Ήπια καφέ στο Φίλιον, ιδροκοπούσα, μια μαμή
εχάιδευε τον ανδρισμό ανδρών που αυτοστιγμεί
εκπορθούσαν λούγκους στα μηλίγγια τους. Προς
την ωραία ομορφιά των άστρων κοιτούσε μια
χαζή μαμά που ελέγετο Αρσινόη κι ο γιος της
ο αρσενοκοίτης έψαχνε λέξεις για το ποίημα του
Καβαφικό εκδότη απ’ τα Γκράβαρα, μια γκόμενα
για τις γιορτές και τις φιλοδοξίες. Περί ασπαλάθων
όλοι γύρω ομιλούσαν, περί κάνναβης, για το θεσμό
της βασιλείας στα στυγνά κοκορετσάδικα, όλη η
νόθα διανόηση του εθνικού εισοδήματος, όλα τα
υγρά μιανής που εστάζανε κελαρυστές μοιχείες
στους ιερούς της Αττικής τους υπονόμους