «δίχως νόημα». Ξακουστά είναι εκείνα
του Έντουαρντ Λιρ (Edward Lear), που το 1864
δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή με λίμερικ, με τον τίτλο
The book of nonsense. Τον Λιρ τον μιμήθηκαν μεγάλοι
συγγραφείς, όπως ο Σουίνμπερν, ο Τένυσον, ο Κίπλινγκ,
αλλά μάλλον δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν.

Στην Ελλάδα, πρώτος που αποπειράθηκε να γράψει λίμερικ
είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Μάλιστα, πήγε να αποδώσει τον
όρο στα ελληνικά με τη λέξη «ληρολόγημα», συνδυάζοντας
το όνομα του Λιρ με τη λέξη «λήρος», που σημαίνει τρελή
κουβέντα, ασυνάρτητα λόγια. Το 1975 εξέδωσε μια συλλογή
από λίμερικ, με τον τίτλο Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά
παιδιά.

Τα λίμερικ ομοιοκαταληκτούν συνήθως αα-ββ-α.

Ο πρώτος στίχος περιέχει την παρουσίαση του πρωταγωνιστή

Στον δεύτερο αποκαλύπτεται η ιδιότητά του.

Στον τρίτο και τέταρτο έχουμε την πραγματοποίηση κάποιας
ενέργειας.

Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στην εμφάνιση ενός τελικού
επιθέτου ή παραλόγου ή κάνει επανάληψη με παραλαγή του
πρώτου στίχου…

Θα φτύσω στους κόρφους σας κορίτσια

death-and-the-maidens-18-157x236-olivier-lelong

θα φτύσω στους κόρφους σας κορίτσια
τους ανοιχτούς τάφους κάτω από τόσα βλέμματα
θα χύσω πάνω στον αφαλό σας τις ζεστές μου σκέψεις
είμαι φρικιό από χώμα που απλώς θριαμβεύει
είμαι ο επισκέπτης του γουρλωμένου μουνιού σας
θα σας βγάλω το μάτι κορίτσια για να δείτε
τι εστί εντεροσπασμός της ηδονής και τι ώρα
περνά το λεωφορείο για το Πάντα Βρέχει
και το Πάντα Χύνει του οσίου και θεοφόρου ημών
πούτσου Αχ κορίτσια θα σας σηκώσω
απ’ τους τάφους σας για να σας χαρίσω τη ζωή
κι όχι για να σας καθίσω στο εδώλιο

Μελετώντας τα αμελέτητα

frans fiedler

Πονάμε χωρίς να ξέρουμε τι προκαλεί ο πόνος στο κορμί μας. Τρώμε χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι το στομάχι και οι αδένες, κοιτάμε, χωρίς να έχουμε μελετήσει τη σύσταση του οφθαλμού.

Έτσι λοιπόν πηγαίνουμε ολοταχώς στην αγκαλιά του θανάτου, χωρίς να τον γνωρίζουμε και χωρίς να μας έχει συστήσει κάποιος εκ των προτέρων σ’ αυτόν.

Ίσως οι νεκροί συγγενείς και φίλοι, μας ανάγκασαν κάποτε να ανταλλάξουμε μαζί του μια φευγαλέα χειραψία περισσότερο νιώθοντάς τον ως βασιλέα της ακαμψίας που οδηγεί την ιερή μέρα και την ιερή νύχτα στην εκμηδένιση.

Οι χρυσοί επαγγελματίες της κάθε θρησκείας για να μαλακώσουν τη σκληρή ζωή των δούλων της εργασίας που εκτός απ’ τον ατέρμον κόπο και την εξάντληση, διάγουν βίο αβίωτο, βουτηγμένοι μέσα στα βαλτόνερα της συνήθειας, ανάλαβαν τη διαχείριση του τρόμου, τόσο πριν όσο και μετά το θάνατο.

Τρόμος για επιβίωση μέσα στην ειρωνική ωμότητα του post mortem εκεί που το να αρνείσε το θάνατο συγγενεύει με το να τον εμπορεύεσαι.

Οι μικροπωλητές των θαυμάτων, οι ορθόδοξοι σαμάνοι και οι χαρισματικοί ασκητές μπορούν να σου βρουν το όνομα ή τα δηλητήρια που έχουν καταπιεί τα μάτια και τα νεφρά σου μα ποτέ δεν μπορούν να σε κάνουν αθάνατο.

Μα οι άνθρωποι φοβισμένοι κι ανυπεράσπιστοι τρέχουν σ’ αυτούς, ψάχνοντας το τελευταίο έσχατο καταφύγιο, την αμυδρή ελπίδα να κερδηθεί μια αθανασία δίχως όρους.

Αθανασία του ζωντανού κορμιού που στερήθηκε το φαγητό, το γαμήσι, την ελευθερία.

Μα ποιος μπορεί να πιστεύει αλήθεια έναν θεό που είναι ανίκανος να μας προσφέρει αυτό το αγαθό που αυτός για τον εαυτό του διαθέτει εν αφθονία! την αθανασία.

Να μας κάνει ευτυχισμένους μες στις φαντασιώσεις της παιδικής μας ηλικίας όταν αρχίζει ο διάβολος να στάζει το κερί του πάνω στις ορμές και στα πάθη μας μακριά απ’ τα ενθάδε κείται που σκαρφίστηκαν οι νεκρόφιλοι για να διαλογίζονται με τον τρόμο τους.

Μα πεθαίνουμε και γνωρίζουμε το θάνατο κάθε στιγμή που δεν τη ζούμε και κάθε στιγμή που μας την κλέβουν τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις.

Η απροθυμία μας να καταλάβουμε πως πεθαίνουμε μόνοι, αβοήθητοι και δια παντός, μας καθιστά αξιοθρήνητα εξαρτημένους.

Ξόρκια παπάδες λιβάνια σαμάνοι και χαρτορίχτρες και ψυχαναλυτές έρχονται όταν έχουμε χάσει πια την πίστη μας στη ζωή αλλά και στην ικανότητά μας να πεθαίνουμε σωστά, δηλαδή φυσικά όπως μια κατσαρίδα, μια κότα ή ένα άλογο.

Όλοι εμείς οι αλαφροΐσκιωτοι θνητοί, νιώθουμε πως κάθε μέρα είναι και μια νέα φτυαριά χώμα. Όμως κάθε πένθος ξεθωριάζει προς όφελος της ζωής κι έτσι η καρδιά νιώθει μιαν ανεξήγητη απάθεια απέναντι στο θάνατο, όπως χορταριάζει το μνήμα κι όπως σπάνε τα οστά των νεκρών ζώων στο όργωμα.

Η επιβίωση της βιομηχανίας του θανάτου και των θρησκειών οφείλεται εξολοκλήρου στο διεφθαρμένο παράγωγο της εργασίας, δηλαδή στην υπεραξία που είναι και ο εκφυλισμός της.

Όταν ο άνθρωπος θα σταματήσει τη δουλεία και την εκμετάλλευση, όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά και για τους άλλους, ίσως τότε δει τον ήλιο της αθανασίας να του χαμογελά, αφού θα έχει καλοδεχθεί τον θάνατο σαν το μεγάλο συμπαντικό μουνί που τον γέννησε.

Αισθάνομαι για την ποίηση ότι αισθάνομαι για τον έρπητα

xili

αισθάνομαι για την ποίηση ότι αισθάνομαι για τον έρπητα
-το γλειφομούνι άλλωστε κοστίζει ακριβά-
κι αν δε σε ρουφήξει το μουνί κινδυνεύεις να πεθάνεις από βαρεμάρα
κι είναι σα να προσπαθείς να τον χώσεις
στην πλαστική κωλοτρυπίδα μιας κινέζικης κούκλας
γράφοντας και ξεγράφοντας
πάλι και πάλι
ξανά και ξανά λογαριάζοντας
πόσες ψυχές θα ποδοπατήσεις για μια στιγμή θριάμβου
και πόσους ρομαντισμούς θα τσουβαλιάσεις
για να φέρεις αναγούλα στο φιλοθεάμον κοινό
μα το γαμήσι και η ποίησις
έχουν γούστο μόνο εάν είσαι ερασιτέχνης
να κοιτάς το μουνί και τις λέξεις
σα να τα βλέπεις για πρώτη φορά

Γλείφοντας έρχεται η όρεξη

glif

Σας βλέπω πίσω απ’ το τζάμι
να γράφετε για τη μοναξιά και τον έρωτα
Να στέλνετε μπιλιέτα στο Γαβριηλίδη
με τα διπλά σας ονόματα
Με πάθος θέλετε να δημοσιεύσετε
να δείξετε το ποίημα σας στο λαό
στο σύζυγο που σας εγκατέλειψε στην κουζίνα
Μα ο λαός δεν θέλει να διαβάσει
για τη μοναξιά και τον έρωτα

Αν ο λαός έχει να διαλέξει ανάμεσα
στο γαμήσι και στο ποίημα
θα διαλέξει το γαμήσι, κυρίες μου

Ωδή στο σαπούνι

lolo

Γυροφέρνω την γλώσσα μου στο μουνί σου
έτσι που ο Σαίξπηρ να σχεδιάζει την τραγωδία του
Έχω πάρει την κλίση μου προς τη θηλυκιά σου λεκάνη
όπως τόσοι και τόσοι ποιητές που πήγαν άκλαφτοι
Σαπουνίζω το μουνί σου με ποιητικό πάθος
γονατιστός σαν το διάολο που επιμένει
και βλέπω να δακρύζει το μουνί σου
να δακρύζουν και τα μάτια μου

Aπελευθερώστε μας απ’ τα σουτιέν

sout

Η πτώση μας
μες στα βελούδινα σεντόνια

δαμάσκηνα και ακουαρέλες

Θυμηθείτε να ζείτε ότι ζείτε

ξεχάστε μας στο δροσερό αεράκι το βράδυ
και στη βιασύνη της γλώσσας
απελευθερώστε μας απ’ τα σουτιέν

ξεχάστε μας στων χεριών σας την ευχαρίστηση

ξεχάστε μας στο στόμα σας
στη γλώσσα στις θηλές
στην έντονη πεινασμένη μας στύση

ξεχάστε τις αισθήσεις που ξεκινούν είτε
δεξιά ή αριστερά
πηγαίνετε κατευθείαν μέσα στο σώμα
τρυπώστε μεταξύ των μηρών

γλυκιά γλυκιά μάγια κάντε μας

Ψυχοστασία Διονύσου

gaidourogamia

Όταν ο ερωτισμός έχασε το θείο χαρακτήρα του έγινε ακάθαρτος.

Λούστηκε μες στο τεχνητό φως της ωφελιμιστικής ηθικής εδραιώνοντας υπόγεια τη λαϊκίζουσα πεποίθηση που συνδέει την ευχαρίστηση με την τεκνοποιία ευθέως καταδικάζοντας το διονυσιακό παρελθόν ως παρεκκλίνον κι επομένως τιμωρητέο.

Θεϊκό θα πει, αυτό, που αρνείται τους κανόνες της κοινής λογικής κι όχι αυτό που τους ενστερνίζεται ιδρύοντας μιαν απόκρυφη μασονία μυημένων στην αρπαχτή και στη συναισθηματική μαστούρα.

Γάμοι, κηδείες μνημόσυνα τελετές κούφιες για το εξεγερμένο μάτι και το άπληστο αφτί.

Τελετές που λειτούργησαν ως διάθλαση των οργίων της αρχαίας εποχής, όταν άρχισαν, να ξεψυχούν στα χρόνια της φυλετικής δημοκρατίας και των πολέμων.

Μα όσο και να στομώνεις τη βαλβίδα κάποια στιγμή συμβαίνει η έκρηξη.

Το σώμα ζητά την συμμετοχή στη ζωή, δηλαδή την αυτοδιάθεση για να ασκείται αυθορμήτως στην παρέκκλιση και στην ηδονή. Από τα τρίσβαθα των σπλάχνων του αποβλέπει όχι στην ελευθερία αλλά στην απελευθέρωση.

Μοναδική άμυνα του σώματος είναι η διαφάνειά του προστατεύοντας τη ραφιναρισμένη ομορφιά του πυρήνα που είναι ευάλωτη σαν λεπτό κοφτερό γυαλί.

Η αρχαία θρησκεία πέρασε μέσα απ’ αυτόν τον κολοσσιαίο λαβύρινθο του ερωτισμού για να καταλήξει στο κήρυγμα και τη βοσκή των πιστών παραχώνοντας τον ερωτισμό σε μια σκοτεινή κόχη φτιάχνοντας το χριστιανισμό μια προσωποκεντρική αίρεση που έχει καταρρεύσει σ’ έναν άδειο συμβολισμό εδώ και αιώνες.

Ο Διόνυσος υπήρξε ο αντίχριστος πριν το Χριστό ως θεός της παράβασης και του γλεντιού, της έκστασης και της τρέλας.

Μια μεθυσμένη φιγούρα μιαν αγροτική θεότητα αρχαϊκή, αγλαΐσμένη μες στην καυλοπυρέσσουσα σκοτοδίνη του οργίου.

Ένας ερωτισμός με ιλιγγιώδες βάθος που ήρθε να τον ξεριζώσει ο ευνουχισμένος αρχαίος τράγος με τις τανάλιες βδελύσσοντάς τον και κατηγορώντας τον ως το σάπιο δόντι μες στο στόμα της ομορφιάς.

Μα το δόντι του ερωτισμού ήταν πάντα το χρυσό δόντι του γύφτου. Το γλίστρημα προς το όργιο και τη βακχεία ήταν ο κόπος του εργάτη των αγρών. Δηλαδή του δημιουργού.

Η διονυσιακή τρέλα εξασφάλιζε το συμφέρον των θυμάτων της. Οι μαινάδες αντί για βρέφη καταβρόχθιζαν κατσικάκια που οι αγωνιώδεις κραυγές τους λίγο διέφεραν απ’ το κλάμα των βρεφών.

Οι Βάκχες μπορούσαν να κατουρήσουν μέσα στο κρασί της μεταλαβιάς. Να πασαλείψουν στο κορμί τους τα ερωτικά υγρά σκάγια του φαλλού καβαλώντας τον και καταργώντας έτσι την απάνθρωπη βίας της πρωταρχής των μυστηρίων που μύριζαν ανθρώπινο κρέας καρυκευμένο με μπόλικο μυστικισμό.

Η τσίκνα της ψησταριάς φέρνει στα ρουθούνια μας μνήμες της διονυσιακής πρακτικής που εκφυλίστηκε σε χυδαία κραιπάλη.

Τρώμε τα κατσίκια και τα γουρούνια τις προβατίνες και τα αρνιά, πηγαίνοντας έπειτα για ύπνο, αγάμητοι και βιαστικοί, γιατί την επόμενη μέρα μας περιμένει ο σκοπός και το οχτάωρο.

Το άγχος της έγερσης για τη μισθωτή σκλαβιά της οποίας το ποσοστό συντήρησής μας είναι μηδαμινό. Το άλλο πάει στις μπάκες των αρχιεπισκόπων της ηδονής και του πλούτου.

Στους βόθρους πολυτελείας του φρονιματισμένου και ευπρεπούς διονυσιασμού.

Επιστολή του Auguste Rodin στο Μουνί

auguste-rodin11

Θα γίνουμε σκουληκάκια και θα τρυπώσουμε πάλι στη Γη
Η μορφή είναι η έκφραση της συνείδησης Θα γίνουμε τα σκ
ουλικάκια που θα μας φαν Μα στεναχωριέμαι όμως τρομερ
α για σένα Μουνί Σ’ όλα αυτά μη βλέπεις τίποτε άλλο εκτό
ς απ’ την αγάπη που τρέφω για σένα Ετοιμάζομαι αδιάκοπ
α για την επιστροφή σου Θέλω να με ξαναβρείς πολύτιμο κ
αι αγνό Σε σκέφτομαι περισσότερο από ποτέ Είσαι το κατα
φύγιο της ζωής μου Σε φιλώ παντού

Σε ξέρω ξερογλείφεσαι χασάπισα Marina Abramovic

marina

Τόσοι είμαστε. Κι άλλοι τόσοι
Κι αυτοί οι ωραίοι λευκοί γλουτοί της αποθεώσεως
Κι αυτός ο κώλος καρμανιόλα Βέλγου ζωγράφου
Σχισμή του μειδιάματος
Ένα κτήνος ωρυόμενο

Σε ξέρω ξερογλείφεσαι χασάπισα Marina Abramovic
Τα νυχάκια στην κοιλιά σου με χαράσουν
Το λαρύγγι σου συγκρατεί τα ζουμιά μου

Περνά ένα άγημα σπασμών
Άπασαι αι συλλογαί οργασμών που παν’ στο διάβολο

Ο Άνδρας από την αρχή

andras

Ιδού μια μουνότριχα που έπεσε
από κάποιο μου ποίημα
μες στον ποιητικό υπόνομο της χώρας μου

Ιδού οι σκασμένες φτέρνες και οι απόκρημνες καμπύλες
Ιδού το σερσέγκι στη σχισμή του κώλου σου

Ω φιλενάδα,
ενόσω το φεγγάρι είναι υγρό και μαύρο
κι ο βασιλιάς είναι γυμνός
και η βασίλισσα είναι σε πλήρη στύση
το γαμήσι είναι πρέπον να τραγουδήσει

Ω μικροσκοπική κλειτορίς
εσύ επίσης
Ω αστεία δούκισσα
Ω ξανθό πράγμα γύρω της

Ερωτοδιαβολικόν ποίημα

erosdiabolo.jpeg

Δεν αντιλέγω, δεν
Και δεν πεθαίνω από ντροπή και
τη θηλή σου γλείφω τόσο νόστιμα
μέχρι το τέλος που δεν θα υπάρξει ποτέ
και μέχρι το σαπούνι να καμουφλάρει
τις πρωινές μυρουδιές του Σύμπαντος

Αχ! αυτός ο αγκαθωτός λυρισμός και τα γλειφομούνια
Κι εσείς μπούτια
Διψασμένοι γεμιστήρες των καλάσνικοφ
καλά τα κατάφερα κάνοντας μακροβούτια στο αίμα σας
Καλλιεργώντας πατάτες και πρόπολη

Ω να, στα χείλη μου γύρω ο αυτοκρατορικός σου αφρός
Ο ζύθος σου που καμουφλάρεται λίγο πριν σε καταπιώ
όπως κατάπια το μάτι της αγελάδας
κι όλα τα ντεσιμπέλ του αναστεναγμού σου

Κοίτα. Να

koita na

Κοίτα. Να
Έτοιμος είν’ ο κόσμος να γαμηθεί.
Το δέρμα οι τρίχες τα μούτρα η γλώσσα

Κοίτα. Να
Ο κόσμος τα φώτα του ετοιμάζεται να σβήσει
και στου σκοταδιού το πηγάδι να βυθιστεί
Ο ήλιος αμαρτωλές ελιές φυτεύει

Να η φλούδα μου κόκκινη σαν υφαντό
Χίλιες εκρήξεις και προσευχούλες
Εσύ σκέφτεσαι πούτσες Εγώ μουνιά
Τρίβουμε τους κώλους μας
Τα ρουθούνια μας η πιο ερωτογενής ζώνη του γαλαξία
Έχει νυχτώσει, είναι αργά, για να σου δώσω την ευχή μου
Μονάχα γεύση της ψωλής
Μονάχα χνώτο καλογριάς που τη βατεύει ο Ιησούς
και πεθαίνει και χορεύει και κλαίει
και φωνάζει και κλαψουρίζει και τσιρίζει σαν ποντικίνα
Όπως κι εσύ

Ιστορία αγάπης

eric_zener_girl_swimming_pool3

Όλο μένος αφροδίσιο
Η μαμά ξερνά βολβούς ο μπαμπάς νύστα
Είναι ένα κορίτσι με κινητήρα
Είναι ένα κορίτσι με βυζιά
Ένα κορίτσι με σάλια
Μπαίνει στη θάλασσα
Στα σάπια ευτυχισμένα γαλανόλευκα νερά
Οι μηχανές στο φουλ
Γκαζώνει για τ’ ανοιχτά
Κι εκεί τη γαμεί ένα ψάρι
Σφυροκοπημένο απ’ τα λέπια του
γυρνά το κορίτσι στην αμμουδιά
Η μαμά κι ο μπαμπάς ροχαλίζουν
μες στο κρύο σπέρμα τους
Ένα καβούρι γελά
Μια θεούσα μέδουσα ψυχορραγεί και τρέμει
Το κορίτσι κλειδώνεται στα όνειρά του
μα αφήνει λίγο απ’ το πυρακτωμένο χείλος του
στην άκρη του γκρεμού του βλέμματός μου

Η Frida Kahlo κάνει έρωτα με τις γάτες της

Pablo-Picasso-Reclining-female-nude-playing-with-cat-1964

Όταν ο έρωτας πέφτει βροχή καμιά ιδέα δεν της έρχεται στο κεφάλι
Οι Αμερικάνοι τη ζωγραφίζουν με δάκρυα στο δέρμα
Ωστόσο αυτή έχει έναν ξεδιάντροπο αφαλό ακόλαστο
Τριχούλες απ’ την Πομπηία έως την πόλη του Μεξικού
Εκλεκτά εδέσματα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά
Βουστροφηδόν γυμνή
Κατουράει μες στη σούπα του προέδρου των ΗΠΑ
Ζωγραφίζει ένα μονόφθαλμο πέος
Τον Έλληνα Ήλιο
Σκληρό αποτρόπαιο
Να βατεύει μπαλαρίνες των Μπολσόι
Ένα φερμουάρ την κρύβει μες στο κορμί της
Στην ωμοπλάτη μια σκηνή σοδομισμού
Στις κνήμες της μια καρδιά
Το αιδοίον της εις στρατοσφαιρικόν κλοιόν
Μα οι γάτες όλες εκεί της παραστέκονται
με τις γλωσσίτσες ακονισμένες στα ψαροκόκαλα

Χνούδι Βοϊδοκοιλιάς και περιχώρων

xnoudi

Θα κυλιέμαι κατά σένα Βοϊδοκοιλιά
σε γλέντια και διαγωνισμούς έρωτος
ω! μυρουδάτη σπλήνα της Μεσσηνίας
με της Γιάλοβας τους τσαλαπετεινούς
και τους μύκητες βρήκα στα βενζινάδικά
σου νύφες να περιμένουν το γαμιά να
ξεκαμπίσει απ’ το Πόρτο Ναβαρίνο
στηθάκια γαλατένεια στην αδιάφανη
βλακεία τους γήπεδα γκολφ αστούς
Γάλλους να παζαρεύουν με τον
ταβερνιάρη το κρασί αποικιοκράτες
Ντεγκωλικοί εθνικιστές το Νέστορα
να παίζει ακορντεόν ξεψυχισμένος
στη Μεθώνη για το αλαζονικό ευρώ
των τουριστών κάστρα που βγάζουν
στο Γιβραλτάρ και στις θωπείες όλα
παιδιά της φθοράς μες στη γύμνια τους

Το Ουρλιαχτό του εκθεσά

ekt

Είδα τους καλύτερους εκθεσάδες της γειτονιάς μου διαλυμένους απ’ τα φράγκα
χαδιάρικοι βασανιστές να ξεκοιλιάζουν ολότελα ένα πτώμα
ηθικολόγους αμοραλιστές ψιλικαντζήδες της γνώσης
να δείχνουν με το δάχτυλο τους χαζούς τους βλαμμένους και τους ανάπηρους
Είδα στα εξοχικά τους μαστίγια αγορασμένα σε δημοπρασίες
Σπασμένες αντένες στις αποχρώσεις του λυκόφωτος
Μισαλλόδοξους μαγαρισμένους απ’ το δίκιο του ισχυρού
με τα ηλεκτρικά τους μουστάκια γεμάτα χρυσόσκονη
όλο ανοιχτήρια πουλώντας για κονσέρβες επιτυχίας
Αριστούχοι μες στην οικόσιτη γαλήνη τους
όλο ποιητικά καπρίτσια και κουμπαριές και μπίζνες
πουλώντας χασμουρητά και δαμάσκηνα με κινίνο
σε νεολαίους που αγιάζουν τα στυλό των πανελλαδικών
στους βόθρους της καλοζωίας που ονειρεύονται
Είδα να γλείφουν της μαμάς υπεραξίας το ξεροκόμματο
και να παρηγορούν υπαλλήλους τραπέζης που επένδυσαν στα παιδιά τους
χάνοντας τα λεφτούλια τους αφού δεν χωράνε όλοι στον παράδεισο
Είδα να ακονίζουν τις ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια
για να τις καρφώσουν στον κώλο της μαϊμούς που τους συντηρεί
Είδα τους καλύτερους εκθεσάδες της γειτονιάς μου πικρόχολους προφήτες
να διακονούν την πραμάτεια τους να ονειρεύονται στρατόπεδα συγκέντρωσης
για τους φτωχούς και τους αποτυχημένους
να γράφουν καντάδες στον Εωσφόρο της χώρας για την αριστεία
Υπερφίαλα μοναδικοί και ανεκτίμητοι που όταν θίγονται τα συμφέροντά τους
είναι έτοιμοι να γαμήσουν χίλιους καρδιναλίους με τον Πάπα μαζί
μα όταν θίγονται τα συμφέροντα των άλλων τρώνε κολιούς και γράφουν
ποιήματα για εξατμισμένες κορασίδες που δεν καβάλησαν

Υπεράσπιση του Σώματος

ipoklisi

Το Σώμα φαντάζεται κάθε ρωγμή του
-καθώς ιδρώνει-
απαθανατίζοντας άναρθρο
όλες τις γλώσσες που το άγγιξαν
κάτω απ’ την αστείρευτη αγάπη
του θερμαινόμενου μηρού.

Αφηρημένο εκ των προτέρων το Σώμα

Νύχτα στιγμιαία λευκασμένη από
βολβό μονόφθαλμου έρωτος.

Ξυπνά το Σώμα
ίσως προς τον επιθυμητό οργασμό
αρχίζοντας την πάλη με τα όνειρα

Και το σκοτάδι λυγισμένο γύρω του.
Αναπόφευκτα τεράστιο υπογάστριο του φωτός.

Οι ζυγισμένοι μαστοί

και τα πόδια της
να παθαίνουν κράμπες στον αέρα

με τους λωτούς στα χείλη
και τα εύφλεκτα περιβάλλοντα
τις κάλτσες και τα φουστάνια στο πάτωμα

τις νεροφίδες με τα ποντίκια στην κοιλιά

τις ονειρώξεις που συντηρούν τους ανεκπλήρωτους έρωτες.

Το φιλί σου ήταν από πέτρα αίμα και ψάρια

zev

Το φιλί σου ήταν από πέτρα αίμα και ψάρια
Τα δάχτυλά σου είχαν κάτι απ’ τον οίστρο της καθαρεύουσας
Η απληστία και η συνήθεια ψαχούλευαν το ωραίο σου στήθος
Τα μάτι σου μέσα στο λάκκο του γεννητικού μου οργάνου

Αναδιπλωμένη τώρα, μυρίζεις τα χίλια χρόνια έρωτος
και αίματος κατευθείαν απ’ το μουνί σου, με τα μάτια κλειστά
ενάντια σε κάποιο αδιανόητο σκοτάδι, εκεί όπου θάφτηκαν
τόσες δαγκωματιές σε έναν πόνο

Ύμνος στον θάνατο Ή Ο Τζιουζέππε παίζει με τη γάτα του

ougka

Ο Ουνγαρέττι ανάβει το τσιμπούκι του
Και γράφει ένα ποίημα για το θάνατο
Ερμητικά ανοιχτός
Σαν τον ήλιο που ξαπλώνει στη σαλιάρα του βρέφους
Από αρχαιοτάτων χρόνων γράφοντας όπως τόσοι άλλοι
Κουρδίζοντας τη μακάβρια αρμονία
Μ’ ένα τέχνασμα προσπερνώντας το μύθο της νιότης του
Μες στο υγρό απομεσήμερο της Τοσκάνης