θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, πως ο Ελύτης, αποτελεί την πιο σπουδαία τουριστική έκφανση της ελληνικής ποίησης.
Όμως, περισσότερο ο ποιητής μας έχει ανάγκη την αγιοποίηση του λαού ώστε να μπορεί να χτίσει με την αγνότητα και την ταπεινότητά του την λεγόμενη εθνική συνείδηση.
Ο λαός, είτε ως άγιος είτε ως θύμα, βάφει με το αίμα του τα κάθε λογής εθνικιστικά εικονίσματα.
Όλοι είναι υπέρ του λαού και όλοι είναι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων του. Ο Ελύτης έγραψε το Άξιον Εστί, ένα σπουδαίο εθνικιστικό ποίημα που λειτούργησε ως μπλόφα για τα αριστερά αντανακλαστικά.
Ο Ελύτης ήταν ένας μορφωμένος και πονηρός άνθρωπος. Η αστική του καταγωγή έκλεισε τον αναρχοφιλελευθερισμό του μέσα στα λευκά εκκλησάκια του Αιγαίου, αφού μέσα εκεί μπορούσαν να χωρέσουν τα πάντα. Από τον ρομαντισμό της παιδοφιλίας και της γαλλικής μυρουδιάς που άφηνε ο λογοτεχνικός καλλωπισμός των απενοχοποιημένων πια διαστροφών στα μάτια της αστικής τάξης, μέχρι τα πολιτικά προτάγματα που έφερναν οι επαναστατημένες τάξεις της Ευρώπης στο παρασκήνιο της ιστορίας.
Ο Ελύτης υπήρξε γέννημα θρέμμα μιας γενιάς-της λεγόμενης γενιάς του ’30-που ανέλαβε ένα πραγματικά δύσκολο έργο.
Να προσαρμόσει το ήθος μιας τέχνης φτιαγμένης να υμνεί ήρωες της μυθολογίας και πατριώτες στρατηγούς, σε μια τέχνη καινούργια που κατασκεύαζε μυθολογία για να εξυμνήσει τα αμφίβολα ήθη ενός κόσμου σπεκουλαδόρων και μπακάληδων.
Ο πονηρός Ελύτης έκρυψε μέσα στη μεγαλοσύνη των ποιητικών του εικόνων την αληθινή ανθρώπινη τραγωδία.
Οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες ξεχάστηκαν αφού μέχρι το ’52 τα έκτακτα στρατοδικεία εναντίον των κομουνιστών έδιναν και έπαιρναν.
Ο εμφύλιος ήταν απλώς μια πληγή πάνω στο αριστοκρατικό βελούδο των στίχων του, δίνοντας άλλοθι στο πρωτόγονο πεινασμένο βλέμμα του επαγγελματία νταβατζή που έχτιζε τη νέα ελληνική κατάσταση. Το νέο εθνικισμό, που έμοιαζε ευλογημένος αφού μπορούσε να βαπτιστεί ανά πάσα στιγμή στην κολυμπήθρα της ρωμιοσύνης.
Ο Ελύτης ανήκε στους ποιητές στους οποίους άνθιζε στο φαντασιακό τους ο διεθνισμός μα στην καθημερινή τους βιολογία λειτουργούσε ο ακαδημαϊκός αμοραλισμός ενός φοβικού πατριωτισμού.
Οι ξένοι που επιβουλεύονται από καταβολής κόσμου τα άγια χώματά μας, οι βάρβαροι που εποφθαλμιούν τις προγονικές μας εστίες και πάει λέγοντας.
Ο Ελύτης ανήκει περισσότερο στην εποχή της πόζας-κατά το ελληνικότερον- τουτέστιν, στην εποχή του θεάματος-κατά το γαλλικότερον-.
Ο Ελύτης λειτούργησε στα γεράματά του ως εμψυχωτής μιας υποκριτικής πατριωτικής δεξιάς που στην πραγματικότητα υπήρξε η σπέκουλα του εγχώριου εθνικισμού.
Υπήρξε ο νονός της Πολιτικής Άνοιξης του Σαμαρά που έφερε τον τόπο πολλά σκαλοπάτια κάτω ακόμα κι απ’ τις μεταξικής κοπής εθνικιστικές ιδεοληψίες.
Το γεγονός ότι κάποιος γράφει ωραία ποιήματα ή σπουδαίες μελωδίες, σ’ αυτό τον τόπο μπορεί αυτομάτως να τον κάνει οδηγητή, γκουρού ή ακόμα και θεό στη θέση του θεού.
Η δεξιά όμως, μπορεί και δίνει τις καλύτερες σφαλιάρες στην αριστερά, αφού έχει τα εργαλεία αλλά και τα λεφτά να την κάνει πιο δεξιά απ’ την ίδια.
Ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης υπήρξαν τα τρανταχτά σπουδαία μυαλά που κατάφεραν αρκετές φορές να πάνε την αριστερά δεξιότερα της δεξιάς.
Ήταν αυτοί που μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με όσους διατείνονταν πως η Μακρόνησος υπήρξε ο Παρθενών της σύγχρονης Ελλάδος-ίσως της πιο ανατριχιαστικής δήλωσης από καταβολής εμφυλίων πολέμων, που είναι σα να ξεπετάγεται κάθε φορά μέσα απ’ το λαρύγγι του Φύρερ-.
Ο Θεοδωράκης θα ξεψυχήσει δυστυχώς στην ποδιά της ελληνικής ακροδεξιάς ενώ ο Ελύτης θα κομπορρημονεί κάτω απ’ τα στηθάκια της Ιουλίτας του, εκσφενδονίζοντας ποιητικές κροτίδες για τη μνήμη του λαού που τη λένε Πίνδο και τη μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ, που την έχει στριμώξει στην εξέδρα του ο δημιουργικός αμερικάνος της exxon Mobil και τη γαμεί με το νεωτερικό παγκοσμιοποιημένο του καβλί, παρουσία Τούρκων, Eλλήνων και ολύμπιων θεών.