41
Ευλογημένοι όσοι αρνήθηκαν τις ευλογίες και τα εύλογα ερωτήματα. Οι άνθρωποι από ατσάλι που λύγισαν και οι άνθρωποι από χαρτί και καλαμάρι που γλίστρησαν στην ηδονή. Ευλογημένες οι ηλεκτρισμένες ψυχούλες που σακατεύτηκαν από έρωτες και τσίπουρα. Από αρνίσια παϊδάκια που έφτασαν στο δώδεκα το ουρικό οξύ. Ευλογημένοι όσοι μείναν βοσκοί στο χωριό τους κι έχουν σαλόνι από χώμα και σβουνιές. Ευλογημένες οι μελαχρινές φίλες που ξύρισαν το μουνί τους για να προσφέρουν χαρά. Ευλογημένες οι αιμορραγίες της μύτης που με μαστούρωσαν όταν ήμουν παιδί. Ευλογημένη η οργή, τα βυζιά και το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο. Ευλογημένοι οι ουρανοί και τα φλουριά τους. Το ζυμωτό ψωμί της μάνας μου. Το πεύκο, το δέντρο της ελιάς, ο κόλπος της γυναίκας μου. Ευλογημένα τα ποιήματα που δεν έγραψα.
42
Θα φτάσω στο φράχτη να κόψω σύκα. Ξελιγωμένος, λιγούρης για μισό λεπτό εγώ και το φεγγαράκι που αδειάζει αχνίζοντας, εσωτερισμό, οικοσύστημα, χνώτα, έμμηνα αιώνια, γλαφυρό μεδούλι για να πάρουν στο μέλλον τα αποπαίδια μου γραμμή τον πατερούλη τους που δεν πρόκανε να ξεπαστρέψει τη μισθωτή του σκλαβιά αλλά κατάφερε να πάρει λίγη τρομάρα σποραδικά απ’ τ’ ανοιχτά μπούτια, να δοκιμάσει σύκα και πως πετυχαίνει η ποίηση τα κορμάκια στο δοξαπατρί.
43
Με την αδιαφορία και τη μέθη τα χείλη κάνουν λογαριασμούς. Είναι απόγευμα και συναντάς παράξενους άντρες στα καφενεία. Υπάρξεις από λύπη, ρίζες και σύμβολα. Οδηγούς που δεν οδηγούν τίποτε αλλά διασχίζουν το δάσος. Μια φάλαγγα νεαρών από λαμπερό κόκκινο χρώμα. Γυναίκες που θέλουν να ζευγαρώσουν. Κορίτσια σ’ ένα γκέτο σκοτεινών άγριων δρόμων. Εκεί που οι εραστές ζουν σε μια καλύβα φωτισμένη με κερί. Και καταφτάνουν αυτές σαν μάγισσες. Με γιατρικά. Χωρίς μνήμες. Μονάχα με τη γεύση της σάρκας. Τα άστρα. Το φεγγάρι. Διαβάζουν το μέλλον στο χέρι τού αγαπημένου τους. Λάμπουν σαν νόμισμα στο φεγγαρόφωτο. Λουφάζουν δίπλα στις στάνες και τα ερείπια. Γδύνονται μες την καλύβα τού εραστή τους για πρώτη φορά και για πάντα. Και μένουν αιωνίως γυμνές και ύποπτες.
44
Θεούλη, μεθυσμένε σατανά, γαλανομάτα, θηλυκέ θεέ με τις θηλές και το απέραντο ηλιακό σου αιδοίο, φύση εσύ καταβόθρα, φύλαγέ με από τον κύριο διορισμένο δράκουλα και τον κύριο διορισμένο εξηγητή της ποίησης και τον κύριο δεσμοφύλακα των κρυφών νοημάτων που σκιάζει τα πάναγνα στιχάκια μου, φύλαγέ με.