Ως και τα αισθήματα, τα θαμμένα στα ερείπια ξυπνούν
οι γυναίκες που αγαπούν πολύ
αυτές που αφηρημένα σ’ αιχμαλωτίζουν
για να φονεύσουν την καρδιά σου.
Όταν είσαι με την αγαπημένη σου
είσαι με όλες τις γυναίκες του κόσμου.
Κι αν φύγει αυτή θα’ ρθει πάλι η ίδια.
Τις γυναίκες πρέπει να τις αγαπάς
απ’ τα νύχια ως το κεφάλι
όταν τρώνε, όταν πίνουν, όταν κατουρούν,
οι γυναίκες έχουν ψυχή σαν τόξο
σκληρή χορδή
τα μάτια τους είναι ρεμπέτικα τραγούδια σκοτωμένα.
Ένα υγρό μουνί είναι ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος.
Οι άσχημες γυναίκες είναι η απόδειξη
πως δεν υπάρχει θεός.
Μόνες πάντα μέσα τους βαθιά,
γιατί η ομορφιά είναι συντροφιά
είναι το βλέμμα των άλλων. Με κοιτούν σημαίνει υπάρχω.
Ο Φασμπίντερ στις ταινίες του αγάπησε τις άσχημες γυναίκες.
Φύλλα ριγμένα πάνω στα χαλίκια.
Η θλίψη μου ανεμόμυλος.
Βλέπω τώρα στην τηλεόραση
πως κάνουν στα παιδιά σεξουαλική διαπαιδαγώγηση
χαλιναγώγηση και λοιπά. Σα να’ ναι κρέατα.
Είναι αδιανόητο να μιλάς για τέτοια θέματα και να μην καυλώνεις.
Πρέπει να βρέξεις τον κώλο σου για να μάθεις κολύμπι.
Κι αυτή τη νύχτα για να την περάσεις μόνος
Θα πρέπει κάτι.
Τώρα θα γράψω σκληρά
Τώρα θα γράψω βίαια
Τώρα θα σκάψω βαθιά με τα νύχια
Τώρα θα φάω τις σάρκες μου
Τα δροσερά τριαντάφυλλα μέσα στα ποιήματα
μου φέρνουν αναγούλα
όπως το ζεστό φρεσκοζυμωμένο ψωμί στους πεινασμένους.
Προτιμώ τη λογοτεχνία των καμπινέδων απ ’τη λογοτεχνία
δυστυχισμένων γυναικών ή πούστηδων
που τρώμε σωρηδόν στη μάπα.
Κάθομαι τώρα λυπημένος ως το μεδούλι.
-Η ζωή στην επαρχία είναι θλιβερή.
-Μα έχουμε τον καθαρό αέρα.
Κυρίες που κλέβουν πορτοφόλια σε κηδείες αστυφυλάκων.
Κοριτσάκια που τρίβονται σε κορμούς δέντρων, όπως
στα ποιήματα του Εμπειρίκου.
Εδώ στην επαρχία ο φίλος μου,
ο φίλος μου ο Βαγγέλης γράφει ερωτικά ποιήματα
όταν η καύλα τον χτυπάει στα μελίγγια
βγάζει τη γλώσσα του και γλείφει τις πληγές του
κι ας μην είναι σκύλος.
Καλλίτερα μουνόπλακα παρά ταφόπλακα.
Τα παιδιά σήμερα
ακούνε σκωπτικά τραγούδια για τον έρωτα.
Γράφουνε στα τετράδια στιχάκια
για προδοσίες που δε γνώρισαν.
Κι εγώ τόση μοναξιά δεν την αντέχω.
Άστεγος να γυρνώ μέσα στο σπίτι
μόνος και πάλι μόνος.
Ψυχή πεταμένη μες στο χαντάκι του κορμιού.
Βλέπω τώρα τη φωτογραφία μιας πεθαμένης φίλης
(ο θάνατος όπως πάντα γαμεί και δέρνει).
Ε ρε πούστη, να ήμασταν λέει σε μια εξοχή, σ’ έναν κήπο
κι εγώ να πήδαγα το φράχτη να σου κόψω λίγα σύκα!
Βλέπω τώρα έναν πίνακα του Σακαγιάν.
Στολίζει μια κριτική ζωγραφικής στο Τραμ.
Η μητέρα ως καθαρίστρια του σταθμού Λαρίσης.
Οι ζωγράφοι πάντοτε στιλβώνουν την παιδική μου ηλικία.
Γράφω για να κάνω τους άλλους να μην ξεχνούν.
Γράφω για να κάνω τον εαυτό μου να ξεχνά.
Η αγαπημένη με περιμένει γυμνή πάνω στο χαλί
ενισχύει την αγάπη μου για τα απλά και τα κοινά.
Γαμιόμαστε, γνωρίζοντας πως θα μας φάει κάποτε το χώμα.
Μα δεν το σκεφτόμαστε.
Ζούμε μέσα στην αντίφαση. Κι όποιος πει το αντίθετο
είναι ψεύτης. Ολόκληρη η ιστορία είναι
είναι η ιστορία του εγκλήματος. Στοίβες πτώματα.
Κόκαλα και πέτρες απ’ του Δευκαλίωνα το τσουβάλι.
Πέταξα όλα τα ιστορικά βιβλία.
Με τι ευκολία οι δάσκαλοι μας βάζαν
τρυφερά παιδιά και παπαγαλίζαμε.
Τόσες χιλιάδες νεκροί, τόσες χιλιάδες
κομμένα κεφάλια, ακρωτηριασμένοι
ανάπηροι, άστεγοι, πεινασμένοι.
Βρήκαν τη μέθοδο να μας κάνουν συνενόχους.
Γι’ αυτό τα ιστορικά βιβλία
μου μυρίζουν πάντα ανθρώπινο κρέας.
Μα οι παπάδες είναι πούστικη φάρα παγκοσμίως
άλλο τόσο οι δάσκαλοι κι οι χωροφύλακες.
Οι πνευματικοί άνθρωποι τα μεγαλύτερα παχύδερμα.
Δουλεύουν αμισθί για το γαμημένο έθνος.
Γι αυτό πιάνω τη λέξη απ τα μαλλιά και τη βάζω μες στο ποίημα.
Γι’ αυτό γράφω καυλιάρικα ποιήματα. Γι’ αυτό
δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα.
Τόσο αίμα έχει κυλήσει κάτω απ’ τις γέφυρες.
Είμαστε μόνοι
ξεβράκωτοι σε τούτο το κρεβάτι.
Τι όμορφα αποκομμένοι απ΄ όλους
στη φοβερή εξορία του έρωτα!
Τα βλέφαρά σου μου κόβουν άγριες μαχαιριές.
Με ταΐζουνε μελαγχολία τα μάτια σου. Διασχίζω το κορμάκι σου
σα να’ ναι δρόμος.
Είσαι ανεξάρτητη χώρα.
Σκύβω και ψιθυρίζω στο αυτάκι σου
τη μαγική λέξη.
-Έχω περίοδο, μου λες.
Μα όταν έχεις περίοδο σε θέλω πιο πολύ
μέσα σου να γλιστρώ
να σε μυρίζω ολόκληρη
να χύνω ο σφαγμένος
βαθιά μες στα ωραία σου μάτια.
Λέξεις δηλαδή πόνος που παραληρεί εντός μου.
Είναι πράξη επαναστατική να γράφεις ποιήματα
να κατουράς τους γαμιόλιδες με τα Best-seller
να φτύνεις στα μούτρα την αμερικάνικη υποκουλτούρα
(που σου πασάρει κάθε πουλημένο τσόλι).
Ο αντικομουνισμός του εξήντα έβγαλε ρίζες. Κι άλλο δεν πάει.
Αυτούς που σφάξαν οι δικοί μας και οι ξένοι,
αυτούς που σφάζουν οι δικοί μας και οι ξένοι σήμερα.
-Γέμισε πτώματα η Γιουγκοσλαβία -.
Κι η τέχνη κάποτε τα ξερνά όλα αυτά. Γιατί κι η τέχνη κάποτε
γίνεται λεπίδι που κόβει.
Γίνεται λεπίδι που κόβει τ’ αρχίδια κάθε κερατά.
Το παντελόνι κρύβει τη σάρκα της γυναίκας
μα το φουστάνι την αναδεικνύει.
Το σκοτάδι κάτω απ’ τις φούστες είναι το πιο γλυκό σκοτάδι.
Είμαι διαβολικός γι’ αυτό τα όνειρά μου είναι αισχρά.
Μια τρίχα μας χωρίζει από την άβυσσο. Συγκεκριμένα
μια μουνότριχα.
Όλοι οι σπουδαίοι ποιητές μονάχα ένα ποίημα έχουν γράψει
καθώς λένε. Έτσι κι εγώ την ανεξάντλητη ωδή μου στη γυναίκα.
Από ένα δαιμόνιο κυριαρχείται η ποίηση.
Βλέπω τώρα στην τηλεόραση τους πνιγμένους μετανάστες
στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Με το χέρι τους γράφω
αυτά τα κωλοποιήματα.
Πρέπει να’ σαι προικισμένος για τη μοναξιά.
Μια γυναίκα γυμνή είναι η φωτεινή πλευρά του θανάτου.
Ο μοναδικός θάνατος που μέσα του θες να τρυπώσεις. Και τα άνθη
αυτού του τάφου είναι πάντα τρυφερά.
Τη γυμνή κοπέλα που χτενίζει το μουνάκι της μπροστά στον
καθρέφτη συντετριμμένος την περιγράφει ο ποιητής
σ’ αυτό το μάταιο κόσμο.
Μα η δυστυχία μιας γυμνής κοπέλας είναι δυστυχία όλων.
Είδαμε στο Βατικανό τα ελληνικά αγγεία, τις πομπές
με τους τουρλωμένους πούτσους, τα ένδοξα γαμήσια της αρχαιότητας
που ταξίδευσαν σ’ όλο τον κόσμο μεταφέροντας λάδι και κρασί.
Διασχίσαμε την αίθουσα με τα αγάλματα. Μας βγάλανε φωτογραφία
έπειτα σ’ ένα μπαλκόνι με φόντο τη Ρώμη.
Ακούσαμε μια Αμερικάνα ξεναγό να λέει
πως η ελληνική κλασσική αρχαιότητα είναι αξεπέραστη.
Λίγο πολύ ετούτοι εδώ ήσαν αντιγραφείς.
Επίσης δεν ανεβήκαμε στον τρούλο του Αγίου Πέτρου.
Δεν χρειάζεται να δεις τη Ρώμη από ψηλά.
Τα συγκινητικά ποιήματα είναι τα σύντομα ποιήματα.
Αυτά που γράφονται μέσα σε τραίνο.
Τέτοια δεν έγραψε ο Έζρα Πάουντ στη Ρώμη.
Αυτός έγραψε επικά ποιήματα.
Και το Κολοσσαίο είναι ένα επικό ποίημα. Δεν καταλήγει πουθενά.
Συνεχίζεται πέρα απ’ την ελπίδα μιας κατάληξης.
Στη Ρώμη είδα πάλι τον Αττικό ουρανό Κυριακή μεσημέρι.
Οι ιταλίδες έχουν παρόμοιο κώλο με τις ελληνίδες.
Η καύλα είναι παντού ίδια, δεν έχει διαβατήριο.
Σε ποιες γειτονιές να βρίσκονται άραγε κρυμμένα τα μπουρδέλα!
Στα ελληνικά σπίτια και ιδιαιτέρως στα παλαιά φτωχόσπιτα
το ζευγάρι κάνει έρωτα κάτω απ’ το εικονοστάσι.
Η Παναγία και οι Άγιοι γίνονται μάρτυρες της ερωτικής πράξης.
Όσο πιο πονεμένος είναι κάποιος τόσο αγαπά τον έρωτα.
Ο βολεμένος είναι μπουχέσας, πλαδαρός. Δε φχαριστιέται.
Κάποτε θα γράψω για τις νοικοκυρές που απλώνουν
ρούχα στα μπαλκόνια. Για τις σερβιτόρες των McDonald’s
που δε σε κοιτούν στα μάτια.
Για τις κομμώτριες, για τις μοδίστρες του παλιού καιρού.
Φανατικός του καθημερινού έπους.
Πρέπει να γυρίσουμε πάλι την ποίηση
στην επικοινωνία.
Να γυρίσουμε την ποίηση στην αγορά.
Γιατί η ποίηση είναι ένα φρενιασμένο κάλεσμα.
Ένα καυλωμένο κορίτσι.
[Η παρούσα επιστολή-ποίημα
γράφτηκε το Μάρτη του 2000
και αποτελεί κομμάτι
της αλληλογραφίας μου
με τον Ηλία Πετρόπουλο.
Αρκετές τέτοιες επιστολές
βρίσκονται
στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη
μαζί με το υπόλοιπο
αρχείο Πετρόπουλου].