Πες μου τι είδες εις τον Άδη που επήγες!
Παρουσιάστριες, μαγκάλια με νεκρούς
και κοριτσάκια ωραία φλατ υπεροπτικά
κορμιά να τσιμπολογούν κραυγές υγρά
υγρά υγρά νεροκολοκύθες της τάφρου
αναστεναγμούς εγκλεισμούς ω! λυπήσου
μας Χρόνε κι εσείς οντότητες πονεμένες
του έαρος δυστυχίες εξομολογήσεις
κομματάκια φραγγέλια ελληνικών λεξικών
πόλεις κολοβές, ημίωρα οργασμού ξέφρενα
με ζήλο, αναθεωρητές στα κρεοπωλεία σας
κανένας κίνδυνος για τον πληθυσμό
τα γαλανόλευκα τενάγη και τη δύσκολη
ποίηση που την κατανοούν μόνο οι
ακαδημαϊκοί και οι αστροναύτες, οι πιστοί
που νηστεύουν νυσταγμένοι, με σταθερό
εισόδημα και όρχεις με μηδενικά συναισθήματα
βλαμμένοι γέροι σαν ωχρά ψάρια σαν της
Οχρίδας τις γαλοπούλες και τα πολύμοχθα πέη
που διδάσκουν ποίηση σε κάτι ξινές
Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που βρίσκεται η Εύα
Μουσκεμένη σε μέρη εξωτικά και σε νησιά κατάφυτα
Οι μπουρζουάδες δεν ξέρουν πως διαθέτει ένα μικρό
μαύρο μουστάκι
Ένα στόμα δίχως έλεος και μια καρδιά που χτυπά δυνατά
Σύμπαν γη ουρανός και κουφέτα
Κι από μέσα τα ποντικάκια του θεού
Μιαν απειλή για την αθάνατη στύση μου
Οι ακαδημαϊκοί σέβονται τις λέξεις
και επιδίδονται σε λυρική νεκροφαγία
Αρθράκια για τη ζωή και το θάνατο
Σας αναθέτω τη νεκρολογία του διαφωτισμού
Τον ανθρωπισμό που ξεθύμανε
στον κλειτοριδικό οργασμό μιας πλουσίας κυρίας
Σας αναθέτω τις βλάβες της μηδαμινότητάς μου
Κακοταϊσμένοι υπήρξαμε, μα παιχνιδιάρηδες
Η οργή μας, από εδάφια της βίβλου
και αφυδατωμένες πορνοστάρ
Φρεσκοξυρισμένος κι όχι λόγιος με μούσι
Για να ανακουφιστώ απ’ τις πολλές αρρώστιες
χορταίνω αυτό τον ερωτικό πεθαμό
Οι εθισμοί ήταν πάντα το καύχημά μου
Αντί στεφάνου, χαρτί και μολύβι
Αφασία. Αρχέγονα κύτταρα
Ευωδιά από κει. Η πιο τρελή τύχη να πεθάνεις μουσκίδι
Μουνότριχες ω! μουνότριχες
Συχνά τα χαράματα κάθομαι και σας μετρώ
Καμιά δεν λείπει
Στάθηκα πολλές φορές τυχερός στη ζωή μου
Αφού, η κριτική δεν ασχολήθηκε μαζί μου
Σου λένε, ρίξε ένα γερό κλάμα, δώσε συνεντεύξεις
Κύλησε σαν κολοκύθα τη ματαιοδοξία σου, Ερωτιάρη
Για το σπουδαίο σου εαυτό το μακαρίτη
Καλά τα λέει θα λένε
Με την ανήκουστη κι αλλόκοτη νηφαλιότητά του
Μουσκίδι τέχνη στιχουργία
Θα διδάξω στο Πρίνστον ελληνική βωμολοχία
Θα την κοπανήσω μαζί με τους τσιγγάνους
Το λήμμα στο λεξικό με τ’ όνομά μου
Θα το αναλάβει η αξιαγάπητη νταντά μου
Μια λαίδη του μουσακά και της μπαλάντας
Το ξέρουν δα κι οι πέτρες
Πως πάντα πίστευα
Οι στάχτες με τις στάχτες
Και τα υγρά μιας μορφονιάς μαζί
Μα πάντα χρειάζεται ένα γερό κασόνι να σε πάει στη Βουλγαρία
Μακριά απ’ αυτή τη γαμημένη χώρα
Να καείς
Είναι πολλές φορές, η συντακτική τροχιά μιας φράσης, που μας κυριεύει αγγίζοντας τους σκόρπιους πόθους των αναμνήσεων.
Λέξεις που εκπνέει η στάση του εργαζόμενου σώματος. Του σώματος εν οργασμώ. Της κραταιάς αθωότητας που λειτουργεί σαν περίλαμπρη συναρμολόγηση της άγνοιας.
Είμαστε τα υποκείμενα που καταλαμβάνει επ’ αυτοφώρω η λύπη και τότε σαχλαμαρίζουμε, μάλλον με αδιαφορία, για το θάνατο.
Η σταύρωση είναι μια δια βίου νεκρολογία. Ο εσταυρωμένος είναι και παντεπόπτης. Είναι το μάτι που παρατηρεί κάνοντας το βλέμμα να χλευάζει τη ζωή που συνεχίζεται-κάτω απ’ το σταυρό-ίδια και απαράλλακτη.
Ο σταυρός πάνω απ’ τον κοριτσίστικο κόρφο είναι περισσότερο ένα ερωτικό σουβενίρ, ένα φετίχ της παρανοϊκής αναδοχής της εξάρτισης με το μαρτύριο, δηλαδή τον πόνο.
Ο σταυρός και ο εσταυρωμένος γίνονται ένα. Ζυμώνονται με το ίδιο υλικό, είτε από σίδερο, είτε από κασσίτερο, είτε από φιλάργυρη ματαιοδοξία.
Ο εσταυρωμένος κουβαλά τη μορφή της μητέρας όπως τη φαντάζεται, να τον λυπάται παντοτινά. Μια εικόνα ακίνητη, νεκρική, βγαλμένη από τη Νέκυια.
Στο πλήθος ανήκει το πένθος, ενώ στον εσταυρωμένο η κατάθλιψη.
Πάνω στο σταυρό βρίσκεται καρφωμένο ένα αρσενικό. Ένας φαλός υποκείμενος του ιλίγγου μιας μεταφυσικής τύχης.
Ο Γολγοθάς είναι ο τόπος συνάντησης του εσταυρωμένου με τους εραστές του.
Κουβαλώ το σταυρό πάνω στον οποίο θα μαρτυρήσω. Το σώμα γίνεται η βρώσιμη πρώτη ύλη της ηδονής της αγάπης. Καταβροχθίστε με για να με κουβαλάτε μαζί σας. Φάτε με.
Για να φτάσεις απ’ το σημείο Α στο σημείο Β, ανεξάρτητα αν πρόκειται για μικρή ή μεγάλη απόσταση πρέπει να γνωρίζεις πως θα φτάσεις διαφορετικός. Πως δεν θα είσαι ίδιος μ’ αυτόν που ξεκίνησε απ’ το σημείο Α.
Δεν υπάρχει καν κάποια εγγύηση για το αν θα φτάσεις στο σημείο Β παρά η βεβαιότητα μόνο για τη σαθρότητα όλων των εγγυήσεων.
Ο οδοιπόρος εξ άλλου διαθέτει έναν χωρίς όριο πεσιμισμό που είναι όμως απελευθερωμένος από κάθε τραγικό αίσθημα της ύπαρξης.
Νοιώθει παράλογα και ταπεινά μεγάλος.
Ανακαλύπτει πως πίσω απ’ τις κόγχες του βρίσκεται μια ανεξερεύνητη έκταση, ο κόσμος του μέλλοντος, όπου δεν υπάρχει λογική παρά η ακίνητη βλάστηση των γεγονότων.
Νιώθει την κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου, τη νύχτα. Νιώθει την σχεδόν τέλεια, τη στερημένη εντελώς από χαρά επανάληψη των φυσικών φαινομένων. Καμιά ευθεία γραμμή, μόνο κύκλοι.
Η τεθλασμένη υπεροψία του οδοιπόρου συναντά τη λογική της αέναης επανάληψης.
Περιπλανιόμαστε απ’ το ένα σημείο στο άλλο ψάχνοντας να ανακαλύψουμε το πρώτο, το πρωταρχικό σημείο, την αρχή, όμως όλα αυτά τα σημεία φαίνεται πως είναι οχυρωμένα πίσω απ’ την αναμάρτητη ψυχρή τους σκληρότητα.
Ο οδοιπόρος ξέρει πως ο κόσμος είναι μια αναγκαστική μοιρασιά.
Ξέρει πως ένας άλλος οδοιπόρος ξεκίνησε απ’ το σημείο Β για να φτάσει στο σημείο Α διανύοντας την αντίθετη διαδρομή.
Ξέρει πως όλες οι κατευθύνσεις είναι κατευθύνσεις τελειοποίησης του ατελειοποίητου.
Ξέρει πως η μανία του να προχωρά είναι η μανία του ίδιου του ήλιου που μεγαλώνει μέχρι να απλώσει τα φλογερά δόντια της καταστροφής καταπίνοντας όλες τις χαρές, τις πληγές και τις ερμηνείες.
Ο οδοιπόρος αδυνατεί να ζήσει σε ένα και μόνο σταθερό σημείο. Η πίστη του είναι η ρευστότητα, η αλλαγή. Η απουσία κάθε αξίας που τον θέλει δεμένο με το στιλπνό έλκος της μικροαστικής πλήξης.
Ο οδοιπόρος είναι οδοιπόρος γιατί έχει αρνηθεί την πατρίδα και την ιδιοκτησία.
Έχει συντονιστεί με τη μυρουδιά ενός ψόφιου πρησμένου σκύλου που τον προσπερνά, όπως προσπερνά τη βρώμα των χημικών προϊόντων που καίγονται, όπως προσπερνά τις λίμνες του αίματος και τους χιλιάδες τροχούς, τους φράχτες με τις απλωμένες προβιές των σφαγμένων ζώων και τις μυρουδιές τόσων αιδοίων που κελαρύζουν μέσα στο απέραντο και αδιάσπαστο σύμπαν κάθε διαδρομής.
Ο πολιτισμός της λατρεμένης μας χώρας, στα χρόνια της πολιτικής χολέρας και της διανοητικής παρακμής, χρειάζεται μια γραφική φιγούρα ως ιέρεια στο γραφειοκρατικό του μηλίγγι.
Απ’ την ντόμπρα μαγκιόρα Μελίνα της πασοκοσκυλάδικης αισθητικής περάσαμε στη Λυδία Κονιόρδου, την κβαντική μέντορα της μικροαστικής τρέντι αριστεράς.
Σε μια χώρα που απ’ άκρη σε άκρη την κυβερνά το ρεμπετοσκυλάδικο και η ελληνοχριστιανική μαλακία μιας πεθαμένης παράδοσης.
Σε μια χώρα που πρώτα πρέπει να σου πιάσει τον κώλο ο Τζέφρυ Ράιτ για να γίνεις πρωθυπουργός, υπουργός, γενικός γραμματέας υπουργείου ή άλλου είδους χρήσιμο μαλακιστήρι της άρχουσας ωραίας τάξης.
Τρείς επήλυδες σύμβουλοι ήρθαν να στειρώσουν πρώτα τη μήτρα του τοπίου κι έπειτα τη μήτρα του τόπου.
Ο νοητός μαύρος ήλιος του χριστιανισμού, ενός συνεχούς και ακατάβλητου πένθους για τους πιστούς υπηκόους, η οθωμανική συννεφιά με τη φασιστική ιδιοτυπία του μπόγια της Ασίας και τέλος η ευρωπαϊκή ομίχλη που οδήγησε εσχάτως στα κρεματόρια και στον υποκριτικό ανθρωπισμό των απογόνων της πιο στυγνής αποικιοκρατίας και της πιο ακατάσχετης βαρβαρότητας.
Ότι έκοψε τον παιδαγωγικό λώρο του τοπίου με τον άνθρωπο έγινε θεσμός και σχολική ύλη.
Η φυσική παιδεία σκεπάστηκε με τον προβολέα της τεχνικής, αλλά και της υστεροφημίας ματαιόδοξων γερόντων που η επιστημοσύνη τους εξατμίζεται στο πως ορθογράφεται η λέξη γκαβλί ή η λέξη τρένο.
Οι χημικές ορμόνες πέρασαν στα μυαλά πολύ πριν απ’ τις χημικές ορμόνες των γεωπόνων.
Απ’ το ίδρυμα Φορντ μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο μύλο της εξωτικής και τουριστικής ελλαδίτσας με τα λευκά σπιτάκια του Αιγαίου και τις γαλανόλευκες παπαριές.
Μια παρδαλή αλλά και γραφική συνομοταξία καλλιτεχνών ξεπετάχτηκε απ’ τον κώλο της κότας που γεννά τα φράγκα για τον εξουσιαστικό μηχανισμό του πολιτισμού που έρχεται απ’ τα πάνω.
Η μικροκαμωμένη ελληνική αριστοκρατική τάξη ζευγάρωσε με τους βλαχοαστούς φτιάχνοντας ιδρύματα-πλυντήρια και ιδρύματα-μαϊμούδες με κρατική πάντα προστασία και επιχορήγηση.
Οι πρόθυμοι πήραν τα πόστα, έκαναν καλλιτεχνικές μετάνοιες κι άρχισαν να γυαλίζουν τα πόμολα των μουσείων μοντέρνας τέχνης που έγιναν με περισσή σπουδή απ’ τα γεννητικά όργανα των σφαγμένων στα πεδία της μάχης, δηλαδή της δουλειάς και της δουλείας.
Όσοι πλούσιοι ασχολούνται με τον μηχανισμό του πολιτισμού παίρνουν άφεση αμαρτιών για τους απλήρωτους φόρους, τη μαύρη εργασία, τα εργατικά δυστυχήματα-δολοφονίες.
Φορούν το φωτοστέφανο της φιλανθρωπίας, κάνοντας απενοχοποιημένοι πια, λεύκανση πρωκτού ή διακοπές στο διάστημα.
Λυπάμαι που δεν είμαι πολιτικός, ούτε υποψήφιος για κάποιο δημόσιο αξίωμα και δεν είμαι υποχρεωμένος να σέβομαι τις ηλίθιες απόψεις των άλλων.
Ζούμε σε αντιδραστικές κοινωνίες όπου κατάφεραν να στριμώξουν τον πολιτισμό σε μικρούς στάβλους ίσα-ίσα για να ξεδίνει λίγο το χριστεπώνυμο πλήθος απ’ την πλήξη του μικροαστικού ολέθρου.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι πάντα οι θεωρητικοί, ειδικοί της πνευματικής μπουρδολογίας.
Τα τσάκρα μιας κωμικοτραγικής δυστυχισμένης φιγούρας που μπορεί να συνομιλήσει με την ουροδόχο κύστη του μαρμαρωμένου βασιλιά αλλά και με το βιοπλαγκτόν των όρχεων ενός λόατκι φαναρτζή απ’ την Κομποθέκλα.
1
Ο μόνος φόρος τιμής που μπορεί να αποδώσει κάποιος στη σκέψη των μεγάλων δασκάλων είναι ακριβώς να τη χρησιμοποιεί, να την παραμορφώνει, να την κάνει να στριγκλίζει και να κραυγάζει.
2
Για να καταστούν τα άτομα εργατική δύναμη, διαθέσιμη και πρόθυμη για τον παραγωγικό μηχανισμό, είναι απαραίτητο ένα σύστημα περιορισμών, εξαναγκασμών και τιμωρίας, ένα σύστημα ποινικό και σωφρονιστικό.
3
Οι Γάλλοι θα πρέπει να φτιάξουν έναν καθεδρικό ναό για την Καταγωγή του Κόσμου του Κουρμπέ.
4
Και η Παναγία έχει μουνί.
5
Το ζωντανό και το νεκρό ανταμώνουν μέσα στις εκκλησίες, αποδίδοντας καλλιτεχνικά την ίδια την αρχή της αμφισημίας που χαρακτηρίζει τη σχέση μας με τη σεξουαλικότητα και τον πόθο.
6
Η γυμνή Αφροδίτη και η φασκιωμένη παναγία συναντιούνται στην Olympia του Μανέ, η οποία αποκαλύπτει τα πάντα εκτός απ’ το ερωτικό της όργανο, το οποίο κρύβει σεμνότυφα ή ίσως πονηρά, με το χέρι της.
7
Η γαλλική υποκρισία ήταν χθες, ήταν αύριο.
8
Κάψτε τις γοτθικές αψίδες του θριάμβου που μας μακέλεψε.
9
Η φωτιά είναι η αγάπη που εξαπολύει η φύση στην ανθρώπινη δουλοπρέπεια.
10
Ας καούν οι σκληρόκαρδοι, οι φαρμακόγλωσσοι και τα χαρούμενα σαρκοβόρα.
11
Οι γάλλοι επίσκοποι ξέρουν πως θαύματα κάνουν μόνο οι βιομηχανίες όπλων.
12
Πόσοι πιστοί άραγε εναπόθεσαν τη στύση τους κάτω απ’ τον πέπλο της Νοτρ Νταμ!
13
Νιώθω ακόμα τους καμένους ζωντανούς, τους πνιγμένους από κάπνα, νιώθω πάντα στο πετσί μου εκείνο το δυτικό άνεμο που φούντωνε τις φλόγες και τη βρώμα των λειψάνων παρά τη δυνατή βροχή.
14
Ξεβρακώνοντας τους ποινικούς θεσμούς ανακαλύπτεις πως η εξέλιξη της ηθικής είναι πρώτα απ’ όλα η ιστορία του Σώματος.
15
Οι άστεγοι μέσα στους αιώνες μπορούν να ζεσταθούν για λίγο μόνο απ’ τα αποκαΐδια του γοήτρου κάθε εξουσίας.
16
Όσο η φιλοσοφική σκέψη δεν βεβηλώνει τα τζαμιά και τις εκκλησίες, τόσο η θρησκευτική πίστη θα βεβηλώνει τη σεξουαλικότητα, την απαρχή κάθε φιλοσοφικής σκέψης.
17
Οι Ρωμαιοκαθολικοί παπάδες κατάφεραν να φορέσουν τον πιο κομψό ζουρλομανδύα στα ευρωπαϊκά μυαλά μετά τη γαλλική επανάσταση.
18
Μυαλά φορτωμένα, κορεσμένα, που ξεχειλίζουν από κάθε πόρο, παρατηρούν ένα αλλόκοτο φάντασμα που ταράζει κάθε τόσο τον ύπνο των ισχυρών.
19
Γάλλοι αποικιοκράτες καλοπιάνουν και χαϊδολογούν τρυφερά τη ραχοκοκαλιά της διανόησης ενόσω το πλιγούρι φουσκώνει στα στομάχια των σκλάβων.
20
Μόνον ο θεός δικαιούται να σκοτώνει τον όμοίο του.
21
Το μουνί της παναγίας δάκρυσε στο Παρίσι.
22
Η ηθική ορθόδοξη ψωροκώσταινα συμπάσχει με τις τραγωδίες των Γάλλων, όχι των Άλλων.
Το βλέμμα σας με βλέπει, με ερωτά
Νιώθω τα χαρωπά δρομάκια της ψυχής σας
Ω! ηδονή, σχεδόν γαλήνια ροπή του αποστάτη
Ως των ονείρων σας το έλος θα έρθω, βράδυ
Κορίτσια πασαλειμμένα βία και σκοτάδι
Υπήρξα τρυφερός, όχι γενναίος
Γέννημα θρέμμα γκαβλωμένος αρουραίος
Οι λέξεις σπέκουλα διαλογισμός κερδοσκοπία
Ζωγραφισμένη υπόσχεση το αίμα στο βρακί σας
Σας αγαπώ, μα ο έρωτας είναι ανισορροπία
Σάρκα πάνω στη σάρκα, μια διαρκής παρεκτροπή
Να τρώτε γερό αμερικάνικο πρωινό.
Τα εισοδήματα θέλουν ενέργεια και
υγιές αχνιστό σκατό. Να κοιτάτε για
σκουλήκια τον ποπό. Να κοιτάτε γύρω
για λαθρομετανάστες μη σας κλέψουν
το κινητό την παρθενιά το άι πάντ
το άι φον να προσέχετε τους γύφτους
που κλέβουν παιδιά και τις γύφτισσες
που κλέβουν πορτοφόλια να ψηφίζετε
αριστερά με δεξιό πρόσημο και δεξιά
με αρβύλες να κάνετε διαλογισμό
ζάπινγκ βιδωτό πισωκολλητό αργό
αυνανισμό κοιτώντας τον αργοσαρωνικό
ω! άντρες και γυναίκες αθηναίοι και γέροι
ψηφίστε Νάσο Ηλιόπουλο αγνό παιδί
αριστερό με διδακτορικό ψηφίστε
τον γκαβλιάρη κασιδιάρη που διαθέτει
τη γερμανική σκούπα SS που ρουφά
πακιστάνια κι αλβανικές κωλοτρυπίδες
ψηφίστε γερουλάνο λοβοτομή πασόκ
ψηφίστε κώστα μπακογιάννη γλυκο
τσούτσουνο που έστησε καριέρα πάνω
στον τάφο του μπαμπά του ψηφίστε
οικολόγους ανταλλακτικούς που βάζουν
καπότες στις εξατμίσεις και πέτρες στα
καζανάκια ψηφίστε κυνηγούς για να
αμολήσουν μπεκάτσες στον Υμηττό. Μα
κυρίως να θυμάστε μην αμελήσετε
να τρώτε γερό αμερικάνικο πρωινό.
Claude Cahun and Marcel Moore, Launch of Aveux non avenue (1930)
Συνέβη κι αυτό. Να θέλεις να γράψεις
ποίηση δεμένος χειροπόδαρα, να θες
ξαφνικά μολύβι χαρτί πεδίο βολής και
μια τιμητική περγαμηνή μιαν οθόνη
δεινή όπου σαν άσσος της τοξοβολίας
θα δώσεις το στίγμα της δολιότητά σου
παίρνοντας τζούρες από σηκωμένα
φουστανάκια ματαιοδοξία αστραγάλου
που δεν τον πέτυχε χάδι χυσιά χάος
βόλια του εχθρού
Οι λέξεις μοιάζουν με τις εκρήξεις που εκσφενδονίζονται απ’ το ηφαίστειο της πραγματικότητας.
Νοιώθω κάτι σαν μπουσούλημα. Κάτι σαν φόβο που μπορώ ν απολαύσω.
Διάφανος. Σαν μια ευαίσθητη ψυχή που ξέρει πως κάτω απ’ το κρεβάτι υπάρχει ένα ουροδοχείο για τα κατρουλιά και τις εμμονές.
Οι σκέψεις που μέσα τους αναδύονται παλμοί, υπέρτονοι και υπότονοι, που φορτίζουν την ατμόσφαιρα.
Οι σκέψεις, στιλπνές και βαλσαμωμένες, ανίκανες να προχωρήσουν πέρα απ’ το βλέμμα, καθώς διασταυρώνονται με την εικόνα και τα κάτοπτρα, σα να θέλουν να προστατεύσουν αυτό που αναγγέλλουν.
Όμως για να γλιτώσεις απ’ τις σκέψεις πρέπει να μπεις και να χωρέσεις στο κοπάδι. Για να σε δέχονται και να σε εκτιμούν πρέπει να εκμηδενιστείς, να μην ξεχωρίζεις και να μην ονειροπολείς.
Να κλείσεις τ’ αυτιά σου στον πάταγο των άστρων που τρίβονται και γδέρνονται σαν πυρακτωμένα πετράδια, σ’ αυτή την πλανητική φωτιά που μήτε οι σοφοί, μήτε οι αμαθείς μπορούν να σβήσουν.
Σ’ αυτό το αδιέξοδο από δισεκατομμύρια γαλαξίες, που μοιάζει θολό και απροσπέλαστο, αφού δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον πόνο μας, αυτή τη νεκρή ψείρα που ταξιδεύει προς το μέρος της καρδιάς.
Σ’ αυτή τη μουσκεμένη αέρινη μουσικότητα των σκέψεων έρχεται ένα παλαβό άλογο να ποδοπατήσει τις αυταπάτες.
Τα σκουλήκια απ’ τα έντερα των κουταβιών που άφησε ως λάφυρα ζωής και θανάτου η ενδομήτρια βία.
Ο πρωτόθρεφτος πνιγμός με τα σωματικά υγρά της μάνας. Της πρώτης ερωμένης, που η φύση αφήνει να ξεγλιστρήσουμε απαλά απ’ τα σπλάχνα της.
Απ’ τα νεύρα και τα αρχιπελάγη, απ’ τα ακρωτήρια και τις χερσονήσους.
Απ’ τους ψιθύρους της λέξης που κάνει το ρίγος της πληγής να νιώθετε τόσο βαθειά. Μέσα στη σκορπισμένη νύχτα. Στα άπειρα τρυπημένα δάχτυλα των κοριτσιών απ’ τα βελόνια.
Εκεί όπου το σύμπαν ηχεί σαν σκουληκιασμένο αιδοίο, αχειροποίητο, ευάλωτο στις διαρροές γκαζιού και στο θάνατο που αφήνουν οι μυρουδιές της βροχής πάνω στα κόπρανα των πλασμάτων, στα φουστανάκια που έσταξε κερί και σπέρμα.
Σάλια των ιεχωβάδων και τριχωτές μασχάλες θηλυκών.
Ο θεός που συγχρονίζει τα ανθρώπινα ελαττώματα.
Ο θεός από βρεγμένα σκουπίδια και γλυκιά σπράιτ. Ο θεός από ιδρώτα μιας γυμνής μαύρης με μαλλιά άφρο. Ο θεός από ψάρι και πασχαλιές. Ο θεός από ξίδι και νερό. Ο θεός από μουνί, ακτινίδιο και ψαρίλα.
Ο θεός που ξεκουμπώνει το παντελόνι του αφήνοντας τη θεϊκή του στύση να φανεί πάνω απ’ τις κλαίουσες γονατισμένες γυναίκες.
Πάνω απ’ τις αφροδίσιες τούρλες και πάνω απ’ τα μηνίγγια του μαγνητικού πεδίου που μας κρατά ζωντανούς και δυστυχείς.
Πρωτόγονα τηλεσκόπια και καθρεφτάκια.
Η λέξη μοναξιά μια μαύρη κουκίδα που συμβολίζει τη μαύρη τρύπα του διαστήματος. Άνθρωποι, πράγματα, μόρια ύλης που χάνονται μέσα σ’ αυτή. Ένας καταπιόνας, μιαν οντότητα που περιστρέφεται σαν αστέρι στο δικό του γαλαξία.
Η αρχή είναι πάντα αναίμακτη και οι ενδείξεις αθώες και γραφικές. Ο εμφύλιος πόλεμος αρχίζει απαρατήρητος, χωρίς γενική επιστράτευση.
Ο γενέθλιος χρόνος του καλού και του κακού γίνεται αλοιφή για τα σεξουαλικά εγκαύματα των καλογέρων στο περιβόλι της παναγίας.
Αμούστακα παιδιά που χαρίστηκαν ως κρέας στην παράλογη διανοητική μανία της στέρησης αλλά και σ’ έναν τιμωριτικό βιασμό μιας δομής κυριαρχίας όπου τα αχαλίνωτα εγώ μουδιασμένα και τσαλαπατημένα συγκλίνουν στον εγκλεισμό.
Κάθε κλειστό σύστημα, όποια αγιοσύνη κι αν επικαλείται, έχει οσμή βαρβαρότητας και ολοκληρωτικού μηδενισμού της σάρκας.
Οι αθώοι-έως λέπρας-καλόγεροι, μέσα στη μόνωσή τους-που αποτελεί για τους μικροαστούς πιστούς τεκμήριο αγνότητας-κάνουν πολιτική, τρυπώνουν στα κρεβάτια των ζευγαριών, φτιάχνουν κομποσκοίνια και ζώνες γονιμότητας, δίνουν συμβουλές σε απελπισμένους ανθρώπους ταΐζοντας τους τα αποκαΐδια μιας πεθαμένης σκέψης.
Απ’ τον μοριακό και έκφυλο ανταγωνισμό του έξω, οι πιστοί συρρέουν σαν μελίσσια στην αγκαλιά άρρωστων ψυχοσωματικά ανθρώπων.
Όποιος έχει διαβεί αυτή την ανελέητα όμορφη χερσόνησο, χωρίς την υποκριτική συνθήκη της πίστης, θα νιώσει όλες τις χειροπέδες που κραδαίνουν οι γηραλέοι χαζοφιλόσοφοι ασπρομάλληδες.
Άνθρωποι ενός καθυστερημένου κόσμου που ανεμίζουν σημαίες και λάβαρα μέσα στο καθηλωτικό φολκλόρ της ορθόδοξης τελετουργίας.
Νηστεία, προσευχή, μετάνοια, χρυσή αυγή.
Μυριάδες έντρομοι πιστοί πάνε να χειροφιλήσουν θλιβερά σκέλεθρα, που η ουτοπία τους είναι η καθαρότητα της πίστης ή της φυλής, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο αφανισμός των απίστων.
Ένα κοινόβιο στέρησης και κακογαμίας όπου κυβερνά η θλίψη και η ματαιότητα. Τεράστιες μακρόστενες τάβλες όπου αντικριστά κάθονται άντρες και όχι άνθρωποι. Ένας στρατώνας από πούτσες και αρχίδια, άλλες μαραγκιασμένες και θλιβερές κι άλλες τιμωρημένες απ’ τις ξυλιές της μετάνοιας.
Η γυναίκα είναι ο διάβολος που έχει αποκλειστεί απ’ το δείπνο των μαθητών του Ιησού αλλά πρωτίστως είναι αυτή που ενσαρκώνει την πρόστυχη φύση που προκαλεί.
Η γυναίκα είναι ο κεραυνός, ο σεισμός, ο καταποντισμός. Τα δαιμόνια. Το απαραίτητο κακό. Οι πούστηδες πρέπει να καούν και να σφαγιαστούν. Συγκεκριμένα οι άθεοι πούστηδες. Οι εβραίοι. Οι κουμουνιστές. Οι γύφτοι. Οι λεσβίες. Τα τέρατα του πανσεξουαλισμού.
Το άγιον όρος απ’ την εποχή του Κορνάρου που το επισκέφτηκε ως εργάτης γης-ως είλωτας των υπαλλήλων ενός αιμοβόρου θεού-έως σήμερα, αποτελεί το προπύργιο του θρησκευτικού κυνισμού, έναν σορό από κρανία πονεμένων ανθρώπων αλλά και ένα άσυλο φρενοβλαβών με την εγκληματική ανοχή μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Οι ναζιστές ψάχνουν συμμάχους σε όλους τους ανοιχτούς βόθρους αλλά και άλλοθι στην εγκληματική τους δράση.
Ο φασισμός δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τους ακίνδυνους γι’ αυτόν μοναχούς.
Οι φασίστες λατρεύουν την ντομπροσύνη της καλογερίστικης σχιζοφρένειας. Την χρησιμοποιούν αφού ξέρουν πως οι σωστές δόσεις οπίου στο σώμα του λαού προσφέρουν την καλύτερη πολιτική μαστούρα.
Ο Κορνάρος γράφει:
Σπιναλόγκα -Άγιον Όρος: Όταν θα γνωρίσεις τα δυο αυτά μέρη δεν μπορείς να θυμηθείς το ένα χωρίς να ξεπηδήσει στη μνήμη σου και τ’ άλλο.
Και τα δυο αυτά μέρη τα επισκέφθηκα. Στο ένα -που είναι μια πελώρια σιδερόπετρα στη μέση του πελάγου- λιώνουνε σιγά-σιγά 300 άνθρωποι, σακατεμένοι, κομματιασμένοι από τη λέπρα του κορμιού.
Στο άλλο -που είναι το πιο πλούσιο και το πιο όμορφο τμήμα του τόπου μας- 4 χιλιάδες ρασοφόροι σπουδάζουνε σ’ όλη τους τη ζωή, να δένουνε, να προσαρμόζουνε στο ανθρώπινο σύνολο την πιο βρώμικη λέπρα: τη λέπρα της ψυχής.
Στη Σπιναλόγκα μπαίνοντας, πρέπει να φράξεις τη μύτη σου. Στο Άγιον Όρος μπαίνοντας, πρέπει να φράξεις και μύτη κι αφτιά και να σκεπάσεις τα μάτια. Μα προ πάντων πρέπει να δέσεις τα νεύρα, για να μη σου φύγουνε.
Μέχρι σήμερα, συνηθίσαμε να νομίζουμε το Άγιον Όρος για την πρότυπη Χριστιανική Πολιτεία, που τα μίση, οι ανθρώπινες κακίες, τα πάθη έχουνε θαφτεί και στη θέση τους φυτρώσανε η γαλήνη, η αδελφοσύνη κι η ανυστερόβουλη αγάπη.
Την ιδέα αυτή μάς τη δημιουργήσανε οι ποιητές, που επισκεφθήκανε τον τόπο αυτό, με τις τόσες φυσικές καλλονές, μόνο γιατί δεν μπορέσανε να δούνε τον άνθρωπο του φυσικού αυτού παραδείσου.
Καιρός όμως είναι πια ν’ ακολουθήσουμε τα ερημικά μονοπάτια, που ξεπροβάλλουνε από τις καταπράσινες λαγκαδιές και σκαρφαλώνουνε και τυλίγουνται και ξανακρύβουνται σε καταπράσινες βουνοπλαγιές για να ξαναπροβάλλουνε προκλητικά σε γελαστές ηλιολουσμένες βουνοκορφές, που στεφανόνουνται από τα κάτασπρα τα τείχη μιας βυζαντινής οικοδομής. Μέσα σε κείνα τα τειχιά βρίσκονται οι άρρωστοι που πάσχουνε από τη λέπρα της ψυχής, οι υποψήφιοι… άγιοι.
Ελάτε να τους γνωρίσουμε. Ώρα είναι πια να πάψει ο άνθρωπος να γονατίζει μπροστά σε νοσογόνα μικρόβια παρασιτικά και να σκύβει το κεφάλι κάτω από το ζυγό βάρβαρων τυχοδιωκτών.
Στον κήπο των χριστιανών δεν φυτρώνουν άνθη πορφυρά και μπελαντόνες, αλλά μπουγάδες και μωρά. Ένας μικρός στρατός ελεγχόμενος απ’ την κεντρική επιτροπή χωροφυλάκων του πνεύματος.
Η εμπροσθοφυλακή των σταυροφοριών έγινε η αναπαραγωγική περιουσία της συμμορίας του Χριστού. Ο Παύλος ως αληθινός απόστολος της ποίησης του συμβιβασμού και της μετριοπάθειας χοροστατεί στην ναρκωτική αγωνία της αναπαραγωγής. Στην πλατιά κατάφαση της αθάνατης ανυπαρξίας.
Τα πολλά παιδιά είναι ευτυχία. Μα τα πολλά παιδιά είναι γεννήματα πολλών ανθρώπων κι όχι μιας μήτρας ταχύτητας ευλογημένης απ’ τα επιχρίσματα που αφήνουν στα μανουάλια τα λιωμένα κεριά.
Τα παιδιά δεν είναι κουτάβια, ψηφοφόροι, στρατιώτες, ή λογιστές ενός φονταμενταλισμού κατά της αμαρτίας και των παθών.
Αν κάποιος κατάφερε με σοφό τρόπο να εργαλειοποιήσει το μουνί και την πούτσα στο πέρασμα των αιώνων, αυτός είναι ο θρησκευτικός φανατισμός, που κατά βάθος-στη διαλεκτική του προβολή στο μέλλον-είναι πολιτικός ακτιβισμός των εξουσιαστικών δομών.
Σπλάχνα στα πεδία των μαχών, υπεροψία και μέθη της συνάντησης των υποτελών με τη σκωληκόβρωτη μεμβράνη του θεϊκού παραδείσου.
Όλες οι καθυστερημένες κοινωνίες από καταβολής οργασμού διαμοιράζουν τα φυλλάδια προπαγάνδας απ’ το στασίδι που βρίσκεται δίπλα στο παγκάρι με τα κέρματα και τα οστά των αγίων.
Ένας ναρκοθρεμένος ταλιμπάν συναντιέται με ένα λιβανισμένο χριστιανό στη διασταύρωση της μεταφυσικής με τη βλακεία.
Δεν γαμούν από ευχαρίστηση ή από την κάβλα της αναπαραγωγής αλλά από καθήκον.
Το Γαμάτε γιατί χανόμαστε είναι ευαγγελική ρήση και έχει μέσα της καλά κρυμμένο έναν δόλιο πολιτικό σκοπό.
Η μικροκοινωνία της κάθε οικογένειας όταν πολλαπλασιάζεται σαν τα κουνέλια αποτελεί ένα κύτταρο ελέγχου της συλλογικής νοημοσύνης.
Η πολυτεκνία ως ιδεολογική πεποίθηση σφίγγει τα κορδόνια της φασιστικής μπότας.
Ποζάρει μέσα στο χαοτικό εθνικισμό των καθυστερημένων πλασμάτων που η διαιώνιση της καθυστέρησης τους είναι η ευλογία του πλούτου αλλά και η ναζιστική δομή της μιας και μοναδικής αναλλοίωτης αλήθειας.
Ευλογείτε!
Παυλόπουλος σε πολύτεκνους:
«Θεμέλιο για την συντήρηση και την προαγωγή του Έθνους η πολύτεκνη Οικογένεια»